Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως οντότητα διακριτή από την Κοινότητα, στον τρίτο πυλώνα της οποίας εντάχθηκαν οι τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. Πριν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι αποφάσεις για σημαντικά θέματα στους τομείς αυτούς, που εμπλουτίστηκαν και μετονομάστηκαν «Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης», απαιτούσαν ομοφωνία από το Συμβούλιο, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχαν περιορισμένο μόνο ρόλο. Το δημοκρατικό και δικαιοκρατικό αυτό έλλειμμα άρθηκε εν μέρει με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, δεδομένου ότι με αυτή καταργήθηκαν οι διαφορετικοί πυλώνες, θεσπίστηκε μια σειρά ενιαίων νομοθετικών πράξεων που ενισχύουν τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως συννομοθέτη (διαδικασία συναπόφασης), επεκτείνουν την αρχή της ειδικής πλειοψηφίας στο Συμβούλιο και ενισχύουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της ΕΕ. Παράλληλα, ενισχύθηκε ο ρόλος των εθνικών Κοινοβουλίων, τα οποία αντιπροσωπεύουν τους λαούς της Ευρώπης. Τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρούνται ως στοιχεία μιας σταδιακής και εξελισσόμενης διαδικασίας συνταγματοποίησης του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης της ΕΕ, με τα συνταγματικά χαρακτηριστικά της ενοποιητικής διαδικασίας προς μια Ένωση που αντλεί τη νομιμοποίησή της από τρεις βάσεις (κράτη, λαοί και πολίτες).
Εισήγηση σε: Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Εξελίξεις και Προκλήσεις στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης της ΕΕ», Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Έδρα Jean Monnet, Θεσσαλονίκη 14-16/02/2013