Ως προς τα αδιαπραγμάτευτα δικαιώματα της Ελλάδας επί των θαλασσίων ζωνών της κατά το διεθνές δίκαιο της θάλασσας

Προκόπιος Παυλόπουλος, τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνώ

Ομιλία στο 7ο “Οικονομικο Forum των Δελφών” 2022

Κυριαρχία και Κυριαρχικά Δικαιώματα

Εισαγωγή

Οιαδήποτε συζήτηση γύρω από τα Δικαιώματα της Ελλάδας επί των Θαλάσσιων Ζωνών που της ανήκουν, κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση Montego Bay του 1982) -άρα και οιαδήποτε σχετική συζήτηση, αντιστοίχως, ως προς την Κυριαρχία της και τα Κυριαρχικά της Δικαιώματα εν προκειμένω- έχει ως αφετηρία την εξής θεμελιώδη θέση, η οποία αποτελεί πάγιο και αδιαπραγμάτευτο «πυλώνα» της Εξωτερικής μας Πολιτικής: Μια και μόνη διαφορά υφίσταται προς επίλυση, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.  Πρόκειται για την οριοθέτηση της Νησιωτικής Υφαλοκρηπίδας και της επέκεινα Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, κατά πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, ήτοι κατά πλήρη εφαρμογή, «υπό το φως» και της διεθνούς νομολογίας, κατ’ εξοχήν των διατάξεων της κατά τ’ ανωτέρω Σύμβασης του Montego Bay του 1982.

Α. Ακόμη και όταν, οπωσδήποτε αδοκίμως, χρησιμοποιείται -πάντως όχι από το Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο πάντοτε υιοθετεί για το συγκεκριμένο ζήτημα την προαναφερόμενη Εθνική Γραμμή- ο όρος «Θαλάσσιες Ζώνες», ο πληθυντικός αυτός ουδόλως και καθ’ οιονδήποτε τρόπο σημαίνει ότι η Ελλάδα επανέρχεται στην νομικώς εσφαλμένη και πολιτικώς επικίνδυνη ορολογία περί «διαφορών», η οποία ατυχώς υιοθετήθηκε στο «Κοινό Ανακοινωθέν» Ελλάδας-Τουρκίας της 8ης Ιουλίου 1997, κατά την τότε Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ και μετέπειτα στα συμπεράσματα της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι, μεταξύ 10ης και 11ης Δεκεμβρίου 1999.  Αυτός ο «πληθυντικός», ο οποίος επέτρεψε για κάποιο διάστημα στην Τουρκία να προβάλλει, σχεδόν ανενόχλητη, και τις «φαντασιώσεις» της περί «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο έχει, από πλευράς Ελλάδας, οριστικώς και αμετακλήτως καταδικασθεί μετά το 2004, ως εντελώς αντίθετη προς κάθε έννοια του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Β. Τις προμνημονευόμενες παρατηρήσεις συμπληρώνουν και οι εξής δύο, επίσης πάγιες και αδιαπραγμάτευτες, θέσεις της Εξωτερικής μας Πολιτικής αναφορικά με τα Εθνικά μας Θέματα και τα Εθνικά μας Δίκαια εν γένει έναντι της Τουρκίας: Πρώτον, ούτε τέθηκε, ούτε τίθεται ούτε πρόκειται να τεθεί -και, a fortiori, να γίνει δεκτό- θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, πολλώ μάλλον όταν η Συνθήκη αυτή είναι, κατά την ίδια την φύση της, μη επιδεκτική αναθεώρησης κατά τους ειδικούς περί τούτου κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.  Δεύτερον, ουδεμία επιρροή μπορεί ν’ ασκήσει, σε ό,τι αφορά την Κυριαρχία και τα Κυριαρχικά Δικαιώματα της Ελλάδας, ο  ισχυρισμός της Τουρκίας ότι δεν έχει προσχωρήσει στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982.  Και τούτο διότι, όπως θα τονισθεί και στην συνέχεια, κατά την πάγια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης η ως άνω Σύμβαση έχει επικυρωθεί από τον απαιτούμενο αριθμό Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας, ώστε να παράγει εθιμικούς -ορθότερα δε γενικώς παραδεδεγμένους- κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι ισχύουν erga omnes, συνακόλουθα δε και έναντι της Τουρκίας.

Ι. Η δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης

    Πέραν της κατά τ’ ανωτέρω διευκρίνισης περί μίας και μόνης διαφοράς με την Τουρκία, η Ελλάδα, πρέπει να καθιστά συνεχώς σαφές το τι εμπίπτει, κατά την in concreto ερμηνεία και εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, στην δικαιοδοσία της Διεθνούς Δικαιοσύνης, και για την ακρίβεια στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

Α. Η επιλογή του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης

Και τούτο διότι ναι μεν είναι γνωστό, ότι για την επίλυση των διεθνών διαφορών ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, το οποίο εφαρμόζεται στην μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μόνη διαφορά, αρμόδιο μπορεί θεωρητικώς να είναι, εκτός από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, τόσο το ειδικό Διεθνές Δικαστήριο για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στο Αμβούργο όσο και άλλο διεθνές διαιτητικό δικαιοδοτικό όργανο, ύστερα από συμφωνία των μερών.

  1. Πλην όμως η Ελλάδα έχει, διαχρονικώς, αποδεχθεί ότι η ως άνω διαφορά θ’ αχθεί -εφόσον αχθεί- ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Την επιλογή αυτή διευκρίνισε σαφώς η Ελλάδα και με την Δήλωση της 14ης Ιανουαρίου 2015, για την οποία γίνεται λόγος εκτενέστερα κατωτέρω. Με την δήλωση αυτή η Ελλάδα δεσμεύθηκε ότι εξαιρεί από την δικαιοδοσία άλλων διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων -π.χ. του προαναφερόμενου ειδικού Διεθνούς Δικαστηρίου του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας- την εκδίκαση διαφορών, σχετικών με την ερμηνεία και εφαρμογή της Σύμβασης του Montego Bay του 1982 και την αναθέτει, αποκλειστικώς, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, προφανώς λόγω του παγκοσμίως αναγνωρισμένου κύρους του σε θέματα Διεθνούς Δικαίου εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων οριοθέτησης των Θαλάσσιων Ζωνών.
  2. Κατά τις διατάξεις που αφορούν την άσκηση της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η προσφυγή για την επίλυση της μόνης διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προϋποθέτει την σύναψη «συνυποσχετικού». Πρόκειται για ιδιότυπη συμφωνία μεταξύ των προσφευγόντων Κρατών για τον προσδιορισμό του ζητήματος, το οποίο άγεται προς επίλυση ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Σε γενικές γραμμές, το «συνυποσχετικό» αυτό από την μια πλευρά οριοθετεί το αντικείμενο της διαφοράς και, από την άλλη πλευρά, καθορίζει την νομική βάση, πάνω στην οποία θα στηριχθεί για την επίλυση της διαφοράς το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ήτοι το εφαρμοστέο Διεθνές Δίκαιο.
  3. Ως προς το κατά τ’ ανωτέρω αντικείμενο της διαφοράς, επισημαίνεται, εκ νέου, ότι η θέση της Ελλάδας πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαρη: Το αντικείμενο αυτό, όπως προεκτέθηκε, μπορεί να είναι μόνον η οριοθέτηση της Νησιωτικής Υφαλοκρηπίδας και της αντίστοιχης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

α) Ως προς δε το εφαρμοστέο δίκαιο, υπενθυμίζεται ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, το Δικαστήριο αυτό εφαρμόζει το Διεθνές Δίκαιο, γραπτό και εθιμικό, τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και, επιβοηθητικώς βεβαίως, εκτός από την νομολογία του και τις γνώμες κορυφαίων διεθνολόγων.  Στην προκείμενη περίπτωση της μόνης διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θ’ ασκήσει την δικαιοδοσία του εφαρμόζοντας τις προαναφερόμενες οικείες διατάξεις της Σύμβασης του Montego Bay του 1982 για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.  Και στο σημείο αυτό πρέπει να καταστεί επίσης σαφές προς την Τουρκία ότι, πέραν των συγκεκριμένων επιμέρους διατάξεων της Σύμβασης του Montego Bay του 1982 που θα εφαρμοσθούν για την επίλυση της μόνης διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οφείλει ν’ αναγνωρίσει και ν’ αποδεχθεί την ισχύ του συνόλου του κατά την Σύμβαση αυτή Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.  Δοθέντος ότι μερική αναγνώριση και αποδοχή της ισχύος του δεν νοείται, αφού συνιστά έμμεση πλην σαφή αμφισβήτηση της Διεθνούς Νομιμότητας εν γένει καθώς και αυτής ταύτης της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

β) Στο γνωστό δε «επιχείρημα» της Τουρκίας ότι δεν έχει επικυρώσει την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, η απάντηση πρέπει να είναι, χωρίς «περιστροφές», κατά τα ήδη προαναφερθέντα η ακόλουθη: Μολονότι δεν έχει προσχωρήσει στην Σύμβαση του Montego Bay του 1982, η Τουρκία δεσμεύεται από τους κανόνες της.  Διότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η Σύμβαση του Montego Bay του 1982, κυρίως λόγω του εξαιρετικά μεγάλου αριθμού Κρατών που την έχουν επικυρώσει, ισχύει κατ’ ουσίαν έναντι πάντων, είτε λόγω διαμόρφωσης σχετικών διεθνών εθιμικών κανόνων δικαίου είτε -όπως φαίνεται ορθότερο- διότι πλέον παράγει γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι, κατά την ίδια την κανονιστική ιδιοσυστασία τους, ισχύουν έναντι πάντων.

Β. Η οριοθέτηση της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης

Ανεξαρτήτως του αν είναι ακόμη πολύ ενωρίς για να συζητηθεί, έστω και σε γενικές γραμμές, μια ενδεχόμενη προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση της μίας, και μόνης, διαφοράς της οριοθέτησης της Νησιωτικής Υφαλοκρηπίδας και της αντίστοιχης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, από τούδε πρέπει να καταστούν σαφή, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

  1. Η διαφορά της στάσης Ελλάδας και Τουρκίας, αντιστοίχως, έναντι της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης είναι ένα ακόμη δείγμα της μεγάλης απόστασης που χωρίζει τα δύο Κράτη από πλευράς σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου γενικότερα. Και τούτο, διότι η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει -βεβαίως με τα κατωτέρω αναφερόμενα όρια- ως υποχρεωτική την δικαιοδοσία του ως άνω Δικαστηρίου, πράγμα που δεν έχει πράξει η Τουρκία. Και μόνον αυτό αρκεί για να καταδείξει ότι ενώ η Ελλάδα τρέφει την οφειλόμενη, με βάση το διεθνώς αναγνωρισμένο δικαιοδοτικό του κύρος,  εμπιστοσύνη στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά την ερμηνεία και εφαρμογή εκ μέρους του του Διεθνούς Δικαίου, όλως αντιθέτως η Τουρκία κάνει, διαχρονικώς, ένα είδος προκλητικής επίδειξης έλλειψης εμπιστοσύνης ή και περιφρόνησης προς το Δικαστήριο.  Ίσως διότι γνωρίζει καλά πόσο αβάσιμες είναι, από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, οι «αξιώσεις» που εγείρει, κατά καιρούς, εις βάρος της Ελλάδας.
  2. Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 36 παρ. 2 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η Ελλάδα προέβη, το 1994, σε Δήλωση που κατέθεσε ενώπιον του ΟΗΕ, με την οποία αποδέχθηκε ως υποχρεωτική την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου σε σχέση με όλες τις νομικές διαφορές, που εμπίπτουν στις ως άνω διατάξεις.

α) Η αποδοχή αυτή έγινε μονομερώς, πλην όμως με τον αυτονόητο όρο της αμοιβαιότητας, δηλαδή αποκλειστικώς έναντι εκείνων των Κρατών, τα οποία έχουν προβεί σε αντίστοιχη Δήλωση.  Αυτονοήτως επίσης, η Ελλάδα τότε εξαίρεσε από την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ορισμένες διαφορές, οι οποίες συνδέονται, αρρήκτως, με τον «σκληρό πυρήνα» της Κυριαρχίας της, ήτοι τις διαφορές που αφορούν στρατιωτικά μέτρα, τα οποία έχουν ληφθεί για λόγους σχετιζόμενους με την Εθνική Άμυνα.  Πρόκειται, προφανώς, για μέτρα που λαμβάνονται με στόχο την αμυντική θωράκιση των Νησιών μας στο Αιγαίο από την απροκάλυπτη -ιδίως μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, το 1974, και την μετέπειτα, το 1975 και με έδρα την Σμύρνη, δημιουργία της «Στρατιάς του Αιγαίου»- τουρκική απειλή ή και απειλή χρήσης βίας.  Αμυντική θωράκιση, την οποία κατοχυρώνουν υπέρ της Ελλάδας μεταξύ άλλων και οι διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, όπως έχουν παγίως ερμηνευθεί και εφαρμοσθεί και όπως συνιστούν πλέον και μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

β) Την 14η Ιανουαρίου 2015, η Ελλάδα κατέθεσε στον ΟΗΕ νέα, επικαιροποιημένη και συμπληρωμένη, δήλωση ως προς την αποδοχή της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, διευκρινίζοντας επιμελώς τις επ’ αυτής εξαιρέσεις.  Για την ακρίβεια, η ως άνω δήλωση εξαιρεί από την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης τις ακόλουθες δύο διαφορές, πάνω στην λογική ότι άπτονται ευθέως του «σκληρού πυρήνα» της Κυριαρχίας της:

β1) Πρώτον, τις διαφορές που σχετίζονται με στρατιωτικές δραστηριότητες και με μέτρα που λαμβάνονται, από πλευράς Ελλάδας, για την προστασία της Εθνικής Κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας, για σκοπούς Εθνικής Άμυνας και για την προάσπιση της Εθνικής Ασφάλειας. Στην ουσία, το σημείο αυτό της Δήλωσης της 14ης Ιανουαρίου 2015 επικαιροποίησε και συμπλήρωσε την Δήλωση του 1994, ιδίως ως προς τα μέτρα αμυντικής θωράκισης των Νησιών μας στο Αιγαίο, όπως επεξηγήθηκε προηγουμένως.

β2) Δεύτερον, τις διαφορές που σχετίζονται με τα σύνορα της Ελλάδας και την εδαφική Κυριαρχία της, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών ως προς το εύρος και τα όρια της Αιγιαλίτιδας Ζώνης, καθώς και του Εναέριου Χώρου.  Πρόκειται για διαφορές που, όπως ήδη τονίσθηκε, ανήκουν κατ’ εξοχήν στον «σκληρό πυρήνα» της Κυριαρχίας και οι οποίες είναι αδιανόητο να εξισωθούν με διαφορές νομικού, απλώς, χαρακτήρα, που μπορούν ν’ αχθούν ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ακόμη και με μονομερή πρωτοβουλία τρίτου Κράτους.  Είναι δε προφανές ότι η ρητή αναφορά στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη και στον Εθνικό Εναέριο Χώρο έγινε -και ορθώς- αφενός για λόγους σαφήνειας, η οποία ουδέν περιθώριο αμφιβολίας αφήνει ως προς το τι περιλαμβάνει ο «σκληρός πυρήνας» της Εθνικής Κυριαρχίας.  Και, αφετέρου, επειδή από την 8η Ιουνίου 1995 υπάρχει το παράνομο «casus belli» της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, δηλαδή αμέσως μετά την θέση σε ισχύ του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, όπως κωδικοποιήθηκε, κατά τα προαναφερόμενα, με την Σύμβαση του Montego Bay του 1982.

γ) Στις κατά τ’ ανωτέρω δύο εξαιρέσεις από την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η Δήλωση της 14ης Ιανουαρίου 2015 προσέθεσε και μια τρίτη, διαδικαστικής φύσης, εξαίρεση.

γ1) Πρόκειται για τις περιπτώσεις όπου ένα άλλο Κράτος -π.χ. η Τουρκία- αποδέχεται την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ως άνω Δικαστηρίου μόνο για μια φορά ή σε χρόνο μικρότερο των δώδεκα μηνών, από την κατάθεση μιας προσφυγής ενώπιόν του.  Όπως είναι αυτονόητο, η Ελλάδα εισήγαγε αυτή την ρήτρα εξαίρεσης για ν’ αποφύγει, ιδίως εκ μέρους της Τουρκίας -η οποία έχει δώσει, διαχρονικώς, «απτά δείγματα» αναξιόπιστης διεθνούς συμπεριφοράς- ευκαιριακές ή αιφνιδιαστικές προσφυγές, προσαρμοσμένες στην συγκυρία και στην σκοπιμότητα που, κατά την γνώμη της, την ευνοεί.

γ2) Άρα με βάση την επιφύλαξη αυτή, αν π.χ. ένα Κράτος αποδεχθεί την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης μόνο για μια φορά ή σε χρονικό διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών προ της αντίστοιχης προσφυγής του σε αυτό, η Ελλάδα επιφυλάσσεται να σταθμίσει το αν τούτο μπορεί να είναι βλαπτικό για τα ζητήματα της Εθνικής μας Κυριαρχίας και, συνακόλουθα, ν’ αποσύρει ή και να τροποποιήσει την δήλωσή της περί της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του προαναφερόμενου Δικαστηρίου.

δ) Τέλος, στην Δήλωση της 14ης Ιανουαρίου 2015 προβλέπεται, ρητώς, ότι η Ελλάδα επιφυλάσσεται να υποβάλει ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ακόμη και διαφορές, τις οποίες έχει εξαιρέσει, κατά τ’ ανωτέρω, στην βάση όμως ειδικού συνυποσχετικού που θα συναφθεί με το αντίδικο Κράτος.

δ1) Παρά το γεγονός ότι η επιφύλαξη αυτή έχει ως προφανή στόχο ν’ αναδείξει την προσήλωση της Ελλάδας στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, ιδίως στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, είναι αυτονόητο ότι ενέχει πολλούς κινδύνους για την θωράκιση της Εθνικής μας Κυριαρχίας.  Γι’ αυτό η χρησιμοποίησή της μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτή μόνο σε οριακές περιπτώσεις, και μόνον όταν η Ελληνική πλευρά είναι απολύτως βέβαιη ότι η ετυμηγορία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης δεν θα δημιουργήσει, έστω και κατ’ ελάχιστο, συνθήκες διακινδύνευσης, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εις βάρος της Εθνικής μας Κυριαρχίας.

δ2) Και τούτο διότι, παρά το αδιαμφισβήτητο διεθνώς κύρος του, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει, δυστυχώς, δώσει κατά το παρελθόν δείγματα -έστω και μεμονωμένα- όχι μόνον αδικαιολόγητων νομολογιακών διακυμάνσεων που πλήττουν την ίδια την ασφάλεια και την κανονιστική ισχύ του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και υποχώρησης στο πεδίο της εκ μέρους του ορθής εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου, υπό την πίεση και το βάρος της εκάστοτε διεθνούς συγκυρίας.

ΙΙ. Βασικές εννοιολογικές παρατηρήσεις ως προς την θεσμική «φυσιογνωμία» των Θαλάσσιων Ζωνών

Όπως είναι ευνόητο, η προαναφερόμενη θέση της Ελλάδας για την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και τις επιμέρους εξαιρέσεις επ’ αυτής θέτουν, μεταξύ άλλων, και το ζήτημα της διευκρίνισης της θεσμικής «φυσιογνωμίας» των Θαλάσσιων Ζωνών, ιδίως σε ό,τι αφορά την ιδιομορφία ορισμένων εξ αυτών, από πλευράς Εθνικής Κυριαρχίας και Κυριαρχικών Δικαιωμάτων.  Με άλλες λέξεις, η κατά τ’ ανωτέρω διευκρίνιση επιτρέπει, περαιτέρω, την ανάλυση της σχέσης των Θαλάσσιων Ζωνών αφενός με τον «σκληρό πυρήνα» της Εθνικής Κυριαρχίας και, αφετέρου, με άλλες επιμέρους συνέπειες, οι οποίες απορρέουν από αυτήν.

Α. Η θεσμική «φυσιογνωμία» της Αιγιαλίτιδας Ζώνης

    Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι κατά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας η Κυριαρχία κάθε Κράτους, άρα και της Ελλάδας, είναι πλήρης ιδίως στο Έδαφός της -συμπεριλαμβανομένου, φυσικά, του εδάφους νησιών, νησίδων και βραχονησίδων, χωρίς οιασδήποτε μορφής διάκριση- στην Αιγιαλίτιδα Ζώνη της και στον Εναέριο Χώρο που της αναλογεί.

  1. Κατά τούτο, ο καθορισμός της Αιγιαλίτιδας Ζώνης είναι οιονεί «φυσικό» -βεβαίως με θεσμικό υπόβαθρο- δικαίωμα κάθε Κράτους, πράγμα που σημαίνει ότι η επέκταση αυτής ως το όριο των 12 ν.μ. γίνεται μονομερώς, από αυτό και μόνο. Χαρακτηριστικές, εν προκειμένω, είναι και οι διατάξεις του άρθρου 3 της Σύμβασης του Montego Bay του 1982 για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, σύμφωνα με τις οποίες: «Κάθε Κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίζει το πλάτος της Αιγιαλίτιδας Ζώνης του μέχρι σημείου που δεν υπερβαίνει τα 12 ν.μ., τα οποία μετρώνται από γραμμές βάσης καθορισμένες σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση». Όπως λοιπόν εξηγήθηκε και προηγουμένως, εντός των ορίων της Αιγιαλίτιδας Ζώνης -και, a fortiori, εντός των Εσωτερικών Υδάτων- το Κράτος ασκεί πλήρη Κυριαρχία, με μόνο περιορισμό εκείνον της αβλαβούς διέλευσης πλοίων υπό ξένη σημαία κατά το Διεθνές Δίκαιο, για δε τα Εσωτερικά Ύδατα τον ελλιμενισμό και την προσόρμιση τέτοιων πλοίων.
  2. Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα έχει επιφυλαχθεί ν’ ασκήσει παντού το δικαίωμα επέκτασης της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της στα 12 ν.μ. Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο του Αιγαίου, όπου ισχύει ακόμη ο καθορισμός στα 6 ν.μ.

α) Υπό τα δεδομένα της σημερινής συγκυρίας, και ιδίως εκείνα των εν εξελίξει Διερευνητικών Επαφών και της έκβασής τους, επιτακτική καθίσταται η ανάγκη να προσανατολισθούν οι Εθνικές μας στοχεύσεις όχι μόνο στην «ανατροπή» του τουρκικού «casus belli», αφού κάτι τέτοιο είναι μάλλον μη ρεαλιστικό, ενόψει της συνεχιζόμενης αδιαλλαξίας και προκλητικότητας της Τουρκίας.  Αλλά και, πρωτίστως, στον τρόπο ολοκληρωμένης άσκησης του δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει την Αιγιαλίτιδα Ζώνη της και στο Αιγαίο, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, κατ’ εξοχήν δε του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982.  Το ότι η κατά τ’ ανωτέρω ανάγκη είναι περισσότερο από ποτέ επιτακτική προκύπτει και εκ του ότι είναι αδιανόητο να υπάρξει οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με καθεστώς της Αιγιαλίτιδας Ζώνης μας στα 6 ν.μ., αφού μια τέτοια οριοθέτηση -ιδίως αν γίνει μέσω κοινής προσφυγής Ελλάδας και Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, οπότε θα υπάρξει και σχετικό «δεδικασμένο»- μπορεί να επιφέρει ένα είδος εξαιρετικά επικίνδυνης και εθνικώς αδιανόητης «παγίωσης» του περιορισμού της Αιγιαλίτιδας Ζώνης στα 6 ν.μ. στο Αιγαίο.  Στο σημείο δε αυτό πρέπει να επισημανθεί, ότι δεν φαίνεται να υπάρχει νομολογιακό προηγούμενο, στο πλαίσιο του οποίου το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει εκδικάσει ανάλογες διαφορές, δίχως προηγουμένως τα αντίδικα Κράτη να έχουν επεκτείνει την Αιγιαλίτιδα Ζώνη τους στα 12 ν.μ. Εν πάση δε περιπτώσει, και αν ακόμη οδηγηθούμε σε μια τέτοια κοινή προσφυγή υπό καθεστώς Αιγιαλίτιδας Ζώνης 6 ν.μ. στις οριοθετούμενες περιοχές, είναι αυτονόητο ότι η Ελλάδα θα διευκρινίσει, γραπτώς και σαφώς, προς το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ότι οιαδήποτε εν προκειμένω απόφασή του δεν μπορεί να δημιουργήσει δεδικασμένο και ως προς την έκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης μας.  Πολλώ μάλλον που, όπως ήδη επεξηγήθηκε, η Ελλάδα, με την Δήλωση της 14ης Ιανουαρίου 2015, έχει εξαιρέσει από την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ζητήματα της «σκληρού πυρήνα» της Εθνικής μας Κυριαρχίας, όπως είναι και τα ζητήματα της Αιγιαλίτιδας Ζώνης μας.

β) Η, έστω και έμμεση, σύνδεση της οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με τα υφιστάμενα όρια της Αιγιαλίτιδας Ζώνης προκύπτει  ευθέως από τους εφαρμοστέους εν προκειμένω κανόνες της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, δοθέντος ότι και οι δύο «αρχίζουν» –ανεξαρτήτως του ότι μετρώνται από την ακτογραμμή- από εκεί που τελειώνει η Αιγιαλίτιδα Ζώνη.  Επιπροσθέτως, τούτο προκύπτει και από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 156 του ν. 4001/2011 -που αντικατέστησαν τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2289/1995- σύμφωνα με τις οποίες: «1. Το δικαίωμα αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων που υπάρχουν στις χερσαίες, στις υπολίμνιες και υποθαλάσσιες περιοχές στις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία ασκεί αντιστοίχως κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως κυρώθηκε με το ν. 2321/1995, ανήκει αποκλειστικά στο Δημόσιο και η άσκησή του αφορά πάντοτε τη δημόσια ωφέλεια.  Η διαχείριση για λογαριασμό του Δημοσίου των δικαιωμάτων της παραγράφου αυτής ασκείται από την ΕΔΕΥ ΑΕ.  Ως “υποθαλάσσιες περιοχές” νοούνται ο βυθός και το υπέδαφος των εσωτερικών υδάτων, της αιγιαλίτιδας ζώνης, της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ ης κηρυχθεί) μέχρι την απόσταση των 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης.  Ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη των οποίων οι ακτές είναι παρακείμενες ή αντικείμενες με τις ελληνικές ακτές, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ ης κηρυχθεί) είναι η μέση γραμμή, κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης (τόσο ηπειρωτικών όσο και νησιωτικών) από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης».

  1. Την ανάγκη άμεσης επέκτασης της Αιγιαλίτιδας Ζώνης μας στα 12 ν.μ. κυρίως στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου καθιστά, πλέον, επιτακτική η επιχείρηση της Τουρκίας να δημιουργήσει εκεί τετελεσμένα εις βάρος της Ελλάδας μέσω του λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου», το οποίο είναι νομικώς ανυπόστατο και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Πραγματικά, το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» της 27.11.2019 στερείται στοιχειώδους νομικού κύρους, τόσο λόγω του τρόπου σύναψής του κατ’ ευθεία παράβαση των διατάξεων της Σύμβασης της Βιέννης, όσο και λόγω της κατάφωρης παραβίασης ουσιωδών διατάξεων της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, ως προς την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.

α) Επί των ανωτέρω παρατηρείται περιληπτικώς ότι το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» έχει συναφθεί κατά παράβαση κανόνων «θεμελιώδους σημασίας» του εσωτερικού Δικαίου της Λιβύης, ήτοι χωρίς την σύμπραξη της Βουλής των Αντιπροσώπων του Κράτους αυτού, ακόμη δε περισσότερο με ρητή δήλωση του Προέδρου της περί μη αναγνώρισης του «μνημονίου» τούτου.

α1) Κατά την ορθή δε ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 46 παρ. 1 της Σύμβασης της Βιέννης, σύμφωνα και με την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η ως άνω πλημμέλεια καθιστά το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» νομικώς ανυπόστατο και ανίκανο να παραγάγει έννομα αποτελέσματα στο πεδίο της Διεθνούς Κοινότητας, άρα και έναντι της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Πολλώ μάλλον όταν η συνέπεια αυτή απορρέει, έναντι της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κατ’ εφαρμογή της αρχής «res inter alios acta» κατά την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.

α2) Επιπλέον -και κατ’ ουσίαν αυτή την φορά- το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» επιχειρεί οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης παραβιάζοντας τόσο κατάφωρα ουσιώδεις, εν προκειμένω, διατάξεις της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ώστε συνιστά πρωτόγνωρο αρνητικό παράδειγμα παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Νομιμότητας.  Με την έννοια ότι η ανοχή του και, πολύ περισσότερο, η αναγνώρισή του από την Διεθνή Κοινότητα και τον ΟΗΕ θέτει σε μέγιστο κίνδυνο το κύρος και την αποτελεσματικότητα του Διεθνούς Δικαίου και, στην συγκεκριμένη περίπτωση, του Δικαίου της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982.

β. Από την πλευρά της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει, ευθύς εξ αρχής, καταστεί σαφές ότι το «τουρκολιβυκό μνημόνιο», υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, είναι νομικώς ανυπόστατο και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα.

β1) Άκρως χαρακτηριστικά και αντιπροσωπευτικά προς αυτή την κατεύθυνση είναι τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2019, σύμφωνα με τα οποία το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» πάσχει από βαρύτατες νομικές πλημμέλειες, αφού παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων Κρατών, δεν συνάδει με το Δίκαιο της Θάλασσας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα.

β2) Η θέση αυτή Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οριστική και αμετάκλητη, πράγμα που σημαίνει ότι το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» δεν μπορεί, στο ευρύτερο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, ν’ αποτελέσει βάση οιασδήποτε συζήτησης ως προς την οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, πολύ δε περισσότερο ν’ αποτελέσει, αμέσως ή εμμέσως, βάση για οιασδήποτε μορφής διαπραγμάτευση κατά την εκ μέρους της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδικασία οριοθέτησης -βεβαίως σε συνεργασία με τα κατά περίπτωση ενδιαφερόμενα Κράτη- της Ελληνικής και της Ευρωπαϊκής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στον χώρο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Με αυτή την θέση και αυτό τον τρόπο αντίδρασης, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτρέπει αποτελεσματικώς και τον κίνδυνο το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» να δημιουργήσει άκρως αρνητικό προηγούμενο εφαρμογής του Δικαίου της Θάλασσας για την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό θαλάσσιο χώρο.

γ) Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα καθίσταται σαφές ότι η Ελλάδα μπορεί και οφείλει να επεκτείνει, το συντομότερο δυνατό, την Αιγιαλίτιδα Ζώνη της στα 12 ν.μ. σε όλο το πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου, επί του οποίου η Τουρκία επιχειρεί να δημιουργήσει τετελεσμένα μέσω του νομικώς ανυπόστατου «τουρκολιβυκού μνημονίου». Και τούτο, διότι μια τέτοια επέκταση ισοδυναμεί με έμπρακτη και σαφή αμφισβήτηση, από την πλευρά της Ελλάδας, της ίδιας της ύπαρξης του ως άνω «μνημονίου» και, συνακόλουθα, αδιαπραγμάτευτη πρόθεση της Ελλάδας ν’ ασκήσει, εντός της διευρυμένης πια Αιγιαλίτιδας Ζώνης της, την πλήρη Κυριαρχία της με όλα τα κατά το Διεθνές Δίκαιο προβλεπόμενα μέσα, αρχής γενομένης από την θωράκιση και υπεράσπισή της δια των Ενόπλων Δυνάμεών της.

Β. Η θεσμική «φυσιογνωμία» της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης

      Σε, μερική, αντίθεση προς την Αιγιαλίτιδα Ζώνη, Υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη δεν εμπίπτουν πλήρως στον «σκληρό πυρήνα» της Εθνικής Κυριαρχίας.  Δοθέντος ότι επ’ αυτών το οικείο Κράτος δεν ασκεί «πλήρη» Κυριαρχία αλλά συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα, καθοριζόμενα από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου -κυρίως δε από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982- και από τους εφαρμοστικούς του Δικαίου τούτου κανόνες του Εθνικού Δικαίου.

  1. Σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, όπως συμπληρώνονται -κυρίως για την Υφαλοκρηπίδα- από επιστημονικές αρχές ιδίως της Γεωλογίας και της Ωκεανογραφίας:

α) Η Υφαλοκρηπίδα, η οποία συνδέεται με τoν lato sensu παράκτιο βυθό της θάλασσας, είναι ζώνη που αποτελεί την ομαλή προέκταση της ακτής υπό την επιφάνεια της θάλασσας, μέχρι του σημείου όπου αυτή διακόπτεται αποτόμως, συγκεκριμένα δε εκεί όπου ο θαλάσσιος βυθός αποκτά απότομη κλίση 30-45 μοιρών.  Το τμήμα με την απότομη κλίση ορίζεται ως «υφαλοπρανές», στην βάση του οποίου βρίσκεται το «ηπειρωτικό ανύψωμα».  Υφαλοκρηπίδα, υφαλοπρανές και ηπειρωτικό ανύψωμα, απαρτίζουν το λεγόμενο «υφαλοπλαίσιο».  Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, και εφόσον δεν υφίσταται ζήτημα απόστασης από το παρακείμενο και ιδίως από το αντικείμενο Κράτος, η Υφαλοκρηπίδα μπορεί να υπερβαίνει ακόμη και το όριο των 200 ν.μ., π.χ. στις ωκεάνιες θάλασσες. Στις λοιπές περιπτώσεις η Υφαλοκρηπίδα φθάνει ως τα 200 ν.μ., που μετρώνται από την ακτογραμμή και «αρχίζει», εν πάση περιπτώσει, από εκεί που τελειώνει η Αιγιαλίτιδα Ζώνη.

β) Ως Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη ορίζεται, σε γενικές γραμμές, η θαλάσσια έκταση, εντός της οποίας το οικείο Κράτος έχει δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων.  Η εκμετάλλευση έχει εν προκειμένω ευρεία έννοια, συμπεριλαμβάνονται δε σε αυτή π.χ. η παραγωγή ενέργειας από τον άνεμο ή το νερό.  Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη εκτείνεται πέραν της Αιγιαλίτιδας Ζώνης και ως το όριο των  200 ν.μ., που μετρώνται από την ακτογραμμή.  Η προαναφερόμενη έρευνα και εκμετάλλευση εκ μέρους του οικείου Κράτους δεν θίγει το καθεστώς της επιφάνειας της θάλασσας, εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, ως «διεθνών υδάτων».

  1. Ακριβώς επειδή Υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη δεν εμπίπτουν στον «σκληρό πυρήνα» της Κυριαρχίας του οικείου Κράτους, η οριοθέτησή τους δεν μπορεί να γίνει μονομερώς από αυτό, ιδίως όταν η απόσταση μεταξύ τούτου και του αντικειμένου ή παρακειμένου Κράτους δεν υπερβαίνει το διπλάσιο της μέγιστης έκτασης είτε της Υφαλοκρηπίδας είτε της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.

α) Κατά συνέπεια, η οριοθέτηση τόσο της Υφαλοκρηπίδας όσο της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης -η οποία ανοίγει και τον δρόμο της νόμιμης άσκησης επ’ αυτών των προαναφερόμενων κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε είδους- γίνεται, με βάση την διαδικασία που καθιερώνουν ιδίως οι διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, κατόπιν συμφωνίας των εμπλεκόμενων Κρατών.  Και εφόσον δεν υπάρξει τέτοια συμφωνία, τότε η οριοθέτηση, ύστερα από προσφυγή των Κρατών τούτων και στο πλαίσιο του συμπεφωνημένου συνυποσχετικού, ανατίθεται στην δικαιοδοσία της Διεθνούς Δικαιοσύνης, κατά κανόνα δε είτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης -όπως έχει επιλέξει π.χ. η Ελλάδα, κατά τα προλεχθέντα- είτε στο ειδικό Διεθνές Δικαστήριο για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας στο Αμβούργο.

β) Εν κατακλείδι, χρήσιμο είναι να γίνουν οι εξής επεξηγήσεις, πάντα σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982:

β1) Η οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας δεν χρειάζεται προηγούμενη «κήρυξη» από το οικείο Κράτος, λόγω του θεσμικού χαρακτήρα της ως υφιστάμενης «εξ υπαρχής» και «αυτοδικαίως».  Όμως το Κράτος αυτό μπορεί, και προ της οριοθέτησης κατά την προμνημονευόμενη διαδικασία, να ορίσει, εφόσον το προκρίνει, «απώτερα-εξωτερικά» όρια της Υφαλοκρηπίδας, τα οποία βεβαίως οριστικοποιούνται μετά την τελική οριοθέτησή της. Όπως ήδη διευκρινίσθηκε, η Ελλάδα έχει κάνει αυτή την επιλογή με βάση τις διατάξεις του άρθρου 156 παρ. 1 του ν. 4001/2011.

β2) Αντιθέτως, η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη μπορεί να «κηρυχθεί» είτε πριν είτε μετά την οριοθέτησή της.  Και στην περίπτωσή της μπορούν να ορισθούν «απώτερα-εξωτερικά» όριά της, τα οποία, φυσικά, οριστικοποιούνται μετά την τελική οριοθέτησή της, γεγονός το οποίο έχει αξιοποιήσει η Ελλάδα, με βάση τις κατά τ’ ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 156 παρ. 1 του ν. 4001/2011.

β3) Επισημαίνεται, συμπληρωματικώς, ότι οι προμνημονευόμενες πρωτοβουλίες της Ελλάδας για τα απώτερα εξωτερικά όρια της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 156 παρ. 1 του ν. 4001/2011, στηρίχθηκαν στον κανόνα ίσης απόστασης/μέσης γραμμής και με πλήρη επήρεια των Νησιών μας.

  1. Ως προς την στρατηγική, την οποία πρέπει ν’ ακολουθήσει η Ελλάδα για την διασφάλιση της «πλήρους επήρειας» των Νησιών μας ιδίως κατά την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, πρέπει να σημειωθεί ότι οι «οιωνοί» της διεθνούς νομολογίας εμφανίζονται σήμερα μάλλον ευνοϊκοί υπέρ των Εθνικών μας Θέσεων.

α) Και τούτο διότι παρά τις αρχικές δυσμενείς νομολογιακές διακυμάνσεις -ιδίως με βάση ορισμένες, αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, το 1995, αποφάσεις κυρίως του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης- οι οποίες εν πολλοίς οφείλονται και στην οφθαλμοφανή ασάφεια συγκεκριμένων ρυθμίσεων του κατά τ’ ανωτέρω Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, η στροφή της  αντίστοιχης νομολογίας υπέρ της «πλήρους επήρειας» των νησιών εμπεδώνεται ολοένα και περισσότερο.  Άκρως ενδεικτική και αντιπροσωπευτική είναι η πρόσφατη απόφαση -της 12ης Ιουλίου 2016- του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου, το οποίο συγκροτήθηκε και επιλήφθηκε εν προκειμένω κατά τις διατάξεις του Παραρτήματος VII της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, στην υπόθεση μεταξύ Φιλιππίνων και Κίνας για νησιωτικούς σχηματισμούς στην Νότια Σινική Θάλασσα.  Ειδικότερα:

β) Μετά από μακροχρόνιες, άκαρπες, διαπραγματεύσεις με την Κίνα, για διαφορές στην Νότια Σινική Θάλασσα επί των πόρων νησιών που περικλείονται από την γνωστή «γραμμή των εννέα σημείων» («ninedash line»), οι Φιλιππίνες προσέφυγαν, μονομερώς, στο κατά τ’ ανωτέρω Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο, το 2013. Παρά τις απόλυτες αντιρρήσεις της Κίνας, το ως άνω Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο έκρινε ως παραδεκτή την ενώπιόν του προσφυγή των Φιλιππίνων και εκδίκασε την όλη υπόθεση, με βασικό σκεπτικό το ότι η προαναφερόμενη προσφυγή δεν αφορούσε δικαστική κρίση επί ζητημάτων Κυριαρχίας των δύο Κρατών, ούτε καν ζητήματα οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών, όπως π.χ. της Υφαλοκρηπίδας ή της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, μεταξύ τους.  Αφορούσε, και μάλιστα κατ’ εξοχήν, ζητήματα ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 121 του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, ιδίως ως προς την «πλήρη επήρεια» των νησιών εν γένει, για την «παραγωγή» Υφαλοκρηπίδας και Αιγιαλίτιδας Ζώνης στο πλαίσιο νησιωτικών σχηματισμών της Νότιας Σινικής Θάλασσας.  Φυσικά, και παρά το περιορισμένο του πεδίου, εντός του οποίου δημιουργήθηκε η επίδικη διαφορά, η απόφαση του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου δημιουργεί νομολογιακό προηγούμενο, το οποίο σαφώς επηρεάζει την προμνημονευόμενη μια, και μόνη, διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δηλαδή την οριοθέτηση της νησιωτικής Υφαλοκρηπίδας και της αντίστοιχης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως προκύπτει και από τα εξής:

γ) Ιδιαίτερη νομική σημασία έχουν εκείνες οι σκέψεις της απόφασης της 12ης Ιουλίου 2016 του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα obiter dicta αρ. 473-553 και οι οποίες αναδεικνύουν, σε γενικές γραμμές, μεταξύ άλλων, και τ’ ακόλουθα:

γ1) Πριν απ’ όλα οι ως άνω σκέψεις οδηγούν στην «διαλεύκανση» σημαντικών πτυχών του γράμματος και του πνεύματος των διατάξεων του άρθρου 121 του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 που, όπως προεκτέθηκε, δεν είναι ιδιαιτέρως σαφείς.  Σπουδαιότερη δε πτυχή είναι εκείνη, η οποία καταδεικνύει, εντός του ρυθμιστικού πεδίου των διατάξεων του κατά τ’ ανωτέρω άρθρου 121, ποιος είναι ο κανόνας και ποια είναι η εξαίρεση ως προς την «πλήρη επήρεια» των νησιών για την «παραγωγή» Υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.  Κάτι που σημαίνει, αυτοθρόως, ότι η εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται στενώς και, συνακόλουθα, in dubio, ως προς την in concreto ερμηνεία, πρέπει να επιλέγεται η εφαρμογή των διατάξεων του κανόνα.  Συγκεκριμένα, τον κανόνα συνιστούν οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 121 της Σύμβασης του Montego Bay του 1982 -οι οποίες ορίζουν ότι νήσος είναι μια διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από ύδατα και που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια των υδάτων κατά την μέγιστη πλημμυρίδα- σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, οι οποίες ορίζουν ότι, με την εξαίρεση των διατάξεων της παρ. 3, τα νησιά έχουν Αιγιαλίτιδα Ζώνη, Συνορεύουσα Ζώνη, Υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.

γ2) Στην συνέχεια, οι προμνημονευόμενες σκέψεις της απόφασης της 12ης Ιουλίου 2016 του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου διακρίνουν, εμμέσως πλην σαφώς, ως προς τα νησιά την άσκηση «πλήρους Κυριαρχίας» από την άσκηση «Κυριαρχικών Δικαιωμάτων».  Και με τον τρόπο αυτό, πάντοτε δε στο πλαίσιο της ερμηνείας κανόνα-εξαίρεσης κατά τα προαναφερόμενα, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι από την μια πλευρά όλα τα νησιά, ανεξαιρέτως, «παράγουν» Αιγιαλίτιδα Ζώνη και Συνορεύουσα Ζώνη.  Αντιθέτως -και με βάση τις διατάξεις της παρ. 3 του ως άνω άρθρου 121, οι οποίες εισάγουν την κατά τ’ ανωτέρω εξαίρεση- Υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη «παράγουν» όλα, ανεξαιρέτως και ανεξαρτήτως μεγέθους, τα νησιά, που έχουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις να συντηρήσουν, αυτοδυνάμως, είτε ανθρώπινη ζωή είτε και απλή οικονομική δραστηριότητα.  Φυσικά, και σύμφωνα με την προαναφερόμενη ερμηνεία κανόνα-εξαίρεσης, η εν προκειμένω αυτοδύναμη συντήρηση «ανθρώπινης ζωής» ή «οικονομικής δραστηριότητας» πρέπει να ερευνάται, με τρόπο που δεν οδηγεί σε μια μορφή τελικής «εξίσωσης» των νησιών με βράχους ή βραχονησίδες, δηλαδή σε μια μορφή «αποστέωσης» της επήρειας των νησιών για την «παραγωγή» Υφαλοκρηπίδας και Αιγιαλίτιδας Ζώνης.

­δ) Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα είναι προφανής η σημασία της κατά τ’ ανωτέρω απόφασης της 12ης Ιουλίου 2016 του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου μεταξύ Φιλιππίνων και Κίνας, ως προς το νομολογιακό προηγούμενο, το οποίο δημιουργεί υπέρ της Ελλάδας αφενός για το ότι Αιγιαλίτιδα Ζώνη και Συνορεύουσα Ζώνη έχουν όλα, ανεξαιρέτως, τα Ελληνικά Νησιά. Και, αφετέρου, Υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη «παράγουν», κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, όλα, ανεξαιρέτως και ανεξαρτήτως μεγέθους, τα Ελληνικά Νησιά -άρα και στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο- τα οποία μπορούν, υπό τις ως άνω διευκρινίσεις, να συντηρήσουν αυτοδυνάμως είτε ανθρώπινη ζωή είτε και απλή οικονομική δραστηριότητα.

ΙΙΙ. Υποχρέωση σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Ελλάδας

Είναι θεσμικώς αυτονόητο ότι η Υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη των Κρατών-Μελών είναι και  Υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Και υπ’ αυτό το πρίσμα τίθεται το νομικό -και, κατ’ επέκταση, πολιτικό- ζήτημα της δυνατότητας και της μορφής σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης κάθε Κράτους-Μέλους κυρίως με τρίτα προς αυτήν  Κράτη, δοθέντος ότι δεν έχει, από πλευράς έννομων συνεπειών, την ίδια νομική σημασία και αξία η σύμπραξή της και στην διαδικασία οριοθέτησης π.χ. της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Κρατών-Μελών, όπως συνέβη προσφάτως με την συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας.

Α. Το θεσμικό πλαίσιο

 Για ν’ αναχθούμε, υπό αυστηρώς νομικούς όρους, στην γενική θεωρία του Δημόσιου Δικαίου, οι μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφωνίες οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης λειτουργούν «ενδοστρεφώς», ήτοι εντός του πεδίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και του Διεθνούς Δικαίου -εν προκειμένω της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, που αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- οπότε η αυτοτελής σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτές παρίσταται, κανονιστικώς, σχεδόν δευτερεύουσα.

  1. Πολλώ μάλλον όταν τα επιμέρους αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν, ούτως ή άλλως, υποχρέωση εποπτείας της lege artis -δηλαδή σύμφωνα με το σύνολο του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- κατάρτισης και εφαρμογής των ως άνω συμφωνιών οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, με αντισυμβαλλόμενα μέρη Κράτη-Μέλη της. Επιπλέον, και όπως ήδη υπονοήθηκε, η σύμπραξη αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης νοείται στο σύνολο της διαδικασίας οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με τα τρίτα Κράτη, ήτοι από το προκαταρκτικό στάδιο του προσδιορισμού των εκατέρωθεν ακτών ως το κύριο στάδιο, που καταλήγει στην σύναψη της αντίστοιχης συμφωνίας, ύστερα από την χάραξη, αναλόγως, της μέσης γραμμής ή της μέσης απόστασης μεταξύ των Κρατών, από την εξέταση της ιδιομορφίας της ad hoc περιοχής και από την εντεύθεν αναζήτηση της, επίσης ad hoc, δίκαιης λύσης.
  2. Η ανάλυση του ζητήματος μιας τέτοιας σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης καθίσταται εξαιρετικά επίκαιρη κατά την σημερινή κρίσιμη συγκυρία. Τούτο οφείλεται στο ότι πολλαπλασιάζονται, και δη γεωμετρικώς, κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας τα «κρούσματα» αυθαίρετης ερμηνείας της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, δημιουργώντας έναν άκρως ορατό και διαβρωτικό κίνδυνο υπό δύο, μάλιστα, επόψεις, οι οποίες επενεργούν συμπληρωματικώς:

α) Πρώτον, υπό την έποψη του αυθαίρετου περιορισμού της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης Κρατών-Μελών -δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου- και, συνακόλουθα, της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

β) Και, δεύτερον, υπό την έποψη -σε περίπτωση ανοχής έστω και μίας αυθαιρεσίας εν προκειμένω- της δημιουργίας αρνητικού προηγουμένου, ικανού να πλήξει την οριοθέτηση της ως άνω Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης σε όλο το φάσμα του θαλάσσιου χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Β. Τα δεδομένα της συγκυρίας

 Υπό την σημερινή εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει ν’ αναλάβει απέναντι στην Τουρκία και τις δικές της ευθύνες, όταν η τελευταία παραβιάζει -όπως ήδη επισημάνθηκε- καταφώρως το Διεθνές Δίκαιο και, πρωτίστως, την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 ως προς την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης Κρατών-Μελών της.

  1. Δηλαδή, εν τέλει, ως προς την οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Το προαναφερόμενο παράδειγμα του παντελώς ανυπόστατου νομικώς -και, εκ τούτου, μη παράγοντος έννομα αποτελέσματα- λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου» βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές: Και γιατί το «μνημόνιο» αυτό παραβιάζει, προκλητικώς μάλιστα, την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 και γιατί μπορεί να δημιουργήσει, αν εφαρμοσθεί ως έχει, ένα εξαιρετικά αρνητικό προηγούμενο για την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη των Κρατών-Μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε όλο το φάσμα των θαλάσσιων περιοχών του Ευρωπαϊκού χώρου, ιδίως δε στις βόρειες θαλάσσιες περιοχές της, με τις επιπρόσθετες συνέπειες του Brexit.
  2. Και, εν κατακλείδι, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να έχει προ οφθαλμών την εξής πραγματικότητα, σχετικά με την Υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στον θαλάσσιο χώρο της Μεσογείου: Μέσω της πίεσης προς την Ελλάδα και την Κύπρο, ως προς την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης που τους αναλογεί κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 -άρα ως προς την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης- η Τουρκία επιδιώκει, στο πλαίσιο των «νεοοθωμανικών» της φαντασιώσεων, να καταστεί ρυθμιστικός «παράγοντας» στην ανατολική Μεσόγειο και στην Μέση Ανατολή, «ισότιμος συνομιλητής» με τις ΗΠΑ, με την Ρωσία αλλά και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως άλλωστε το δείχνει και σήμερα όταν, παρά την παράνομη και προκλητική κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και παρά την «επιτήδεια ουδετερότητά» της  έναντι της βάρβαρης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία επιδιώκει να διαδραματίσει και «διαπραγματευτικό» ρόλο διεθνούς κύρους!

α) Με άλλες λέξεις η Τουρκία, παρά το άκρως βεβαρημένο παρελθόν της, επιδιώκει να καταστεί  «παράγοντας» ο οποίος, επιχειρώντας να υποβαθμίσει, από πλευράς Διεθνούς Δικαίου, την Ελλάδα και την Κύπρο, «συνομιλεί» ευθέως με την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Γεγονός το οποίο, βεβαίως, κάθε άλλο παρά ενισχύει το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την στρατηγική της επιρροή στην όλη περιοχή, κάτι που πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους και τα ισχυρά Κράτη-Μέλη τα οποία, ως τώρα, δυστυχώς ανέχονται την τουρκική προκλητικότητα.

β) Ευτυχώς, Ελλάδα και Κύπρος έχουν καταστήσει σαφές, urbi et orbi, ότι δεν πρόκειται ν’ ανεχθούν, έναντι πάντων και κυρίως έναντι της Τουρκίας, οιαδήποτε «έκπτωση» ως προς τα πλήρη δικαιώματα που τους παρέχει η Σύμβαση του Montego Bay του 1982 για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, η οποία τους αναλογεί και, εν τέλει, αναλογεί και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επίλογος

Συνοψίζοντας την προηγηθείσα ανάλυση, επισημαίνεται ότι, και με δεδομένη την διαχρονική κακοπιστία της Τουρκίας και την συνακόλουθη ασύστολη παραβατικότητά της εις βάρος του Διεθνούς Δικαίου ως προς τις σχέσεις της με την Ελλάδα, η Ελληνική πλευρά οφείλει να καθιστά, με κάθε τρόπο και με την μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, ευκρινή και τα εξής:

Α. Ο όρος «Θαλάσσιες Ζώνες» ουδόλως διαφοροποιεί την σταθερή, μετά το 2004, στάση της Ελλάδας ότι μία, και μόνη, διαφορά υφίσταται προς επίλυση με την Τουρκία: Η οριοθέτηση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενόψει των Δηλώσεων του 1994 και του 2015, με βάση τις οποίες η Ελλάδα έχει οριοθετήσει σαφώς και επακριβώς την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ενδεχόμενη ενώπιον αυτού κοινή προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας, ύστερα από το αναγκαίο κατά το Διεθνές Δίκαιο συνυποσχετικό, μπορεί να νοηθεί μόνον εφόσον τηρηθούν και οι ακόλουθες, μεταξύ άλλων, προϋποθέσεις:

  1. Δεν είναι νομικώς δυνατό -αφού αποτελούν μέρος του «σκληρού πυρήνα» της Εθνικής μας Κυριαρχίας -ν’ αχθούν προς επίλυση π.χ. ζητήματα σχετικά με το Έδαφος, τον Εναέριο Χώρο και την Αιγιαλίτιδα Ζώνη. Η Ελλάδα διατηρεί, στο ακέραιο, το δικαίωμά της να επεκτείνει, μονομερώς και όποτε το κρίνει σκόπιμο, την Αιγιαλίτιδα Ζώνη της από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ. Και με βάση την τακτική της Τουρκίας είναι σκόπιμο η Ελλάδα να προσανατολίζεται περισσότερο προς την προοπτική πλήρους άσκησης του ως άνω δικαιώματός της για την ολοκληρωμένη επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης στα 12 ν.μ., παρά ν’ αγωνίζεται μόνο για την άρση του παντελώς αυθαίρετου «casus belli» της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης της 8ης Ιουνίου 1995, αμέσως μετά την έναρξη ισχύος του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982.
  2. Επομένως, κοινή προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι νοητή και θεσμικώς επιτρεπτή μόνον ως προς τα Κυριαρχικά Δικαιώματα -άρα όχι προς την Εθνική Κυριαρχία κατά τ’ ανωτέρω- επί της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, με πλήρη επήρεια των Νησιών μας. Στο δε απαιτούμενο σε αυτή την περίπτωση συνυποσχετικό, η Τουρκία οφείλει ν’ αναγνωρίσει την ισχύ του συνόλου της προαναφερόμενης Σύμβασης του Montego Bay του 1982. Πολλώ μάλλον όταν και σήμερα δεσμεύεται από την Σύμβαση αυτή, μολονότι δεν την έχει επικυρώσει, αφού παράγει, κατά την πάγια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, οι οποίοι ισχύουν έναντι πάντων.  Και στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι επειδή η οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης συνδέονται ευθέως με τα όρια της Αιγιαλίτιδας Ζώνης -όχι ως προς την αρχή μέτρησής τους, δηλαδή ως προς την ακτογραμμή, αλλά ως προς την αφετηρία του πεδίου τους, που είναι το τέλος της Αιγιαλίτιδας Ζώνης- η Ελλάδα θα πρέπει να επιλέξει την οδό της επέκτασης της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της στα 12 ν.μ. πριν από κάθε προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.  Ή, τουλάχιστον, να διασφαλίσει στο σχετικό συνυποσχετικό, με πλήρη σαφήνεια, ότι το οιοδήποτε δεδικασμένο που θα προκύψει από την μετά την προσφυγή απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ουδόλως θίγει το δικαίωμά της για επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της στα 12 ν.μ.  Κάτι το οποίο, επιπροσθέτως, είναι οιονεί «φυσική συνέπεια» των προμνημονευόμενων δηλώσεών της αναφορικά με την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου. Εν πάση δε περιπτώσει, και λόγω του κινδύνου από το νομικώς ανυπόστατο «τουρκολιβυκό μνημόνιο»,  η Ελλάδα μπορεί και οφείλει να επεκτείνει την Αιγιαλίτιδα Ζώνη της στα 12 ν.μ. σε όλο το πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου.
  3. Είναι προφανής η σημασία της απόφασης της 12ης Ιουλίου 2016 του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου μεταξύ Φιλιππίνων και Κίνας, ως προς το νομολογιακό προηγούμενο, το οποίο δημιουργεί υπέρ της Ελλάδας για το ότι αφενός Αιγιαλίτιδα Ζώνη και Συνορεύουσα Ζώνη έχουν όλα, ανεξαιρέτως, τα Ελληνικά Νησιά. Και, αφετέρου, Υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη «παράγουν», κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, όλα, ανεξαιρέτως και ανεξαρτήτως μεγέθους, τα Ελληνικά Νησιά -άρα και στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο- τα οποία μπορούν να συντηρήσουν αυτοδυνάμως είτε ανθρώπινη ζωή είτε και απλή οικονομική δραστηριότητα.

Β. Με τα δεδομένα που δημιουργεί η κατά παράβαση κάθε έννοιας του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Νομιμότητας απαράδεκτη και απολύτως καταδικαστέα εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να καταστήσουν σαφές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως στο ΝΑΤΟ ότι δεν είναι διατεθειμένες, κατ’ ουδένα τρόπο και υφ’ οιανδήποτε μορφή, να δεχθούν «εκπτώσεις» επί των κατά το Διεθνές Δίκαιο πάσης φύσεως Δικαιωμάτων τους  ως προς τις Θαλάσσιες Ζώνες τους.

  1. Η επίκληση της, δήθεν, ιδιαίτερης γεωστρατηγικής θέσης της Τουρκίας, λόγω των ως άνω πολεμικών γεγονότων και της πιθανής «μεσολαβητικής» της παρέμβασης, κατ’ ουδένα τρόπο δικαιολογούν ανοχή της τουρκικής προκλητικής παραβατικότητας. Και τούτο κυρίως διότι το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν είναι νοητό να εφαρμόζονται «επιλεκτικώς», a fortiori δε η εφαρμογή τους δεν είναι επίσης νοητό να «κάμπτεται» για την επίτευξη γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων, όποιες και αν είναι αυτές και όποιους και αν εξυπηρετούν. Και δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι, κατ’ αποτέλεσμα, τέτοιες «γεωστρατηγικές» σκοπιμότητες επικαλέσθηκε και επικαλείται η Ρωσία προκειμένου να δικαιολογήσει την βάρβαρη εισβολή της στην Ουκρανία ενώ, επιπροσθέτως, η τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κυπριακή Δημοκρατία, από το 1974, και η έως σήμερα αδικαιολόγητη ανοχή της από την Διεθνή Κοινότητα και από την Ευρωπαϊκή Ένωση σίγουρα «ώθησε» την Ρωσία να κάνει πράξη την εισβολή της. Εξ ου και η «συμπάθειά» της προς την Τουρκία που, μαζί με την ιταμή «ουδετερότητα» της τελευταίας, αφήνει ανοιχτό το πεδίο στην Ρωσία να της αναγνωρίζει ως και «μεσολαβητικό» ρόλο ως προς το μέλλον της χειμαζόμενης Ουκρανίας.
  2. Επομένως, Ελλάδα και Κύπρος όχι μόνο δικαιούνται αλλά και οφείλουν να διευκρινίσουν προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ ότι, λόγω της erga omnes ισχύος του Διεθνούς Δικαίου, από πλευράς κυρώσεων Ρωσία και Τουρκία πρέπει ν’ αντιμετωπισθούν αναλόγως και αντιστοίχως. Επέκεινα, Ελλάδα και Κύπρος δικαιούνται και οφείλουν να διευκρινίσουν, προς τις ίδιες κατευθύνσεις, ότι θα υπερασπισθούν τα Εθνικά τους Θέματα και τα Εθνικά τους Δίκαια ακόμη και αν πρέπει να προσφύγουν, εν τέλει και εν ανάγκη, στην αξιοποίηση της χρησιμοποίησης της διαδικασίας του veto.

 

Δελφοί, 9.4.2022

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

five × 4 =