Το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα περιλαμβάνει διατάξεις που αναφέρονται τόσο στην ειρήνη όσο και στον πόλεμο. Όμως οι έννοιες της ειρήνης και του πολέμου δεν έχουν αυτόνομο συνταγματικό περιεχόμενο αλλά προσλαμβάνουν το νόημα τους από το δημόσιο διεθνές δίκαιο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κυρίως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με αφετηρία τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών του 1945. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 Συντ. «Η Ελλάδα ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης καθώς και την ανάπτυξη φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών». Το άρθρο αυτό συνδέεται άμεσα σε συστηματικό επίπεδο με το άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. το οποίο ορίζει ότι «Οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου…αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». Έναν τέτοιο κανόνα διεθνούς δικαίου, ταυτόχρονα εθιμικό και συμβατικό, θεσπίζει το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών- ο οποίος κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον α.ν. 585/1945 –που απαγορεύει σε όλα τα Κράτη μέλη του ΟΗΕ την «απειλή ή τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε Κράτους». Μία απόλυτη απαγόρευση του πολέμου, αλλά όχι και οποιασδήποτε μορφής προσφυγή στην ένοπλη βία, υπήρχε στο Σύμφωνο Briand-Kellog του 1928, το οποίο όριζε ότι τα Συμβαλλόμενα Μέρη «καταδικάζουν την καταφυγή στον πόλεμο προς επίλυση διεθνών διαφορών, και τον αποκηρύσσουν ως όργανο εθνικής πολιτικής στις μεταξύ τους σχέσεις»[1]. Το Σύμφωνο αυτό δεν αποσόβησε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αποτέλεσε όμως τη βασική πηγή έμπνευσης του άρθρου 4 παρ. 2 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι κατά το ισχύον Σύνταγμα απαγορεύεται ο «επιθετικός πόλεμος» εναντίον άλλου Κράτους ως μέσον επίλυσης διεθνών διαφορών[2]. Κατ’ εξαίρεση, είναι επιτρεπτή η συμμετοχή της Ελλάδας και σε μη αμυντικούς πολέμους, μόνον όμως μετά από εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. (βλ. το κεφάλαιο 7 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών). Αντιθέτως, επιτρέπεται πάντοτε, και αποτελεί μάλιστα όχι μόνο δικαίωμα αλλά και καθήκον, ο «αμυντικός πόλεμος» στην περίπτωση ένοπλης επίθεσης από άλλο Κράτος. Το άρθρο 4 παρ. 6 Συντ. που ορίζει ότι «Κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της Πατρίδας», το άρθρο 36 Συντ. σύμφωνα με το οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «κηρύσσει πόλεμο», εάν ληφθεί μία τέτοια απόφαση από την Κυβέρνησή που έχει την ευθύνη για τη γενική πολιτική και στην προκειμένη περίπτωση για τη στρατιωτική πολιτική της Χώρας (άρθρα 82 παρ.1, 45 Συντ.) , το άρθρο 48 παρ.1 Συντ. το οποίο σε περίπτωση πολέμου προβλέπει τη θέση σε εφαρμογή με απόφαση της Βουλής του νόμου για την κατάσταση πολιορκίας, αναφέρονται όλα σε αυτόν τον τύπο του πολέμου, η προσφυγή στον οποίο αποτελεί σύμφωνα και με το άρθρο 51 του Χάρτη Ηνωμένων Εθνών «φυσικό δικαίωμα» κάθε Κράτους. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτήν το άρθρο 2 παρ. 2 Συντ. θέτει τον κατευθυντήριο κανόνα για την Κυβέρνηση να εξαντλεί κάθε δυνατή διπλωματική προσπάθεια προκειμένου να μην δοθεί στο αντίπαλο Κράτος το πρόσχημα για ένοπλη επίθεση.
Η Ελλάδα δεν είναι όμως μία «Ουδέτερη Χώρα». Είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει αποδεχθεί στο πλαίσιο αυτό περιορισμούς στην ελευθερία άσκησης της στρατιωτικής της πολιτικής σύμφωνα με το άρθρο 28 Συντ., υπό τη μορφή της υποχρέωσης συμμετοχής, ιδίως βάσει της Συνθήκης του ΝΑΤΟ, σε κοινές αμυντικές δράσεις, είτε σε περίπτωση επίθεσης εναντίον ενός Κράτους μέλους του ΝΑΤΟ είτε σε περίπτωση απειλής της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας του (άρθρα 5 και 4 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ). Εκτός του πλαισίου της Συνθήκης του ΝΑΤΟ αλλά και «πέραν» του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ήταν η στρατιωτική επίθεση του ΝΑΤΟ –στην οποία δεν έλαβε μέρος η Ελλάδα- κατά της Σερβίας το 1999, αφού δεν καλυπτόταν από τα άρθρα 5 ή 4 της Συνθήκης του ΝΑΤΟ και ξεκίνησε χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ[3]. Για τη δικαιολόγηση αυτού του αναμφίβολα «επιθετικού πολέμου» έγινε επίκληση της θεωρίας του «δίκαιου πολέμου», στην προκειμένη περίπτωση ενός «ανθρωπιστικού πολέμου» που απέβλεπε στον τερματισμό των πρακτικών εθνοκάθαρσης των Αλβανών Κοσοβάρων από το καθεστώς του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ωστόσο κατά τον Χάρτη του ΟΗΕ ένας πόλεμος είναι νόμιμος ή παράνομος, ανεξάρτητα από το αν είναι «δίκαιος» ή «άδικος»[4]. Κατά μία εκδοχή, η ένοπλη παρέμβαση του ΝΑΤΟ στη Σερβία αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας ενός γενικού διεθνούς εθίμου που επιτρέπει τον «ανθρωπιστικό πόλεμο», κάτι που φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τη μεταγενέστερη διεθνή πράξη (π.χ. ένοπλη παρέμβαση στη Λιβύη το 2011 και στη Συρία το 2017)[5]. Στην προοπτική αυτήν ο «ανθρωπιστικός πόλεμος» θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην έννοια των «γενικά αναγνωρισμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου» του άρθρου 2 παρ. 2 Συντ. ή στην αντίστοιχη των «γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του διεθνούς δικαίου» του άρθρου 28 παρ. 1 Συν., οι οποίες καλύπτουν ή κατά μία έγκυρη γνώμη συμπίπτουν με το διεθνές εθιμικό δίκαιο[6]. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που αποτελεί μία ωμή παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δεν προκάλεσε την προσφυγή στην ένοπλη βία από την πλευρά του ΝΑΤΟ. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι το ΝΑΤΟ απέρριψε το αίτημα της Ουκρανίας για τη δημιουργία μίας no fly zone που θα εμπόδιζε τους βομβαρδισμούς των ουκρανικών πόλεων, διότι αυτό θα το καθιστούσε εμπόλεμο μέρος. Η Ελλάδα όπως και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσής έστειλαν απλώς στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία για να ενισχύσουν την αυτοπροστασία του ουκρανικού λαού απέναντι στον εισβολέα. Το άρθρο 2 παρ.2 του ελληνικού Συντάγματος όπως και τα αντίστοιχα «φιλειρηνικά» άρθρα άλλων Συνταγμάτων δεν εμποδίζουν τη βοήθεια αυτή, η οποία συμβάλλει στην άσκηση του νόμιμου δικαιώματος άμυνας του ουκρανικού λαού. Αυτό είναι το κρίσιμο στοιχείο από την άποψη του συνταγματικού δικαίου και του δημοσίου διεθνούς δικαίου: ότι υπάρχει ένα Κράτος – εισβολέας που παραβιάζει το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη του ΟΗΕ και ένα Κράτος και ένας λαός που ασκούν το φυσικό δικαίωμα αντίστασης του άρθρου 51 του ιδίου Χάρτη.
Η Ελλάδα με την αποστολή στρατιωτικών μέσων στον αντιστεκόμενο ουκρανικό λαό επέδειξε μια έντιμη και ηθική στάση σε αυτήν την κρίσιμη στροφή της ευρωπαϊκής ιστορίας. Ταυτόχρονα όμως εξυπηρέτησε και τα εθνικά της συμφέροντα, διότι είναι κατ’ εξοχήν μια μη αναθεωρητική Χώρα και χρειάζεται τη συμπαράσταση των εταίρων και των συμμάχων της απέναντι στον αναθεωρητισμό της Άγκυρας. Σκόπιμο θα ήταν να εμπλακεί πιο ενεργά η Βουλή των Ελλήνων στην απόφαση αυτή η οποία θα έπρεπε να περιβληθεί τον τύπο μιας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου κατά το άρθρο 44 παρ. 1 Συντ. και να υποβληθεί, ει δυνατόν και αυθημερόν, στη Βουλή προς κύρωση. Και ίσως θα έπρεπε να γίνει ακόμα πιο ξεκάθαρο το νόημα της ελληνικής στάσης: ότι στρέφεται εναντίον του πολέμου του Πούτιν, όχι εναντίον του ρωσικού λαού, που μετράει και αυτός εκατοντάδες νεαρούς στρατιώτες πεσόντες στην Ουκρανία, ούτε εναντίον του ρωσικού πολιτισμού, που αποτελεί κτήμα εσαεί για όλη την ανθρωπότητα.
[1] Βλ. Ι. Καρεκλά, Δίκαιο του Πολέμου και αυτοάμυνα Κρατών, σε: Ι. Καρεκλά – Α. Σαμαρά –Κρίσπη, Δίκαιο του Πολέμου, 2018, σ. 67.
[2] Βλ. Π. Παραρά, Άρθρο 2, σε: του ιδίου, Σύνταγμα I, άρθρα 1-4, 2010, σ. 243.
[3] Βλ. Δ. Μπελαντή, Συνέπειες από τη θέση του «ενόπλου ανθρωπισμού»: διευρυμένη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή νομιμοποίηση του πολέμου; σε: ΔτΑ, 6/2000, σ. 316-317, 335.
[4] Βλ. L. Ferrajoli, Principia iuris. Teoria del diritto e della democrazia. 2. Teoria della democrazia, 2007, σ. 498-503
[5] Βλ. με επιφυλάξεις R. Bin, Diritto Costituzionale, 2017, σ. 223-224.
[6] Βλ. Ε. Ρούκουνα, Σύνταγμα και Διεθνές Δίκαιο, σε: Δημοσιεύματα του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, Η επίδρασις του Συντάγματος του 1975 επί του Ιδιωτικού και επί του Δημοσίου Δικαίου, 1976, σ. 92-93. Βλ. και Π. Παραρά, Η νομική φύση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε: ΔτΑ, ΤΕΣ, II/2004, σ. 294 επ. Για τη σχετική συζήτηση βλ. Μ. Σαρηγιαννίδη, Άρθρο 28, σε: Φ. Σπυρόπουλου – Ξ. Κοντιάδη – Χ. Ανθόπουλου – Γ. Γεραπετρίτη, Σύνταγμα. Κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2017, σ. 749-753.