Κατά κανόνα η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου δεν προκύπτει δια γυμνού οφθαλμού. Και τούτο γιατί σπανίως μια συνταγματική διάταξη είναι τόσο σαφής ώστε να μην χρειάζεται ερμηνευτική «συγκεκριμενοποίηση» που θα επιτρέπει τη σύγκρισή της με την ύποπτη για αντισυνταγματικότητα νομοθετική διάταξη. Μια τέτοια συνταγματική διάταξη που δεν χρειάζεται περαιτέρω ερμηνεία για την κατανόησή της και την χρήση της ως παραμέτρου του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, είναι εκείνη του άρθρου 19 § 3 Συντ., την οποία εισήγαγε ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001. Το άρθρο αυτό απαγορεύει κατηγορηματικά και ανεπιφύλακτα τη χρήση αποδεικτικών μέσων με οποιονδήποτε τρόπο σε κάθε είδους δίκη (ποινική, πολιτική ή διοικητική), εφόσον αυτά έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του δικαιώματος του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (άρθρο 19 Συντ.), του δικαιώματος του ασύλου της κατοικίας και του δικαιώματος ιδιωτικού βίου (άρθρο 9 Συντ.), και του δικαιώματος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντ.). Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 19 § 3 Συντ. και ιδίως από τις τοποθετήσεις των Ευ. Βενιζέλου, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Προκόπη Παυλόπουλου (βλ. Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγα, Χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων και δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, 2003, σ. 61-62), η πρόθεση του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να μην αφήσει καμία ρωγμή στην απόλυτη αυτή απαγόρευση, με σκοπό να καταστήσει δικονομικά ανώφελη οποιαδήποτε παράνομη συλλογή αποδεικτικών μέσων με προσβολή των προαναφερθέντων δικαιωμάτων, έτσι ώστε να μην υπάρχει κανένα κίνητρο για την ενδεχόμενη παραβίασή τους. Με άσχετη τροπολογία στο νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης (άρθρο 65 ν. 4356/2015), η προηγούμενη Κυβέρνηση επέτρεψε τη χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, υπό ορισμένες προϋποθέσεις: τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, μη δυνατότητα απόδειξης της αλήθειας με διαφορετικό τρόπο, μη προσβολή της ανθρώπινης αξίας. Το άρθρο 19 § 3 Συντ. είναι όμως απροϋπόθετο και δεν επιτρέπει δικαστικές σταθμίσεις κατά περίπτωση. Δύσκολα μπορεί να βρει κανείς στην ελληνική νομοθεσία μια άλλη τόσο προφανή περίπτωση αντισυνταγματικότητας, όπως εκείνη του άρθρου 65 του ν. 4356/2015. Η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και οι περισσότεροι εκπρόσωποι της συνταγματικής επιστήμης (βλ. Κ. Χρυσόγονου – Σπ. Βλαχόπουλου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σ. 304 επ.), επεσήμαναν αυτήν την κραυγαλέα αντινομία, αλλά σε ώτα μη ακουόντων. Εκείνη την περίοδο κυριαρχούσε η αντίληψη ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ανεξαρτήτως συνταγματικού κόστους.
Με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ψηφίστηκε λίγο πριν από τις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου 2019, το άρθρο 65 του ν. 4356/2015 καταργήθηκε από 1.7.2019. Αν αυτό έγινε για δικαιοκρατικούς ή άλλους λόγους, παραμένει άγνωστο. Ωστόσο, με τον πρόσφατο ν. 4637/2019 που περιλαμβάνει τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η νέα Κυβέρνηση επανέφερε σε ισχύ αυτούσιο το άρθρο 65 του ν. 4356/2015 (βλ. άρθρο 14 του ν. 4637/2019), νομοθετώντας με τον ίδιο τρόπο όπως και η προηγούμενη: σαν να μην υπάρχει το άρθρο 19 § 3 Συντ.
Δημοσιεύθηκε στο Πρώτο Θέμα 25.11.2019 https://www.protothema.gr/blogs/haralabos-anthopoulos/article/949143/paranoma-apodeiktika-mesa/