Εισαγωγικά
Το ΕΔΔΑ, τα τελευταία χρόνια, έχει έρθει πολλές φορές αντιμέτωπο με το νομικό ζήτημα της μη αναγνώρισης από Κράτη-μέλη της Ένωσης δικαιωμάτων οικογενειακού χαρακτήρα στα ομόφυλα ζευγάρια. Η μη ενιαία αντιμετώπιση της ομόφυλης οικογένειας από τους εθνικούς νομοθέτες στο πλαίσιο της Ένωσης, οδηγεί συχνά τους θιγόμενους πολίτες ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο φαίνεται να «δρομολογεί» τις εξελίξεις στο πεδίο της αναγνώρισης των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προβλέπονται στην ΕΣΔΑ και δεσμεύουν το σύνολο των Κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σε σειρά αποφάσεων-σταθμών του Δικαστηρίου, όπως η Schalk and Kopf κατά Αυστρίας[1] με την οποία αναγνωρίστηκε ρητά το δικαίωμα οικογενειακής και όχι μόνο προσωπικής ζωής στα ομόφυλα ζευγάρια, αλλά και η ιδιαίτερα σημαντική για τη χώρα μας Vallianatos et al. κατά Ελλάδας[2], με την οποία κρίθηκε μη συμβατή με τη Σύμβαση η άρνηση του εθνικού νομοθέτη να αποκλείσει από το σύμφωνο συμβίωσης τα ομόφυλα ζευγάρια, ήρθε να προστεθεί η πιο πρόσφατη Oliari et al. κατά Ιταλίας.
Το ενδιαφέρον στην απόφαση αυτή εντοπίζεται σε δύο σημεία: αφενός, στο γεγονός πως με την απόφαση αυτή φαίνεται να «παγιώνεται» η νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα της αναγνώρισης των οικογενειακού δικαίου δικαιωμάτων στα ομόφυλα ζευγάρια, καθώς και της συνεπαγόμενης ευθύνης του εθνικού νομοθέτη να μην προβαίνει σε διακριτική μεταχείρισή τους σε σχέση με τα ετερόφυλα. Αφετέρου, στο γεγονός πως -κατόπιν της απόφασης- αναμένεται να ακολουθήσει και η Ιταλία την πορεία που ακολούθησε και η χώρα μας, δηλαδή τη νομοθετική παρέμβαση προς διόρθωση της διακριτικής μεταχείρισης, ιδίως στο επίπεδο που το Δικαστήριο αναγνώρισε ευθέως τέτοια υποχρέωση του νομοθέτη.
Ιστορικό της διαφοράς
Η υπόθεση αφορά σε δύο προσφυγές, που ασκήθηκαν από έξι Ιταλούς πολίτες, με νομική βάση την παραβίαση των άρθρων 8[3], 12[4] και 14[5] της ΕΣΔΑ από το Ιταλικό Κράτος. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες προέβαλαν τον ισχυρισμό πως η άρνηση του Ιταλού νομοθέτη να αναγνωρίσει νομικά με οποιονδήποτε τρόπο τις ενώσεις ομοφύλων ζευγαριών (με τη δυνατότητα σύναψης είτε γάμου είτε συμφώνου συμβίωσης), συνιστά διάκριση επί τη βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού, η οποία απαγορεύεται ρητά από τις διατάξεις της Σύμβασης.
Όσον αφορά στο ιστορικό της διαφοράς, μπορούν συνοπτικά να ειπωθούν τα εξής: Τον Ιούλιο του 2008 οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες, οι οποίοι τελούν σε σταθερή σχέση μεταξύ τους, απευθύνθηκαν σε δημόσια αρχή του Τρέντο, προκειμένου να δρομολογήσουν διαδικασία αδειοδότησης γάμου μεταξύ τους. Όταν η αρχή απέρριψε την αίτησή τους, αυτοί προσέβαλαν την πράξη δικαστικά, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως ο ιταλικός Αστικός Κώδικας δεν απαγορεύει ρητά τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, και σε κάθε περίπτωση η απαγόρευση αυτή θα ήταν αντισυνταγματική. Η απόφαση σε πρώτο βαθμό απέρριψε το ένδικο βοήθημά τους, με το σκεπτικό πως ενώ το Σύνταγμα δεν θέτει την ετερότητα του φύλου ως προϋπόθεση σύναψης έγκυρου γάμου, ο Αστικός Κώδικας το πράττει, και η αρχή της ισότητας δεν παραβιάζεται αφού ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται αδιάκριτα σε όλους. Όταν οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης, το Εφετείο του Τρέντο υπέβαλε ερώτημα ενώπιον του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, σχετικά με τη συνταγματικότητα ή μη της υπό εφαρμογή νομοθετικής διάταξης.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε αρχικά πως τα ομόφυλα ζευγάρια απολαμβάνουν εκ του Συντάγματος το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους, υπό την έννοια δύο ατόμων που επιθυμούν να δρουν στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας ως ζευγάρι. Στο πλαίσιο προστασίας αυτής της ελευθερίας, το Δικαστήριο αναγνώρισε την ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης, η οποία θα καθόριζε τα συνεπαγόμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, καταλήγοντας όμως πως η απαιτούμενη ρύθμιση δεν θα μπορούσε να είναι αυτή του γάμου. Το Δικαστήριο θεμελίωσε την κρίση του αυτή σε δύο επιχειρήματα: αφενός, στο γεγονός πως μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί όμοια μεταχείριση της ομόφυλης οικογένειας από τα κράτη-μέλη της Ένωσης, καθώς η ρύθμιση επαφίεται στην πλήρη ευχέρεια του εκάστοτε εθνικού νομοθέτη. Έτσι, το Δικαστήριο τόνισε πως θα μπορούσε να κάνει χρήση της αρμοδιότητάς του κατόπιν νομοθετικής παρέμβασης, στο πλαίσιο ελέγχου εφαρμογής της αρχής της ισότητας αλλά και της αρχής της αναλογικότητας ως προς τους πιθανώς επιβαλλόμενους περιορισμούς στην οικογενειακή ζωή των ομοφύλων ζευγαριών. Αφετέρου, στο κρίση πως η ερμηνεία των όρων «οικογένεια» και «γάμος», όπως αυτοί αποδίδονται στο ιταλικό Σύνταγμα, ναι μεν θα πρέπει να λαμβάνει χώρα ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να φτάσει στο σημείο να περιλαμβάνονται στους όρους «φαινόμενα» τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη από τον συνταγματικό νομοθέτη κατά την θέσπιση των διατάξεων. Τονίζεται, προς επίρρωση του ισχυρισμού, πως ενώ η ομοφυλοφιλία δεν ήταν άγνωστη κατά την κατάστρωση των συνταγματικών διατάξεων, το ζήτημα της αναγνώρισης ομόφυλης οικογένειας δεν αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού, ο δε ορισμός του γάμου προκύπτει-κατά συνταγματική επιταγή- από το κείμενο του Αστικού Κώδικα , ο οποίος από το 1942 έως και σήμερα απαιτεί την ετερότητα του φύλου των συζύγων.
Τέλος, το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε και τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της ισότητας, για δύο λόγους: Αφενός, διότι έκρινε πως τα ομόφυλα ζευγάρια δεν τελούν σε σχέση ομοιότητας με τα ομόφυλα, ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη. Αφετέρου, στην πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία το αρ. 12 ΕΣΔΑ δεν επιβάλλει πλήρη εξομοίωση ομοφύλων-ετερόφυλων οικογενειών, αλλά καταλείπει ευρεία διακριτική ευχέρεια διαφοροποίησης της αναγνώρισης των δικαιωμάτων στον εθνικό νομοθέτη.
Η σημασία αυτής της απόφασης ήταν μεγάλη, καθώς αποτέλεσε «νομολογιακό προηγούμενο», το οποίο θεμελίωσε την άρνηση αναγνώρισης δικαιωμάτων οικογενειακού χαρακτήρα και στους υπόλοιπους προσφεύγοντες από Δικαστήρια και όργανα της Διοίκησης. Επομένως, η προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να εξεταστεί το δικαιολογημένο ή μη της άρνησης του ιταλικού Κράτους, υπό το πρίσμα των επιβαλλόμενων από την Σύμβαση υποχρεώσεων στα Κράτη-μέλη στο πεδίο της προστασίας των δικαιωμάτων στην προσωπική αλλά και οικογενειακή ζωή.
Πριν αναλυθεί η κρίση του ΕΔΔΑ επί της ουσίας ης υπόθεσης, θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: όπως προαναφέρθηκε, στο ιταλικό οικογενειακό δίκαιο δεν προβλέπεται δυνατότητα σύναψης έγκυρου γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, παρ’ότι το γράμμα του Συντάγματος δεν προβλέπει ρητά την προϋπόθεση ετερότητας φύλου των συζύγων. Επίσης, δεν προβλέπεται ούτε δυνατότητα αναγνώρισης νομίμως τελεσθέντος γάμου σε άλλο Κράτος-Μέλος της Ένωσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα μία απόφαση του Ακυρωτικού ιταλικού Δικαστηρίου, το οποίο ενώ αναγνώρισε πως οι σχέσεις των ομοφύλων ζευγαριών εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο τόσο της προσωπικής όσο και της οικογενειακής ζωής κατ’ άρθρον 8 ΕΣΔΑ, έκρινε πως «είναι αδύνατον να αποκτήσουν νομική ισχύ στην ιταλική έννομη τάξη». Περαιτέρω, δεν προβλέπεται ούτε η δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβιώσεως, με την έννοια μιας αστικής σύμβασης από την οποία απορρέουν έννομα αποτελέσματα ανάλογα με του γάμου. Η μόνη σχετική πρόβλεψη στο ιταλικό δίκαιο, είναι αυτή του «συμφώνου συγκατοίκησης»[6], το οποίο αποτελεί ιδιωτική πράξη χωρίς αυστηρά απαιτούμενο συστατικό τύπο, την οποία δύνανται να συνάψουν άτομα που συγκατοικούν και συμβιώνουν (συγγενείς, σύντροφοι, φίλοι, απλοί συγκάτοικοι κοκ), προς ρύθμιση των οικονομικών ζητημάτων που προκύπτουν από την συμβίωση, των όρων παύσης αυτής αλλά και την διευθέτηση ζητημάτων που τυχόν ανακύπτουν σε περίπτωση ασθένειας ή ανικανότητας ενός εκ των συμβαλλομένων. Το σύμφωνο αυτό δεν δύνανται να συνάψουν -προφανώς- τα έγγαμα ζευγάρια, αλλά έχει γίνει δεκτό πως μπορούν να συνάψουν τα ομόφυλα ζευγάρια που μένουν κάτω από την ίδια στέγη.
Η κρίση του Δικαστηρίου
Προτού προβεί στην εξέταση των ισχυρισμών των διαδίκων, το ΕΔΔΑ προχώρησε σε μία καταγραφή του ευρωπαϊκού χάρτη, στο πεδίο της κατοχύρωσης δικαιωμάτων οικογενειακού χαρακτήρα στα ομόφυλα ζευγάρια. Από την καταγραφή αυτή, στην απόφαση αποτυπώνεται πως έντεκα (11) από τα Κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ένωσης έχουν αναγνωρίσει τον γάμο ομοφύλων και δεκαοχτώ (18) έχουν αναγνωρίσει κάποιας μορφής αστική ένωση, με αποτέλεσμα 24 από τα 47 Κράτη-μέλη να εντάσσουν τα ομόφυλα ζευγάρια στους αναγνωρισμένους φορείς του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή.
Σ΄ αυτό το σημείο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του Δικαστηρίου στην απόφαση-σταθμό για τα διεθνή δεδομένα του Ανωτάτου Δικατηρίου των ΗΠΑ Obergefell et al. v. Hodge et al.[7], η οποία, τον Ιούνιο του 2015, αναγνώρισε ρητώς το δικαίωμα των ομοφύλων ζευγαριών στην απόλαυση της οικογενειακής ζωής σε όλες της Πολιτείες των ΗΠΑ, απορρέοντος ευθέως από τις συνταγματικές διατάξεις. Το ΕΔΔΑ τονίζει πως το Supreme Court απεφάνθη την αντισυνταγματικότητα των προσβαλλόμενων νόμων, λόγω του ότι οι τελευταίοι παραβίασαν δύο θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές: αυτή της ελευθερίας του ατόμου και αυτήν της ισότητας ενώπιον του νόμου. Συγκεκριμένα, οι τιθέμενοι νομοθετικοί περιορισμοί κρίθηκαν πως αποστερούν αδικαιολόγητα από τα ομόφυλα ζευγάρια την απόλαυση ενός θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος (αυτό του γάμου), το οποίο αποτελεί σύμφυτο της ελευθερίας του ατόμου δικαίωμα.
Κατόπιν των ανωτέρω, λοιπόν, και μετά από παράθεση των εκατέρωθεν ισχυρισμών αλλά και της ισχύουσας ενωσιακής νομοθεσίας, το ΕΔΔΑ προχώρησε στην εξέταση του ζητήματος της παραβίασης ή μη του αρ. 8 ΕΣΔΑ. Σε επίπεδο γενικών αρχών, το Δικαστήριο επανέλαβε πως το αρ. 8 ΕΣΔΑ πέραν της προστασίας του ατόμου στην ιδιωτικότητά του απέναντι στις εθνικές αρχές, επιτάσσει και την λήψη θετικών μέτρων από μέρους των Κρατών-μελών προς καλύτερη εξασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων, στα οποία υπάγονται και η απόλαυση ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Αναγνωρίζεται πως κατά την υιοθέτηση αυτών των μέτρων αφήνεται ένα περιθώριο ελεύθερης εκτίμησης και ευχέρειας στα Κράτη, το οποίο είναι μικρότερο σε ζητήματα που άπτονται στην- αναγνωρισμένη ως σύστοιχο της ταυτότητας του ατόμου- προστασία τη ιδιωτικής ζωής, και ευρύτερο σε ζητήματα για τα οποία δεν έχει επιτευχθεί ακόμη ομοφωνία στις έννομες τάξεις των Κρατών-μελών ως προς το βαθμό της προστασίας ή ως προς τα επιβαλλόμενα μέτρα.
Με αναφορά στην Schalk and Kopf, το Δικαστήριο υπενθυμίζει πως το 2010 κλήθηκε να κρίνει εάν και κατά πόσο το Αυστριακό Κράτος υποχρεούταν εκτός του προβλεπομένου συμφώνου συμβιώσεως (το οποίο είχαν τη δυνατότητα να συνάψουν οι προσφεύγοντες), να αναγνωρίζει και δικαίωμα σύναψης γάμου, υπό τις επιταγές του αρ. 8 ΕΣΔΑ. Η άρνηση του Δικαστηρίου βασίστηκε στο γεγονός πως, ελλείψει ομοφωνίας μεταξύ των Κρατών-μελών και δεδομένης της ραγδαίας νομοθετικής μεταβολής στο πεδίο αυτό μόλις την περασμένη δεκαετία, ο τομέας αναγνώρισης δικαιωμάτων οικογενειακού δικαίου στα ομόφυλα ζευγάρια θεωρήθηκε «εν εξελίξει», με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο να επιβληθούν υποχρεώσεις για λήψη θετικών μέτρων στον εθνικό νομοθέτη. Και σε αυτό το σημείο εντοπίζεται η θεμελιώδης διαφορά της υπό κρίση υπόθεσης: τίθεται το ερώτημα εάν ο Ιταλός νομοθέτης, εν έτει 2015, απέτυχε να εναρμονιστεί με τις επιταγές για εξασφάλιση με θετικά μέτρα της προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των ομοφύλων ζευγαριών, δεδομένου ότι τους αποκλείει από οποιαδήποτε μορφή νομικής αναγνώρισης των σχέσεών τους στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου.
Το Δικαστήριο μένει πιστό στην θέση του πως τα ομόφυλα ζευγάρια δύναται να υπαχθούν στην έννοια της «οικογενειακής ζωής», όπως αυτή προστατεύεται από τον αρ. 8 ΕΣΔΑ, η οποία διατυπώθηκε το πρώτον στην Schalk and Kopf και παγιώθηκε με την Vallianatos et al. Με μία αναφορά στα μέσα αναγνώρισης που παρέχονται αυτή τη στιγμή στο ιταλικό εθνικό δίκαιο, το Δικαστήριο καταλήγει πως οι σχέσεις των ομοφύλων ζευγαριών αναγνωρίζονται μόνο ως de facto: δικαίωμα σύναψης γάμου ή συμφώνου συμβιώσεως δεν προβλέπεται, ενώ το προβλεπόμενο σύμφωνο συγκατοίκησης αποστερεί από το ζευγάρι θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά της υποχρέωσης για διατροφή και της κληρονομικής διαδοχής. Επίσης, υπογραμμίζεται ξανά η παραδοχή πως για την αναγνώριση μιας σταθερής και διαρκούς σχέσης-άξιας προστασίας από το πλέγμα διατάξεων της ΕΣΔΑ- δεν απαιτείται ο όρος της συγκατοίκησης, αφού με την διαμορφωθείσα παγκοσμιοποιημένη κοινωνική πραγματικότητα πολλά ζευγάρια (ετερόφυλα και ομόφυλα) περνούν μεγάλες περιόδους εγκατεστημένα σε διαφορετικές χώρες για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους.
Εν συνεχεία, παρατηρείται πως ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης, τα ομόφυλα ζευγάρια αναγκάζονται να καταφεύγουν ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων για καθένα από τα επιμέρους ζητήματα που επιθυμούν να ρυθμίσουν και άπτονται της καθημερινής τους ζωής. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτό αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο στην απόλαυση των δικαιωμάτων στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, αφού ελλοχεύει ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και η συνεπαγόμενη ανασφάλεια δικαίου (στην Ιταλία η νομολογία δεν αποτελεί πηγή δικαίου), καθώς και επιβαρύνεται ανεπίτρεπτα ένα ήδη επιβαρυμένο δικαστικό σύστημα, όπως είναι αυτό της Ιταλίας.
Συνεπεία όλων των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα πως τόσο νομοθετικά όσο και δικαστικά δεν παρέχονται τα αναγκαία μέσα προς απόλαυση των υπό εξέταση δικαιωμάτων, ενώ παρατηρείται διάσταση ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα και στη νομοθετική αντιμετώπιση. Σημειώνεται δε πως η Κυβέρνηση απέτυχε να αιτιολογήσει επαρκώς ποιο είναι το δημόσιο συμφέρον στην διαφύλαξη του οποίου στοχεύει η καθυστέρηση στη νομοθετική μεταβολή, μιας και ρητά παραδέχτηκε πως δεν στοχεύει στην προστασία της «παραδοσιακού τύπου οικογένειας» ή των «χρηστών ηθών» αλλά έγινε αναφορά σε αναμονή επίτευξης ομοφωνίας επί του ζητήματος στη διεθνή κοινότητα και στην ιταλική κοινωνία.
Όσον αφορά στο προαναφερθέν περιθώριο εκτίμησης που καταλείπεται στα Κράτη, το Δικαστήριο εκτιμά πως εν προκειμένω θα πρέπει να είναι στενό, καθώς πρόκειται για περίπτωση γενικής ανάγκης νομικής αναγνώρισης και προστασίας των ομοφύλων ζευγαριών, η οποία ανάγεται σε στοιχείο της ιδιωτικής ταυτότητας και ύπαρξης του ατόμου. Τονίζεται πως η απάντηση ενδεχομένως να ήταν διαφορετική αν προβλεπόταν ήδη κάποιας μορφής νομική αναγνώριση, όπως στην περίπτωση της Schalk and Kopf. Και πάλι, όμως, στην συνέχεια του σκεπτικού, αξιολογείται πως από το 2010 έλαβαν χώρα σημαντικές μεταβολές στην πρόσληψη των οικογενειακού δικαίου δικαιωμάτων σε παγκόσμια κλίμακα, η οποία δεν μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη στην παρούσα χρονική στιγμή.
Το Δικαστήριο επισημαίνει πως οι κρίσεις των ανωτάτων Ιταλικών δικαστηρίων συγκλίνουν εξίσου στην ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης, οι οποίες -σε συνδυασμό με πορίσματα ερευνών που προσκομίστηκαν ενώπιόν του[8]– καταδεικνύουν πως η ιταλική κοινωνία έχει αποδεχτεί σε μεγάλο βαθμό τα ομόφυλα ζευγάρια στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης. Γίνεται δε μνεία της αντίδρασης του Προέδρου του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο οποίος εξέφρασε ρητά στην ετήσια αναφορά του την απογοήτευση του Δικαστηρίου λόγω της νομοθετικής αδράνειας, κυρίως μετά τα όσα διατυπώθηκαν στο πλαίσιο εκδίκασης της υπόθεσης των δύο πρώτων προσφευγόντων. Έκρινε, λοιπόν, πως πρόκειται για μία συνεχή αδυναμία του εθνικού νομοθέτη να προσαρμοστεί τόσο στις επιταγές της ενωσιακής και διεθνούς έννομης τάξης, όσο και στις επισημάνσεις των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας του.
Έτσι, το ΕΔΔΑ καταλήγει πως ελλείψει αιτιολογημένου δημοσίου συμφέροντος προς διαφύλαξη, και υπό το φως των εθνικών δικαστικών αποφάσεων, το ιταλικό Κράτος υπερέβη το περιθώριο εκτίμησης που του καταλείπεται από τη Σύμβαση, και απέτυχε να εξασφαλίσει με θετικές ενέργειες την διασφάλιση της απόλαυσης και προστασίας των δικαιωμάτων των προσφευγόντων στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, όπως αυτά εξαγγέλονται στο αρ. 8 ΕΣΔΑ. Λόγω δε κατάφασης της παραβίασης του 8 ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο έκρινε πως παρέλκει να εξεταστεί σε συνδυασμό με το 14 ΕΣΔΑ, καθώς σε κάτι τέτοιο θα προέβαινε επικουρικά, μόνο εάν δεν αναγνώριζε την παραβίαση του δικαιώματος.
Εν τούτοις, στην εξέταση του ισχυρισμού των προσφευγόντων περί παραβίασης του αρ. 12 ΕΣΔΑ (είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με το αρ. 14 ΕΣΔΑ), το Δικαστήριο έμεινε πιστό στη πάγια νομολογία του, κρίνοντας πως ναι μεν το δικαίωμα του γάμου δεν περιορίζεται πλέον μόνο σε άτομα διαφορετικού φύλου, αλλά αυτό δε σημαίνει πως επιβάλλεται υποχρέωση στα Κράτη-μέλη να εγγυηθούν άμεσα στον ομόφυλο γάμο. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και κατά την εξέταση των άρθρων 12 και 14 ΕΣΔΑ σε συνδυασμό, κρίνοντας πως οι εθνικές αρχές είναι αρμόδιες να αποφασίσουν ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος προστασίας και αναγνώρισης των ομοφύλων ζευγαριών, και το Δικαστήριο δεν μπορεί να παρεισφρήσει σε τέτοιο βαθμό στην εθνική σφαίρα.
Συμπεράσματα
Από όλα τα ανωτέρω καταδεικνύεται η μεγάλη σημασία της υπό εξέταση απόφασης: το ΕΔΔΑ φαίνεται να ακολουθεί μία προοδευτική πορεία. Αρχικά, στην Schalk and Kopf, υπήγαγε τα ομόφυλα ζευγάρια στην έννοια της οικογενειακής ζωής του αρ. 8 ΕΣΔΑ, παραδοχή η οποία άνοιξε το δρόμο στην διεκδίκηση δικαιωμάτων οικογενειακού δικαίου, δεδομένου ότι μέχρι εκείνο το σημείο στα ομόφυλα ζευγάρια αναγνωριζόταν μόνο το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα και στη μη διάκριση επί τη βάσει της σεξουαλικής επιλογής. Σε δεύτερο στάδιο, η Vallianatos et. al προχώρησε ένα βήμα παρακάτω, κρίνοντας ως ασύμβατη με τη Σύμβαση την θέσπιση από τον εθνικό νομοθέτη συμφώνου συμβιώσεως μόνο για τα ετερόφυλα ζευγάρια, κατά παράβαση των αρ. 8 και 14 ΕΣΔΑ, καθώς εισήχθη αδικαιολόγητη διακριτική μεταχείριση σε βάρος των ομοφύλων ζευγαριών.
Στην υπό εξέταση, είναι προφανές πως το Δικαστήριο προβαίνει σε μία αρκετά τολμηρή κρίση: συνεκτιμώντας τις διεθνείς εξελίξεις στο πεδίο της νομικής αναγνώρισης των ομόφυλων ζευγαριών αλλά και τη νομική αντιμετώπιση του ζητήματος από τα ανώτατα ιταλικά δικαστήρια, κρίνει ως αντίθετη με τη Σύμβαση όχι κάποια πράξη του νομοθέτη, αλλά την αδράνειά του. Θέτει στο σκεπτικό τους όρους με τους οποίους επαναπροσδιορίζεται το περιθώριο ελεύθερης εκτίμησης των Κρατών-μελών, με βασικό γνώμονα το εάν το προσβαλλόμενο δικαίωμα αποτελεί εγγενές στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου: η ιδιωτικότητα των ομοφυλόφιλων ατόμων έχει διαγνωστεί ήδη ως τέτοιο, ενώ πλέον γίνεται δεκτό πως και η απόλαυση στην οικογενειακή ζωή δύναται να περιορίσει τη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε εθνικού νομοθέτη. Δεν μπορεί παρά να μην παρατηρηθεί η μεγάλη συμβολή σ’ αυτή την προοδευτική νομολογία του ΕΔΔΑ της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ καθώς και οι, όλο και αυξανόμενες, εθνικές νομοθετικές πρωτοβουλίες στον τομέα κατοχύρωσης και αναγνώρισης των σχετικών δικαιωμάτων.
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί πως μετά την έκδοση της παρούσης η Κυβέρνηση Renzi υπέβαλε προς ψήφιση σχέδιο νόμου που θα εισάγει το σύμφωνο συμβίωσης στην ιταλική έννομη τάξη, το οποίο στις 25 Φεβρουαρίου 2016 υπερψηφίστηκε από την ιταλική Γερουσία (ψήφοι 173-71) και μένει να τεθεί προς ψήφιση στην Βουλή των αντιπροσώπων τον Απρίλιο του 2016. Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται ρυθμίσεις, οι οποίες θα παρέχουν στα ομόφυλα ζευγάρια που θα συνάψουν το σύμφωνο όλα τα απορρέοντα εκ του γάμου δικαιώματα, με εξαίρεση- αρχικά τουλάχιστον- του δικαιώματος στην κοινή υιοθεσία τέκνου ή στην υιοθεσία του τέκνου του-της συντρόφου. Η άμεση αυτή νομοθετική παρέμβαση, η οποία έλαβε χώρα και στην Ελλάδα κατόπιν της καταδίκης της από το ΕΔΔΑ στην Vallianatos, ενισχύει τις σκέψεις σχετικά με τον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το Δικαστήριο στην διαμόρφωση του «νομοθετικού χάρτη» των Κρατών-μελών: η νομολογία του φαίνεται να επιβραβεύει τον «δικαστικό ακτιβισμό» στον οποίο κατέφυγαν οι προσφεύγοντες όλων των σχετικών υποθέσεων την τελευταία-περίπου- εικοσαετία, ελλείψει άλλων αποτελεσματικών μέτρων πίεσης στις Κυβερνήσεις τους. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται ακόμη περισσότερο από την Oliari, δεδομένου ότι το Δικαστήριο φαίνεται να ακολουθεί πλέον την γραμμή πως καμία καθυστέρηση στην θέσπιση κάποιας μορφής νομικής αναγνώρισης των ομοφύλων ζευγαριών δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Οι Κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν εδώ και χρόνια να αιτιολογήσουν επαρκώς ποιος ο λόγος δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει στον περιορισμό των δικαιωμάτων των ομοφύλων ζευγαριών, κι ενώ τους καταλείπεται η ευχέρεια να αποφασίσουν τον τρόπο και τα μέσα πραγμάτωσης της ενλόγω προστασίας, η υποχρέωση προς δράση είναι πλέον ρητή.
Μία σκέψη για το μέλλον θα μπορούσε να είναι η αλλαγή της στάσης του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του κατά πόσο παραβιάστηκε το άρθρο 12 ΕΣΔΑ. Παρ’ ότι μέχρι σήμερα γίνεται δεκτό πως αυτό δεν επιβάλλει στα Κράτη-μέλη υποχρέωση θέσπισης γάμου ομοφύλων, ήδη διατυπώνονται κάποιες απόψεις σχετικά με την ανανοηματοδότηση του περιεχομένου της διάταξης, ιδίως υπό το φως των ραγδαίων κοινωνικών και νομοθετικών εξελίξεων[9]. Άλλωστε, ένα από τα κυριότερα πλεονεκτήματα της Σύμβασης είναι η λειτουργία της ως «ζωντανού οργανισμού», με την έννοια ενός συνόλου διατάξεων που προσαρμόζονται ερμηνευτικά στις συνεχώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες. Η προσαρμοστικότητά της, όπως αυτή εκφράζεται από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, αναμένεται να δρομολογήσει άμεσες και περαιτέρω εξελίξεις στο πεδίο προστασίας της, πέραν της παραδοσιακής, οικογένειας στο μέλλον.
Βιβλιογραφία:
- Λ. Παπαδοπούλου Η νομική έννοια της «Οικογένειας» και τα ομόφυλα ζευγάρια: Μαθήματα από το ΕΔΔΑ, σε Τιμητικός Τόμος Έφης Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα 2015 (υπό έκδοση), πηγή www.academia.edu
- Λ.-Α. Σισιλιάνος Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- Ερμηνεία κατ’άρθρο: Δικαιώματα-Παραδεκτό-Δίκαιη Ικανοποίηση-Εκτέλεση, εκδ. ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αθήνα, 2013
- Β. Μάλλιος «Συμβίωση και γάμος ομοφύλων ζευγαριών: τρία νέα μικρά βήματα. Σχόλιο στην απόφαση ΕΔΔΑ, Schalk και Kopf κατά Αυστρίας, 24.6.2010», 4.10.2010, πηγή: constitutionalism.gr
- Johnson, The choice of wording must be regarded as deliberate: Same-sex marriage and Article 12 of the European Convention on Human Rights, European Law review, 2015, πηγή: westlaw.co.uk
- Boele-Woelki & A. Fuch, «Legal Recognition of Same-Sex Relationships in Europe», εκδ. Ιntersentia, 2012
[1] ΕΔΔΑ Schalk&Kopf vs. Austria, 24.6.2010
[2] ΕΔΔΑ Vallianatos and others vs. Greece, 7.11.2013
[3] Αρ.8 ΕΣΔΑ: «1. Παν πρόσωπο δικαιούται εις τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός αν η επέμβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μιαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομική ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»
[4] Άρθρο 12 ΕΣΔΑ: «Άμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, ο ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχωνται εις γάμον και ιδρύωσιν οικογένειαν συμφώνως προς τους διέποντας το δικαίωμα αυτό εθνικούς νόμους».
[5]Άρθρο 14 ΕΣΔΑ: «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλως πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
[6] Ο όρος που αποδίδεται ως σύμφωνο συγκατοίκησης είναι ο “cohabitation agreements”, και διαφοροποιείται απ’το ‘’civil union”, καθώς το πρώτο αφορά σε σχέσεις μεταξύ ατόμων που συγκατοικούν ενώ το δεύτερο ομοιάζει με το γνωστό στη δική μας έννομη τάξη σύμφωνο συμβίωσης.
[7] Supreme Court Obergefell et al. vs. Hodge et al., U.S. 26/6/2015
[8] Παραπομπή στην σκέψη 144 της απόφασης, όπου αναλύονται τα πορίσματα έρευνας που προσκόμισε η οργάνωση Associazione Radicale Certi Diritti (ARCD), η οποία παρενέβη ως ενδιαφερόμενος τρίτος. (σκ. 181)
[9] P. Johnson, The choice of wording must be regarded as deliberate: Same-sex marriage and Article 12 of the European Convention on Human Rights, European Law review, 2015, πηγή: westlaw.co.uk