Τι είναι, τελικά, η Μεταπολίτευση και πώς μπορούμε ψύχραιμα να την αποτιμήσουμε; Είναι, άραγε, μια αδιάκοπη επιτυχία σημαντικών επιτευγμάτων ή μήπως ένα αμάλγαμα μεγάλων αντιφάσεων; Ο ιστορικός χρόνος των πέντε δεκαετιών μπορεί εύλογα να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η Μεταπολίτευση υπήρξε ένα πολιτικό κατόρθωμα, χάρη στο οποίο σήμερα στις συνειδήσεις όλων μας μπορούν να εδράζονται συνταγματικά και δημοκρατικά βιώματα. Η Ελλάδα, εμπεδώνοντας τη Δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, κατάφερε να αφουγκραστεί τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας, χαράσσοντας μια ευρωπαϊκή πορεία. Παράλληλα, όμως, ο καμβάς της πεντηκονταετίας συμπληρώνεται από σκιώδεις πτυχές ενός κακού εαυτού, όπως ο κομματικός πελατειασμός, ο λαϊκισμός και το τραύμα της οικονομικής κρίσης.
Η περιπλάνηση στις διάφορες -ταραχώδεις ενίοτε- όψεις της Μεταπολίτευσης αποτελεί ευκαιρία για συλλογικό αναστοχασμό. Σε αυτή την πρόκληση αναστοχασμού ανταποκρίθηκε ο Όμιλος «Αριστόβουλος Μάνεσης» με την υψηλού επιπέδου επιστημονική ημερίδα που διοργάνωσε την Πέμπτη 25 Απριλίου 2024 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Στο πλαίσιο αυτής και υπό την προεδρία του καθηγητή και προέδρου του Ομίλου Γιώργου Σωτηρέλη, συμμετείχαν οι εξής έγκριτοι καθηγητές: Σπύρος Βλαχόπουλος, Κώστας Γιαννακόπουλος, Νέδα Κανελλοπούλου και Κώστας Χρυσόγονος. Σύντομο εισαγωγικό χαιρετισμό απηύθυνε και ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός.
Η αναψηλάφηση του μισού αιώνα Δημοκρατίας στον τόπο μας δεν ενδείκνυται για πανηγυρισμούς, αντιθέτως επιτάσσει περισυλλογή και εγρήγορση, σύμφωνα με τον καθηγητή Νομικής ΕΚΠΑ και πρόεδρο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» Γιώργο Σωτηρέλη. Όπως μάλιστα εκτίμησε, οι εμπειρίες των τελευταίων ετών καταδεικνύουν ότι αυτό που βιώνουμε δεν είναι η θριαμβεύουσα, αλλά η μελαγχολική δημοκρατία.
Η Ελλάδα, όπως σημείωσε, παρά τα οικονομικά προβλήματα και τις πολιτικές κρίσεις που κατά καιρούς αντιμετώπισε, με κορυφαίες περιπτώσεις εκείνες του διχασμού και του εμφυλίου, κατέχει μια περίοπτη θέση στην πορεία των δημοκρατικά προηγμένων χωρών. Μάλιστα, στον 19ο αιώνα όχι μόνο ευτυχήσαμε να έχουμε προωθημένους συνταγματικούς θεσμούς, ιδίως τα Συντάγματα του Αγώνα και το Σύνταγμα του 1864, αλλά βιώσαμε και μια μακρόχρονη περίοδο δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας (1864-1915). Επισημάνθηκε, επίσης, ότι ακόμη και στον ταραγμένο 20ο αιώνα, η μοναδική παρέκκλιση της Ελλάδας από το ευρωπαϊκό μοντέλο ήταν η μετεμφυλιακή περίοδος (1945-1974), έως ότου με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας η ίδια να στοιχηθεί πλάι στα λοιπά ευρωπαϊκά κράτη.
Ωστόσο, όπως υπογράμμισε ο καθηγητής Σωτηρέλης, η πορεία της Δημοκρατίας μας τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει αρρυθμίες, με αποτέλεσμα να βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις σκιές οπισθοδρόμησης. Σκιές οπισθοδρόμησης οι οποίες, όπως τόνισε, «αρχής γενομένης από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αλλά με αποκορύφωμα την τελευταία πενταετία, μας απομακρύνουν ολοένα και περισσότερο από το ευρωπαϊκό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο δεν νοείται συνταγματική δημοκρατία, αν δεν εμπεριέχει ταυτόχρονα τη δημοκρατική, την κοινοβουλευτική, τη φιλελεύθερη και την κοινωνική συνιστώσα της».
Περαιτέρω, εκτίμησε ότι τα τελευταία χρόνια βιώνουμε μια «ιδιότυπη ορμπανοποίηση της Δημοκρατίας μας», παρά την επιλεκτική επίκληση διαφόρων δεικτών μέτρησης της ποιότητας αυτής από ευρωπαϊκούς θεσμούς, για να ενισχύσει τη θέση του αυτή με το επιχείρημα ότi όπως με την οικονομία οι δείκτες μπορεί να ευημερούν, πλην όμως να δυστυχούν οι άνθρωποι, το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με την περίπτωση των θεσμών.
Εν συνεχεία, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών Σπύρος Βλαχόπουλος, αποτιμώντας το Σύνταγμα του 1975 και τις αναθεωρήσεις που ακολούθησαν, σημείωσε ότι σε γενικές γραμμές το Σύνταγμα του 1975 είχε επιτυχημένο αποτύπωμα και μάλιστα, παρά τις ατέλειες, άντεξε στο χρόνο αλλά και στις κρίσεις που αφορούσαν το οργανωτικό του μέρος (ψήφος Αλευρά). Μάλιστα, όπως υποστήριξε, υπήρξε ένα Σύνταγμα πρωτοποριακό για την εποχή του, ιδίως αν σκεφθεί κανείς ότι η συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος υπήρχε μόνο σε τρία ευρωπαϊκά συνταγματικά κείμενα.
Η αναθεώρηση του 1986, όπως εν συνεχεία παρατήρησε, είχε μονοθεματικά χαρακτηριστικά καθότι αφορούσε τις γνωστές υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Υπήρχαν, πράγματι, όπως ανέφερε, διατάξεις οι οποίες ήταν παράταιρες και κάπως παράξενες, μεταξύ των οποίων η διάταξη που όριζε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορούσε να διαλύσει προώρως τη Βουλή σε περίπτωση προφανούς δυσαρμονίας της σύνθεσης της Βουλής με το λαϊκό αίσθημα, η διάταξη που παρείχε την ευχέρεια στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας χωρίς την έγκριση της Βουλής, ακόμη μάλιστα και η δυνατότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας να απευθύνει διαγγέλματα χωρίς την έγκριση της κυβέρνησης.
Παρόλα αυτά, η αποτίμηση της αναθεώρησης του Συντάγματος του 1986 είναι αρνητική, και αυτό διότι η έντονη κριτική που ασκήθηκε στις λεγόμενες υπερεξουσίες του 1986 μας οδήγησε, σύμφωνα με τον ίδιο, στην ανισορροπία της λειτουργίας του πολιτεύματος και ιδίως στην καλλιέργεια μιας νοοτροπίας σύμφωνα με την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν πρέπει να κάνει τίποτε, πρέπει να αρκείται στα καθήκοντα ενός «πολιτικού συμβολαιογράφου». «Έναν τέτοιο Πρόεδρο της Δημοκρατίας θέλουμε σήμερα όπου γίνεται λόγος διαρκώς για θεσμικά αντίβαρα κι έχουμε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα;», διερωτήθηκε.
Αναφορικά με την επονομαζόμενη εκσυγχρονιστική/βελτιωτική συνταγματική αναθεώρηση του 2001 ασκήθηκε ιδιαίτερη κριτική, που, όπως εκτίμησε, μάλλον υπήρξε άδικη. Με την αναθεώρηση του 2001 εμπλουτίστηκε ο κατάλογος της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, αφού ενσωματώθηκε το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, όπως και η απαγόρευση χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων. Κυρίως, όμως, η έμφαση πρέπει να δοθεί στο άρθρο 25 του Συντάγματος το οποίο συμπυκνώνει, όπως τόνισε, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη γενική θεωρία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το μεγαλύτερο, ωστόσο, πλεονέκτημα που μας αφήνει η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 είναι η συνταγματική κατοχύρωση των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, οι οποίες διαδραματίζουν έναν κομβικής σημασίας ρόλο για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή Βλαχόπουλο, δεν απουσίασαν και τα προβληματικά σημεία, με κορυφαία ίσως περίπτωση την προσπάθεια του αναθεωρητικού νομοθέτη να αντιμετωπίσει τη νομολογία, ιδίως εκείνη του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στην αναθεώρηση του 2001 εκτυλίχθηκε ένα παιχνίδι ισχύος ανάμεσα στην πολιτική και δικαστική εξουσία, το οποίο μάλιστα έγινε ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση της προστασίας του περιβάλλοντος.
Ακολούθως, αναφερόμενος στην αναθεώρηση του 2008, τόνισε ότι πρόκειται για την πλέον ανούσια συνταγματική αναθεώρηση, η οποία μονάχα δικαίως κατήργησε το απόλυτο επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, το οποίο είχε θεσπιστεί με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001.
Εν συνεχεία, σημείωσε ότι η αναθεώρηση του 2019 είναι σημειακή και στο πλαίσιο αυτής αποσυνδέθηκε η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση της Βουλής, καθιερώθηκε επίσης η δυνατότητα σύστασης εξεταστικών επιτροπών και από την αντιπολίτευση, μειώθηκε σε τρία πέμπτα η μέχρι πρότινος πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων για την επιλογή των ανεξάρτητων μελών των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών.
Ο ίδιος, επίσης, υπογράμμισε ότι η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης δεν χρησιμοποιείται τόσο ως μέσο θεραπείας των όποιων προβλημάτων υπάρχουν στο συνταγματικό κείμενο αλλά ως όχημα ενίσχυσης των όρων του πολιτικού παιχνιδιού. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το άρθρο 73 του Συντάγματος, με το οποίο το 2019 εισήχθη η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, μία πρωτοβουλία σύμφωνα με την οποία 500.000 πολίτες με δικαίωμα ψήφου έχουν τη δυνατότητα να εισαγάγουν στην Εθνική Αντιπροσωπεία μία πρόταση νόμου. Παρόλα αυτά, πέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση του 2019, δεν έχει ψηφιστεί ο εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος, κάτι που, όπως εκτίμησε, δείχνει μία ισχυρή απαξίωση στους συνταγματικούς θεσμούς.
Βέβαια, πέρα από τις διατάξεις που αναθεωρήθηκαν, πρέπει να επιμείνουμε και σε εκείνες που δεν είχαν την ίδια τύχη. Το άρθρο 86 του Συντάγματος περί ποινικής ευθύνης των υπουργών είναι μία χαρακτηριστική περίπτωση, για να παρατηρήσει ότι το 2019 υπήρξε μια άτολμη αναθεώρηση με την αντιμετώπιση του θέματος της αποσβεστικής προθεσμίας. Όπως, μάλιστα, σημείωσε, η τάση πανευρωπαϊκά είναι να αποσυνδέεται η Βουλή από την άσκηση ποινικής δίωξης, διερωτώμενος ταυτόχρονα μήπως και στην Ελλάδα πρέπει να εξετάσουμε εάν το ζήτημα της ποινικής δίωξης πρέπει να μετατεθεί σε ένα ανώτατο δικαστικό όργανο. Παράλληλα, τόνισε ότι απαιτείται μια σοβαρή συζήτηση τόσο για το άρθρο 90 του Συντάγματος και την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, όσο και για την αναθεώρηση άρθρων που περιέχονται στο κεφάλαιο περί ατομικών δικαιωμάτων, που έχουν μείνει πίσω από τις τεχνολογικές εξελίξεις.
Επιπροσθέτως επεσήμανε ότι, όσο περνάει ο χρόνος γίνεται ολοένα και ισχνότερη η σημασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Και αυτό συμβαίνει διότι η γραμματική διατύπωση του Συντάγματος παίζει πολύ μικρό ρόλο. Προς αυτή την κατεύθυνση ανέφερε την περίπτωση της γενικής δήμευσης η οποία συνταγματικώς απαγορεύεται και την πρόσφατη διάταξη που ψηφίστηκε με τις παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα, η οποία επισύρει τη δήμευση για όσες και όσους καταδικάζονται για εμπρησμό εξ αμελείας.
Λίγο πριν ολοκληρώσει την εισήγησή του, υπογράμμισε ότι, κατά την εκτίμησή του, «έχουμε πάρει διαζύγιο από τη γραμματική διατύπωση του Συντάγματος». Στηριζόμαστε, όπως επεσήμανε, στην έννοια του ζωντανού Συντάγματος (living instrument), κάτι αρκετά σημαντικό για την προσαρμογή του καταστατικού χάρτη της πολιτείας στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ωστόσο η γραμματική ερμηνεία του Συντάγματος συνιστά «το άλφα και το ωμέγα», όπως παρατήρησε, δεδομένου ότι από εκεί δημιουργούνται τα πρώτα ερμηνευτικά ερεθίσματα, για να κλείσει με τη σκέψη ότι «όσο δεν δίνουμε τη δέουσα προσοχή στη γραμματική διατύπωση του Συντάγματος, τόσο θα μειώνεται η αξία των συνταγματικών αναθεωρήσεων».
Εν συνεχεία, ακολούθησε η εισήγηση του καθηγητή της Νομικής Σχολής Αθηνών κ. Κώστα Γιαννακόπουλου ο οποίος, αρχικώς, σημείωσε ότι εδώ και μισό αιώνα στη χώρα μας οι σχέσεις μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου δεν φαίνεται να έχουν ακολουθήσει μια γραμμική εξέλιξη. Κάτι τέτοιο, όπως παρατήρησε, οφείλεται τόσο στις γενικότερες μεταπτώσεις των σχέσεων αυτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σε ιδιαιτερότητες της ελληνικής νομικής και πολιτικής πραγματικότητας.Με αποτέλεσμα, πλέον, εδώ και πενήντα χρόνια οι σχέσεις μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου να παραμένουν διφορούμενες και φανερά ή σιωπηρά συγκρουσιακές.
Σήμερα, όπως εκτίμησε, η Ευρώπη είναι εγκλωβισμένη σε ένα θεσμικό τρίλημμα μεταξύ συνταγματοποίησης του ευρωπαϊκού δικαίου, επιβίωσης των εθνικών συνταγματικών τάξεων και διασφάλισης της φιλελεύθερης και κοινωνικής δημοκρατίας. Όπως, άλλωστε, επί λέξει παρατήρησε: «κάθε προσπάθεια να επιτευχθούν δύο από τους τρεις αυτούς στόχους αναιρεί τον τρίτο».
Επιπλέον, επεσήμανε ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο καθίσταται διαχρονικά αντικείμενο επιλεκτικού σεβασμού και συστηματικής εργαλειοποίησης. Ταυτόχρονα, όπως υπογράμμισε, «ο Έλληνας νομοθέτης παρουσιάζει πολλές φορές τις καθυστερημένες μεταφορές ευρωπαϊκών οδηγιών ως πολιτικές του καινοτομίες, ενώ σέβεται τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις όταν αυτές δεν στρέφονται κατά των πολιτικών της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας», για να συμπληρώσει ότι «οι εθνικές, διοικητικές και δικαστικές αρχές επικαλούνται συχνά το ευρωπαϊκό δίκαιο για να στηρίξουν κάποιες επιλογές τους, αλλά εμφανίζουν μια έντονη δυσανεξία στους προβλεπόμενους ελέγχους που τους ασκούν τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ακολούθως, σημείωσε ότι δεν υπάρχει ένα ασφαλές πλαίσιο διαρρύθμισης των σχέσεων μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου, το ισχύον δε συνταγματικό πλαίσιο, όπως διαμορφώθηκε με την αναθεώρηση του 2001, είναι «άτεχνο και πάντως αμφίσημο». Βέβαια, μέχρι το 2001, αυτό το θολό κανονιστικό τοπίο δεν είχε δημιουργήσει στην πράξη εμπλοκές και κάθε φορά οι ασυμμετρίες καλύπτονταν τόσο από πολιτικές συναινέσεις όσο και από την απουσία σοβαρών δικαστικών αμφισβητήσεων, έως ότου φτάσουμε στην εποχή των μνημονίων.
Ο ίδιος παρατήρησε επίσης ότι, η αναθεώρηση του άρθρου 28 του Συντάγματος το 2001 διατήρησε νομικές βάσεις που, όπως υπογράμμισε, «δεν διευκολύνουν την προοπτική ενός ειρηνικού και κατά το μέτρο του δυνατού, συντεταγμένου συνταγματικού πλουραλισμού στην Ευρώπη, αλλά ευνοούν τον πολεμικό συνταγματισμό, που ήδη εξελίσσεται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Πρόκειται για ένα ζήτημα που δεν μπορεί να διορθωθεί νομολογιακά με μια σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, υπό την έννοια της παράκαμψης του γράμματος των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Ως προς τη νομολογία, εκτίμησε ότι η ίδια σε αυτά τα πενήντα χρόνια ούτε έχει αντιμετωπίσει ευθέως τα σοβαρά ζητήματα που εγείρει το γράμμα του άρθρου 28, ούτε έχει κατορθώσει να αποσαφηνίσει τους όρους ενός βιώσιμου συντονισμού μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου.
Μάλιστα, ως προς την περίπτωση της ΕΣΔΑ, το Συμβούλιο Επικρατείας, αν και αρχικά πολύ επιφυλακτικό, περιοριζόμενο σε μια επικουρική επίκλησή της, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 προέβη σταδιακά σε μια πιο ουσιαστική αξιοποίηση της νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και στην αναγνώριση ενός αυτοτελούς ρυθμιστικού πεδίου για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Τα τελευταία όμως χρόνια, μαζί με τη διακήρυξη ότι το εθνικό Σύνταγμα ναι μεν υπερισχύει της ΕΣΔΑ, αλλά πάντως πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο φιλικό προς την ΕΣΔΑ, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει αποφασίσει να θέσει, όπως σημείωσε ο καθηγητής Γιαννακόπουλος, κατά τρόπο πραιτορικό, άλλες έξι πολύ σύνθετες προϋποθέσεις για τη συμμόρφωσή του στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ (ΣτΕ Ολ 2208/2020). Με αυτό τον τρόπο, το «Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει μετατρέψει τον διάλογο με το Δικαστήριο του Στρασβούργου σε μια περισσότερο ή λιγότερο δυσχερή διαπραγμάτευση, στο πλαίσιο της οποίας καμία πλευρά δεν αναγνωρίζει στην άλλη τον τελευταίο λόγο», όπως παρατήρησε.
Παράλληλα, όπως τόνισε, μολονότι υφίστανται διάφορα πεδία έντασης της νομολογίας με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει μέχρι σήμερα κρίνει σκόπιμο να προβεί σε επίσημο διάλογο με το Δικαστήριο του Στρασβούργου, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη τη δυνατότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος. Αναφορικά με την υπόθεση του βασικού μετόχου, η οποία συνιστά κορυφαία περίπτωση φιλοευρωπαϊκής νομολογίας, εκτίμησε ότι επρόκειτο για μία ψευδεπίγραφη εναρμόνιση που αποτελούσε μάλλον μεθόδευση, η οποία στηρίχτηκε σε μια παρερμηνεία των σχέσεων μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου. Ακριβέστερα, όπως παρατήρησε, επρόκειτο για μία μεθόδευση που βασίστηκε σε δύο σημεία, «αφενός στην επίκληση μόνο της ερμηνευτικής δήλωσης κάτω από το άρθρο 28 του Συντάγματος, χωρίς ανάλυση και ερμηνεία των διατάξεων του τελευταίου, αφετέρου στην επίκληση ως δήθεν κοινής της απλά ομώνυμης στις δύο έννομες τάξης αρχής της αναλογικότητας – μιας αρχής που οδηγούσε ανέκαθεν και εξακολουθεί να οδηγεί την εθνική έννομη τάξη, που είναι μια έννομη τάξη ορίων, σε σταθμίσεις εντελώς διαφορετικές από τις σταθμίσεις που γίνονται δεκτές στην ενωσιακή έννομη τάξη, που είναι μια έννομη τάξη σκοπών».
Κλείνοντας ο καθηγητής Γιαννακόπουλος επεσήμανε ότι ο συνδυασμός της συνταγματικής απορρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της αδυναμίας συγκροτημένης διαχείρισής της εκ μέρους των εθνικών αρχών έχει ως πρακτικό αποτέλεσμα την εργαλειοποίηση και συνακόλουθα τη ρευστοποίηση τόσο του εθνικού όσο και του ευρωπαϊκού δικαίου.
Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργείται, όπως τόνισε συμπερασματικά, η αίσθηση ότι σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το εφαρμοστέο δίκαιο είναι ένα εύπλαστο αμάλγαμα θεμελιωδών εθνικών και ευρωπαϊκών κανόνων που μπορούν να προσαρμόζονται κατά το δοκούν στις εκάστοτε οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και ηθικές εξελίξεις, νομιμοποιώντας την οποιαδήποτε κρατούσα επιλογή.
Εν συνεχεία, η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Νέδα Κανελλοπούλου σημείωσε ότι το διάστημα των πενήντα χρόνων μπορεί να διακριθεί σε δύο μεγάλες περιόδους, οι οποίες τέμνονται από την περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης. Πριν από την κρίση υπάρχει, όπως εκτίμησε, ένα ιδεολογικό πλαίσιο που λειτουργεί και μπορεί να λειτουργήσει ως κριτήριο αναφοράς για τα θεμελιώδη δικαιώματα. Όμως, από την κρίση και εντεύθεν, αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο κλονίζεται, κάτι που συνεπάγεται το μετέωρο καθεστώς της εγγυητικής λειτουργίας των δικαιωμάτων.
Παράλληλα, όπως τόνισε, στη βάση του Συντάγματος του 1975 βρίσκονται τα ατομικά δικαιώματα. Για πρώτη φορά κατοχυρώνεται η αξία του ανθρώπου, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, το δικαίωμα προστασίας της προηγούμενης ακρόασης, το δικαίωμα στη συνδικαλιστική ελευθερία, το δικαίωμα της υγείας, το δικαίωμα συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα. Επρόκειτο, όπως ανέφερε, για ένα Σύνταγμα με χαρακτηριστικά μαχητικού φιλελευθερισμού και στοιχεία εκσυγχρονισμού, στην κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης και του κοινωνικού κράτους.
Περαιτέρω, σημείωσε ότι στην πορεία υπήρξε μια σταδιακή αναγνώριση από τη θεωρία και τη νομολογία μιας κάποιας δεσμευτικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων, κυρίως από το 1986 και μετά.
Για την καθηγήτρια Κανελλοπούλου, η αναθεώρηση του 2001 προσάρμοσε το ιδεολογικό πλαίσιο του Συντάγματος στις ιστορικές εξελίξεις κινούμενο ταυτόχρονα προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού και της εμβάθυνσης των θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος του 1975. Ιδιαίτερα κρίσιμο, όπως υποστήριξε, υπήρξε το άρθρο 25, δεδομένου ότι κατοχυρώθηκε ρητά η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και οι βασικές αρχές ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος.
Τα πράγματα, ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, άλλαξαν το 2010, με αφετηρία τη δική μας κρίση χρέους. Παράλληλα, όμως, την εποχή εκείνη διευρύνθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, με αποτέλεσμα όλες και όλοι λίγο-πολύ να ενστερνιστούμε την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου. Εντούτοις, παρά το ως άνω δεδομένο, η μη ουσιαστική εξοικείωση του πολιτικού μας συστήματος με την ενωσιακή έννομη τάξη οδήγησε κατά καιρούς στην κατά το δοκούν επίκληση του ευρωπαϊκού δικαίου, κάτι που τελικώς μέχρι και σήμερα δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας στους πολίτες.
Περαιτέρω, σημείωσε ότι τα τελευταία χρόνια, πέρα από την παραπάνω ανασφάλεια, που μεταφράζεται σε ανασφάλεια δικαίου, παρατηρούμε ακόμη μια αλλοίωση των συνταγματικών εννοιών, όπως επίσης και την αλλοίωση της έννοιας του κοινού συμφέροντος, η οποία εξαντλείται στην εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς καθώς και στην ελεύθερη πρόσβαση σε αυτή. Δημιουργείται έτσι ένας κίνδυνος διάβρωσης της ιδεολογικής θεμελίωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα πλέον να αλλάζει η αντίληψη των δικαιωμάτων, κάτι που άλλωστε, όπως παρατήρησε, μας έρχεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο σε μεγάλο βαθμό υπηρετεί την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Επίσης, η καθηγήτρια Κανελλοπούλου επεσήμανε ότι ο κίνδυνος της ασύντακτης χρεοκοπίας της χώρας ερμηνεύτηκε ως εξαιρετική κατάσταση, περίπτωση που άλλωστε μας είναι γνωστή στο συνταγματικό κείμενο με το άρθρο 48, και ως τέτοια τότε έχρηζε ειδικής αντιμετώπισης. Όμως, όπως τόνισε, αυτό που συνέβη στην εποχή της κρίσης είναι ότι δεν είχαμε εφαρμογή του άρθρου 48, παρά μόνο λήψη μέτρων που περιόριζαν αδικαιολόγητα τα δικαιώματα, σε συνδυασμό με μια τακτική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων του άρθρου 44 του Συντάγματος. Υπήρχε, συνεπώς, ένα καθεστώς εξαίρεσης που νομιμοποιούσε τη λήψη μέτρων εκτός θεσμικού πλαισίου.
Η εικόνα που έχει αποκρυσταλλωθεί από την κρίση και εντεύθεν, σύμφωνα με την ίδια, προσφέρεται για επιμέρους βελτιώσεις. Το δίκαιο και το Σύνταγμα, σήμερα, περισσότερο από ποτέ, καλούνται να επιβεβαιώσουν την εγγυητική τους λειτουργία, έχοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο και την ουσία της πολιτικής. Πρέπει, όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε, «να τολμήσουμε μια πιο βιωματική προσέγγιση του ανθρώπου και του πολίτη μέσα σε μια πιο πραγματιστική αντίληψη της Δημοκρατίας».
Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την εισήγηση του καθηγητή της Νομικής Σχολής ΑΠΘ Κώστα Χρυσόγονου, ο οποίος υπενθύμισε πως ο Δημήτρης Τσάτσος το 1990 είχε γράψει ότι η λειτουργία της δημοκρατίας προϋποθέτει ένα μίνιμουμ συναίνεσης στη βάση ενός κοινού πολιτικού πολιτισμού. Στην Ελλάδα η συναίνεση αυτή, όπως σημείωσε, φάνηκε να εξασφαλίζεται οριστικά από τη μεταπολίτευση του 1974 και έπειτα, με την κατάργηση της βασιλείας και του Συντάγματος και με την επιβολή του πολιτικού ελέγχου στο στράτευμα.
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, η λειτουργία του πολιτεύματος είναι αντιμέτωπη με πολλές και σοβαρές προκλήσεις. Ενδεικτικά μπορεί να επισημάνει κανείς το ογκώδες έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας, την κυριαρχία των πελατειακών σχέσεων, την απουσία πρακτικού ελέγχου των χρηματικών ροών προς τα κόμματα και τους πολιτικούς, την ουσιαστική ποινική ασυδοσία των τελευταίων και την ισχυρή παρουσία πολιτικών δυναστειών σε όλα τα επίπεδα.
Επίσης, ο ίδιος τόνισε ότι, από το 1991 έως σήμερα, έχει εκδοθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μεγάλος αριθμός βαρυσήμαντων καταδικαστικών για τη χώρα μας αποφάσεων, οι οποίες αποκαλύπτουν σοβαρά ελλείμματα στην προστασία συγκεκριμένων δικαιωμάτων, όπως η ιδιοκτησία και γενικότερα τα περιουσιακά δικαιώματα, οι εγγυήσεις απονομής της δικαιοσύνης, οι συνθήκες κράτησης, η συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων και άλλων.
Όπως περαιτέρω σημείωσε, η αντιμετώπιση της ελληνικής υστέρησης στην πρακτική λειτουργία της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς και στην αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων προϋποθέτει την επίτευξη μιας ευρείας πολιτικής συναίνεσης, η οποία προς ώρας δεν είναι ορατή.
Αν πάντως στο μέλλον το εν λόγω σκηνικό αλλάξει, ενδεχομένως κάτω από την πίεση και των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι προτεραιότητες, όπως εκτίμησε, σκιαγραφούνται κατά τρόπο ικανοποιητικό στο πρόσφατο καταδικαστικό ψήφισμα σε βάρος της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ζητούμενα στην περίπτωση αυτή θα ήταν, πρώτον, η ουσιαστική βελτίωση της νομοθετικής διαδικασίας, εισάγοντας πραγματικές και ουσιαστικές διαβουλεύσεις και καταργώντας την αμφιλεγόμενη πρακτική των πολυνομοσχεδίων. Δεύτερον, η λήψη μέτρων όσον αφορά τη συμμετοχή του δικαστικού σώματος στη διαδικασία διορισμού στις θέσεις του Προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τρίτον, η έγκαιρη και πλήρης συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθώς και τα προσωρινά μέτρα που επιβάλλει το Δικαστήριο. Τέταρτον, η διασφάλιση της ανεξαρτησίας και λειτουργικής αυτονομίας των ανεξάρτητων εποπτικών φορέων, σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα και τις ισχύουσες εθνικές και ενωσιακές νομικές απαιτήσεις και η βελτίωση της συμμόρφωσης της κυβέρνησης με τις συστάσεις τους.
Τέλος, ανέφερε ότι πρέπει να αντιληφθούμε πως «αν η Ελλάδα θέλει να συνεχίσει να βρίσκεται στην πρώτη ταχύτητα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, είναι μονόδρομος η πληρέστερη συμμόρφωσή μας προς τις αξίες και αρχές του άρθρου 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Το τέλος της εκδήλωσης κήρυξε ο καθηγητής Σωτηρέλης, αναφερόμενος στη γνωστή ρήση του Αριστόβουλου Μάνεση, που πάντοτε πρέπει να αποτελεί πυξίδα σε δύσκολους καιρούς, ότι δηλαδή «η σιωπή δεν είναι χρυσός, αλλά λίβανος και σμύρνα προς τους κρατούντες».