Όταν η αυτάρεσκη δημοκρατία μας δεν προνοεί και δεν αντιδρά εγκαίρως, καταλήγει να νομοθετεί «φωτογραφικά» για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της

Θανάσης Γ. Ξηρός, Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ

Ι

Η πρωτόγνωρη σε ένταση και διάρκεια δημοσιονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και οι ποικιλόμορφες, άμεσες και επαχθείς, συνέπειές της διαμόρφωσαν γόνιμο έδαφος για ακραία, συχνά παρά το νόμο, ρητορεία και πυροδότησαν βίαιες, συνήθως «αυθόρμητες», λαϊκές αντιδράσεις. Προνομιακός φορέας έκφρασης και, αντιστοίχως, εκδήλωσής τους υπήρξε μόρφωμα, ενδεδυμένο το μανδύα πολιτικού κόμματος, που διεκδίκησε ουσιαστικό ρόλο στην καθημερινότητα μιας ευάλωτης στο φθηνό λαϊκισμό κοινωνίας και πέτυχε σε δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις να αναδειχθεί τρίτη  κοινοβουλευτική δύναμη. Αν και η εγκληματική δράση του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή» ήταν, προ πολλού, γνωστή και κορυφώθηκε το φθινόπωρο του 2013 με τη δολοφονία του Π. Φύσσα, η αυτάρεσκη δημοκρατία μας ολιγώρησε. Απάντησε διστακτικά και με αδικαιολόγητη καθυστέρηση, προωθώντας, παράλληλα με την ποινική διαδικασία σε βάρος της ηγετικής του ομάδας, «φωτογραφική» ρύθμιση για να του επιβάλει την αναστολή στην καταβολή της κρατικής, τακτικής και εκλογικής, χρηματοδότησης [άρθρο 23 του ν. 4203/2013 (Α΄ 235) και ήδη άρθρο 6 του π.δ. 15/2022 (Α΄ 39)]. Πρόκειται για διοικητικό μέτρο, το οποίο η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας στην απόφασή της 518/2015 έκρινε συμβατό προς την ισχύουσα συνταγματική τάξη.

Κάθε δημοκρατία υποχρεούται να προνοεί για να προλάβει και, εάν ολιγωρήσει, να μεριμνά εγκαίρως για να προστατευθεί από τους εχθρούς της. Προς τούτο, απαιτείται η, κατά το δυνατόν, πληρέστερη θωράκιση του θεσμικού οπλοστασίου με διατάξεις πρωτίστως αυξημένης τυπικής ισχύος. Η πρόσφατη και τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας εκκινεί τυπικά δύο ακριβώς έτη μετά την έναρξη της ποινικής δίκης με κατηγορούμενους, μεταξύ πολλών, τον επικεφαλής και  βουλευτές του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή». Οι δύο κοινοβουλευτικές ομάδες που πληρούσαν τις καθορισμένες αριθμητικές προδιαγραφές, δηλαδή εκείνες του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και της Νέας Δημοκρατίας, παρέλειψαν να περιλάβουν στην πρότασή τους και την παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. Μοιραία, λοιπόν, η αναθεωρητική διαδικασία ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2019, αφήνοντας κυριολεκτικά στο συνταγματικό απυρόβλητο το περιβληθέν το μανδύα πολιτικού κόμματος μόρφωμα. Η ηγετική του ομάδα καταδικάστηκε τον Οκτώβριο του 2020 από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 187 ΠΚ, δηλαδή της διεύθυνσης και της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Η, εν πολλοίς προεξοφλημένη, ετυμηγορία δεν αποκάλυψε απλώς τις παραλείψεις, τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του πολιτικού μας συστήματος και, εντέλει, της δημοκρατίας μας. Τους έφερε, επίσης, αντιμέτωπους με την, ανατροφοδοτούμενη επικοινωνιακά, πιεστική ανάγκη να απαντήσουν πειστικά στα εκλογικά επέκεινα της οριστικής ποινικής καταδίκης.

 

ΙΙ 

  1. Η κρίση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών δεν είναι αμετάκλητη. Έτσι, η καταδικασθείσα ηγετική ομάδα εξακολουθεί να συμμετέχει στη σύνθεση του εκλογικού σώματος. Συνεπώς, τα μέλη της όχι μόνο διατηρούν το δικαίωμα της ψήφου, αλλά μπορούν να διεκδικήσουν ως υποψήφιοι την εκλογή τους σε αντιπροσωπευτικά σώματα. Ο κοινός νομοθέτης περιορίστηκε, μοιραία, στην αντιμετώπιση, ιδίως την εκλογική, του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή». Δηλωμένος, αλλά στην ουσία και αποκλειστικός, στόχος του υπήρξε ο αποκλεισμός από τις εκλογές του πολιτικού κόμματος-εγκληματική οργάνωση. Επειδή η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε μερικές μόλις εβδομάδες μετά τις γενικές βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 και ουσιαστικά στην έναρξη της νέας βουλευτικής περιόδου, η πίεση του Τύπου για την προώθηση σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας δεν υπήρξε, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, έντονη.Η εκδήλωση της βρίσκονταν πάντως αντιμέτωπη με μείζονα ζητήματα συνταγματικής τάξης, απότοκα της αδικαιολόγητης παράλειψης να απασχολήσει την αναθεώρηση του 2019 το δικαίωμα πολιτικής συσσωμάτωσης τουλάχιστον προς την κατεύθυνση της εισαγωγής περιορισμών στην άσκηση ή ακόμη και της στέρησής του. Αλλά και η συνεισφορά της επιστήμης με προτάσεις νομοθετικής πολιτικής αποδείχθηκε, εν πολλοίς, φτωχή, τούτο ενδεχομένως να αποτελούσε και την έμπρακτη απόδειξη των σημαντικών συνταγματικών εμποδίων. Έτσι, οι εκπρόσωποί της αρκέστηκαν να επαναλάβουν την, ήδη διατυπωμένη και μάλιστα εν θέρμω, επιλογή της μην ανακήρυξης των εκλογικών συνδυασμών του πολιτικού κόμματος-εγκληματική οργάνωση. Το ίδιο ακριβώς είχαν προτείνει με τροπολογίες τους κόμματα της αντιπολίτευσης μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Η ένδοια εναλλακτικών προτάσεων την κατέστησε τελικά μονόδρομο.
  1. Η αναμενόμενη νομοθετική ρύθμιση διαμορφώθηκε, έπειτα από κυοφορία δύο σχεδόν ετών, και υιοθετήθηκε τον Ιούνιο του 2021 με αυξημένη πλειοψηφία. Επιδιώκοντας να αντιμετωπίσει «εξατομικεύμενη ανάγκη», υπήρξε, κατά νομική και πραγματική ακριβολογία, «φωτογραφική». Η χρονική στιγμή της θέσπισής της, σε ικανή χρονική απόσταση από τις επόμενες γενικές βουλευτικές εκλογές, και η εντοπισμένη εφαρμογή της σε γνωστό αποδέκτη αρκούν, κατά βάση, για να δικαιολογήσουν την απουσία θεωρητικού προβληματισμού ως προς το περιεχόμενό της. Η εκλογική αντιμετώπιση του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή», όπως οργανώθηκε νομοθετικά, θα προσφέρει πρόσφατα τη νομική βάση για να οικοδομηθεί, κανονιστικά, ο εκλογικός εξοβελισμός και του αποκαλούμενου, όπως απλουστευτικά έχει επικρατήσει, «κόμματος Κασιδιάρη».Η ρύθμιση του 2021 εμπλουτίστηκε δύο περίπου έτη αργότερα με νέα νομοθετική πρωτοβουλία, προκειμένου και το νεοπαγές πολιτικό κόμμα να αποκλειστεί από τις εκλογές. Η τροπολογία υποβλήθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, είναι, επίσης, «φωτογραφική» και εντελώς πρόσφατα συμπληρώθηκε, εκ νέου, σε δύο σημεία. Ο ex lege αποκλεισμός από τις εκλογές πολιτικού κομμάτος ή συνασπισμού περισσότερων συνεργαζόμενων στις διαδοχικές, τρεις έως σήμερα, νομοθετικές παρεμβάσεις εγείρει, καταρχήν, μείζονα ζητήματα συνταγματικότητας. Δεν εντοπίζονται απλώς στην επιλογή της, μάλλον αναγκαίας υπό τις επικρατούσες συνθήκες, να παρακαμφεί το τεκμήριο αθωότητας. Έτσι, η αποστέρηση του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών ερείδεται στην παραδοχή της οριστικής, όχι της αμετάκλητης, ποινικής καταδίκης. Ωστόσο, η επιβολή της βάλλει, αυτοτελώς ή/και συνδυασμένα, κατά βασικών πολιτικών δικαιωμάτων ή όμοιας φύσης αρχών. Προκειται, συγκεκριμένα, για το δικαίωμα πολιτικής συσσωμάτωσης (άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α΄ Συντ.), για την κατευθυντήρια αρχή της συμμετοχής στην πολιτική ζωή (άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.) και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι όχι μόνον των υποψηφίων (άρθρο 55 Συντ.), αλλά και των πολιτικών κομμάτων ή των συνασπισμών τους ως βασικής εκδήώσης της συνταγματικής τους αποστολής. Αν και ο προβληματισμός διατηρεί αμείωτο το θεωρητικό του ενδιαφέρον, δεν αναμένεται να απασχολήσει σοβαρά, κατά τη διανυόμενη συγκυρία και τουλάχιστον έως τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας στις επικείμενες γενικές βουλευτικές εκλογές, την πράξη. Γι’ αυτό αλλά και την οικονομία της παρουσίασης, επιβάλλεται να επικεντρωθεί στις νομοθετημένες επιλογές και στην εκτιμώμενη κατάληξη της πρώτης εφαρμογής τους.

 

ΙΙΙ

  1. Παρά το δηλωμένο σκοπό της πρωτοβουλίας του 2021, δηλαδή την αντιμετώπιση του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή» στα εκλογικά επέκεινα της οριστικής καταδικαστικής απόφασης για την ηγετική του ομάδα, ο κοινός νομοθέτης προσδέδωσε, τεχνηέντως, στη διάταξη γενικό και διατυπωμένο θετικά περιεχόμενο. Θέσπισε δύο προϋποθέσεις, τη συνδρομή των οποίων απαιτεί σωρευτικά, δίχως τούτο να προβλέπεται πάντως ρητά, προκειμένου πολιτικό κόμμα ή συνασπισμός περισσότερων συνεργαζόμεων να καταρτίζει συνδυασμούς [άρθρο 93 του ν. 4804/2021 (Α΄ 90), με το οποίο συμπληρώθηκε η παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012 (Α΄ 57)]. Στην εκλογική νομοθεσία ήδη από την εισαγωγή του σταυρού ως του μοναδικού μέσου έκφρασης της λαϊκής θέλησης οι συνδυασμοί συγκεκριμενοποιούν τον τρόπο, αποκλειστικό ή βασικό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, για τη διεκδίκηση της προτίμησης του εκλογικού σώματος. Πρόσφατα η κατάρτισή τους αναγορεύεται κατά πρώτον, «απρόκλητα» και δίχως προφανή λόγο σε πολιτικής φύσης δικαίωμα [άρθρο 29 στο ν. 4648/2019 (Α΄ 205)].Ο κοινός νομοθέτης ορίζει, εν πρώτοις, ότι το πολιτικό κόμμα ή οι επιμέρους συνιστώσες συνασπισμού περισσότερων συναργαζόμενων για να καταρτίσουν συνδυασμούς πρέπει να έχουν ιδρυθεί νόμιμα. Η απαίτηση στερείται ουσιαστικής νομικής σημασίας, αφού η πλήρωσή της θεωρείται, αυτονόητη και δεν προηγείται οποιοσδήποτε έλεγχος. Πράγματι, η νόμιμη ίδρυση συντελείται με μόνη την υποβολή και τη γνωστοποίηση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου της ιδρυτικής δήλωσης και, αντιστοίχως, των νομοθετικά καθορισμένων εγγράφων ή λοιπών στοιχείων που τη συνοδεύουν, δηλαδή του καταστατικού και της ιδρυτικής διακήρυξης που υπογράφεται από τουλάχιστον διακόσιους ενεργούς εκλογικά πολίτες [άρθρο 29 παρ. 1 και 2 του ν. 3023/2002 (Α΄ 146)]. Απαιτείται, επίσης, ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής ή ο νόμιμος εκπρόσωπός τους να μην έχουν καταδικαστεί για συγκεκριμένα αδικήματα ή εγκλήματα και με τις ποινές που επισύρουν τη στέρηση του δικαιώματος της ψήφου. Δηλαδή, να μην έχει εκδοθεί σε βάρος τους οριστική καταδίκη με την επιβολή κάθειρξης για τα αδικήματα των κεφαλαίων 1-6 του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα ή οποιαδήποτε ποινή για τα εγκλήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που επισείουν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα.Όταν δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, δηλαδή η νόμιμη ίδρυση και η μη καταδίκη, το πολιτικό κόμμα ή ο συνασπισμός αποστερούνται το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών και αποκλείονται από τις εκλογές. Η καταδικαστική απόφαση σε βάρος όσων συγκροτούν την καταστατική ηγεσία επιφέρει τις προβλεπόμενες έννομες συνέπειες, δηλαδή την αποστέρηση και τον αποκλεισμό, από την επομένη της έκδοσή της και καθόλη τη διάρκεια της ποινής, ανεξαρτήτως της έκτισής της ή μη και της παραγραφής της! Ο κοινός νομοθέτης παρέλειψε πάντως να προβλέψει το αρμόδιο να διακριβώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων όργανο. Δεν μπορεί να είναι άλλο από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, το καλούμενο και εκλογικό, και σε αυτό θα κατέληγε, άνευ ετέρου, κάθε πρωτοβουλία, προκειμένου να καλυφθεί, ερμηνευτικά, το διαπιστωμένο νομικό κενό. Δεν οργανώθηκε, επίσης, η διακρίβωση της συνδρομής τους. Τούτο ενδεχομένως να μην ήταν και απαραίτητο, αφού η ανακήρυξη των συνδυασμών αποτελούσε έως πρόσφατα απλή και, κατά βάση, τεχνική, διαδικασία, δίχως να συνέχεται με προηγούμενο έλεγχο.
  1. Στις αρχές του τρέχοντος έτους ο κοινός νομοθέτης επανήλθε, θέτοντας στο στόχαστρό του νεοπαγή πολιτικό σχηματισμό, με τον οποίο φέρεται να συνδέεται στενά ήδη καταδικασμένος, οριστικώς, και από καιρό έγκλειστος πρώην βουλευτής του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή». Επειδή η ισχύουσα τότε ρύθμιση δεν θεωρήθηκε επαρκής για να επιτρέψει και τον αποκλεισμό του «κόμματος Κασιδιάρη» από τις γενικές βουλευτικές εκλογές, εμπλουτίστηκε σε βασικά της σημεία [άρθρο 109 του ν. 5019/2023 (Α΄ 27), το οποίο αντικατέστησε στο σύνολό της την παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012]. Η επεξεργασία της σχετικής τροπολογίας εκκινεί το φθινόπωρο του 2022 και καταβλήθηκε προσπάθεια, δίχως τελικά αποτέλεσμα, να εξασφαλιστούν ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις. Έτσι, η κυβερνητική πλειοψηφία υποχρεώθηκε να προχωρήσει μόνη της και σε συνθήκες έντονης αντιπαράθεσης με την αξιωματική αντιπολίτευση, παρά το γεγονός ότι η τελευταία δέχθηκε την ανάγκη, διατυπώνοντας συγκλίνουσα, προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και ευρύτερη στο περιεχόμενό της, πρόταση νόμου.Οι «φωτογραφικές» επιλογές της ρύθμισης του 2021 συμπληρώνονται με όμοιες νέες, προκειμένου να καταλάβουν ειδικά το πραγματικό του νεοπαγούς πολιτικούς κόμματος. Η απαίτηση να μην έχουν καταδικαστεί μέλη της καταστατικής ηγεσίας εξοικονομείται και εμπλουτίζεται. Απαλείφεται, εν πρώτοις η καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη για κάθε άλλο αδίκημα, εκτός των καθορισμένων στον Ποινικό και στο Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, και προστίθεται στους καταδικασθέντες η πραγματική ηγεσία. Ο κοινός νομοθέτης σπεύδει μάλιστα να την οριοθετήσει, προσδίδοντάς της την έννοια ότι πρόσωπο άλλο από εκείνο που κατέχει τυπικά θέση προέδρου, γενικού γραμματέα, μέλους της διοικούσας επιτροπής ή νομίμου εκπροσώπου με συγκεκριμένες πράξεις του εμφανίζεται να «ασκεί διοίκηση του κόμματος» ή να «έχει τοποθετήσει εικονική ηγεσία» ή να έχει τον «ηγετικό ρόλο προς το εκλογικό σώμα». Εξάλλου, στις δύο, ήδη γνωστές, προϋποθέσεις για την κατάρτιση συνδυασμών υποψηφίων, τη νόμιμη ίδρυση και τη μη καταδίκη, προστίθεται μία νέα, τρίτη στη σειρά παράθεσής τους.Συγκεκριμένα, απαιτείται η οργάνωση και η δράση πολιτικού κόμματος ή των συνιστωσών συνασπισμού περισσότερων συνεργαζόμενων να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δηλαδή, να πληροί τις επιταγές της δημοκρατικής ρήτρας, στην οποία υπόκειται συνταγματικά το δικαίωμα ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα, ορθότερα το δικαίωμα πολιτικής συσσωμάτωσης (άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α΄ Συντ.). Τούτη τη φορά ο κοινός νομοθέτης οριοθετεί την κρίσιμη έννοια με αρνητική διατύπωση. Προβλέπει ότι δεν εξυπηρετείται η ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όταν έχουν καταδικαστεί, ποινικά και σε οποιονδήποτε βαθμό, υποψήφιοι βουλευτές ή ιδρυτικά μέλη ή διατελέσαντες πρόεδροι για εσχάτη προδοσία (άρθρο 134 ΠΚ), για τη συγκρότηση ή για την ένταξη σε εγκληματική (οργάνωση) (άρθρο 187 ΠΚ) και σε τρομοκρατική οργάνωση ή για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων (άρθρο 187Α ΠΚ). Ωστόσο, η ex lege οριοθέτηση της δημοκρατικής ρήτρας, καθαυτή, θεωρείται συνταγματικά προβληματική, αφού ο κοινός νομοθέτης δεν διαθέτει ειδική προς τούτο εξουσιοδότηση από διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος. Το σημαντικότερο, η αναγνώριση στην εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ευχέρειας να καθορίζει την περιπτωσιολογία της μη εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος ενδέχεται, ίσως και συντομότερα του αναμενόμενου, να μας φέρει αντιμέτωπους και με τη θέση, γι’ αυτό ακριβώς το λόγο και δίχως να προηγηθεί συνταγματική αναθεώρηση, εκτός νόμου πολιτικού κόμματος.

    Τέλος, η νέα διάταξη καθορίζει, καλύπτοντας διαπιστωμένο κενό της ρύθμισης του 2021, το όργανο, που διακριβώνει την πλήρωση των προϋποθέσεων για την κατάρτιση συνδυασμών, και την ακολουθητέα ενώπιόν του διαδικασία. Η σωρευτική συνδρομή (των προϋποθέσεων) ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου πριν την ανακήρυξη των συνδυασμών. Για την υποβοήθηση του έργου του μπορούν να υποβάλουν υπόμνημα με στοιχεία τεκμηρίωσης όσοι σχηματισμοί, πολιτικά κόμματα ή συνασπισμοί, έχουν εκλέξει αντιπροσώπους στις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές στη Βουλή, από τους συνδυασμούς τους, ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το αργότερο με τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των συνδυασμών. Δηλαδή, έως την έβδομη ημέρα από την προκήρυξη της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία. Το ελεγχόμενο κόμμα καλείται, σε κάθε περίπτωση, να λάβει, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, γνώση και να διατυπώσει εγγράφως τις απόψεις του, ασκώντας, στο πλαίσιο μιας αμιγώς διοικητικής διαδικασίας, το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης (άρθρο 20 παρ. 2 Συντ.).

  1. Επωμιζόμενος αυτοκλήτως το ιστορικό καθήκον να εξοβελίσει από την εκλογική ζωή το «κόμμα Κασιδιάρη», ο Υπουργός Εσωτερικών ανακοίνωσε, κυριολεκτικά εν αιθρία, σε συνέντευξή του στην κρατική τηλεόραση την Πέμπτη 6 Απριλίου 2023 νέα νομοθετική πρωτοβουλία. Με την εκδήλωσή της, δύο ακριβώς μήνες μετά την όμοια προηγούμενη, δεν απαντά προφανώς, αφού άλλη είναι η ρυθμιζόμενη ύλη, σε ευθεία μομφή στο πρόσωπό του από δημοσίευμα στον ημερήσιο Τύπο. Σύμφωνα με αυτό, η παράλειψή του ως αρμόδιο Υπουργού να αποκλείσει από τις εκλογές και τους συνασπισμούς υποψηφίων «θα φανέρωνε είτε εγκληματική αφέλεια. . .είτε δόλο για την εξυπηρέτησε ανομολόγητων σκοπών». Η τροπολογία κατατέθηκε στη Βουλή την επομένη και ο σκοπός της παραμένει αδιαφοροποίητος, ο αποκλεισμός από τις επικείμενες γενικές βουλευτικές εκλογές του νεοπαγούς πολιτικού κόμματος.Η προώθησή της, όπως δηλώνεται και στην εισηγητική έκθεση, αποβλέπει στη θωράκιση της διαδικασίας ελέγχου για την κατάρτιση των συνδυασμών. Η ισχύουσα ρύθμιση συμπληρώνεται σε δύο σημεία της. Ορίζεται, εν πρώτοις, ότι τη συνδρομή των προϋποθέσεων διακριβώνει η Ολομέλεια, δηλαδή ο πρόεδρος και όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη, του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, και όχι η πενταμελής σύνθεσή του, η οποία επιλαμβάνεται, ιστορικά και χωρίς καμία εξαίρεση, κάθε εκλογικού ζητήματος της αρμοδιότητάς του. Αν και η προτεινόμενη μεταβολή καταλαμβάνει τη διαδικασία ελέγχου της συνδρομής του συνόλου των προϋποθέσεων, το ενδιαφέρον της επικεντρώνεται ουσιαστικά στην πραγματική ηγεσία.Προβλέπεται, επίσης, η κατοχύρωση της δυνατότητας του ελέγχοντος σχηματισμού να λαμβάνει ή να ζητεί σχετική τεκμηρίωση από τις, κατά περίπτωση, αρμόδιες δικαστικές ή άλλες αρχές. Πρόκειται για επιλογή με αναγνωριστικό, κατά βάση, περιεχόμενο. Τα στοιχεία που μπορεί να διαθέσουν οι δικαστικές αρχές, όταν ζητηθούν, εντοπίζονται σε τυχόν ποινική καταδίκη προσώπων που κατέχουν θέσεις στην καταστατική ηγεσία ή είναι υποψήφιοι, ιδρυτικά μέλη και πρώην πρόεδροι. Εξάλλου, όσα θα λάβει και, ιδίως,  θα ζητήσει το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου από τις λοιπές αρχές πιθανολογείται ότι θα αναφέρονται, προνομιακά αν όχι αποκλειστικά, στη διακρίβωση της πραγματικής ηγεσίας. Η τροπολογία ψηφίσθηκε, από τη συμπολίτευση και την πρώτη κοινοβουλευτική ομάδα της ελάσσονος αντιπολίτευσης, χωρίς μεταβολή στο περιεχόμενό της [άρθρο 35 του ν. 5043/2023 (Α΄ 91), το οποίο αντικατέστησε στο σύνολό της την παρ. 1 του άρθρου 32 του π.δ. 26/2012].

 

IV

  1. Αν και το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου είναι δικαστικός σχηματισμός, όταν εμπλέκεται στην εκλογική διαδικασία, ασκεί διοικητικής φύσης αρμοδιότητες. Στην έκθεσή της επί του σχεδίου νόμου, που εντάχθηκε στις αρχές του τρέχοντος έτους η δεύτερη στη χρονική ακολουθία τροπολογία, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής δέχεται ότι ο ελέγχων σχηματισμός, κατά τη διακρίβωση της σωρευτικής συνδρομής των προϋποθέσεων για την κατάρτιση εκλογικών συνδυασμών, «δεν καλείται να εκφέρει θετική κρίση περιέχουσα αξιολογήσεις ανήκουσες στην ελεύθερη δημόσια σφαίρα, προκειμένου να διαπιστώσει αν πολιτικό κόμμα εξυπηρετεί το δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά αν σε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν λόγοι αγόμενοι στη δράση προσώπων που έχουν καταδικασθεί για τα ανωτέρω αδικήματα και στις αντίστοιχες ποινές βάσει των οποίων συνάγεται ότι η δράση πολιτικού κόμματος υπονομεύει ή αντιστρατεύεται την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και, επομένως, δεν είναι συμβατή με αυτή» (σ. 23).Ενόψει τούτου, ζητήθηκε από τον κοινό νομοθέτη να επιβεβαιώσει τον κατάλογο των εγκλημάτων που ενέχουν πολιτειακή απαξία και έτσι κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια προστέθηκε μετά την παράθεση της τρίτης προϋπόθεσης ειδική πρόβλεψη. Με αυτήν καθορίστηκαν οι ιδιότητες (υποψήφιοι, ιδρυτικά μέλη ή διατελέσαντες πρόεδροι) και τα αδικήματα (εσχάτη προδοσία, συγκρότηση ή ένταξη σε εγκληματική οργάνωση ή σε τρομοκρατική οργάνωση και τέλεση τρομοκρατικών πράξεων), των οποίων η ποινική καταδίκη, σε οποιονδήποτε βαθμό, επιτρέπει να λάβει χώρα κρίση ότι η δράση του πολιτικού κόμματος δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην έκθεση επισημαίνεται, επίσης, ότι «η κρίση περί πραγματικής ηγεσίας στην περίπτωση (β), όπως και η κρίση περί συνδρομής της προϋπόθεσης (γ), προϋποθέτουν εκτίμηση περί πραγμάτων» (σ. 23), δηλαδή στην ουσία αξιολόγηση που ανάγεται στη δημόσια σφαίρα.
  1. Την πραγματική ηγεσία, όπως η έννοιά της οριοθετείται ex lege, συνθέτουν τρεις διακριτές, κατ’ όνομα, περιπτώσεις, αναγόμενες στο σύνολό τους σε δεδομένα της δράσης του φερόμενου ως αρχηγού του νεοπαγούς πολιτικού κόμματος, καταδικασθέντος και εγκλείστου πρώην βουλευτή του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή». Οι δύο πρώτες, η άσκηση διοίκησης και η τοποθέτηση εικονικής ηγεσίας, συνδέονται μεταξύ τους με σχέση προηγούμενου και επόμενου, συνθέτοντας τις όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο επικεφαλής κάθε πολιτικού κόμματος ορίζεται στο καταστατικό του, εκλέγεται και απολαμβάνει, κατά το δυνατόν, ευρεία νομιμοποίηση από το πολυπληθέστερο στη σύνθεσή του συλλογικό όργανο, ασκεί τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται και η ιδιότητά του προκύπτει από επίσημα κομματικά έγγραφα. Πρακτικά συνεδριάσεων, αποφάσεις οργάνων και λοιπές πράξεις προσφέρουν πλήρη απόδειξη και αρκούν, καταρχήν, για να αναδειχθεί η ιδιότητα του καταστατικού και του πραγματικού ηγέτη. Το όνομα του αρχηγού ή του προέδρου του πολιτικού κόμματος προτάσσεται, επίσης, στη δήλωση του συνδυασμού (άρθρο 32 παρ. 2 εδ. β΄ πρότ. 3 του π.δ. 26/2012, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 4648/2019).Αλλά και ο ηγετικός ρόλος προς το εκλογικό σώμα, δηλαδή η τρίτη συνιστώσα στην περιπτωσιολογία της πραγματικής ηγεσίας, αναδεικνύεται, κατά κανόνα, ευχερώς. Από τη φύση του ανάγεται και αποκτά επικαιρότητα σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Πράγματι, η επικοινωνία με το λαό, υπό τη στενή έννοια του όρου, εντοπίζεται προνομιακά στη διάρκεια του εκλογικού αγώνα. Ο ηγετικός ρόλος επιφυλάσσεται στην καταστατική ηγεσία και συγκεκριμένα στον επικεφαλής του πολιτικού κόμματος ή του συνασπισμού, ο οποίος είναι, κατά κανόνα, και ο κεντρικός ομιλητής στις συγκεντρώσεις σε μεγάλες πόλεις της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, η στοιχειοθέτηση της πραγματικής ηγεσίας επιβάλλει, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τους οριστικώς καταδικασθέντες, αξιολόγηση που ανήκει στη δημόσια σφαίρα. Δηλαδή, κρίση που εκφεύγει των ασκούμενων, αμιγώς διοικητικής φύσης, εκλογικών καθηκόντων του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου.

 

V

  1. Η νομοθετική πρωτοβουλία του 2021 θα αρκούσε για να αποκλειστεί από τις γενικές βουλευτικές εκλογές ο «Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή». Οι νέοι ορισμοί στην τροπολογία των αρχών του τρέχοντος έτους, ιδίως με την προσθήκη της τρίτης προϋπόθεσης για την κατάρτιση συνδυασμών, τη διασφαλίζουν πλέον με απόλυτη βεβαιότητα. Το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα, δηλαδή τον αποκλεισμό από τις εκλογές του «κόμματος Κασιδιάρη», εγγυάται η εφαρμογή τους στην περίπτωση που ο καταδικασμένος, οριστικώς, για την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 187 ΠΚ πρώην βουλευτής και ήδη έγκλειστος επιδιώξει να εκτεθεί ως υποψήφιος σε βασική εκλογική περιφέρεια της χώρας.Τα νομικά δεδομένα μεταβάλλονται άρδην, εάν δεν διεκδικήσει, σε αντίθεση με όσα βλέπουν τελευταία το φως της δημοσιότητας, την εκλογή του. Εφόσον δεν έχουν εκδοθεί καταδικαστικές αποφάσεις για τα τρία, ρητά καθορισμένα στην ισχύουσα ρύθμιση, κακουργήματα σε βάρος άλλων υποψηφίων ή/και, ιδίως, ιδρυτικών μελών ή διατελεσάντων, κατά το καταστατικό, προέδρων, όπως θεωρείται και το πιθανότερο, το «κόμμα Κασιδιάρη» μπορεί να αποκλεισθεί από τις εκλογές, μόνον όταν αποδειχθεί ότι ο καταδικασθείς και έγκλειστος είναι ο πραγματικός ηγέτης του. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται πρόσφατα το ενδιαφέρον του κοινού.
  1. Η ανάδειξη στην ηγεσία του νεοπαγούς πολιτικού κόμματος πρώην ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού ανέτρεψε, ουσιωδώς, όσα «φωτογράφησε» η τροπολογία των αρχών του έτους. Η, εν πολλοίς, αιφνίδια και απρόσμενη εξέλιξη, επέβαλε την προσαρμογή των σχετικών νομοθετικών ορισμών, προκειμένου το «κόμμα Κασιδιάρη» να αποστερηθεί το δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμών. Μια πρωτοβουλία προς αυτήν την κατεύθυνση και σε απόσταση ακριβώς δύο μηνών από την προηγούμενη, της οποίας οι εμπνευστές είχαν τότε θεωρήσει ότι του «έκλεισε την πόρτα» των εκλογών, θα περιείχε, εκ νέου, «ατομική» ρύθμιση. Το υψηλό πολιτικό και εκλογικό της διακύβευμα απαιτούσε λεπτούς και προσεκτικούς χειρισμούς.Όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα, ο Υπουργός Επικρατείας, όχι εκείνος της Δικαιοσύνης, συναντήθηκε με τον πρόεδρο του Α1 Τμήματος και αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου. Η τουλάχιστον αμφίβολης συνταγματικότητας, καθαυτή αλλά και ως προς το δηλωμένο αντικείμενό της, συνάντησή τους επιβεβαιώθηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο στην «αμήχανη» δήλωσή του ότι «ήταν θεσμικά επιβεβλημένη» και αφορούσε «ζητήματα δικονομικής λειτουργίας του δικαστηρίου». Με την ίδια, κατά βάση, διατύπωση αναφέρθηκε στο ζήτημα μερικές ημέρες αργότερα και ο Υπουργός Επικρατείας. Ακόμη και έτσι να είχαν τα πράγματα, συνομιλητής του αναρμόδιου Υπουργού έπρεπε να είναι μόνον η πρόεδρος του Αρείου. Δεν μπορεί πάντως να γνωρίζει κανείς τι ακριβώς διαμείφθηκε μεταξύ αναρμόδιου Υπουργού και αρμοδίου προέδρου.Όσα όμως ακολούθησαν τη συνάντησή τους, αποδεικνύουν την ατελέσφορη κατάληξή της. Ελάχιστες ημέρες μετά ο Υπουργός Εσωτερικών ανακοίνωσε και την επομένη κατέθεσε στη Βουλή την τροπολογία με τις δύο σημειακές προσθήκες. Η πρωτοβουλία του προκάλεσε την οξύτατη αντίδραση του προέδρου του Α1 Τμήματος και τελικά την παραίτησή του. Τα υπονοούμενα που τη συνόδευσαν και οι δηλώσεις του ή οι διαρροές τις επόμενες ημέρες, μεταξύ των οποίων και η αναφορά σε δεύτερη συνάντηση με ανώτατο κυβερνητικό παράγοντα ή τρίτο που μετέφερε «προσφορά» του, θα εξακολουθήσουν μάλλον να μας απασχολούν, κατά πάσα πιθανότατα, τουλάχιστον έως την ανακήρυξη των συνδυασμών.
  1. Η ανάδειξη πρώην ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού στην ηγεσία του «κόμματος Κασιδιάρη» φάνηκε, καταρχήν, να αποδυναμώνει, νομικά, την κατασκευή και ιδίως τη στοιχειοθέτηση της πραγματικής ηγεσίας. Δεν αποκλείεται, επιπλέον, να δρούσε αποσταθεροποιητικά, λόγω της προηγούμενης ιδιότητας του νέου αρχηγού και των πιθανών προσωπικών του σχέσεων με μέλη του Α1 Τμήματος, στον «επιθυμητό» συσχετισμό δυνάμεων της σύνθεσης που θα ανακηρύξει τους συνδυασμούς. Στην εξουδετέρωση αμφότερων απέβλεψε, κατά βάση, η μεταβίβαση της αρμοδιότητας να κρίνει, μόνο για το συγκεκριμένο ζήτημα από όσα εμπλέκεται στην εκλογική διαδικασία, η Ολομέλειά του. Ο Υπουργός Εσωτερικών δικαιολόγησε την πρωτοβουλία του, επαναλαμβάνοντας, μονότονα και πριν και μετά την κατάθεση της τροπολογίας, ««περισσότερα μάτια, εγκυρότερη κρίση». Ωστόσο, η εγκυρότητα κάθε απόφασης σχηματισμού που συντίθεται από δικαστικούς λειτουργούς, είτε ασκεί δικαιοδοτικά είτε διοικητικής φύσης καθήκοντα, δεν μπορεί ούτε και πρέπει να συνδέεται με τον αριθμό όσων θα κρίνουν.Η καινοφανής επιλογή του κοινού νομοθέτη να καθορίσει όχι μόνον τον αρμόδιο σχηματισμό αλλά και τη σύνθεση που επιλαμβάνεται βάλλει ευθέως, έστω και εάν πρόκειται για την άσκηση διοικητικής φύσης καθηκόντων από δικαστικούς λειτουργούς, κατά της λειτουργικής τους ανεξαρτησίας και, εντέλει, της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών. Τα ίδια ισχύουν, καταρχήν, τόσο για την πρωτοβουλία του Υπουργού Επικρατείας να καλέσει σε συνάντηση τον πρόεδρο του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου όσο και για την ανταπόκριση του τελευταίου στην πρόσκλησή του, γενικώς αλλά και ιδιαίτερα ενόψει της ανακήρυξης των συνδυασμών. Τέλος, πρωτοφανές και βαρύτατο θεσμικό ατόπημα συνιστά η οξεία στις διατυπώσεις της δήλωση του ήδη παραιτηθέντος προέδρου μετά την κατάθεση της τροπολογίας. Ακόμη και εάν οι αιτιάσεις του διαθέτουν θεωρητικό τους ενδιαφέρον, κανένας δικαστικός λειτουργός, πόσο μάλλον όταν είναι και αντιπρόεδρος ανώτατου δικαστηρίου, δεν επιτρέπεται συνταγματικά να αμφισβητεί με αναφορά στην ιδιότητά του το περιεχόμενο νομοθετικής πρωτοβουλίας πριν ακόμη αρχίσει η επεξεργασία της στη Βουλή και πολύ πριν αυτός κληθεί να την εφαρμόσει. Εν προκειμένω, δεν διατυπώνει επιστημονική-νομική άποψη, αλλά ευθεία, πολιτική, αξιολόγηση. Όσα αναφέρονται στην οξεία δήλωσή του, διευκόλυναν τον Υπουργό Εσωτερικών να του απαντήσει πειστικά, περιοριζόμενος στα αυτονόητα σε κάθε κράτος δικαίου, και να κερδίσει τις εντυπώσεις.
  1. Όταν δημοσιοποιήθηκε η δήλωση του τότε προέδρου του Α1 Τμήματος, ερμηνεύτηκε, από τους «μυημένους στα ενδότερα του Αρείου Πάγου», ως το ζητούμενο πρόσχημα για να δικαιολογηθεί η εξαίρεση του από τη σύνθεση που θα διακριβώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την κατάρτιση συνδυασμών και θα τους ανακηρύξει. Την επομένη όμως υπέβαλε την παραίτησή του και, μοιραία, η εκτίμηση δεν θα προλάβει τελικά να δοκιμαστεί. Έτσι, σε βασική προπαρασκευαστική πράξη των επικείμενων γενικών βουλευτικών εκλογών δεν μπορεί πλέον να έχει, οικεία βουλήσει, οποιαδήποτε φυσική εμπλοκή.Τα φώτα της δημοσιότητας συγκέντρωσε, δικαιολογημένα λόγω των εξελίξεων, η πρώτη από τις σημειακές προσθήκες της τροπολογίας. Αντιθέτως, από τη συζήτηση που προκάλεσε η προώθησή της απουσιάζει εντελώς, ενδεχομένως να μας απασχολήσει μετά την ανακήρυξη των συνδυασμών, η δεύτερη συνιστώσα της. Ο αρμόδιος σχηματισμός, όταν ενεργεί αυτεπαγγέλτως, για τη διακρίβωση της σωρευτικής συνδρομής των νομοθετημένων προϋποθέσεων κατάρτισης συνδυασμών, μπορεί να λαμβάνει ή να  ζητά κάθε αποδεικτικό έγγραφο ή άλλο στοιχείο τεκμηρίωσης από τις δικαστικές ή άλλες αρχές.Δεν είναι όμως αρκούντως σαφές και, γι’ αυτό, χρήζει περαιτέρω διευκρίνισης, ποιες μπορεί να είναι στην πράξη οι αναφερόμενες στη διάταξη ως άλλες αρχές και, ιδίως, τι μπορεί να εισφέρουν στη διαδικασία για τον εντοπισμό και την απόδειξη της πραγματικής ηγεσίας. Δεν αποκλείεται πάντως η ενεργοποίησή τους να μας φέρει αντιμέτωπους με νέες επισυνδέσεις. Αυτές θα αξιοποιηθούν, έστω και αν τούτη τη φορά δεν είναι νόμιμες. Η εκπλήρωση από την αυτάρεσκη δημοκρατία μας του επιδιωκόμενου, υπέρτερου, σκοπού, προφανώς αγιάζει κάθε μέσο. . .

 

VI

  1. Η ισχύουσα νομοθεσία, όπως διαμορφώθηκε με την πρόσφατη τροπολογία, θα εφαρμοστεί για πρώτη φορά στις γενικές βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου 2023. Το σχέδιο νόμου, στο οποίο εντάχθηκε, υπήρξε το, κατά χρονική ακριβολογία, τελευταίο στη διάρκεια της διανυόμενης βουλευτικής περιόδου. Η θητεύουσα Βουλή τις προσεχείς ημέρες ολοκληρώνει τη θητεία και θα διαλυθεί. Στην περίπτωση, λοιπόν, που ανακύψει, ο μη γένοιτο, νέα ανάγκη τροποποίησης που θα θωρακίζει περαιτέρω τη διαδικασία και την κρίση του ελέγχοντος σχηματισμού, η αντιμετώπισή της θα καταστεί δυνατή μόνο με την προσφυγή στην έκτακτη νομοθέτηση.Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα από την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας μπορεί να πιθανολογηθεί. Ο επιδιωκόμενος σκοπός, ο αποκλεισμός του «κόμματος Κασιδιάρη» από τις εκλογές, αν  ο ίδιος δεν διεκδικήσει τελικά την προτίμηση του εκλογικού σώματος, εκτιμάται, παρά τα συνταγματικά και άλλα ζητήματα που εγείρονται, ως η επικρατέστερη κατάληξη της διαδικασίας για τη διακρίβωση της συνδρομή των καθορισμένων προϋποθέσεων κατάρτισης συνδυασμών. Η Ολομέλεια του Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου, ιδίως μετά την παραίτηση του προέδρου του και όσα την ακολούθησαν, εκτιμάται ότι δεν θα ανακηρύξει τους συνδυασμούς του νεοπαγούς πολιτικού κόμματος, επειδή θα κριθεί ότι ο καταδικασμένος, οριστικώς, και έγκλειστος πρώην βουλευτής του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή» ασκεί την πραγματική ηγεσία του νεοπαγούς πολιτικού κόμματος.Η πανταχόθεν έντονη και στην πορεία των επόμενων ημερών βαίνουσα διαρκώς κλιμακούμενη επικοινωνιακή πίεση, καθώς επίσης το πολιτικό και στην κατάληξή της το εκλογικό διακύβευμα της συμμετοχής του «κόμματος Κασιδιάρη» στη διεκδίκηση της προτίμησης του εκλογικού σώματος, δεν φαίνεται να καταλείπουν ουσιαστικά περιθώρια διαφοροποιήσεων τουλάχιστον για την πλειοψηφία των μελών της διευρυμένης σύνθεσης του ελέγχοντος σχηματισμού. Άλλωστε, η πορεία της διαδικασίας, εν πολλοίς, έχει ήδη προεξοφληθεί από τον Τύπο και ορισμένους «επαΐοντες». Απομένει, λοιπόν, μόνον η τυπική ανακοίνωσή της. Οποιαδήποτε απόφαση πέραν της αναμενόμενης, θα συνιστούσε αναμφίβολα έκπληξη πρώτου μεγέθους με απρόβλεπτες και αλυσιδωτές δυσμενείς συνέπειες για το πολιτικό σύστημα και, εντέλει, τη δημοκρατία μας.
  1. Ο Υπουργός Εσωτερικών σε επανειλημμένες δηλώσεις του, η πρόσφατη τροπολογία στην εισηγητική της έκθεσης και κυβερνητικά στελέχη πριν ή μετά την ψήφισή της επισήμαναν, σε κάθε ευκαιρία και μονότονα, ότι η νέα πρωτοβουλία έχει στόχο τους να θωρακίσει την κρίση της δικαιοσύνης. Και θα μπορούσε πράγματι αυτή να είναι η ειλικρινής πρόθεση όλων, δεν συνάγεται όμως ούτε και αποδεικνύεται από τις επιλογές που προτάθηκαν και υιοθετήθηκαν. Η διαδικασία διακρίβωσης της συνδρομής των προϋποθέσεων κατάρτισης συνδυασμών είναι αλήθεια καινοφανής, δεν οργανώνεται όμως με δικαιοκρατικές εγγυήσεις που να διασφαλίζουν τη νομιμότητα και την ορθότητα του αποκλεισμού πολιτικού κόμματος ή συνασπισμού από τις εκλογές. Η κατοχύρωσή τους θα επέτρεπε, κατά νομική ακριβολογία, να γίνει λόγος για πραγματική θωράκισηαυτεπάγγελτος έλεγχος υποβοηθείται από τα υπομνήματα πολιτικών κομμάτων ή συνασπισμών, στα οποία περιέχονται τα στοιχεία τεκμηρίωσης, και του ελεγχόμενου με τις απόψεις του. Ωστόσο, δεν θεωρούνται επαρκή και πάντως ικανά από μόνα τους για να εγγυηθούν, αιτιολογημένα και στέρεα, τη νομιμότητα και, εντέλει, τη συνταγματικότητα της αποστέρησης του δικαιώματος κατάρτισης συνδυασμών.  Αυτονόητη δικαιοκρατική εγγύηση συνιστά η οργάνωση διαδικασίας ελέγχου και σε δεύτερο βαθμό της απόφασης του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου. Πρόκειται για αυτονόητη φάση κάθε διοικητικής διαδικασίας, η οποία επιβάλλεται γενικώς αλλά και συνεπεία της επιλογής του κοινού νομοθέτη να εδράσει τον αποκλεισμό, προφανώς επειδή υπό τις επικρατούσες συνθήκες δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά, σε οριστική καταδικαστική απόφαση, αγνοώντας το τεκμήριο αθωότητας.
  1. Οι ασφυκτικές προθεσμίες εντός των οποίων εξελίσσονται και ολοκληρώνονται οι προπαρασκευαστικές πράξεις της εκλογής, δεν επιτρέπουν την προσφυγή από το πληττόμενο πολιτικό κόμμα ή συνασπισμό για τον έλεγχο σε δεύτερο βαθμό της απόφασης μη ανακήρυξης πριν από τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας. Άλλως, θα ετίθετο σε ευθεία αμφισβήτηση το συνταγματικό χρονοδιάγραμμα προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία. Η ανάθεση της διακρίβωσης της συνδρομής των προϋποθέσεων κατάρτισης συνδυασμών στην Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, προτάθηκε από ορισμένους να αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, πρέπει να αποκλειστεί για χρονικούς λόγους, αλλά και επειδή ανάγεται στην άσκηση διοικητικής φύσης καθηκόντων.Απομένει, λοιπόν, ο έλεγχος μετεκλογικά. Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί, εάν η αποστέρηση του δικαιώματος, επειδή δεν συντρέχουν οι νομοθετικά καθορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να προσβληθεί, παραδεκτώς, ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Στον εκτελεστικό ν. 345/1976 (Α΄ 141) προβλέπεται ότι η ένσταση ασκείται με αίτηση για τους αναφερόμενους στο άρθρο 58 Συντ. λόγους (άρθρο 24). Εξάλλου, ως προσβαλλόμενη πράξη ορίζεται η απόφαση ανακήρυξης των βουλευτών και των αναπληρωματικών τους (άρθρο 25 παρ. 1). Συνεπώς, για να επιληφθεί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο δεν αρκεί να γίνει δεκτό ότι η μη ανακήρυξη συνδυασμών μπορεί, ερμηνευτικά, να θεωρηθεί εκλογική παράβαση σχετική με την ενέργεια των εκλογών, τούτο είναι μάλλον απλό, και συνιστά λόγο για την υποβολή ένστασης. Πρέπει επιπλέον ως προσβαλλόμενη πράξη να αναγνωριστεί η απόφαση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, όταν δεν ανακηρύσσει συνδυασμούς. Αμφότερα τα ζητήματα έχουν απασχολήσει τη νομολογία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου.Αν και η επίδικη διαφορά στην απόφαση 48/1989 εντοπίστηκε στις Ευρωπαϊκές εκλογές, αποφάνθηκε ότι η ανακήρυξη των υποψηφίων βουλευτών, όχι όμως και η μη ανακήρυξη συνδυασμών, ανάγεται στην προδικασία της εκλογής και μπορεί να προσβληθεί με ένσταση. Ωστόσο, σε νεότερη, την 10/2000, απόφασή του η υποβληθείσα ένσταση, και πάλι κατά απόφασης με την οποία ανακηρύχθηκαν οι δηλωθέντες συνδυασμοί σε όλη την Επικράτεια, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, επειδή κρίθηκε ότι η  ανακήρυξής τους δεν υπόκειται σε αυτοτελή προσβολή. Υπό αυτά τα νομολογιακά δεδομένα, η ρητή κατοχύρωση στο ν. 345/1976 και της αρμοδιότητας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται για να κρίνει την απόφαση μη ανακήρυξης συνδυασμών πρέπει να θεωρείται αναγκαία. Σε κάθε περίπτωση, με την αποδοχή σχετικής ένστασης θα διατάσσεται και η επανάληψη της ψηφοφορίας σε όλη τη χώρα. Δηλαδή, η διεξαγωγή νέων εκλογών με τη συμμετοχή και του αποκλεισθέντος πολιτικού κόμματος!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

4 × two =