Σε μια τέτοια περίοδο, το ζήτημα της μισθολογικής μεταχείρισης των δικαστικών λειτουργών αντανακλά με ευκρίνεια το ερώτημα με ποια μέθοδο – και ιδίως με ποιαν αιτιολόγηση ή με ποιον έλεγχο – λαμβάνονται οι αποφάσεις σε ένα πολίτευμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ιδίως όταν αφορούν σε μέτρα με ισχυρές επιπτώσεις στις οικονομικές πολιτικές. Εξάλλου, σε επίπεδο συνταγματικής πράξης, το εν λόγω ζήτημα παράδειγμα ενισχύει την αντίληψη ότι για την εξεύρεση του θετικού και ιδίως του δικαιοπολιτικού περιεχομένου τής δικαστικής ανεξαρτησίας – και, θα γενίκευε κανείς ενδεχομένως με μια δόση αυθαιρεσίας, όλων των θεσμικών εγγυήσεων κάθε πολιτειακής εξουσίας – απαιτείται θεσμικός διάλογος και ένας ελάχιστος βαθμός σύγκλισης μεταξύ των οργάνων των τριών εξουσιών ως προς τη θέση καθεμιάς στο πολίτευμα. Ταυτόχρονα, αποτελεί θλιβερό παράδειγμα μιας περίπτωσης όπου τα πολιτειακά όργανα, σε καθεστώς πόλωσης μεταξύ τους και με την ανοχή ή και την ενθάρρυνση ικανής μερίδας τού επιστημονικού λόγου – ο οποίος, υπακούοντας στη σεξπιρική ρήση, αρθρωνόταν με γνώμονα όχι το χρέος αλλά το θυμικό –, εισήγαγαν εκκωφαντικές παραφωνίες στο συνταγματικό δίκαιο, θετικό και νομολογιακό.
Δεν αναμένει κανείς να έχουν σταθερό περιεχόμενο οι έννοιες που συναρθρώνουν τη σύγχρονη θεσμική αρχιτεκτονική και οριοθετούν τις σχέσεις μεταξύ των πολιτειακών οργάνων· αντίθετα, καθ’ όσον ο ρόλος κάθε οργάνου εντός τού πολιτεύματος διαμορφώνεται – αργά αλλά πάντως αισθητά – ενόψει των ιστορικών εξελίξεων, είναι θεμιτό και πιθανώς απαραίτητο να ανανοηματοδοτούνται οι εν λόγω έννοιες και να επανεξετάζεται το συνταγματικό πλαίσιο εντός τού οποίου αλληλεπιδρούν οι φορείς άσκησης της κρατικής εξουσίας. Αυτό που κανείς αναμένει, όμως, και που η απουσία του χάσκει απογοητευτική, είναι εκείνος ο ελάχιστος βαθμός συναίνεσης που θα καθιστούσε εφικτό και εποικοδομητικό τον σχετικό θεσμικό διάλογο. Με τη σειρά της, ίσως αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτειακών οργάνων και η εντεύθεν ανεπάρκεια εύρυθμης συλλειτουργίας τους ερμηνεύει την αμηχανία των θεσμών και τού κράτους μπροστά στο φαινόμενο που συνεκδοχικά αποκαλείται οικονομική κρίση – ίσως, λοιπόν, να πρέπει να προταχθεί η οικοδόμηση αυτής της εμπιστοσύνης και η αποκατάσταση αυτής της συλλειτουργίας για να καταστεί πραγματοποιήσιμη η ανάσχεση του φαινομένου.