σε: Δικαιώματα του Ανθρώπου 32/2006, σελ. 1243-1298
Στη μελέτη εξετάζονται, από την άποψη της πολιτικής και συνταγματικής θεωρίας και του ελληνικού συνταγματικού δικαίου, τα θετικά μέτρα που παρεμβαίνουν άμεσα στην εκλογική διαδικασία με στόχο την ενίσχυση της παρουσίας των γυναικών στην πολιτική ζωή. Ειδικότερα εξετάζεται η θεωρητική θεμελίωση του συνταγματικά επιτρεπτού (ή επιβαλλόμενου) τέτοιων μέτρων. Αναλύεται ειδικότερα η συνταγματικότητα της ποσόστωσης στους συνδυασμούς για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές και συζητούνται οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (Γ’ τμήματος υπό επταμελή σύνθεση, 2831-2833/2003, 3027-3028/2003, 3185/2003, 3187-3189/2003 και 192/2004) και κατώτερων διοικητικών δικαστηρίων. Τέλος, υπό το φως των συμπερασμάτων σχετικά με την πολιτική θεμελίωση και τα συνταγματικά όρια των ποσοστώσεων, επιχειρείται η παρουσίαση κάποιων προτάσεων προς την κατεύθυνση ολοκλήρωσης της δημοκρατίας, δηλαδή της ισότητας και της ελευθερίας. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η de constitutione ferenda επέκταση των εκλογικών ποσοστώσεων σε όλες τις διαδικασίες ανάδειξης αιρετών οργάνων (άρα και στις εθνικές εκλογές) και ως ποσοστώσεις αποτελέσματος και όχι μόνον στελέχωσης των ψηφοδελτίων. Συγκεκριμένα, προτείνεται από πλευράς συνταγματικής πολιτικής η αποτύπωση στο Σύνταγμα της έννοιας της «Ισοπολιτείας» και της ειδικότερης έκφανσής της «ισάριθμης αντιπροσώπευσης». Ειδικότερα:
Καταρχάς γίνεται δεκτό ότι η υποαντιπροσώπευση των γυναικών στα αιρετά όργανα δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός, ούτε αποτέλεσμα συνειδητής ελεύθερης επιλογής που βασίζεται σε ακριβοδίκαιη ισότητα ευκαιριών πρόσβασης στα αιρετά αξιώματα, αλλά συνιστά αποτέλεσμα μιας κοινωνικά δομημένης ανισότητας, απορρέουσας από προκατασκευασμένους ρόλους. Ενόψει αυτής της παραδοχής στο στόχαστρο του κριτικού αναστοχασμού τίθεται η έννοια της ιδιότητας του πολίτη (‘πολιτότητα’) και το κανονιστικό πρόταγμα της καθολικότητάς της ενόψει της διαφορετικότητας των υποκειμένων-φορέων της και με αναφορά στη μορφή αντιπροσώπευσης που αυτή προϋποθέτει ή συνεπάγεται. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται ειδικότερα η διατάραξη της τυπικής αρχής της πολιτικής ισότητας μέσω του εκλογικού συστήματος προκειμένου να διασφαλιστεί η τοπική αντιπροσώπευση και η κυβερνησιμότητα. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αν η παρουσία των γυναικών στα όργανα αντιπροσώπευσης, αν δηλαδή η έμφυλη αντιπροσωπευτικότητα είναι εξίσου σημαντική με την τοπική, ώστε να προβλεφθούν διακριτές λίστες ή ποσόστωση φύλων, όπως προβλέπεται ποσόστωση για τους αντιπροσώπους των εκλογικών περιφερειών. Ή –κατά άλλη εκδοχή- αν η πραγματική και ουσιαστική ισότητα ή ισότητα στο αποτέλεσμα πρέπει να εφαρμοστεί, με την εφαρμογή και μέτρων θετικής δράσης, αντί της τυπικής αριθμητικής ισότητας των ατόμων, όταν αφορά στην έμφυλη σύνθεση των αιρετών οργάνων.
Το ερώτημα αυτό εξετάζεται στη συνέχεια υπό τη βασική παραδοχή ότι η απουσία γυναικών από τα κέντρα λήψης αποφάσεων θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια τη νομιμοποίηση της διαδικασίας αντιπροσώπευσης και των πολιτικών δομών, καθώς αναδεικνύει το απρόσφορο των νομικών ή θεσμικών μηχανισμών και τελικά συνιστά, όχι απλώς ένα «γυναικείο ζήτημα», αλλά ένα έλλειμμα δημοκρατίας. ,Επίσης, διερευνάται αν και κατά πόσο μπορούμε να θεμελιώσουμε την ουσιαστική ισότητα των φύλων στην απόλαυση των πολιτικών δικαιωμάτων, χωρίς να θέσουμε υπό αμφισβήτηση την ενότητα του λαού ως ιδεότυπο επί του οποίου στηρίζεται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, χωρίς να εισάγουμε το Κοινοβούλιο των ομάδων, αλλά και χωρίς να καταφύγουμε στην εφαρμογή της αναλογικής ισότητας, που θα επέτρεπε τη διαφοροποίηση της βαρύτητας της ψήφου βάσει και άλλων χαρακτηριστικών.
Στη συνέχεια η μελέτη επικεντρώνεται στα μέτρα που στοχεύουν στην πολιτική διαδικασία, δηλαδή στους μηχανισμούς προώθησης των γυναικών στα κέντρα λήψης πολιτικών αποφάσεων μέσα από διαδικαστικές προβλέψεις (ποσοστώσεις και ισότιμη αντιπροσώπευση). Τα μέτρα αυτά κρίνονται από δύο οπτικές γωνίες, αφενός ως εργαλεία ουσιαστικής ισότητας, ως μορφές δηλαδή θετικών δράσεων, αφετέρου από τη σκοπιά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως μέσα βελτίωσης της ποιότητάς της. Στο διττό αυτό πλαίσιο εξετάζονται επιχειρήματα υπέρ και κατά των ποσοστώσεων.
Την ανάλυση των ποσοστώσεων από πλευράς πολιτικής και συνταγματικής θεωρίας ακολουθεί η συζήτηση των συνταγματικών επιχειρημάτων. Μετά από μια σύντομη συγκριτική εξέταση ευρωπαϊκών Συνταγμάτων, η μελέτη επικεντρώνεται στο ελληνικό Σύνταγμα και ειδικότερα στο αναθεωρημένο άρθρο 116 παρ. 2 Σ. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη συζήτηση της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων σχετικά με τις ποσοστώσεις. Τα επιχειρήματά τους παρατίθενται διεξοδικά και με συστηματοποιημένο και κριτικό τρόπο, ενώ στη συνέχεια επιχειρείται η ανασυγκρότηση και συνθετική παρουσίαση των επιχειρημάτων υπέρ της συνταγματικότητας των ποσοστώσεων που ασπάζεται η συγγραφέας, σύμφωνα με τα οποία -και σε αντίθεση με τη συλλογιστική του ΣτΕ- οι ποσοστώσεις ερείδονται στη δημοκρατική και αντιπροσωπευτική αρχή και όχι στην αρχή της αναλογικής ισότητας.
Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή επιχειρηματολογίας, η ποσόστωση εκπροσώπων του κάθε φύλου στα ψηφοδέλτια δεν συνιστά εννοιολογικά μέτρο θετικής δράσης, πολλώ δε μάλλον, αντίστροφης διάκρισης υπέρ των γυναικών, αλλά διασφαλίζει την δυνατότητα των εκλογέων να αντιπροσωπεύονται και από τα δύο φύλα, ψηφίζοντας κατά το δοκούν. Συνεπώς δεν αίρεται μεν το δικαίωμά τους να επιλέξουν την αντιπροσώπευση από άτομα ενός μόνον φύλου –καθώς δεν εισάγεται ποσόστωση εκλογής-, αλλά να κατοχυρώνουν τη δυνατότητά τους να μπορούν να επιλέξουν υποψηφίους οποιουδήποτε από τα δύο φύλα, πράγμα που δεν θα ίσχυε αν επιτρεπόταν η παρουσία μόνο ανδρών ή μόνο γυναικών στο ψηφοδέλτιο. Το κρίσιμο εννοιολογικά στοιχείο σε αυτή τη γραμμή σκέψης δεν είναι η ισότητα υπό την έννοια της προώθησης των γυναικών, αλλά η αντιπροσωπευτικότητα των αιρετών οργάνων, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση, η ίδια η δημοκρατική αρχή (υπό τη μορφή της ως αντιπροσωπευτικής). Στην επιχειρηματολογία αυτή το κριτήριο «φύλο» (στο συγκεκριμένο παράδειγμα στην τοπική αυτοδιοίκηση, θα μπορούσε ωστόσο να σκεφτεί κανείς το αντίστοιχο και στις βουλευτικές εκλογές) παραλληλίζεται με το κριτήριο «τοπικότητα» των εθνικών εκλογών. Όπως η τυχόν διάσπαση του τοπικού συνδέσμου μεταξύ του λαού και των αντιπροσώπων του «θα έπληττε έμμεσα τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος», έτσι τον πλήττει και η διάσπαση του έμφυλου συνδέσμου.
Η μελέτη ολοκληρώνεται με τη διατύπωση πρότασης υιοθέτησης και καταγραφής στο Σύνταγμα της έννοιας της «Ισοπολιτείας», υπό την ειδικότερη έκφανσή της ως έμφυλης ισοπολιτείας, ως έννοιας διακριτής από την ισότητα, αν και σε άμεση σύνδεση με αυτήν, ως εξειδίκευση της γενικής αρχής της ισότητας στο πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων και της έννοιας της πολιτότητας ως συμμετοχής.
Pingback: Άρθρα και εισηγήσεις: Ισότητα | Λίνα Παπαδοπούλου