Παρατηρήσεις επί της ΣτΕ 1500/2022 Α΄ Tμήμα – Αστική ευθύνη του Δημοσίου (άρ. 105 ΕισΝΑΚ).

Βουκελάτος Α. Δημήτρης, Δικηγόρος, ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παραλείψεως των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή επί μακρόν στη Χώρα υπηκόου τρίτης χώρας και του επιζήμιου αποτελέσματος (της προσβολής υγείας ή σώματος) τρίτου. Δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού.

 

 Περίληψη της απόφασης[1].

Ι. Η είσοδος στη Χώρα αλλοδαπών/υπηκόων τρίτης χώρας και η περαιτέρω διαμονή τους – η οποία μπορεί να είναι και μακρά – δεν είναι ελεύθερη ούτε ανεξέλεγκτη, αλλά διέπεται από κανονιστικό καθεστώς (του ν. 3386/2005) που επιβάλλει σ’ αυτούς την υποχρέωση εφοδιασμού τους με διαβατήριο/ταξιδιωτικό έγγραφο, θεώρηση εισόδου και άδεια διαμονής για συγκεκριμένο σκοπό (για εργασία, ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, σπουδές ή άλλο νόμιμο σκοπό) και καθιδρύει δεσμία αρμοδιότητα των αστυνομικών οργάνων για την έκδοση πράξεως απελάσεως σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ο αλλοδαπός έχει παραβιάσει τις σχετικές διατάξεις, μετά δε την έναρξη ισχύος του ν. 3907/2011 πράξεως επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες. Οι ρυθμίσεις του ν. 3386/2005 αποσκοπούν όχι μόνον στην προστασία του γενικού (δημόσιου) συμφέροντος (της διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας, κοινωνικής ειρήνης, δημόσιας υγείας), αλλά και στην προστασία του συμφέροντος των ιδιωτών με την αποτροπή της προσβολής των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών (της ζωής,  της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής, της υπολήψεως, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της περιουσίας, της ιδιοκτησίας τους) από τη συμπεριφορά των παρανόμως εισελθόντων, διαμενόντων και εργαζόμενων στη Χώρα αλλοδαπών. Επίσης, αποσκοπούν και στην προστασία του συμφέροντος των προσώπων αυτών, τα οποία, όπως επισημαίνεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «παραμένουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής ορισμένες μάλιστα φορές σε συνθήκες κατώτερες του ελαχίστου που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα να εξωθούνται μοιραία σε ποικίλες μορφές παραβατικότητας, τροφοδοτώντας έτσι ακούσια, κατά καιρούς, τάσεις   επιφυλακτικότητας εκ μέρους του ημεδαπού πληθυσμού». Όσο τα αστυνομικά όργανα παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους και δεν εκδίδουν κατ’ ενάσκηση της δεσμίας αρμοδιότητάς τους πράξη απελάσεως ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής για τους παρανόμως διαμένοντες, δημιουργείται η βεβαιότητα σε όποιον αλλοδαπό εισήλθε λάθρα, διαμένει παρανόμως στη Χώρα και επιθυμεί να συμπεριφερθεί παρανόμως και να προσβάλει κάποιο έννομο αγαθό ότι ποτέ δεν θα τιμωρηθεί, αφού η ταυτότητά του δεν είναι γνωστή στις ελληνικές αρχές ούτε έχουν ληφθεί τα δακτυλικά αποτυπώματά του. Ενόψει των επιδιωκόμενων ως άνω προστατευτικών σκοπών των ρυθμίσεων του ν. 3386/2005, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε περίπτωση παρανόμως εισελθόντος στη Χώρα αλλοδαπού που επί μακρόν διαμένει και εργάζεται παρανόμως σε περιορισμένο κατ’ έκταση τόπο (λ.χ. νησί), η παράλειψη των αστυνομικών οργάνων να άρουν την παράνομη κατάσταση που προκλήθηκε από την παράνομη είσοδο και παραμονή του επί μακρόν στη Χώρα, μη εκδίδοντας, ενώ έχουν υποχρέωση και μπορούν, πράξη απελάσεως κατά παράβαση του άρ. 76 παρ. 1 περ. β΄ ν. 3386/2005 ή μετά τις 26.1.2011 πράξη επιστροφής κατά παράβαση άρ. 21 παρ. 1 εδ. τρίτο ν. 3907/2011, μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικώς  και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος επιζήμιου αποτελέσματος (εγκλήματος). Συνεπώς, υπάρχει γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας (λ.χ. βλάβης του σώματος ή της υγείας ή θανατώσεως) τρίτου προσώπου, η οποία προκαλείται όταν ο παρανόμως εισελθών και διαμένων στην Ελλάδα υπήκοος τρίτης χώρας προσβάλει απολύτως προστατευόμενο έννομο αγαθό. 

ΙΙ. Μη νόμιμη η κρίση διοικητικού εφετείου για τη μη συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεων των αστυνομικών οργάνων και του βαρύτατου τραυματισμού της εκπροσωπούμενης από την οριστική δικαστική συμπαραστάτριά της (μητέρας της) αναιρεσείουσας, ηλικίας τότε 15 ετών, συνεπεία εγκλημάτων (βιασμός, απόπειρα ανθρωποκτονίας) που διαπράχθηκαν εις βάρος της από υπήκοο τρίτης χώρας. Δεν αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος εκ του ότι μεταξύ της παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου και του βαρύτατου τραυματισμού παρεμβάλλεται η εγκληματική ενέργεια του αλλοδαπού, ο οποίος εισήλθε λάθρα στη Χώρα, διέμενε και εργαζόταν επί μακρόν παρανόμως σε ελληνικό νησί και χωρίς να έχει εντοπισθεί, παρότι τούτο ήταν εφικτό, διότι ο τραυματισμός αυτός δεν θα είχε προκληθεί αν τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου είχαν τηρήσει τη συμπεριφορά που επιβαλλόταν από τις παραβιασθείσες διατάξεις των ν. 3386/2005 και 3907/2011 οι οποίες έχουν τεθεί και για χάρη της προστασίας, μεταξύ άλλων, της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής και της γενετήσιας ελευθερίας όλων των προσώπων που βρίσκονται στη Χώρα. Δεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Αναιρείται η ΔιοικΕφΑθ 468/2021.

 

Παρατηρήσεις[2]. 

  1. I. Η επανορθωτική φύση του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου.

Με τον όρο «αστική» ή «εξωσυμβατική ευθύνη» του Κράτους και των ΝΠΔΔ, νοείται η ευθύνη αυτών να αποζημιώνουν όποιον υπέστη υλική ή ηθική βλάβη από παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων τους κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας ή επ’ ευκαιρία άσκησης των καθηκόντων τους[3]. H υπoχρέωση τoυ Δημoσίου και των ΝΠΔΔ να απoζημιώνουν τoυς διοικούμενους για παράvομες πράξεις και παραλείψεις τωv οργάνωv τoυς πηγάζει από τηv αρχή της νoμιμότητας, η oποία διέπει τη δράση της Δημόσιας Διoίκησης[4]. Η αρχή της νομιμότητας αποτελεί ειδικότερη πτυχή της αρχής του Κράτους Δικαίου[5], η οποία παραβιάζεται, όταν ο διοικούμενος δεν αποζημιώνεται για τη ζημία που υφίσταται[6]. Ο θεσμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου λειτουργεί ως αποζημιωτικός μηχανισμός προκειμένου να αποκατασταθεί η παραβιασθείσα, από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, αρχή της νομιμότητας[7]. Η ευθύνη αυτή του Κράτους είναι αντικειμενική[8]. Η νομική κατασκευή της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, που διέπεται από τα άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, συνιστά με άλλες λέξεις έναν επανορθωτικό μηχανισμό αλλά και ένα επιπλέον μέσο που έχει στη διάθεσή του ο διοικούμενος, αφού, όπως είναι γνωστό, η ακύρωση ή μεταρρύθμιση μιας διοικητικής πράξης δεν συνιστά επαρκή τρόπο εξάλειψης των  δυσμενών συνεπειών της παράνομης δραστηριότητας των οργάνων του Δημοσίου[9]. Κατά μια άποψη, ο μηχανισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου έχει συνδεθεί και με τις υποθέσεις όπου η αρχή της νομιμότητας έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικουμένου, αφού έτσι αναδεικνύεται ο κρίσιμος ρόλος του για τη διαφύλαξη του Κράτους Δικαίου[10].

 

  1. II. Η Συνταγματική θεμελίωση της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου και η στάση της νομολογίας.

Συνταγματικό θεμέλιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου αποτελεί το άρθρο 4 παρ. 5 Σ[11], ενώ έχει υποστηριχθεί η άποψη πως επικουρικά βρίσκει έρεισμα και στο άρθρο 20 παρ. 1 Σ, καθώς η παροχή πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εμπεριέχει και την ανόρθωση της βλάβης του διοικουμένου[12]. Κρίσιμη είναι η επισήμανση, πως ειδικότερη κατηγορία δημοσίων βαρών αποτελούν και οι κάθε είδους ζημίες που υφίσταται ο διοικούμενος από την άσκηση της Κρατικής εξουσίας[13].  Επιπροσθέτως, σε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διατύπωση του καθηγητή Α. Τάχου έχει γίνει προσπάθεια σύνδεσης του θεσμού με το άρθρο 25 παρ. 4 Σ[14]. Η σύνδεση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ως επανορθωτικού μηχανισμού, με την κοινωνική αλληλεγγύη είναι προφανής, αφού η τελευταία συνιστά και πτυχή της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, που επιτυγχάνεται μέσω της αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη ο διοικούμενος, κατά παράβαση του 4 παρ. 5 Σ[15].

 

Σε πρόσφατη νομολογία του το ΣτΕ επιδεικνύει σχετική αμφιθυμία ως προς τα ζητήματα της κατάφασης της ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις, όπου το Δικαστήριο έκρινε[16] πως υπάρχει υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση των φυσικών και νομικών προσώπων, των οποίων οι περιουσίες υπέστησαν καταστροφές κατά τη διάρκεια βίαιων επεισοδίων στο κέντρο της Αθήνας αλλά και στην υπόλοιπη χώρα λόγω παράλειψης των αστυνομικών οργάνων να ασκήσουν τις εκ του νόμου αρμοδιότητές τους[17]. Επίσης, σε εξίσου πρόσφατη απόφασή του, το ΣτΕ δέχθηκε την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του νόμιμου εμβολιασμού νηπίου, που διενεργείται de lege artis, και της βλάβης στην υγεία του λόγω παρενεργειών του εμβολίου (τριδύναμο εμβόλιο MMR II)[18]. Την ίδια όμως περίοδο, με μια ιδιαίτερα προβληματική ομάδα αποφάσεων, που αφορούσαν στη θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το Δικαστήριο απέκλεισε πρακτικά κάθε δυνατότητα εφαρμογής των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ σε υποθέσεις τέτοιας φύσεως[19]. Οι επίμαχες αποφάσεις υπήρξαν, δικαίως κατά τη γνώμη μου, αντικείμενο έντονης κριτικής από μεγάλο μέρος του νομικού κόσμου[20], καθώς ανέτρεψαν την arrêt de principe της Ολομέλειας του ΣτΕ 1501/2014[21]. Με άλλες λέξεις, ενώ το ΣτΕ επιδεικνύοντας θεμιτό δικαστικό ακτιβισμό, είχε διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ και στις περιπτώσεις όπου η ζημία προκαλείται από σύννομη δράση των οργάνων της Διοίκησης[22], παρατηρούμε πως στις ανωτέρω περιπτώσεις που σχετίζονται με πρόδηλα σφάλματα των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας διατηρεί εντελώς διαφορετική στάση[23]. Άλλωστε, δε θα πρέπει να ξεχνάμε την εναργή διατύπωση του Μ. Στασινόπουλου πως η ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις των δικαστικών οργάνων δικαιολογείται αρχικά λόγω της οργανικής σχέσης μέσω της οποίας συνδέονται με την Πολιτεία[24].

 

III. Η νέα προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς την προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου για τη θεμελίωση αξίωσης προς αποζημίωσης.

Όπως είναι γνωστό, η ύπαρξη πρόσφορου αιτιώδους συνδέσμου, μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης του οργάνου του Δημοσίου, αποτελεί μία εκ των προϋποθέσεων θεμελίωσης αστικής ευθύνης του Δημοσίου[25]. Η έννοια της προσφορότητας κατά τη θεωρία, συνιστά αόριστη νομική έννοια[26], θέση την οποία ενστερνίζεται και η νομολογία[27]. Στην επίμαχη απόφαση, που ήρθε στο επίκεντρο του επιστημονικού και όχι μόνο διαλόγου, το ΣτΕ ερμηνεύοντας  τουλάχιστον διασταλτικά την έννοια του αιτιώδους συνδέσμου έκρινε πως υφίσταται τέτοιος μεταξύ της παράλειψης των αστυνομικών οργάνων, να αποκαταστήσουν την παράνομη παγιωμένη κατάσταση, που επέφερε η παράνομη είσοδος και παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας στην επικράτεια[28]. Έτσι, το Δικαστήριο αναίρεσε την 468/2021 απόφαση του ΔΕφΑθ. Η εφετειακή απόφαση[29] είχε δεχθεί, πως δεν συντελέστηκαν παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων, που να βρίσκονται σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη βλάβη που υπέστη η παθούσα, αφού οι πράξεις του καταδικασθέντος από το ποινικό δικαστήριο ήταν αυτές που οδήγησαν στην βαρύτατη βλάβη της παθούσας και όχι η παράνομη είσοδος και διαμονή αυτού[30].

Σχετικά με την παράνομη είσοδο και παραμονή του υπηκόου τρίτης χώρας, που διέπεται από το νομοθετικό καθεστώς του Ν. 3386/2005 και Ν. 3907/2011, τα όργανα της αστυνομίας, κατά δεσμία αρμοδιότητα, οφείλουν να εκδώσουν πράξης απελάσεως, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος[31]. Ορθώς λοιπόν κρίνει το Δικαστήριο πως συντελείται παράλειψη, από τη στιγμή που τα αστυνομικά όργανα δεν ενεργούν ως υποχρεούνται, κατά παράβαση του άρθρου 76 παρ. 1 περ. β΄ του Ν. 3386/2005 ή μετά τις 26.01.2011 δεν εκδίδουν πράξη επιστροφής κατά παράβαση του άρθρου 21 παρ. 1 εδ. γ΄ του Ν. 3907/2011[32]. Σαφώς, υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και βάσει των διατάξεων των οικείων νόμων, συντελείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας[33]. Η εξόχως προβληματική θέση του ΣτΕ όμως, έγκειται στο γεγονός πως κρίνει ότι η παράνομη είσοδος και διαμονή υπηκόου τρίτης χώρα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δύναται να θεωρηθεί ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος εγκλήματος και ως εκ τούτου υφίσταται «γενικώς και αφηρημένως αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης αυτής παραλείψεως των οργάνων του Δημοσίου και της ζημίας»[34]. Mε αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο φέρεται να θεωρεί κάθε παρανόμως εισελθόντα στη χώρα, ως εν δυνάμει επικίνδυνο για την τέλεση εγκληματικών πράξεων[35]. Εντελώς διαφορετική περίπτωση συνιστούν οι περιπτώσεις, όπου τα αστυνομικά όργανα παρέλειψαν να ασκήσουν προσηκόντως τα καθήκοντά τους, ενώ γνώριζαν πως συγκεκριμένη περιοχή εντάσσεται σε κατηγορία αυξημένης εγκληματικότητας και ως εκ τούτου υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του επιζήμιου αποτελέσματος (θανάσιμος τραυματισμός ανηλίκου από «αδέσποτη» σφαίρα) και της παράλειψης των οργάνων της αστυνομίας να προβούν σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για την αποκατάσταση της νομιμότητας στην περιοχή[36]. Η ειδοποιός διαφορά εν προκειμένω, έγκειται στο οτι η ΕΛ.ΑΣ. είχε στη διάθεσή της στοιχεία που καθιστούσαν προβλέψιμο ένα τέτοιο γεγονός (επανειλημμένη άσκοπη και παράνομη χρήση όπλων)[37].

Ως προς το ζήτημα της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου, για τη θεμελίωση της κρατικής ευθύνης προς αποζημίωση, τόσο η θεωρία[38] όσο και η νομολογία[39] έχουν δεχθεί πως δεν θα πρέπει να έχει μεσολαβήσει άλλο γεγονός μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης των οργάνων του Δημοσίου και της επελθούσης ζημίας[40]. Όπως χαρακτηριστικά διατυπώνεται από τη νομολογία, ο αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία[41]. Όμως, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί[42], το ΣτΕ δεν εφαρμόζει απόλυτα τη θεωρία της πρόσφορης αιτίας, αλλά κινείται προς έναν συγκερασμό των θεωριών του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non)[43] και της θεωρίας του σκοπού του κανόνα δικαίου (Normzwecklehre)[44]. Mεγάλο μέρος της θεωρίας ενστερνίζεται την άποψη της causa adequata[45], η οποία έχει έρεισμα το άρθρο 298 ΑΚ εδ. β΄[46] και είναι σαφές πως εφαρμόζεται σε μεγάλο βαθμό από τα διοικητικά δικαστήρια[47], ανεξαρτήτως του περιστασιακού συγκερασμού των θεωριών που αναφέρθηκαν.

Από τη σκοπιά του Ποινικού δικαίου, η θεωρία του ισοδυνάμου των όρων[48], που είναι και η κρατούσα στην ελληνική νομολογία[49], έχει επικριθεί εντόνως, διότι διευρύνει απεριόριστα την έννοια του αιτιώδους συνδέσμου, οδηγώντας σε χαώδη κατάσταση γύρω από το εγκληματικό αποτέλεσμα[50]. Συνεπώς, υπό τα ανωτέρω εκτεθέντα, το σκεπτικό της εφετειακής απόφασης φαίνεται να είναι και το νομικά ορθότερο, διότι μένει πιστό στη μέχρι τώρα πλούσια και παγιωμένη νομολογία του ΣτΕ περί της προϋπόθεσης του αιτιώδους συνδέσμου.

  

  1. IV. Oι δικαιοπολιτικές προεκτάσεις της απόφασης και το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».

Η εν λόγω απόφαση, ενώ από τη μία δέχθηκε κριτική ως προς την προσέγγιση του ζητήματος του αιτιώδους συνδέσμου, που αναλύθηκε ανωτέρω, από την άλλη επιδοκιμάσθηκε και χαιρετίστηκε από μέρος του νομικού κόσμου[51]. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το σκεπτικό του ΣτΕ, οφείλουμε να επανέλθουμε στον βασικό ρόλο του αποζημιωτικού μηχανισμού της αστικής ευθύνης, που δεν είναι άλλος από την αποκατάσταση της νομιμότητας ως ειδικότερης έκφανσης της αρχής του Κράτους Δικαίου και την ανόρθωση των δυσμενών συνεπειών των πράξεων ή παραλείψεων των κρατικών οργάνων[52]. Έχοντας, λοιπόν, ως αφετηρία τον σκοπό των διατάξεων των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ και των διατάξεων του Συντάγματος που αποτελούν τα θεμέλια αυτών, το Δικαστήριο προέβη σε τελεολογική ερμηνεία των κανόνων δικαίου που διέπουν την αστική ευθύνη του Δημοσίου[53] με γνώμονα την προσπάθεια βελτίωσης της πραγματικής και νομικής κατάστασης της παθούσας∙ εξάγεται δηλαδή το συμπέρασμα πως το ΣτΕ εφάρμοσε την αρχή «ratio legis est anima legis»[54].

Η στάση αυτή του Δικαστηρίου είναι σαφές πως βρίσκεται σε συμφωνία με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», έναν όρο που εκτός από τη θεωρία[55], χρησιμοποίησε σε πρόσφατη σημαίνουσα απόφασή της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου[56]. Είναι φυσικό άλλωστε πως η κοινωνία, μέρος της οποίας είναι και οι δικαστικοί λειτουργοί[57], επιζητά τη δικαίωση της συγκεκριμένης παθούσας μετά τη σοκαριστική εγκληματική ενέργεια σε βάρος της στο νησί της Πάρου το 2012. Σε αυτό το σημείο, όμως, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε δύο πράγματα: Πρώτον, το γεγονός πως οι δικαστές, σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 2 του Συντάγματος, δεσμεύονται να υπακούουν μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους[58] και δεύτερον τους κινδύνους που εγκυμονεί η ενσωμάτωση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» στο δικαιοδοτικό έργο της δικαιοσύνης[59]. Οι δικαστές οφείλουν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να επιλύουν τις διαφορές με βάση κανόνες δικαίου και ορθολογικά κριτήρια[60]. Η δικαίωση κάθε πολίτη πρέπει να επέρχεται με τον προσήκοντα τρόπο και όχι με νομικές ακροβασίες, οι οποίες κάθε άλλο παρά ενισχύουν την ήδη μειωμένη εμπιστοσύνη του πολίτη στον θεσμό της Διοικητικής Δικαιοσύνης[61]. Εδώ, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε την αντικειμενικά μεγάλη πίεση που ασκείται κατά καιρούς στους δικαστικούς λειτουργούς από τα ΜΜΕ και πως αυτό το σαφέστατα προβληματικό δίπολο έχει κλονίσει τόσο τη λεπτή ισορροπία μεταξύ απονομής της δικαιοσύνης και αποδοχής αυτής από το κοινωνικό σύνολο[62].

 

  1. V. Η ασφάλεια δικαίου και οι νομολογιακές μεταστροφές.

Επιπροσθέτως, με την εν λόγω προσέγγισή του το ΣτΕ, ως προς το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου, ως προϋπόθεσης της θεμελίωσης της αστικής ευθύνης, δημιουργεί μια αίσθηση ανασφάλειας δικαίου και πλήττει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πολίτη απέναντι στη δικαστική λειτουργία[63]. Πρέπει να τονιστεί εδώ, πως η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, ως ειδικότερης πτυχή της ασφάλειας δικαίου[64], έχει αναχθεί σε συνταγματική αρχή από τη νομολογία του ΣτΕ[65] και δεσμεύει κάθε όργανο του κράτους, αφού πρόκειται για lege perfecta[66]. Το ίδιο το Δικαστήριο ειδικότερα, έχει διατυπώσει τη θέση, πως η παγίωση της νομολογίας εξυπηρετεί την ασφάλεια δικαίου, που αποτελεί βασικό σκοπό της λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανωτάτου Δικαστηρίου[67]. Μεταξύ άλλων, πρέπει να λάβουμε υπόψη, ότι η δικαιοδοτική κρίση δεν θα πρέπει να μεταβάλλεται ριζικά, ειδικότερα από τη στιγμή που δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ των επίδικων διαφορών, καθώς τα δικαστήρια δεσμεύονται από ένα «οιονεί δεσμευτικό προηγούμενο»[68]. Άλλωστε, καθίσταται σαφές πως η ύπαρξη ενός minimum εμπιστοσύνης του διοικουμένου προς το Κράτος συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία κάθε ευνομούμενης πολιτείας[69].

Από την άλλη, ως προς το ζήτημα της ασφάλειας δικαίου και της μεταστροφής της νομολογίας, σκόπιμο είναι να αναφερθεί, πως δεν υφίσταται δικαίωμα στη σταθερότητα της νομολογίας, καθώς η μεταστροφή της νομολογίας επί ζητημάτων ερμηνείας κανόνων του θετικού δικαίου αποτελεί φαινόμενο σύμφυτο με το δικαιοδοτικό έργο και αναγκαίο μέσο για την περαιτέρω εξέλιξή της[70]. Στο ίδιο μήκος κύματος έχει κινηθεί και ο ΑΠ δεχόμενος ότι η μεταστροφή της νομολογίας δεν προσβάλλει την αρχή της ασφάλειας δικαίου[71]. Εν προκειμένω βέβαια, δεν πρόκειται για μια απλή μεταστροφή της νομολογίας, γεγονός θεμιτό και απολύτως αναγκαίο κάποιες φορές[72], αλλά για μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία της έννοιας του αιτιώδους συνδέσμου, η οποία φαίνεται πως υπαγορεύεται από κοινωνικές συγκυρίες. Είναι άλλωστε σαφές πως οι δικαστικές αποφάσεις δε λαμβάνονται εκτός κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά συνδέονται άρρηκτα με αυτή και σκοπούν στη θεραπεία υπαρκτών κοινωνικών αναγκών ή παθογενειών[73]. Στην επίμαχη περίπτωση, με άλλες λέξεις, το ΣτΕ κινήθηκε πιο κοντά στην προσέγγιση του common law, σύμφωνα την οποία, η δικαστική απόφαση δεν αρκεί να είναι δογματικά ορθή, αλλά πρέπει να απονέμει ουσιαστική δικαιοσύνη και να είναι κοινωνικά ωφέλιμη[74]. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και παρά τις όποιες κοινωνικές και δικαιοπολιτικές σταθμίσεις, οι δικαστές οφείλουν να μένουν δεσμευμένοι στις κανονιστικές προτιμήσεις του νόμου κατά τη διατύπωση της δικανικής τους κρίσης[75].

 

VΙ. Αντί επιλόγου.

Ολοκληρώνοντας, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως η απόφαση του Α΄ Τμήματος του ΣτΕ 1500/2022, αποτελεί μία απόφαση «σταθμό» για τη νομολογία και τη Διοικητική Δικαιοσύνη. Αφενός, δόθηκε μια νέα οπτική και προσέγγιση στην έννοια του «αιτιώδους συνδέσμου», ως απαραίτητης προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Αφετέρου, μέσα από αυτή την απόφαση, το Δικαστήριο μας θύμισε πως οι αποφάσεις των δικαστηρίων, ακόμα και των ολομελειών των ανωτάτων εξ αυτών, δεν δύνανται να αγνοούν πλήρως τις κοινωνικές προεκτάσεις των αποφάσεών τους και να παραμερίζουν την αόριστη έννοια του «κοινού περί δικαίου αισθήματος».

Επισκοπώντας κριτικά την επίμαχη απόφαση οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως το Δικαστήριο επιδίδεται σε ένα δικαστικό ακτιβισμό υπερβαίνοντας το γράμμα των διατάξεων, που διέπουν το πεδίο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, με σκοπό να επανορθώσει κατά μία έννοια, τις σοβαρότατες επιπτώσεις που υφίσταται μέχρι και σήμερα η παθούσα από την εγκληματική συμπεριφορά του παρανόμως εισελθόντα και διαμένοντος στη χώρα αλλοδαπού μετανάστη. Η απόφαση χαρακτηρίστηκε «γενναία»[76], αλλά ταυτόχρονα επικρίθηκε σφοδρά ως προς τη νομική της ορθότητα και τη μεθοδολογία με την οποία ερμήνευσε τους οικείους κανόνες δικαίου. Αυτό το οποίο είναι σίγουρο, είναι ότι οι δικαστές δεσμεύονται να ακολουθούν μόνο το Σύνταγμα και του Νόμους και όχι να προσπαθούν μέσω των αποφάσεών τους να θεραπεύσουν αδικίες και παθογένειες, οι οποίες εκφεύγουν του δικαιοδοτικού τους έργου. Πολλώ δε μάλλον, οφείλουν να μην ενδίδουν σε κοινωνικές πιέσεις, να μην επηρεάζονται από το κοινό περί δικαίου αίσθημα και κυρίως να μην προσπαθούν να το ικανοποιήσουν μέσω των νομικών κρίσεων.

 

[1] Όπως έχει αναρτηθεί στον επίσημο ιστότοπο του ΣτΕ : www.adjustice.gr.

[2] Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση του κειμένου που βρίσκεται υπό δημοσίευση, ΤοΣ 1/2022.

[3] Χ. Χρυσανθάκης, Εισηγήσεις Διοικητικού Δικαίου, 3η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σ. 137 επ.

[4] Κ. Ρέμελης, Η κρατική αστική ευθύνη από δικαστικές αποφάσεις, σε Τόμος εις μνήμην Καθηγήτριας Δήμητρας Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020, σ. 27 επ.

[5] Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ι, 15η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 76, Ε. Πρεβεδούρου, Η αρχή της νομιμότητας, σε Θ. Αντωνίου, Γενικές Αρχές Δημοσίου Δικαίου,  Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ. 133(192).

[6] Μ. Στασινόπουλος, Αστική ευθύνη του Κράτους, 1950(ανατύπ. 1968), σ. 72 επ., Χ. Χρυσανθάκης, Η αστική ευθύνη του δημοσίου νοσοκομείου ως πεδίο ώσμωσης της ιατρικής και της νομικής επιστήμης, ΘΠΔΔ 1/2010, σ. 1(3), Α. Γέροντας/Π. Παυλόπουλος/Γ. Σιούτη/Σ. Φλογαΐτης , Διοικητικό Δίκαιο, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 509. Εδώ, αναδεικνύεται και η εγγυητική λειτουργία του Κράτους. Βλ. αναλυτικότερα Ι. Μαθιουδάκης, Η αρχή της αλληλεγγύης κατά το άρθ. 25 παρ. 4 Συντ., ΕφημΔΔ 4/2016, σ. 464 επ.

[7] Α. Γέροντας, Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020, σ. 592.

[8] Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 300/2020, ΣτΕ 3292/2017, ΣτΕ 4133/2011 και Π. Παυλόπουλος, Η αστική ευθύνη του Δημοσίου ΙΙ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1989, σ. 462.

[9] Μ. Στασινόπουλος, ο.π., σ. 88, Π. Παυλόπουλος, Η Συνταγματική κατοχύρωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου και οι συνέπειές της στην πράξη, 13.05.2021, διαθέσιμο σε : www.constitutionalism.gr.

[10] Α. Ρωξάνα, Ζητήματα αστικής ευθύνης του Κράτους στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ 3-4/2013, σ. 218(226-227).

[11] Α. Γέροντας/Π. Παυλόπουλος/Γ. Σιούτη/Σ. Φλογαΐτης, ο.π., σ. 510. Βλ. ενδεικτικά και ΟλΣτΕ 1501/2014, ΣτΕ 1533/2018, ΣτΕ 48/2016 όπου αναφέρεται πως «Το Σύνταγμα, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου».

[12] Ε. Σπηλιωτόπουλος, ο.π., σ. 199 και ΣτΕ 1139/2013, ΣτΕ 980/2002.

[13] Ε. Σπηλιωτόπουλος, o.π., σ. 198.

[14] Α. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 9η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2008, σ. 998.

[15] D. Lochak. Solidarité et responsabilité publique. Béguin Jean-Claude; Charlot Patrick; Laidié Yan. La solidarité en droit public, L’Harmattan, 2005, Logiques juridiques, σ. 14, διαθέσιμο σε : www.hal.parisnanterre.fr.

[16] ΣτΕ 1964-1972/2021. Στο ίδιο μήκος κύματος και Κ. Χρυσόγονος/Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά δικαιώματα, 4η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σ. 400 με περαιτέρω νομολογιακές παραπομπές.

[17] ΣτΕ 1964/2021 (Α΄ Τμήμα) με παρατηρήσεις Δ. Βουκελάτου/Χ. Βαλετόπουλου, ΤοΣ 3/2021, σ. 1031, Α. Αργυρός, Ευθύνη αποζημίωσης του Δημοσίου από έλλειψη προστασίας της ζωής και περιουσίας των πολιτών από βίαια επεισόδια ή έλλειψη αναγκαίων αστυνομικών μέτρων προστασίας, ΝοΒ 2022, σ. 961 επ.

[18] ΣτΕ 622/2021 (Α΄ Τμήμα) με παρατηρήσεις Κ. Μποτόπουλου, ΘΠΔΔ 6/2021, σ. 591 επ. καθώς και σχολιασμός ad hoc από τον Καθηγητή Κ. Ρέμελη, Η αστική ευθύνη του κράτους από νόμιμες ενέργειες των οργάνων του μεταξύ «δικαιοκρατικού» και «κοινωνιοκρατικού» Συντάγματος, 15.01.2022, διαθέσιμο σε : www.constitutionalism.gr, Α. Στεργίου, Η αποζημίωση των θυμάτων εμβολιασμού. Με αφορμή την ΣτΕ 622/2021, σε Τιμ. Τόμος Γ. Καρύμπαλη-Τσίπτσιου ΙΙ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022, σ. 1697 επ., Χ. Τσιλιώτης, Αστική ευθύνη του Δημοσίου από τον Αντι-Covid-19 εμβολιασμό; Η ένταξη του ζητήματος στην προβληματική της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από νόμιμες πράξεις των οργάνων του, ΕφημΔΔ 5/2021, σ. 612 επ.

[19] ΟλΣτΕ 1360-1361/2021, ΟλΣτΕ 800-803/2021.

[20] Βλ. ενδεικτικά Ε. Παυλίδου παρατηρήσεις επί της ΟλΣτΕ 802/2021, ΘΠΔΔ 8-9/2021, σ. 906-910, Γ. Καράντζιος, Η κρατική αστική ευθύνη λόγω κατάδηλα εσφαλμένων δικαστικών αποφάσεων σε νομολογιακή αποδρομή (σκέψεις με αφορμή την ολομέλεια ΣτΕ 1361/2021), e-Πoλιτεία 1/2022, σ. 117(120). Α. Αργυρός, Σχόλιο επί της ΟλΣτΕ 1361/2021, ΔιΔικ 2/2022, σ. 327 επ., Σ. Κυβέλος, Σχόλιο επί της ΟλΣτΕ 803/2021, Αρμ 4/2022, σ. 663 επ.. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Γ. Καράντζιος, ενώ το ΣτΕ διήλθε τον «σκόπελο» του άρθρου 99 του Συντάγματος, απέτυχε στην νεώτερη νομολογία του, όχι μόνο, να συνδέσει την ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας με την αρχή της ισότητας επί των δημοσίων βαρών του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αλλά και να αξιοποιήσει τις αποφάσεις Köbler και Traghetti (για περαιτέρω ανάλυση των κομβικών αυτών αποφάσεων βλ. Γ. Αυδίκος, Η αστική ευθύνη του κράτους μέλους της Ε.Ε. για τις παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου και η ένταξή της στην εθνική έννομη τάξη, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ. 109 επ. και 124 επ. αντίστοιχα), Κ. Σαμαρτζής, παρατηρήσεις επί της ΟλΣτΕ 800/2021, ΘΠΔΔ 8-9/2021, σ. 914-918, βλ. επίσης την πληρέστατη και πολύ εύστοχη επισκόπηση της γενικότερης προβληματικής από την Καθηγήτρια Ε. Πρεβεδούρου, Επί τα χείρω νομολογιακή μεταστροφή ως προς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων ενταγμένων στη δικαστική εξουσία: από την ΣτΕ Ολ 1501/2014 στις ΣτΕ Ολ 799-803/2021, 04.12.2021, διαθέσιμο σε : www.prevedourou.gr καθώς και Χ. Γιασίν/Α. Κοσμίδου, Αστική ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστική λειτουργίας, ΘΠΔΔ 4/2022, σ. 466 επ.

[21] Βλ. αναλυτικότερα Ε. Πρεβεδούρου, Παρατηρήσεις επί της ΟλΣτΕ 1501/2014, ΘΠΔΔ 4/2014, σ. 411-421. Πριν από αυτή τη νομολογιακή μεταστροφή και μετά την ΟλΣτΕ 1501/2014 υπήρξε μία σειρά σχετικών αποφάσεων οι οποίες είχαν σαν έρεισμα την κομβική αυτή ολομέλεια. ΣτΕ 1330/2016, ΣτΕ 1047/2016, ΣτΕ 48/2016. Βλ. περαιτέρω ανάλυση σε Ε. Πρεβεδούρου, Αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας, 21.10.2016, διαθέσιμο σε : www.prevedourou.gr.

[22] ΣτΕ 1607/2016 (7μ.) σκ. 15, ΣτΕ 3783/2014 (7μ.) σκ. 28.

[23] Η κατάφαση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από νόμιμες πράξεις γίνεται δεκτή στις περιπτώσεις όπου η προκληθείσα βλάβη είναι ιδιαιτέρα και σπουδαία και υπερβαίνει τα ανεκτά κατά το Σύνταγμα όρια του χρέους κοινωνικής αλληλεγγύης, με σκοπό την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Βλ. ΟλΣτΕ 1501/2014, ΣτΕ 5504/2012 όπου γίνεται κυρίως μνεία στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Σ. Κοφίνης σε Φ. Σπυρόπουλος/Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος/Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδόσεις Σάκκουλας, 2017, σ. 80 και διεξοδικά Α. Αργυρός, Αστική Ευθύνη του Δημοσίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σ. 31 επ., ενώ για την έννοια της σπουδαία και ιδιαίτερης ζημίας που έχει τις καταβολές της στη θεωρία της «Sonderopfertheorie» του γερμανικού δικαίου αλλά και τη γαλλική θεωρία «rupture de l’egalite devant les charges publiques» για την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών βλ. αντί πολλών Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 3η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021, σ. 693-695 με περαιτέρω νομολογιακές παραπομπές.

[24] Μ. Στασινόπουλος, ο.π., σ. 124.

[25] Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 7η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015, σ. 811-812 και ΣτΕ 15/2022, ΣτΕ 286/2019, ΣτΕ 2376/2017.

[26] Σ. Ρέτσα, Ο αιτιώδης σύνδεσμος ως προϋπόθεση εφαρμογής των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, σε περίπτωση παράνομων, για τυπικούς λόγους, πράξεων των οργάνων του δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ Α΄ και Β΄ βαθμού, ΔιΔικ 4/2020, σ. 552, Α. Τάχος, ο.π., σ. 975-976.

[27] Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 110/2017, ΑΠ 1044/2001.

[28] ΣτΕ 1500/2022 σκ. 11, 12.

[29] ΔΕφΑθ 468/2021 σκ. 5.

[30] Βλ. σχετικές παρατηρήσεις Β. Καψάλη, Αρμ 10/2021, σ. 1787-1790.

[31] ΣτΕ 1500/2022 σκ. 10.

[32] Το πλήρες κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης του Νόμου διαθέσιμο σε : www.hellenicparliament.gr.

[33] Για περαιτέρω ανάλυση της έννοιας της οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας βλ. Κ. Γώγος, Η δικαστική προσβολή των παραλείψεων της Διοίκησης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σ. 11-16.

[34] ΣτΕ 1500/2022 σκ. 10.

[35] Βλ. την κριτική που δέχθηκε η εν λόγω απόφαση από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Επικίνδυνη για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα η Πρόσφατη Απόφαση του ΣτΕ, 21.07.2022,  διαθέσιμο σε : www.hlhr.gr.

[36] ΔΕφΑθ 320/2022.

[37] ΔΕφΑθ 320/2022 σκ. 10 όπου αναφέρεται «ο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι το ένδικο τραγικό συμβάν συνέβη κατά τη διάρκεια σχολικής εκδήλωσης στο 6ο Δημοτικό σχολείο, το οποίο βρίσκεται σε περιοχή αυξημένης επικινδυνότητας, γεγονός που δεν αμφισβητείται από το εκκαλούν, αφού γειτνιάζει με τις δυο χαρτογραφημένες ως πλέον επικίνδυνες περιοχές του Δήμου Αχαρνών, η εγκληματικότητα των οποίων μάλιστα εκφεύγει των ορίων τους (βλ. σχετικώς την αναφερόμενη στη Δ.Ε. Αχαρνών περιγραφή της κατάστασης, στα προαναφερθέντα επιχειρησιακά σχέδια της αστυνομίας), κρίνει ότι το εναγόμενο παρέλειψε να λάβει, δια των αστυνομικών οργάνων του, τα προσήκοντα αποτελεσματικά μέτρα προστασίας της περιοχής, όπου βρισκόταν το σχολικό συγκρότημα.»

[38] Α. Γέροντας/Π. Παυλόπουλος/Γ. Σιούτη/Σ. Φλογαΐτης, ο.π., σ. 531, Δ. Εμμανουηλίδης, Ειδικές περιπτώσεις αποζημιωτικής ευθύνης ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, ΔιΔικ 4/2020, σ. 529-533,

[39] ΣτΕ 1950/2022 σκ. 5, ΣτΕ 877/2013, ΣτΕ 334/2008. Πρβλ. ΑΠ (Ποιν) 425/2006 για την οπτική του ΑΠ πάνω στο ζήτημα.

[40] Κ. Μαθιουδάκης, Η αστική ευθύνη του Κράτους από υλικές ενέργειες, Εκδόσεις Ανιόν, 2005, σ. 313 επ. όπου γίνεται λόγος για «διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου» ή «υπερκάλυψης» αυτού.

[41] ΣτΕ 285/2011 σκ. 2.

[42] Χ. Τσιλιώτης, Η “υπόθεση της Μυρτώς” στο ΣτΕ (ΣτΕ 1500/2022 – Α΄ Τμήμα): Προς μια νέα πλεύση στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας ή απλά ο δικαστικός “κολασμός” μίας συστηματικής παρανομίας της Διοικήσεως;, 01.08.2022, διαθέσιμο σε : www.syntagmawatch.gr.

[43] Ι. Σπυριδάκης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018, σ. 252 και κριτική πάνω στη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων σε Ι. Μακρής, Ευθύνη των οργάνων ΟΤΑ Α΄ βαθμού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015, σ. 176, υποσημείωση 348η.

[44] Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018, σ. 583 επ.

[45] Π. Δαγτόγλου, ο.π., σ. 812.

[46] Βλ. αναλυτικότερα Α. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, 2015, σ. 156-157.

[47] Ι. Μαθιουδάκης, ο.π., σ. 310-311, Ε. Αθανασόπουλος, Η αστική ευθύνη του αρχιτέκτονος και του πολιτικού μηχανικού στα ιδιωτικά έργα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021, σ. 228-229 με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές.

[48] Bλ. αναλυτικότερα Ν. Παρασκευόπουλος, Τα θεμέλια του ποινικού δικαίου, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020, σ. 109 επ.,  Λ. Κοτσαλής, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό μέρος, 2η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2022, σ. 138 επ., Α. Κωστάρας, Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες και θεσμοί του Γενικού μέρους, 3η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2019, σ. 294 επ.

[49] ΑΠ (Ποιν) 865/2018, ΑΠ (Ποιν) 1986/2017, ΑΠ (Ποιν) 318/2017, ΑΠ (Ποιν) 1339/2016, ΑΠ (Ποιν) 77/2016 με σχόλιο Σ. Μούζουρα, ΕλλΔνη 5/2016, σ. 1489 επ., ΑΠ (Ποιν) 1546/2003 με παρατηρήσεις Γ. Χριστόπουλου, ΠοινΧρ 2004, σ. 703. Βλ. επίσης Θ. Παπακυριάκου, Οριοθέτηση της ποινικής ευθύνης για παραλείψεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014, σ. 46 επ.

[50] Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου σε Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο – Επιτομή Γενικού μέρους, 7η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, σ. 192-195.

[51] Π. Παυλόπουλος, Η εξέλιξη της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το νομικό καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου  Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022, 06.08.2022, διαθέσιμο σε : www.constitutionalism.gr, Α. Αργυρός, Απόφαση ΣτΕ 1500/2022 υπόθεση Μυρτώς της Πάρου – Αποζημίωση με σχόλιο, 2022, διαθέσιμο σε : www.academia.edu.

[52] Βλ. αναλυτικότερα Π. Παυλόπουλος, Η αστική ευθύνη του Δημοσίου Ι – Γενική θεώρηση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1986, σ. 31-32 επ.

[53] Για την έννοια της τελεολογικής ερμηνείας των κανόνων δικαίου και του Συντάγματος βλ. αντί πολλών Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021, σ. 258 όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται πως η εν λόγω μέθοδος αναζητά τη ratio της ερμηνευόμενης διάταξης πάντοτε σε συνδυασμό με τη σύγχρονη λειτουργία της. Η μέθοδος αυτή ερμηνείας των κανόνων δικαίου οδηγεί σε έναν συγκερασμό της κοινωνικής, μεταξύ άλλων, ισορροπίας που εξυπηρετούσε στο παρελθόν και του έργου που έχει να επιτελέσει στο σήμερα.

[54] Για την ανάλυση της αρχής αυτής βλ. Γ. Τασόπουλος, Το ήθος του δικαστή, ΕφημΔΔ 4/2016, σ. 393(405).

[55] Η έννοια του «κοινού ή λαϊκού περί δικαίου αισθήματος» έχει αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικού διαλόγου αλλά και έριδας. Βλ. ενδεικτικά για τις διαφορετικές απόψεις που αναπτύσσονται Κ. Σταμάτης, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, 8η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2009, σ. 197-198, Ε. Βενιζέλος, Κοινό περί δικαίου αίσθημα vs κράτος δικαίου – Το δύσκολο τρίγωνο : Δικαιοσύνη – Κοινή Γνώμη – Πολιτική, ΔιΔικ 2/2018, σ. 177-181, Σ. Τσακυράκης, Κοινό περί δικαίου αίσθημα vs κράτος δικαίου, ΔιΔικ 2/2018, σ. 182-183.

[56] ΟλΑΠ (Ποιν) 2/2022. Εν προκειμένω, η επίμαχη απόφαση του ΣτΕ δεν αναφέρει ρητά την έννοια του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» εν αντιθέσει με την αναφερόμενη ολομέλεια του ΑΠ.

[57] Σ. Βλαχόπουλος, Απονομή της δικαιοσύνης και λαϊκό αίσθημα, ΔτΑ 88/2021, σ. 273(275), Κ. Μενουδάκος, Το πλαίσιο της θεσμική ευθύνης και τα όρια της εξουσίας του διοικητικού δικαστή σε Ένωση Διοικητικών Δικαστών, τιμ. τομ. για τα 50 χρόνια των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015, σ. 585, 588-589.

[58] Μ. Πικραμένος, Η διαμόρφωση της δικανικής κρίσης και το κοινό περί δικαίου αίσθημα, ΕΦΔΔ 1/2019, σ. 5(9).

[59] Αναλυτικά για τους κινδύνους αυτής της αόριστης έννοιας και τους προβληματισμούς επίκλησής της βλ. αντί πολλών Α. Γεωργιάδης, «Κοινή γνώμη», «λαϊκό περί δικαίου αίσθημα» και απονομή δικαιοσύνης, ΔτΑ 88/2021, σ. 245(249-250) και Μ. Πικραμένος, Ο Δικαστής, Το Δικαστικό Σύστημα και Τρεις Συνταγματικές Αρχές, Μάιος 2019, διαθέσιμο σε : www.dianeosis.org.

[60] Α. Μανιτάκης, Συνταγματικό Δίκαιο, τομ. Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2004, σ. 444.

[61] Για την εν λόγω προβληματική βλ. Ι. Συμεωνίδης, Δικαιοσύνη και Κοινωνία: μια σχέση εμπιστοσύνης που ισχυροποιείται με την εξωστρέφεια του δικαστικού συστήματος και την επικοινωνία του με τους πολίτες και τα ΜΜΕ, ΕφημΔΔ 5/2019, σ. 585-594 καθώς και σχετική μονογραφία του Γ. Δελλή, Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2013.

[62] Βλ. αναλυτικότερα Ε. Παυλίδου, Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 891/2015 – «Η σιωπή των Σειρήνων»: Ο περιορισμός της δημοσιοποίησης στοιχείων της ποινικής προδικασίας από τα ΜΜΕ, ΘΠΔΔ 2/2016, σ. 118-122, Γ. Σταυρόπουλος, Δικαιοσύνη, Κοινή Γνώμη και ΜΜΕ, ΕφημΔΔ 2/2018, σ. 189-192. Βλ. και  Κ. Χρυσόγονος/Σ. Βλαχόπουλος, ο.π., σ. 363 για το φαινόμενο των «τηλεδικών».

[63] Το πρόβλημα της ανασφάλειας δικαίου είναι ένα διαχρονικό ερώτημα για τη Διοικητική δικαιοσύνη. Βλ. διεξοδικά Ι. Συμεωνίδης, Κράτος δικαίου και ασφάλεια δικαίου. Μια δύσκολη συνάρτηση για τον διοικητικό δικαστή, ΕφημΔΔ 4/2021, σ. 512 επ.

[64] Η ασφάλεια δικαίου μάλιστα, κατά μία άποψη έχει χαρακτηριστεί ως «έννοια γένους». Π. Παραράς, Η καθιέρωση της προστατευόμενης εμπιστοσύνης ως συνταγματικής αρχής, ΔτΑ 1/2003, ΤΕΣ, Κράτος Δικαίου και Προστατευόμενη Εμπιστοσύνη, σ. 13.

[65] ΟλΣτΕ 546/2022, ΣτΕ 496/2022, ΣτΕ 40/2019 (ιδίως σκ. 7), ΣτΕ 1508/2002, ΣτΕ 1166/1989, ΣτΕ 3309/1986.

[66] Μ. Στασινόπουλος, Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου, 1957(ανατ. 1972), σ. 116.

[67] ΣτΕ 4439/2012 σκ. 7.

[68] Μ. Πικραμένος, Η εγγυητική λειτουργία της ασφάλειας δικαίου για τη δημόσια εμπιστοσύνη στα όργανα του Κράτους, e-Πολιτεία 1/2022, σ. 8(23).

[69] Π. Δαγτόγλου, o.π., σ. 175, Χ. Χρυσανθάκης, Η σχέση κράτους – πολίτη: Μια ασύμπτωτη σχέση;, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1996, σ. 50-51.

[70] ΟλΣτΕ 800-803/2021. Βλ. αναλυτικότερα για την εν λόγω προβληματική τη μονογραφία του Σ. Βλαχόπουλου, Οι συνταγματικές διαστάσεις της μεταβολής της νομολογίας, Εκδόσεις Ευρασία, 2019.

[71] ΑΠ 1070/2010 (Πολ).

[72] Β. Μπουκουβάλα, Σχόλιο στην ΕΔΔΑ προσφ. 17257/13, απόφ. της 23.5.2019, υπόθ. Σινέ Τσαγκαράκης Α.Ε.Ε – Ασφάλεια δικαίου v. αποκλίνουσα νομολογία: μία πρώτη οριοθέτηση ενός πολυεπίπεδου νομικού ζητήματος, ΕΦΔΔ 3/2019, σ. 278(284) με τις εκεί νομολογιακές παραπομπές.

[73] Η. Κουβαράς, Οι συνέπειες της δικαστικής απόφασης ως θεμέλιο των νομικών κρίσεων, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σ. 204-205.

[74] Η. Κουβαράς, Το κανονιστικό περιεχόμενο της κατ’ άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος υποχρέωσης αιτιολογίας των αποφάσεων της διοικητικής δικαιοσύνης, ΘΠΠΔ 8-9/2021, σ. 786(796).

[75] Η. Κουβαράς, Αρκεί για μία αιτιολογημένη απόφαση ο τυπικός υπαγωγικός συλλογισμός; Προς μία εξωστρεφή θεώρηση της νομικής επιχειρηματολογίας, ΔιΔικ 3/2021, σ. 366(369).

[76] Π. Παυλόπουλος, Η εξέλιξη της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το νομικό καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου  Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ (Α΄) 1500/2022, ο.π., Δ. Αναστασόπουλος, Η απόφαση του ΣτΕ για τη Μυρτώ και η ψυχή του νόμου, 03.08.2022, διαθέσιμο σε : www.syntagmawatch.gr.

 

Βουκελάτος Α. Δημήτρης, Δικηγόρος, ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

sixteen + seven =