Ι. Το πρόβλημα
[1] Στη συζήτηση για την (αντι)συνταγματικότητα του νόμου 5094/2024 κατά το μέρος που ρυθμίζει την εγκατάσταση και λειτουργία παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων μέσω μη κρατικών «Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης» εξακολουθούν να πυκνώνουν οι φωνές όσων υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία στον τομέα αυτό προϋποθέτει την αναθεώρηση του αυστηρά διατυπωμένου άρθρου 16 του Συντάγματος και άρα (θα) έπρεπε τουλάχιστον να αναβληθεί, μέχρι να κινηθεί και να ολοκληρωθεί η αναθεωρητική διαδικασία. Το δε επιχείρημα ότι η απαγόρευση ίδρυσης και λειτουργίας μη κρατικών αει στην Ελλάδα έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε λόγω της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου πρέπει να βρεθεί μία λύση στο επίπεδο της εθνικής έννομης τάξης, απορρίπτεται λόγω της κατηγορηματικής διατύπωσης της ενλόγω (εθνικής) απαγόρευσης. Προκαλεί μάλιστα εντύπωση ότι δεν λείπουν και οι προειδοποιήσεις ότι αν επιχειρηθεί μία παράκαμψη του Συντάγματος στο θέμα των μη κρατικών πανεπιστημίων με την επίκληση του ενωσιακού δικαίου, αλλοιώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά του καταστατικού μας χάρτη, ενώ παράλληλα ανοίγει ο επικίνδυνος δρόμος για «κρυφές» αναθεωρήσεις του Συντάγματος πέρα και έξω από τις προβλεπόμενες διαδικασίες[1].
ΙΙ. Σύγκρουση με το δίκαιο της ΕΕ
[2] Οι έντονες αυτές αντιδράσεις αποπνέουν και συντηρούν ένα «συνταγματικό πατριωτισμό», δεν δίδουν όμως λύση στο πρόβλημα. Ότι υπάρχει πολλαπλή σύγκρουση του άρθρου 16 του Συντάγματος με το δίκαιο της ΕΕ προκύπτει με σαφήνεια από μία πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, η οποία συνδέει την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών ιδρθμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αφενός με τις κλασικές και θεμελιώδεις ελευθερίες που διέπουν την εγκαθίδρυση της (ενιαίας) εσωτερικής αγοράς (ελεύθερη εγκατάσταση επιχειρήσεων, ελεύθερη προσφορά υπηρεσιών από ιδιώτες και επιχειρήσεις) και αφετέρου με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της ΕΕ (ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης, ακαδημαϊκή ελευθερία, ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, επιχειρηματική ελευθερία), ενώ σημαντικός ρόλος αποδίδεται στις υποχρεώσεις που απορρέουν και για την Ελλάδα από τη συμμετοχή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου[2]. Τις σοβαρές διαστάσεις του θέματος αναδείξαμε με τον Ευάγγελο Βενιζέλο στην πρόσφατη γνωμοδότησή μας με τίτλο «Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 του Συντάγματος και τα περιθώρια ανάληψης νομοθετικών μέτρων στο πεδίο της μη κρατικής ανώτατης εκπαίδευσης» που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Σάκκουλα.
[3] Αν λοιπόν έχουμε ως υπόθεση εργασίας ότι όντως υπάρχει αντίθεση του Συντάγματος με πλείστες όσες εγγυήσεις του ενωσιακού δικαίου, επιβάλλεται να αναζητήσουμε και να εντοπίσουμε την ενδεικνυόμενη λύση. Η νομική επιστήμη μας παρέχει τα εργαλεία εκείνα που μας επιτρέπουν να εξομαλύνουμε και όχι να διατηρούμε – ή και να επιτείνουμε – τις αντιθέσεις μεταξύ δύο κανόνων και, όπου διαπιστώνουμε ότι υπάρχει σύγκρουση, η κατάληξη δεν μπορεί να είναι άλλη παρά ο παραμερισμός ενός από τους δύο. Η διατήρηση μίας παρόμοιας εκκρεμότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς λύση είναι τουλάχιστον ανορθόδοξη.
ΙΙΙ. Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος
[4] Με τον Ευάγγελο Βενιζέλο προτείναμε τη διέξοδο της σύμφωνης με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας των απαγορευτικών διατάξεων του άρθρου 16. Μας αντιτάσσεται ότι οι σχετικές με τα αει ρυθμίσεις είναι σαφείς και κατηγορηματικές και δεν αφήνουν περιθώρια για ερμηνεία. Ωστόσο όσοι επίμονα χαρακτηρίζουν τις ενλόγω συνταγματικές ρυθμίσεις σαφείς και ανεπίδεκτες ηπιότερης και προσαρμοστικής ερμηνείας, δεν επιδεικνύουν την ίδια ευαισθησία σε άλλες περιπτώσεις που ανήκουν και αυτές στο κεφάλαιο για τα συνταγματικά και κοινωνικά δικαιώματα και έχουν προσλάβει στη διάρκεια του χρόνου ισχύος του Συντάγματος διαφορετικό περιεχόμενο λόγω ακριβώς της επίδρασης του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου.
- Κάμψεις άλλων διατάξεων του Συντάγματος ενόψει του δικαίου της ΕΕ: Άρθρα 4 παρ. 4, 15 παρ. 2 και 14 παρ.9
[5] Είναι άραγε λιγότερο σαφής η μη υποκείμενη σε αναθεώρηση διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4[3], σύμφωνα με την οποία «μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους» και ποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι ο αποκλεισμός Ευρωπαίων πολιτών από θέσεις του δημόσιου τομέα ισχύει και σήμερα στην αρχική και αυστηρή μορφή του; Είναι ή δεν είναι ακριβές ότι έχει επικρατήσει μία άκρως συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 4, για να αποφευχθεί η ρήξη με το ενωσιακό πλέγμα των θεμελιωδών ελευθεριών; Ακριβώς επειδή εδώ δεν υπάρχει η επιλογή της αναθεώρησης, πρέπει να βρεθεί άλλη λύση και αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η γενναία συρρίκνωση της εμβέλειας του άρθρου 4 παρ. 4, ώστε ως «Έλληνες» να νοούνται κατά κανόνα οι Ευρωπαίοι πολίτες και μόνο κατ΄εξαίρεση να αποτελεί η ελληνική ιθαγένεια θεμιτό κριτήριο για διορισμό σε θέση του δημόσιου τομέα. Οποιαδήποτε άλλη λύση θα ήταν αντίθετη με τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνουν οι ευρωπαϊκές Συνθήκες[4], όπως αυτές έχουν κατ΄επανάληψη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της ΕΕ[5].
[6] Πέρα από το άρθρο 4 παρ. 4, ποια είναι η θέση των οπαδών της αυστηρής ερμηνείας του άρθρου 16 για το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος που σε πείσμα των εξελίξεων εξακολουθεί να ορίζει (επίσης κατηγορηματικά!) ότι η «ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους»; Υπάρχει κάποιος που υποστηρίζει ότι το Κράτος (και μάλιστα με κεφαλαίο Κάπα!) ασκεί έλεγχο (και μάλιστα άμεσο!) στο σημερινό ραδιοτηλεοπτικό πεδίο; Ποιο είναι ακριβώς το καθεστώς που διέπει τις (ραδιο)τηλεοπτικές άδειες; Και πόσοι αναλογίζονται ότι τις πρώτες (προσωρινές) άδειες που έλαβαν ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί είχε χορηγήσει η κυβέρνηση Τζανετάκη το καλοκαίρι του 1989 με πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου που αγνόησαν εντελώς τις προβλέψεις του άρθρου 15 του Συντάγματος και στηρίχθηκαν αποκλειστικά (!) στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ; Με άλλες λέξεις, θεωρεί κανείς ότι και στις ημέρες μας η ραδιοτηλεόραση λειτουργεί υπό τον άμεσο έλεγχο του Κράτους ή μήπως χωρίς καθόλου ή μόνο με στοιχειώδη έλεγχο; Υπενθυμίζω εδώ ότι, όταν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 φούντωσε στη χώρα μας η συζήτηση για την κατάργηση του ραδιοτηλεοπτικού μονοπωλίου που όντως τότε κατείχε και ασκούσε το κράτος, σπουδαίο ρόλο πάλι έπαιξε το ευρωπαϊκό ενωσιακό δίκαιο με την Οδηγία για την τηλεόραση χωρίς σύνορα[6], ενώ στην ίδια την εξέλιξη του δικαίου της Ένωσης συνέβαλε το προδικαστικό ερώτημα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης του 1989 που οδήγησε στην απόφαση του ΔΕΕ της 18/6/1991, γνωστής ως «ΕΡΤ»[7].
[7] Τέλος: Δεν αποτελεί άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα η περιπέτεια του «βασικού μετόχου» με την αναθεωρημένη ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 9 και την ερμηνευτική συρρίκνωσή της από το Δικαστήριο της ΕΕ και στη συνέχεια από το Συμβούλιο της Επικρατείας; Σε ποιον βαθμό μπόρεσε εδώ ο συνταγματικός νομοθέτης να υλοποιήσει την πρόθεσή του για την επιβολή αυστηρού ασυμβιβάστου μεταξύ της ιδιότητας «του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης μέσων ενημέρωσης» με την ιδιότητα «του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών»[8]; Έχουμε επίσης συνειδητοποιήσει επαρκώς ότι η υποχώρηση του Συντάγματος οφείλεται εδώ στην αντίθεσή του όχι με το πρωτογενές δίκαιο της ΄Ένωσης, αλλά με τις Οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις[9];
- Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του άρθρου 16;
[8] Έχοντας υπόψη τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το ερώτημα για ποιον λόγο οι ερμηνευτικές αυτές λύσεις (και διέξοδοι) έγιναν δεκτές για το άρθρο 4 παρ. 4, το άρθρο 14 παρ. 9 και το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος χωρίς ουσιαστικές διαμαρτυρίες και αντιδράσεις, ενώ στο πλαίσιο του άρθρου 16 προβάλλονται ισχυρές και ηχηρές αντιστάσεις; Είναι βέβαιο ότι τόσο η νομολογία, όσο και η θεωρία κατέβαλαν φιλότιμες και επιτυχημένες προσπάθειες, ώστε να συμβαδίσουν τα άρθρα 4 παρ. 4, 14 παρ. 9 και 15 παρ. 2 με τις νεώτερες εξελίξεις και τις ανάγκες της εποχής, χωρίς να αναζητηθεί η προηγούμενη αναθεώρησή τους. Καλό θα ήταν λοιπόν να χαμηλώσουν οι τόνοι και να παύσει ο «υπέρ πάντων αγώνας» για τη διατήρηση του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση.
[9] Φαίνεται καθαρά ότι το ζήτημα της απαγόρευσης ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας δεν αντιμετωπίζεται κυρίως με νομικούς, αλλά με ιδεολογικούς όρους. Όσοι υποστηρίζουν την αδυναμία της ερμηνευτικής προσαρμογής του άρθρου 16 του Συντάγματος, διακατέχονται από ένα ιδιότυπο «συνταγματικό πατριωτισμό» και θέλουν στην πραγματικότητα να αμφισβητήσουν – αν όχι και να αποτινάξουν – την αρχή της υπεροχής του ενωσιακού έναντι του εθνικού δικαίου, τουλάχιστον όταν εμπλέκεται – και άρα μπορεί να θιγεί – το εθνικό Σύνταγμα. Είναι όμως ανεδαφικό να επανερχόμαστε σε θέματα που έχουν διευθετηθεί ήδη στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, στηρίζονται σε πάγια και αδιατάρακτη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ και συμπυκνώνονται στην αρχή ότι το σύνολο του ενωσιακού δικαίου υπερέχει του συνόλου του εθνικού δικαίου[10].
- Υπεροχή του δικαίου της ΕΕ έναντι του εθνικού δικαίου
[10] Η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου είναι μία κατάκτηση του νομικού πολιτισμού μας που επιβεβαιώνει τον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως «ένωσης δικαίου»[11]. Δεν νοείται λοιπόν εξαίρεση υπέρ του Συντάγματος, οπότε η ενδεχόμενη σύγκρουση ενωσιακών και εθνικών συνταγματικών κανόνων δεν θα αρθεί εις βάρος του ενωσιακού δικαίου, αλλά με υποχώρηση του Συντάγματος, που θα επιτευχθεί είτε με την κίνηση (και ολοκλήρωση!) της διαδικασίας αναθεώρησης, είτε με τη χρήση των ερμηνευτικών εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας. Ασφαλώς η προτεραιότητα ανήκει στην εξάντληση όλων των διαθέσιμων ερμηνευτικών εργαλείων για την άμεση διευθέτηση του ζητήματος. Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος λειαίνει τη σύγκρουση και λειτουργεί αμέσως, διασφαλίζοντας την αρμονική και αδιατάρακτη συμβίωση και του Συντάγματος και του δικαίου της ΕΕ. Όμως στον βαθμό που η συνύπαρξη αυτή είναι πράγματι αδύνατη, τότε ο εφαρμοστής του δικαίου οφείλει να ακολουθήσει τον κρίσιμο κανόνα του ενωσιακού δικαίου και αντίστοιχα να παραμερίσει την επίμαχη συνταγματική διάταξη. Αν στην περίπτωση αυτή η εναρμόνιση ολοκληρωθεί (και) με ρητή αναθεώρηση του Συντάγματος, είναι θέμα του εθνικού δικαίου και εξαρτάται από τους κανόνες και τους ρυθμούς, στους οποίους υπακούει η αναθεώρηση. Πάντως, δεν νοείται να ανασταλεί, έστω και προσωρινά, η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να συντελεσθεί η (ενδεχόμενη) αναθεώρηση, διότι σ΄αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η σημασία της «υπεροχής» του δικαίου της ΕΕ.
- Συνταγματικός πατριωτισμός
[11] Τότε τι είναι αυτό που εμποδίζει να διευθετήσουμε με ανάλογο και ειρηνικό τρόπο τη σύγκρουση του άρθρου 16 του Συνάγματος με το ενωσιακό δίκαιο; Ένας όψιμος και επιλεκτικός συνταγματικός πατριωτισμός[12]. Είναι όψιμος, διότι παρουσιάζεται με «χρονοκαθυστέρηση» και με απότομο τρόπο 43 έτη μετά την προσχώρηση της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Και είναι επιλεκτικός, διότι όπως είδαμε, ο παραμερισμός των περιοριστικών ρητρών που εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στο σώμα των άρθρων 4 παρ. 4, 14 παρ. 9 και 15 παρ. 2 του Συντάγματος χάριν της επικράτησης του δικαίου της ΕΕ δεν είχε κινητοποιήσει τα συνταγματικά αντανακλαστικά συναδέλφων, που φαίνονται να ανέχονται την (άτακτη;) υποχώρηση της κανονιστικής εμβέλειας των ενλόγω διατάξεων, ενώ την αρνούνται για το άρθρο 16.
α) Μετρήσεις και αναμετρήσεις: Η ανοικτή κοινωνία των συνταγματολόγων
[12] ‘Ένα πρώτο στοιχείο που κυριαρχεί στην καλλιέργεια μίας αίσθησης συνταγματικής αυταρέσκειας είναι η δημιουργία ενός κλίματος αναμέτρησης μεταξύ των «συνταγματολόγων» που υπερασπίζονται τη μία ή την άλλη εκδοχή, δηλαδή την πιστή τήρηση των απαγορεύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 16 ή την πρόταση προσαρμογής των συνταγματικών διατάξεων στα δεδομένα του δικαίου της Ένωσης. Χρησιμοποιώ δε τον όρο «αναμέτρηση», διότι παρατήρησα ότι από οπαδούς της συνταγματικής καθαρότητας επιχειρείται η μέτρηση των δύο ομάδων και επισημαίνεται ότι είναι περισσότεροι όσοι ανήκουν στις τάξεις τους. Δεν έχω καμία διάθεση ούτε λόγο να αμφισβητήσω τις μετρήσεις που με κατατάσσουν στη μειοψηφία. Εντυπωσιάζομαι όμως με την αγωνιώδη προσπάθεια αυτών που υποστηρίζουν την άτεγκτη εφαρμογή των απαγορεύσεων του άρθρου 16 να μετρήσουν – κυριολεκτικά – δυνάμεις, διότι μέχρι σήμερα πίστευα – μάλλον αφελώς – ότι η επιστημονική αλήθεια σε εριζόμενα ζητήματα δεν είναι κτήμα της πλειοψηφίας, αλλά αποτέλεσμα της αξίας και της πειθούς των επιχειρημάτων της κάθε πλευράς[13]. Θυμούμαι δε ότι ένας πολύ αξιόλογος Γερμανός καθηγητής, ο Peter Häberle, είχε δημοσιεύσει στα μέσα της δεκαετίας του 1970 μία εξαιρετική μελέτη υπό τον εύγλωττο τίτλο «η ανοικτή κοινωνία των ερμηνευτών του Συντάγματος»[14], όπου ακριβώς υποστήριζε ότι το προνόμιο της ερμηνείας του Συντάγματος δεν ανήκει σε ένα κλειστό κύκλο «συνταγματολόγων», αλλά στην ανοικτή κοινωνία, δηλαδή σε όλους εκείνους που συμβάλλουν ή επιθυμούν να συμβάλουν στην ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων.
β) Προνομιακή μεταχείριση του Συντάγματος
[13] Ο συνταγματικός πατριωτισμός απέναντι στις επιταγές του δικαίου της ΕΕ εκφράζεται στη συνήθη του μορφή, όταν ναι μεν αναγνωρίζεται η υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού με την εξαίρεση όμως του Συντάγματος ή τουλάχιστον των βασικών αρχών του. Επειδή έχω αναλυτικά εκφρασθεί στο θέμα αυτό, δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω τα επιχειρήματά μου, αλλά περιορίζομαι να υπογραμμίσω ότι δεν νοείται μερική και à la carte υπεροχή, διότι η σύγκριση γίνεται μεταξύ του (συνόλου του) ενωσιακού δικαίου και του (συνόλου του) εθνικού δικαίου και καταλήγει στη θέση ότι η ενωσιακή έννομη τάξη προηγείται και υπερέχει της εθνικής έννομης τάξης χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς διακρίσεις και χωρίς εκπτώσεις[15]. Η προνομιακή μεταχείριση του Συντάγματος (ή βασικών τμημάτων του) δεν δικαιολογείται και δεν στηρίζεται σε πειστικά επιχειρήματα, ενώ ενισχύει την επιστημονική εσωστρέφεια και εκμηδενίζει τις προοπτικές αρμονικής συμβίωσης του εθνικού Συντάγματος με το δίκαιο της ΕΕ.
γ) Αντίσταση κατά της βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος;
[14] Στην απόλυτή του μορφή ο συνταγματικός πατριωτισμός κάνει την – ομολογώ: απροσδόκητη – εμφάνισή του στο πλαίσιο του άρθρου 16, όταν μεταξύ των επιχειρημάτων που έχουν προβληθεί υπέρ της συνεχούς και συνεπούς απαγόρευσης μη κρατικών πανεπιστημίων χρησιμοποιείται το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος (!), προκειμένου να αποτραπεί η κατάλυσή του μέσω της ψήφισης του νόμου για την εγκατάσταση στην Ελλάδα παραρτημάτων ξένων αει. Κινητοποιείται δηλαδή η ιστορικά και συναισθηματικά φορτισμένη ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος και καλούνται οι πολίτες να αποσοβήσουν τον κίνδυνο της βίαιης[16] κατάλυσης της συνταγματικής τάξης, η οποία κατά τους οπαδούς της άποψης αυτής απειλείται, αν επιβληθούν εκπτώσεις στην απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων!
[15] Με το άρθρο 120 παρ. 4 η «τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Όπως εύστοχα σημειώνει ο Φίλιππος Σπυρόπουλος «κατάλυση του Συντάγματος είναι η de facto απώλεια της ισχύος του, που επέρχεται, όταν εκμηδενισθεί η αποτελεσματικότητά του»[17]. Τότε όμως η επίκληση της διάταξης εκμέρους ορισμένων συναδέλφων που αντιδρούν στην ερμηνευτική συρρίκνωση του άρθρου 16 είναι τουλάχιστον αμήχανη και οπωσδήποτε υπερβολική. Η ενεργοποίησή της – με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη μορφή και την ένταση της απαιτούμενης αντίστασης – προϋποθέτει την απόπειρα βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος, οπότε απαιτείται μεγάλη φαντασία για να υποθέσουμε ότι τέτοιος κίνδυνος υφίσταται, όταν προτείνεται μία νέα και διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση της προβλεπόμενης στο άρθρο 16 απαγόρευσης ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων.
[16] Ακόμη και αν δεχόμασταν ότι και η παραμικρή μετακίνηση από το γράμμα του άρθρου 16 δεν επιτρέπεται, διότι διακυβεύονται (δυσδιάκριτα) ύψιστα αγαθά, απόπειρα κατάλυσης πάντως δεν συνιστά η πρόταση περιορισμού της θεσπιζόμενης για τα μη κρατικά αει απαγόρευσης ίδρυσής τους. Αν μάλιστα υποθέσουμε ότι η ερμηνευτική άμβλυνση του άρθρου 16 συντελείται πράγματι και στη συνέχεια κρίνεται αντισυνταγματική, πάλι δεν βρισκόμαστε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 120 παρ. 4, αλλά έχουμε να διαχειρισθούμε ένα κλασικό ζήτημα αντισυνταγματικότητας που θεραπεύεται με τα οριζόμενα στο άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος κλασικά εργαλεία αντιμετώπισης του φαινομένου. Και οπωσδήποτε αποτελεί μνημείο παραδοξότητας η ιδέα ότι η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων εξισούται με μία προσπάθεια βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος, την οποία λόγω του άρθρου 120 παρ. 4 δικαιούνται και υποχρεούνται να αποκρούσουν οι Έλληνες πολίτες.
ΙV. Επίμετρο
[17] Κλείνοντας, για να είμαι ειλικρινής, μπορώ να κατανοήσω μέχρι ένα βαθμό – χωρίς φυσικά να την ασπάζομαι – την αντίδραση στην ερμηνευτική συρρίκνωση του άρθρου 16 του Συντάγματος ως προς την ίδρυση και λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η διατύπωση των σχετικών απαγορεύσεων στο Σύνταγμα γίνεται με αυστηρό τρόπο, οπότε για να επιτευχθεί η (επιβαλλόμενη) κάμψη τους απαιτείται ερμηνευτική ευρηματικότητα. Θεωρώ όμως απολύτως αβάσιμη κάθε σκέψη να επιστρατευθεί το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος ως μέσο αντίστασης κατά της εξέλιξης αυτής. Τέτοιου είδους ερμηνευτικές ακροβασίες μέσω της ενεργοποίησης ενός (όψιμου και εκλεκτικού) συνταγματικού πατριωτισμού εμποδίζουν την ενεργό συμμετοχή μας στον θεσμικό διάλογο που διεξάγεται στον ευρωπαϊκό και γενικότερα στον διεθνή χώρο και μας καταδικάζουν σε ένα στείρο επαρχιωτισμό. Είναι πραγματικά κρίμα να εθελοτυφλούμε αγνοώντας την έκταση της διεθνοποίησης του εθνικού δικαίου[18], να περιχαρακώνουμε παρωχημένες συνταγματικές επιλογές που είναι αντίθετες με το ενωσιακό δίκαιο, να διαιωνίζουμε άσκοπες και καταδικασμένες σε αποτυχία συγκρούσεις και να ξοδεύουμε πνευματικές δυνάμεις σε μάχες οπισθοφυλακής.
[1] Ας μου συγχωρήσουν οι συνάδελφοι την απουσία ονομαστικών αναφορών που οφείλονται στον φόβο ότι μπορεί κάποιους να παραλείψω ή να μην τους κατατάξω ορθά στις υποκατηγορίες που έχουν σχηματισθεί, αφού δεν εκφράζουν όλοι τις ίδιες ακριβώς θέσεις και ασφαλώς εμφανίζουν αποχρώσεις στις τοποθετήσεις τους. Απολογούμαι επίσης σε εκείνους, με τους οποίους μοιραζόμαστε συναφείς απόψεις, διότι επίσης δεν τους αναφέρω ονομαστικά. Σκοπός μου δεν είναι να πείσω επικαλούμενος ηχηρά ονόματα, αλλά παρουσιάζοντας επιχειρήματα.
[2] Βλ. ιδίως ΔΕΕ, Απόφαση της 6/10/2020, υπόθεση C-66/18, Επιτροπή/Ουγγαρία, ECLI:EU:C:2020:792.
[3] Σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος δεν υπόκειται σε αναθεώρηση, μεταξύ άλλων, και το άρθρο 4 παρ. 4.
[4] Η βασική γραμμή του ΔΕΕ είναι ότι αποκλεισμοί Ευρωπαίων πολιτών χωρούν μόνο, όταν η επίμαχη θέση συνδέεται άμεσα με άσκηση δημόσιας εξουσίας: Βλ. τις παρατηρήσεις του Γ. Ζιάμου, εις: Β. Σκουρή, Συνθήκη της Λισσαβώνας. Ερμηνεία κατ΄άρθρον, 2020, άρθρο 45 ΣΛΕΕ, αρ. περ. 42 με παραδείγματα από τη νομολογία.
[5] Στη μονογραφία της «Εθνικό Σύνταγμα και κοινοτικό δίκαιο: Το ζήτημα της υπεροχής», 2009, η Λίνα Παπαδοπούλου παραθέτει χαρακτηριστικά «παραδείγματα σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας και σιωπηρής τροποποίησης του Συντάγματος μέσω του κοινοτικού δικαίου», ξεκινώντας ακριβώς με το άρθρο 4 παρ. 4: Βλ. την ανάπτυξη και τις παραπομπές στις σελ. 454-458.
[6] Οδηγία του Συμβουλίου 89/552/ΕΟΚ της 3/11/1989 «για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων» που επικράτησε να αποκαλείται «Τηλεόραση χωρίς σύνορα». Για την κατάσταση που επικρατούσε μέχρι το 1990 βλ. τη μελέτη μου «Άρθρο 15 του Συντάγματος: Μία ελευθερία υπό τον άμεσο έλεγχο του κράτους;», που δημοσιεύθηκε στην ΕΕΕυρΔ 1989, σελ. 93-206 και αναδημοσιεύθηκε στη συλλογή μελετών «Προσανατολισμοί στο δημόσιο δίκαιο Ι», 1996, σελ. 189-202, όπου υπάρχουν παραπομπές στη βιβλιογραφία της εποχής.
[7] ΔΕΕ, Απόφαση της 18/6/1991, υπόθεση C-269/89, ΕΡΤ ΑΕ, ECLI:EU:C:1991:254. Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπόθεση αυτή παραπέμπεται σε νεώτερες αποφάσεις του ΔΕΕ ως απόφαση-σταθμός για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου πριν από τη θέση σε ισχύ του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (βλ. ιδίως σκέψεις 41-45).
[8] Όταν μάλιστα η απαγόρευση καταλαμβάνει και κάθε είδους παρένθετα πρόσωπα, όπως συζύγους, συγγενείς, οικονομικά εξαρτημένα άτομα ή εταιρείες!
[9] Βλ. τις συμβολές των Αντώνη Μανιτάκη, Η προτεραιότητα εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Συντάγματος, η εναρμονισμένη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία του και η τεχνική της αναλογικότητας (με αφορμή το τέλος του βασικού μετόχου), εις: Το Δικαστήριο της ΕΕ: Εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τόμος προς τιμήν του Β. Σκουρή, 2016, σλ. 97-142, και Χρήστου Ράμμου, Ο Αντώνης Μανιτάκης, η δικαστική περιπέτεια του Βασικού Μετόχου και οι σχέσεις εθνικού και ευρωπαϊκού Δικαίου, εις: Το Σύνταγμα εν εξελίξει, Τιμητικός Τόμος για τον Αντώνη Μανιτάκη, 2019, σελ. 529-554.
[10] Βλ. τη μελέτη μου «Η υπεροχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης έναντι του εθνικού δικαίου», ΕΕΕυρΔ 2021, σελ. 463 επ., που κυκλοφόρησε και στα γερμανικά υπό τον τίτλο „Der Vorrang des europäischen Unionsrechts vor dem nationalen Recht. Unionsrecht bricht nationales Recht“, Europarecht 2021, σελ. 3 επ.
[11] Βλ. ιδίως το σύγγραμμα του Ιωάννη Σαρμά, Η Ένωση δικαίου. Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2022, καθώς και τη μελέτη μου « L’Union européenne en tant que communauté des valeurs. L’exemple de l’Etat de droit», in : L’exigence de justice. Mélanges en l’honneur de Robert Badinter, Dalloz 2016, σελ. 701 επ.
[12] Ο όρος δεν είναι νέος και έχει τύχει προσοχής κυρίως στη Γερμανία αρχής γενομένης από τον Dolf Sternberger, πρώτα σε άρθρο του στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung της 27/1/1970 και στη συνέχεια στο έργο του Verfassungspatriotismus, Insel, Frankfurt a.M., 1990. Για τη σύγχρονη σημασία του συνταγματικού πατριωτισμού και τη σχέση του με το δίκαιο της ΕΕ βλ. τη μελέτη μου „Die mitgliedstaatlichen Verfassungen nach fünfzig Jahren europäischer Integration – Bemerkungen am Beispiel des Grundgesetzes“, εις: K. Stern, 60 Jahre Grundgesetz. Das Grundgesetz für die Bundesrepublik Deutschland im Europäischen Verfassungsverbund, C.H.Beck, München 2009, σελ. 38 (47 επ.).
[13] Για τον λόγο αυτό δεν μπορώ να μην σχολιάσω την εμφάνιση δήλωσης με υπογραφές συνταγματολόγων που αντιτίθενται στη μεταρρύθμιση και συνυπογράφουν ενιαίο κείμενο θέσεων ή τη δημοσίευση ψηφίσματος επιστημονικού σωματείου με ευρωπαϊκό πρόσημο και με αντίστοιχο περιεχόμενο.
[14] Die offene Gesellschaft der Verfassungsinterpreten. Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό Juristenzeitung, 1975, σελ. 297-305 και 178, και αναδημοσιεύθηκε στον ογκώδη τόμο «Verfassung als öffentlicher Prozess. Materialien zu einer Verfassungstheorie der offenen Gesellschaft», 1996, Schriften zum öffentlichen Recht, Band 353, 2η εκδ., Duncker & Humblot, Berlin, 1996, σελ. 155 -181. Σημειώνω ακόμη ότι ο Peter Häberle είχε ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτορας της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.
[15] Η πάγια νομολογία του ΔΕΕ συγκροτείται από τις εμβληματικές αποφάσεις Costa/Enel, Internationale Handelsgesellschaft και Simmenthal, για τις οποίες βλ. τη μελέτη μου που αναφέρεται στην υποσημ.7, σελ. 464-465.
[16] Αν είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς ότι απειλείται κατάλυση του Συντάγματος λόγω της λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων, είναι ακόμη δυσκολότερο να θεμελιωθεί η θέση ότι αυτή η κατάλυση γίνεται με «βίαιο» τρόπο.
[17] Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος, 1987, σελ. 51. Βλ. επίσης την πρωτότυπη προσέγγιση του Αντώνη Μανιτάκη, Το δικαίωμα αντίστασης κατά το άρθρο 120 παρ.. 4 του Συντάγματος. Μεταξύ ηθικοπολιτικού δικαιώματος, πραγματικού γεγονότος και εκδήλωσης συνταγματικού πατριωτισμού, ΝοΒ 2004, σελ. 905 επ.
[18] Για την εξέλιξη αυτή βλ. το άρθρο μου με τίτλο «Η διεθνοποίηση του εθνικού δικαίου: καταληκτική ομιλία στο Συνέδριο της Νομικής Σχολής (Θεσσαλονίκης) με αφορμή τα 90 χρόνια λειτουργίας της». ΕΕΕυρΔ 2021, σελ. 1-4.