Ι
Η ανακοίνωση της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών επιβεβαίωσε όσα έχει επικρατήσει να αποτελούν το κυρίαρχο γνώρισμα του πολιτικού προσωπικού της χώρας και, μοιραία, του πολιτικού συστήματος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τις περίπου πέντε δεκαετίες της ζωής της. Το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων που απαρτίζουν το λεγόμενο, πλέον εν είδει πλεονασμού, δημοκρατικό τόξο, πανηγύρισε, εύλογα, την, εν πολλοίς προεξοφλημένη και παρά την αντίθετη πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας, ετυμηγορία του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου. Ο Γενικός Γραμματέας του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή» και τα μέλη της ηγετικής του ομάδας, στο σύνολό τους πρώην βουλευτές, κρίθηκαν ένοχοι για την τέλεση του αδικήματος της συγκρότησης, της ένταξης και, εν γένει, της διεύθυνσης επιχειρησιακά δομημένης και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωσης, επιδιώκουσας την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων (άρθρο 187 ΠΚ).
Πριν όμως προλάβει καλά-καλά η πρόεδρος του δικάσαντος σχηματισμού να ολοκληρώσει την ανάγνωση της ετυμηγορίας του, εκπρόσωποι, ιδίως, των δύο κομμάτων εξουσίας θα αποδυθούν στη, συνήθη και με κάθε ευκαιρία, ανταλλαγή κατηγοριών για τα εκλογικά της επέκεινα. Η αδυναμία επιβολής στους καταδικασθέντες ως παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης των πολιτικών τους δικαιωμάτων «χρεώθηκε» από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην αξιωματική αντιπολίτευση, επειδή είχε σπεύσει να κυρώσει το νέο Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019) τις παραμονές της διάλυσης της Βουλής τον Ιούνιο του 2019, καταργώντας την πάγια σχετική διάταξη. Οι «αιφνιδιασμένοι» κυβερνώντες δεσμεύτηκαν, δια του Υπουργού Δικαιοσύνης, στην επαναφορά της, λησμονώντας πάντως ότι τούτη, ακόμη και εάν είχε εισαχθεί εκ νέου κατά την τελευταία τροποποίηση του βασικού ποινικού νομοθετήματος (ν. 4637/2019) μερικές εβδομάδες μετά την κυβερνητική αλλαγή, δεν θα καταλάμβανε αναδρομικά και την επίδικη υπόθεση. Εξάλλου, ο, καθ’ ύλην αρμόδιος, Υφυπουργός Εσωτερικών έσπευσε να δεσμευτεί για την, εν καιρώ, εισαγωγή στην εκλογική νομοθεσία κωλυμάτων και ασυμβιβάστων στις εθνικές εκλογές, αν και αμφότερα, όπως είναι γνωστόν, κατοχυρώνονται περιοριστικά στο Σύνταγμα και μόνον η αναθεώρησή του μπορεί να τα εμπλουτίσει.
Με την κατάθεση τροπολογιών απάντησαν, επίσης, η «βαρυνόμενη» αξιωματική αντιπολίτευση, ζητώντας ουσιαστικά ότι εξήγγειλε ο Υπουργός Δικαιοσύνης, και το Κίνημα Αλλαγής, προτείνοντας τον αποκλεισμό των καταδικασθέντων και του πολιτικού κόμματος από τις εκλογές. Την τύχη των πρωτοβουλιών τους καθόριζε εκ των προτέρων ο επικρατούν συσχετισμός των δυνάμεων στη Βουλή. Η απόρριψή τους ήταν πάντως επιβεβλημένη και μάλλον ορθή, λόγω της ρυθμιζόμενης σε αυτές ύλης, αλλά και επειδή η πρώτη τροπολογία δεν θα μπορούσε να εξοπλιστεί με αναδρομική ισχύ και η δεύτερη ήταν αναγκαίο να υποστεί προσεκτική επεξεργασία, καθώς αγγίζει λεπτά ζητήματα συνταγματικής τάξης που συνυφαίνονται άρρηκτα με τη δημοκρατική αρχή.
ΙΙ
1. Σε μια μαραθώνια στην εξέλιξή της ακροαματική διαδικασία, η διάρκειά της με τις κατά καιρούς διακοπές ξεπέρασε τα πέντε έτη, και με την επιστήμη να έχει θέσει, εγκαίρως και αναλυτικά, τα βασικά διακυβεύματα της καταδικαστικής απόφασης, οι προτεινόμενες επιλογές για τη διασφάλισή τους επέβαλαν, κατά κανόνα, τη συνταγματική αναθεώρηση. (Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Η δημοκρατία είναι ανεκτική, εκτός εάν. . ., εφημ. Τα Νέα, Σαββατοκύριακο 18-19 Ιανουαρίου 2014, σ. 23· του ιδίου, Αναζητώντας τις άμυνες της Δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της =www.constutionalism.gr/22.01.2014· Χ. Ανθόπουλου, Η υπόθεση της Χρυσής Αυγής, εφημ. Έθνος, Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015, σ. 13 και του ιδίου, Πολιτικά κόμματα και άμυνα της δημοκρατίας, εφημ. Η Καθημερινή, Κυριακή 3 Ιουλίου 2015, σ. 15). Η διάλυση ή η θέση εκτός νόμου πολιτικού κόμματος που παραβιάζει επιταγές απορρέουσες από τη δημοκρατική ρήτρα της παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. βρέθηκε, προνομιακά, στο επίκεντρο. Πρόκειται ασφαλώς για την προσήκουσα θεσμική απάντηση κάθε βαλλόμενης δημοκρατικής πολιτείας στη ρητορεία και την πράξη ακραίων μορφωμάτων ενδεδυμένων το μανδύα του πολιτικού κόμματος.
Η συγκεκριμένη «κύρωση» δεν χωρεί επιτρεπτά, όπως γίνεται δεκτό από την κρατούσα και μάλλον ορθότερη άποψη, στη συνταγματική μας τάξη. (Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Ο κίνδυνος της ηρωοποίησης, εφημ. Έθνος, Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013, σ. 27· Ιφ. Καμτσίδου, Τα όπλα της δημοκρατίας, εφημ. Τα Νέα, Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013, σ. 14 και Το κόμμα-εγκληματική οργάνωση και το Σύνταγμα =www.constitutionalism.gr/18.10.2013· Γ. Σωτηρέλη, Η δημοκρατία είναι ανεκτική, εκτός εάν. . ., εφημ. Τα Νέα, Σαββατοκύριακο 18-19 Ιανουαρίου 2014, σ. 23 και του ιδίου, «Μπορεί να απαγορευθεί η συμμετοχή της Χ.Α. στις εκλογές», εφημ. FREESUNDAY, Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014, σ. 16-17). Το ίδιο ισχύει, κατά βάση, και ως προς τη θέσπιση νόμου για τα πολιτικά κόμματα, αφού θα απαιτούσε τη σιωπηρή αναγνώριση σχετικής επιφύλαξης υπέρ του νόμου. [Για την αντίθετη άποψη στα δύο ζητήματα, δηλαδή εκείνη που υποστηρίζει τη δυνατότητα τόσο της θέσης πολιτικού κόμματος εκτός νόμου όσο και της θέσπισης νόμου για τα πολιτικά κόμματα, βλ. Χ. Ανθόπουλου, Η προστασία της δημοκρατίας, εφημ. Έθνος, Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013, σ. 13· του ιδίου, Υπάρχουν λόγοι για διάλυση, εφημ. Έθνος, Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013, σ. 26· Γ. Σωτηρέλη, Απαγόρευση στα κόμματα που προσβάλλουν τη δημοκρατία, εφημ. Έθνος, Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013, σ. 26· Χ. Ανθόπουλου, «Όπως ο λύκος μπαίνει στο μαντρί», εφημ. Έθνος, Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013, σ. 13· του ιδίου, Στην κρίση του Αρείου Πάγου τα συγκοινωνούντα δοχεία, εφημ. Έθνος, Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014, σ. 15· του ιδίου, Ο κίνδυνος του νεοναζισμού, εφημ. Έθνος, Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017, σ. 10 και του ιδίου, Χρυσή Αυγή: δεν αρκεί το Ποινικό Δίκαιο, εφημ. Τα Νέα, Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020, σ. 13, ειδικά για το δεύτερο ζήτημα, Γ. Σωτηρέλη, Ο αγώνας κατά του νεοναζισμού συνεχίζεται, εφημ. Τα Νέα, Σαββατοκύριακο 10-11 Οκτωβρίου 2020, σ. 19, ενώ η Λ. Παπαδοπούλου (Η διαδικασία απαγόρευσης κόμματος, εφημ. Έθνος, Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013, σ. 11) δέχεται ότι η ιστορική ερμηνεία της συνταγματικής διάταξης δεν επιτρέπει την απαγόρευση πολιτικού κόμματος, όμως η «λογικοσυστηματική και η τελολογική ερμηνεία, σε αρμονία με τις θεμελιώδεις αρχές της συνταγματικής δημοκρατίας» δεν την αποκλείει].
2. Η αναδιατύπωση και ο εμπλουτισμός της κρίσιμης συνταγματικής διάταξης, προς την πρώτη ή και τις δύο κατευθύνσεις, δεν περιλήφθηκαν ούτε στις προτάσεις αναθεώρησης τον Νοέμβριο του 2018, όχι μόνο σε όσες υποβλήθηκαν παραδεκτώς με την υπογραφή του απαιτούμενου αριθμού βουλευτών, ούτε και στη συμπληρωματική της Νέας Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 2019· έτσι αμφότερα τα ζητήματα δεν θα μας απασχολήσουν σοβαρά έως την επόμενη, όποτε εκδηλωθεί, αναθεωρητική πρωτοβουλία. Αντιθέτως, στη θνησιγενή όμοια τον Δεκέμβριο του 2014 η τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία πρότεινε να ανατεθεί στο Συνταγματικό Δικαστήριο η αρμοδιότητα αφενός να ελέγχει, κατά ουσιαστικό τρόπο και ως παραλήπτης της ιδρυτικής δήλωσης, εάν από τις καταστατικές διατάξεις προκύπτει επαρκής δέσμευση για την εξυπηρέτηση της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και αφετέρου να επιβάλει, όταν προδήλως, εμπράκτως και κατ’ εξακολούθηση συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα στρέφεται εναντίον της συνταγματικής δέσμευσης, τις κατάλληλες κυρώσεις (σημείο 6 της πρότασης). Ωστόσο, μια περίπου εβδομάδα μετά την κατάθεση της πρότασης η Βουλή θα διαλυθεί, συνεπεία της αδυναμίας της να αναδείξει τον διάδοχο του Κ. Παπούλια, και η αναθεωρητική διαδικασία θα διακοπεί βίαια πριν ακόμη ξεκινήσει.
Η ΗΗ Η πολιτική αντιπαράθεση που πυροδότησε η ανακοίνωση της καταδικαστικής απόφασης, έχει ήδη κλείσει και αναμένεται, όπως μας διδάσκει το παρελθόν, σύντομα να ξεχαστεί. Όσα ζητήματα όμως αναδείχθηκαν ως προς την εκλογική αντιμετώπιση του πολιτικού κόμματος-εγκληματικής οργάνωσης και της ηγετικής του ομάδας θα τα βρούμε, αργά ή γρήγορα, μπροστά μας ξανά, σίγουρα με την έκδοση της ετυμηγορίας στο δεύτερο βαθμό και, ιδίως, μετά τον αναιρετικό της έλεγχο, οπότε η ολοκλήρωσή του θα την καταστήσει και αμετάκλητη. Η, καθόλα αδικαιολόγητη, παράλειψη να αναθεωρηθεί η παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. για να επιτραπεί η στοιχειώδης απάντηση κάθε δημοκρατίας που προνοεί, καταλείπει υποχρεωτικά την ευθύνη της θεσμικής πρωτοβουλίας στον κοινό νομοθέτη. Έχοντας όμως στη διάθεσή του ένα πεπαλαιωμένο και, κατά βάση, ξεπερασμένο από μακρού συνταγματικό οπλοστάσιο, τα περιθώρια των διαθέσιμων επιλογών του διαγράφονται από ασφυκτικά έως ανύπαρκτα. Βέβαια, έχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, σχετικές προτάσεις από την επιστήμη και εντελώς πρόσφατα αναλήφθηκαν, γενικόλογες ή/και περισσότερο συγκεκριμένες, πολιτικές δεσμεύσεις. Ερευνητέο παραμένει, ποιες από αυτές ή και τυχόν όποιες άλλες θα μπορούσαν να απασχολήσουν σοβαρά και, εντέλει, να καταλήξουν στη νομοθέτηση.
ΙΙΙ
1. Ο «Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή» ιδρύθηκε το 1993. Πριν από την εκ μέρους του ανάληψη οποιασδήποτε δραστηριότητας υποχρεούνταν να υποβάλει τη «δήλωση νομιμοφροσύνης» (άρθρο 1 παρ. 2 του ν.δ. 59/1974). Δηλαδή, ο αρχηγός ή το συλλογικό όργανο διοίκησης να δηλώσει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι οι αρχές του αντιτίθενται σε κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στην κατάληψη με τη βία της εξουσίας ή στην ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος. Η πρωτόδικη καταδίκη του Γενικού Γραμματέα και των μελών της ηγετικής του ομάδας για το αδίκημα της συγκρότησης και της ένταξης σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση και, εν γένει, τη διεύθυνσή της επιτρέπει, καταρχήν, να υποστηριχθεί η άποψη ότι η δράση του έπαυσε να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως αντιθέτως επιβάλλει η κατοχυρωμένη στην παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. δημοκρατική ρήτρα. Πρόκειται όμως για ένα καθόλα μαχητό τεκμήριο, το οποίο, ακόμη και όταν η ποινική ετυμηγορία καταστεί τελικά και σε βάθος χρόνου αμετάκλητη, δεν θα μπορούσε, ελλείψει συνταγματικού ερείσματος και καθορισμένης νομοθετικά διαδικασίας, να οδηγήσει στη θέση εκτός νόμου ή στη διάλυση του πολιτικού κόμματος-εγκληματικής οργάνωσης. Είναι άλλο το ζήτημα, εάν τα αρμόδια όργανά του αποφάσιζαν, εκουσίως και οικειοθελώς, τη διακοπή της παρουσία τους στην πολιτική ζωή.
2. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ως αποδέκτης της «δήλωσης νομιμοφροσύνης» και μετά το 2002 της ιδρυτικής δήλωσης, ασκεί αμιγώς διοικητικά και όχι δικαιοδοτικά καθήκοντα. Περιορίζεται απλώς να διακριβώσει την υποβολή της και όσων άλλων εγγράφων προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 29 παρ. 1 και 2 του ν. 3023/2002). Η διαπίστωσή της πληρότητάς τους δεν βεβαιώνεται με την έκδοση σχετικής πράξης, γι’ αυτό και δεν είναι δυνατή η ανάκλησή της, όπως έχει προταθεί (βλ. Χ. Ανθόπουλου, Χρυσή Αυγή και εκλογές, εφημ. Πρώτο Θέμα, Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020, σ. 60-61 και με το ίδιο περιεχόμενο, Χρυσή Αυγή: Οι συνταγματικές συνέπειες της καταδικαστικής απόφασης =www.constitutionalism.gr), προκειμένου το πολιτικό κόμμα-εγκληματική οργάνωση να αποκλειστεί των εκλογών.
Από την ίδρυσή του, σύμφωνα με νομοθετημένη διαδικασία, και για όσα χρόνο η οργάνωση και η λειτουργία του εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος το πολιτικό κόμμα δρα, νομίμως, στην κοινωνία και την πολιτεία. Δεδομένου ότι η παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ., δεν επιτρέπει, κατά την κρατούσα άποψη, τη διάλυση ή τη θέση του εκτός νόμου (βλ. αμέσως παραπάνω ΙΙ, 2), η απόφανση, ακόμη και με αμετάκλητη ετυμηγορία, για την παραβίαση της δημοκρατικής ρήτρας δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτό να θίξει το κύρος της ίδρυσης και, ιδίως, να επιφέρει τον εξοβελισμό από το πολιτικό γίγνεσθαι. Δυστυχώς, η ευκαιρία της πρόσφατης αναθεώρησης του Συντάγματος χάθηκε αδικαιολόγητα και, γι’ αυτό, θα αναμείνουμε υποχρεωτικά την επόμενη, η οποία θα εκκινήσει το νωρίτερο την 28η Νοεμβρίου 2024.
3. Αποτελώντας θεσμό διαμεσολάβησης και έκφρασης της λαϊκής θέλησης, το πολιτικό κόμμα διεκδικεί την προτίμηση των μελών του εκλογικού σώματος. Προς τούτο, στις γενικές βουλευτικές ή στις Ευρωπαϊκές εκλογές γνωστοποιεί στον Πρόεδρο της Βουλής και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το εκλογικό του όνομα και έμβλημα (άρθρο 37 του π.δ. 26/2012). Αν και ο τελευταίος δεν δικαιούται, υπό την ισχύουσα νομοθεσία, να ελέγξει και, ιδίως, να απαγορεύσει τη συμμετοχή στις εκλογές, δεν αποκλείεται ο κοινός νομοθέτης να προσδώσει εφεξής στην εκλογική δήλωση ουσιαστικό περιεχόμενο. Δηλαδή, να ορίσει το περιεχόμενό της στο πρότυπο της ιδρυτικής και να απαιτήσει τον έλεγχό του κατά την υποβολή της, καθιστώντας τον στην ουσία αναγκαίο όρο για τη συμμετοχή στις εκλογές.
Τότε η αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και η καταδίκη της ηγεσίας πολιτικού κόμματος για την τέλεση του αδικήματος της ένταξης, της συμμετοχής και της, εν γένει, διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης θα επέτρεπαν τη μη αποδοχή της (εκλογικής δήλωσης) και, συνακόλουθα, τον αποκλεισμό από τις εκλογές. Προς αυτήν την κατεύθυνση, κινείται, κατά βάση, η πρόταση που είχε διατυπωθεί στο παρελθόν για την υποβολή, αντί της εκλογικής, της «δήλωσης δημοκρατικών φρονημάτων» (βλ. Γ. Σωτηρέλη, Η δημοκρατία είναι ανεκτική, εκτός εάν. . ., εφημ. Τα Νέα, Σαββατοκύριακο 18-19 Ιανουαρίου 2014, σ. 23 και του ιδίου, «Μπορεί να απαγορευθεί η συμμετοχή της Χ.Α. στις εκλογές, εφημ. FREESUNDAY, Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014, σ. 16-17).
4. Στις βουλευτικές εκλογές λαμβάνουν μέρος συνδυασμοί υποψηφίων ενός ή περισσοτέρων πολιτικών κομμάτων ή ανεξαρτήτων και μεμονωμένοι υποψήφιοι (άρθρο 32 του π.δ. 26/2012, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του ν. 4648/2019). Οι συνδυασμοί καταρτίζονται από τα πολιτικά κόμματα (άρθρο 34 του π.δ. 26/2012, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 31 του ν. 4648/2019) και, πλέον, θα υποβάλλονται σε ηλεκτρονική πύλη, η πρόσβαση στην οποία εξασφαλίζεται με τη χρήση ειδικών κωδικών, μεταβατικά δε και έως την έναρξη λειτουργίας του συστήματος θα κατατίθενται σε έντυπη μορφή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου· ο ρόλος του τελευταίου παραμένει όμως αμιγώς διεκπεραιωτικός (άρθρο 33 του π.δ. 26/2012, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 30 του ν. 4648/2019). Η μη χορήγηση κωδικών πρόσβασης, δηλαδή στην ουσία ο αποκλεισμός τους από τις εκλογές, σε πολιτικά κόμματα των οποίων η ηγεσία βαρύνεται με αμετάκλητη ποινική καταδίκη για συγκεκριμένα εγκλήματα, εάν προβλεφθεί ρητά στο νόμο ή και χωρίς νομοθέτηση στην κανονιστική απόφαση εξειδίκευσης των ορισμών του, θα «γεννήσει» διοικητική και μάλλον ακυρωτική διαφορά. Το διακύβευμά της επιβάλλει η δικαστική της επίλυση να ανατεθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας και να ολοκληρώνεται κατά προτεραιότητα.
Για τον αποκλεισμό πολιτικού κόμματος-εγκληματικής οργάνωσης από τις εκλογές προτάθηκε και η νομοθετική κατοχύρωση της μη ανακήρυξης του εκλογικού του συνδυασμό (βλ. Γ. Σωτηρέλη, Αναζητώντας τις άμυνες της Δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της =www.constutionalism.gr/22.01.2014· του ιδίου, Ο αγώνας κατά του νεοναζισμού συνεχίζεται, εφημ. Τα Νέα, Σαββατοκύριακο 10-11 Οκτωβρίου 2019, σ. 19 και Χ. Ανθόπουλου, Χρυσή Αυγή και εκλογές, εφημ. Πρώτο Θέμα, Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020, σ. 60-61, με το ίδιο περιεχόμενο Χρυσή Αυγή: Οι συνταγματικές συνέπειες της καταδικαστικής απόφασης =www.constitutionalism.gr). Ωστόσο, το Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου ανακηρύσσει τους συνδυασμούς των υποψηφίων του σε κάθε βασική εκλογική περιφέρεια της χώρας (άρθρο 35 του π.δ. 26/2012, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 4648/2019). Συνεπώς, η προτεινόμενη ex lege απαγόρευση θα συνιστούσε στην ουσία εισαγωγή νέου κωλύματος εκλογιμότητας, το οποίο μάλιστα θα καταλάβει, συλλήβδην, όλους τους υποψηφίους του (συνδυασμού). Η σχετική πρωτοβουλία είναι μη επιτρεπτή συνταγματικά, εν γένει αλλά και επειδή δεν συνέχεται με το πρόσωπο συγκεκριμένου υποψηφίου, ερειδόμενη στο ποινικό παρελθόν του πολιτικού κόμματος υπό τη σημαία του οποίου θα διεκδικήσει την προτίμηση του εκλογικού σώματος.
5. Για να διασφαλίσει τη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία, εφόσον συντελεστεί ο νομοθετικός αποκλεισμός του, ο «Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή» δεν αποκλείεται να αναζητήσει διέξοδο στην ίδρυση νέου πολιτικού φορέα. Άλλωστε, το έχει ήδη πράξει, δίχως όμως να είναι γνωστές οι σχετικές λεπτομέρειες, ευθύς μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα και την εκκίνηση της διαδικασίας ποινικής δίωξης της ηγεσίας του, με την ίδρυση της «Εθνικής Αυγής». Οι εκλογικές και τυχόν άλλες συνέπειες της αμετάκλητης ποινικής καταδίκης πρέπει να καταλάβουν, υποχρεωτικά για προφανείς λόγους, και τα δύο σχήματα, εάν στην ίδρυση του νέου είχαν συμμετάσχει ή εμπλακεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, και οι καταδικασθέντες. Αντιθέτως, στην περίπτωση που λοιπά, πλην των τελευταίων, μέλη του πολιτικού κόμματος-εγκληματικής οργάνωσης επιχειρήσουν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ιδρύσουν άλλο φορέα, η πρωτοβουλία τους δεν μπορεί, εξ ορισμού, να θεωρηθεί απορριπτέα, πρέπει να εξεταστεί in concreto.
Τέλος, η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων δεν έχει οποιαδήποτε νομική συνέπεια στα ζητήματα της κρατικής χρηματοδότησής του. Ήδη από το 2013 έχει ανασταλεί, συνεπεία της άσκησης δίωξης και της επιβολής προσωρινής κράτησης σε βάρος της ηγεσίας του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή», η καταβολή της στο σύνολό των διακριτών συνιστωσών της. Δηλαδή, της τακτικής και της εκλογικής (χρηματοδότησης), καθώς επίσης της οικονομικής ενίσχυσης για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς. Τα αναλογούντα ποσά παρακρατούνται και θα του αποδοθούν, αναδρομικά και άτοκα, μόνον εάν και όταν εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση (άρθρο 7Α του ν. 3023/2002, όπως προστέθηκε με το άρθρο 23 του ν. 4203/2013).
IV
1. Η εκλογική αντιμετώπιση του Γενικού Γραμματέα και της ηγετικής ομάδας του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή» είναι συνταγματικά απολύτως ξεκάθαρη, νομοθετικά σαφώς απλούστερη και πολιτικά πρόσφορη σε προσχηματικές, εντέλει δε άγονες αντιπαραθέσεις. Φορέας του δικαιώματος της ψήφου, είναι όποιος διαθέτει τα θετικά (ελληνική ιθαγένεια και πολιτική ενηλικότητα) και δεν συντρέχει στο πρόσωπό του κάποιο από τα αρνητικά (ανικανότητα για δικαιοπραξία, συνεπεία πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, ή αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα, οριζόμενα στον Ποινικό ή στο Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα) προσόντα (άρθρα 51 παρ. 3 πρότ. 2 Συντ., 4 και 5 του π.δ. 26/2012). Η νόμιμη ικανότητα του Έλληνα πολίτη να εκλέγει αποτελεί αναγκαίο όρο για την απόκτηση και τη διατήρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι (άρθρα 55 Συντ. και 29 παρ. 1 του π.δ. 26/2012, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του ν. 4648/2019). Στην προηγούμενη μορφή του ο εκλογικός νόμος όριζε, επιπλέον, ότι η απώλεια, για οποιοδήποτε λόγο, του ενεργητικού εκλογικού δικαιώματος δεν επιτρέπει την εκλογή στη Βουλή ή επιφέρει την αυτοδίκαιη έκπτωση και την απώλεια της αιρετής θέσης (άρθρο 29 παρ. 2 πρότ. 2 του π.δ. 26/2012).
2. Στον Ποινικό Κώδικα, όπως ίσχυσε έως την 1η Ιουλίου 2019, η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αποτελούσε παρεπόμενη ποινή και ως τέτοια συνόδευε υποχρεωτικά την επιβολή συγκεκριμένων ποινικών κυρώσεων. Διακρινόταν σε αυτοδίκαιη και διαρκή, όταν επιβαλλόταν η θανατική ποινή έως την κατάργησή της το 1993 ή η ισόβια κάθειρξη (άρθρο 59 παρ. 1), σε δεκαετή για κάθειρξη αόριστης διάρκειας (άρθρο 59 παρ. 2), σε πρόσκαιρη δύο έως δέκα ετών για καταδίκη σε πρόσκαιρη κάθειρξη (άρθρο 60) ή για περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα, όταν η πράξη ήταν κακούργημα (άρθρο 62), σε ετήσια και έως πέντε έτη, όταν επιβαλλόταν στον καταδικασθέντα ποινή ενός τουλάχιστον έτους και η τέλεση της κολαζόμενης πράξης φανέρωνε από τα αίτια, το είδος, τον τρόπο εκτέλεσης και όλες τις άλλες περιστάσεις ηθική διαστροφή του χαρακτήρα του δράστη (άρθρο 61), καθώς επίσης για περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα, όταν η πράξη ήταν πλημμέλημα (άρθρο 62).
Από τη στιγμή που η καταδικαστική απόφαση καθίστατο αμετάκλητη, ο αποστερούμενος τα πολιτικά του δικαιώματα δεν μπορούσε να ψηφίσει ούτε να εκλεγεί στις πολιτικές (γενικές βουλευτικές και Ευρωπαϊκές) ή στις αυτοδιοικητικές εκλογές και έχανε το όποιο αιρετό αξίωμα κατείχε (άρθρο 63). Προβλεπόταν, επίσης η δυνατότητα της μερικής αποστέρησης σε περίπτωση φυλάκισης και εάν από το είδος της πράξης και τις λοιπές περιστάσεις αποκλειόταν το ενδεχόμενο να γίνει κατάχρηση όσων δικαιωμάτων διατηρούνταν (άρθρο 64). Επειδή η συγκρότηση και η ένταξη ως μέλος σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα τριών ή περισσοτέρων προσώπων (εγκληματική) οργάνωση που επιδιώκει τη διάπραξη περισσοτέρων κακουργημάτων τιμωρούνταν με πρόσκαιρη κάθειρξη έως δέκα ετών (άρθρο 187), ο καταδικασθείς αποστερούνταν πρόσκαιρα τα πολιτικά του δικαιώματα για χρονικό διάστημα από δύο έως δέκα έτη.
3. Ο νέος Ποινικός Κώδικας επανακαθόρισε τις παρεπόμενες ποινές (άρθρο 59). Από τις δύο διακριτές συνιστώσες-εκλογικές συνέπειες της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, παραμένει σε ισχύ μόνον η μία και μάλιστα η επιβολή της δεν θα είναι πλέον υποχρεωτική, καθώς ο δικάσας σχηματισμός εξοπλίζεται με διακριτική ευχέρεια. Συγκεκριμένα, η καταδίκη σε ποινή κάθειρξης του επιτρέπει να επιβάλει στον υπαίτιο ως παρεπόμενη ποινή την αποστέρηση της δημόσιας θέσης και του δημόσιου ή του αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει, όταν κρίνει ότι η πράξη συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του (άρθρο 60 παρ. 1). Η απώλεια της θέσης ή του αξιώματος επέρχεται μόλις η απόφαση καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 60 παρ. 2) και ανεξαρτήτως του απομένοντος χρόνου έως τη λήξη της αιρετής θητείας. Αντιθέτως, ο αμετακλήτως καταδικασθείς, ακόμη και όταν του επιβληθεί η παρεπόμενη ποινή, εξακολουθεί να είναι μέλος του εκλογικού σώματος και, συνεπώς, δεν κωλύεται η ανακήρυξή του ως υποψηφίου και, ιδίως, η εκλογή του σε αιρετή θέση. Έτσι, υπό την ισχύουσα ποινική ρύθμιση δεν στερείται, καταρχήν, και του πολιτικού δικαιώματος να ιδρύει και να συμμετέχει σε πολιτικό κόμμα, σύμφωνα πάντως με τους ορισμούς της παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. και υπό τους όρους της νομοθετικής της εξειδίκευσης.
Η διατύπωση της νέας ποινικής διάταξης επιτρέπει, ακόμη και στον αμετακλήτως καταδικασθέντα, να εκλεγεί, να αναλάβει καθήκοντα και να τα ασκήσει. Και μπορεί στις αυτοδιοικητικές εκλογές του πρώτου ή του δεύτερου βαθμού η αμετάκλητη ποινική καταδίκη του αυτουργού ή του συμμέτοχου για κακούργημα ή για άλλες ειδικά αναφερόμενες ποινικά κολάσιμες πράξεις, η οποία προκάλεσε την έκπτωσή τους από αιρετό αξίωμα, να αναγορεύεται σε κώλυμα εκλογιμότητας για την αμέσως επόμενη δημοτική ή περιφερειακή περίοδο (άρθρα 14 παρ. 3 και 117 παρ. 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 236 παρ. 1, του ν. 3852/2010, όπως αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 11, 50 και, αντίστοιχα, 128 του ν. 4555/2018), όμοια ή, έστω, ανάλογη ρύθμιση δεν συναντάται πάντως για τις γενικές βουλευτικές ή για τις Ευρωπαϊκές εκλογές. Τέλος, η συγκρότηση και η ένταξη ως μέλους σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσοτέρων προσώπων που επιδιώκει την τέλεση περισσοτέρων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή (άρθρο 187 παρ. 1), με κάθειρξη τιμωρείται, επίσης, και όποιος διευθύνει την εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 παρ. 2).
Όταν το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ανακοίνωσε την ετυμηγορία του ούτε ο Γενικός Γραμματέας ούτε η πλειονότητα των μελών της ηγετικής ομάδας του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή» κατείχαν δημόσιο αξίωμα, αφού δεν εκπροσωπείται στη Βουλή που αναδείχθηκε από την αναμέτρηση της 7ης Ιουλίου 2019. Αντιθέτως, ένα μέλος της είναι εκλεγμένο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ένα ακόμη συμμετέχει στη σύνθεση του συμβουλίου στο δήμο της πρωτεύουσας. Η πρωτόδικη απόφαση δεν μπορεί ασφαλώς να έχει παρεπόμενες εκλογικές συνέπειες σε βάρος των καταδικασθέντων, αυτές θα ενεργοποιηθούν ευθύς μόλις καταστεί αμετάκλητη και θα περιοριστούν υποχρεωτικά, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, στη δυνητική επιβολή από το δικαστήριο της αποστέρησης του όποιου αξιώματος ενδεχομένως τότε να κατέχουν.
4. Προεξοφλώντας τη δικαστική κρίση σε μια δικαιοδοτική διαδικασία, η οποία θα εξελιχθεί σε δύο ακόμη βαθμούς και η αμετάκλητη ετυμηγορία της μπορεί απλώς να πιθανολογηθεί με σχετική πάντως βεβαιότητα, η κυβερνητική πλειοψηφία και η αξιωματική αντιπολίτευση αντάλλαξαν αλληλοκατηγορίες με οξείες, κατά κανόνα, διατυπώσεις. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσής τους βρέθηκε η πρώτη συνιστώσα-εκλογική συνέπεια της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, όπως προβλεπόταν μέχρι πρότινος. Δηλαδή, η απαγόρευση του καταδικασθέντος να ψηφίσει και να εκλεγεί στις πολιτικές (γενικές βουλευτικές και ευρωπαϊκές) ή τις αυτοδιοικητικές εκλογές, και η κατάργησή της από το νέο Ποινικό Κώδικα. Παραγνωρίζοντας ή, ενδεχομένως, αγνοώντας ότι πρόκειται για διάταξη του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, η οποία δεν επιτρέπεται ως επαχθέστερη να καταλάβει και εκκρεμείς δίκες, ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεσμεύτηκε, εν πολλοίς, να την επαναφέρει, εν καιρώ, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση κατέθεσε σχετική προς τούτο τροπολογία.
Οποιαδήποτε πρωτοβουλία προς αυτήν την κατεύθυνση, ακόμη και εάν εκδηλωνόταν την επαύριον της θέσης σε ισχύ των νέων άρθρων 59 και 60 ΠΚ, δεν θα αποκαθιστούσε αναδρομικά και στο σύνολο της τη «διχοτομηθείσα» παρεπόμενη ποινή. (Βλ. και Ευάγ. Βενιζέλου, Η δικαιοκρατούμενη δημοκρατία και η ευθύνη των πολιτών, εφημ. Τα Νέα, Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020, σ. 16). Οποτεδήποτε σε βάθος χρόνου η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη και τότε ένας ή περισσότεροι από τους καταδικασθέντες κατέχουν δημόσιο ή αυτοδιοικητικό αξίωμα, το ποινικό δικαστήριο υποχρεούται να εφαρμόσει την ισχύουσα σήμερα διάταξη. Με άλλα λόγια, να κρίνει, ενεργώντας στο πλαίσιο διακριτικής ευχέρειας, εάν η πράξη συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του και να αποφασίσει την επιβολή της αποστέρησης του αξιώματος. Αν και στις γνωστές συνθήκες του επίδικου πραγματικού μια τέτοια εξέλιξη διαγράφεται περίπου ως αναμενόμενη, ας μην προτρέξουμε να προδικάσουμε με βεβαιότητα τη δικαστική ετυμηγορία.
5. Ο συνταγματικός αναθέτει στον κοινό, ακριβέστερα στον εκλογικό, νομοθέτη να περιορίσει το δικαίωμα της ψήφου, επιτρέποντας την εξαίρεση από τις τάξεις του εκλογικού σώματος όσων έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για ορισμένα εγκλήματα (άρθρο 51 παρ. 3 πρότ. 2 Συντ.). Στον εκλογικό νόμο διευκρινίζεται περαιτέρω ότι πρόκειται για εκείνα που ορίζονται στον Ποινικό και το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, τιμωρούμενα με τη στέρηση του βασικού πολιτικού δικαιώματος (άρθρο 5 περίπτ. β΄ του π.δ. 26/2012). Η περιπτωσιολογία τους έχει αφεθεί τις πολλές τελευταίες δεκαετίες να συγκεκριμενοποιείται από τον ποινικό νομοθέτη. Δεν αποκλείεται πάντως να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία και ο εκλογικός, ενεργώντας στο πλαίσιο ρητής συνταγματικής εξουσιοδότησης, πολλώ δε μάλλον όταν με τις ακατανόητες επιλογές του ο ποινικός νομοθέτης έχει οδηγήσει τα πράγματα σε αδιέξοδο. Υπό την έννοια αυτή, η δέσμευση του, καθ’ ύλην αρμόδιου, Υφυπουργού Εσωτερικών για αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία είναι, καταρχήν, συνταγματικά επιτρεπτή, η όποια πρωτοβουλία του δεν μπορεί όμως να εντοπιστεί σε κωλύματα και σε ασυμβίβαστα, όπως έσπευσε να δηλώσει. Οφείλει να περιοριστεί στον καθορισμό των ποινικών αδικημάτων, η τέλεση των οποίων θα επισύρει, δεσμευτικά ή μη θα το επιλέξει ελεύθερα ο εκλογικός νομοθέτης, την αποστέρηση του δικαιώματος της ψήφου.
Σε κάθε περίπτωση, η καταδικαστική απόφαση πρέπει να είναι αμετάκλητη και ο, συνεπεία της, αποκλεισμός από τις τάξεις του εκλογικού σώματος, συνακόλουθα δε και η απαγόρευση διεκδίκησης της εκλογής σε αιρετή θέση, θα καταλάβει υποχρεωτικά τις επόμενες της θέσπισης της διάταξης εκλογικές αναμετρήσεις. Έτσι, οι πρωτοδίκως καταδικασθέντες, δεδομένου ότι το αμετάκλητο της ποινικής ετυμηγορίας δεν αναμένεται νωρίτερα τουλάχιστον της τριετίας, δεν κωλύονται να πάρουν μέρος στην εκλογική διαδικασία όχι μόνον ως ψηφοφόροι αλλά και ως υποψήφιοι. Συνεπώς, δεν θα είναι συνταγματικά επιτρεπτό έως τότε να αποκλειστεί η συμμετοχή τους σε εκλογικό συνδυασμό ενός ή περισσοτέρων πολιτικών κομμάτων και ανεξαρτήτων ή να διεκδικήσουν εκλογή ως μεμονωμένοι υποψήφιοι στις προσεχείς, τακτικές ή πρόωρες, γενικές βουλευτικές, καθώς επίσης στις αυτοδιοικητικές και, κατά πάσα, βεβαιότητα, στις Ευρωπαϊκές εκλογές. Ο κυρίαρχος σε κάθε δημοκρατία λαός θα καθορίσει, εντέλει, την τύχη τους. . .
V
Σε όποιον θα μπορούσε να αντιληφθεί όσα πυροδότησε το φθινόπωρο του 2013 η άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος της ηγεσίας του «Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή», να τα προβάλει στο μέλλον και να πιθανολογήσει τη δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης, η ετυμηγορία του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων αποτελούσε τη μάλλον αναμενόμενη και πάντως την πιθανότερη κατάληξή τους. Τα διακυβεύματά της, τόσο για το πολιτικό κόμμα όσο και για την ηγεσία του, ήταν, γι’ αυτό, από τότε, κατά βάση, γνωστά και η αντιμετώπισή τους απαιτούσε τη θωράκιση του υφιστάμενου θεσμικού οπλοστασίου και τον εμπλουτισμό του, στα σημεία που θα κρίνονταν απαραίτητο. Πρόκειται για τη στοιχειώδη υποχρέωση μιας δημοκρατικής πολιτείας που προνοεί και μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία της.
Ωστόσο, οι πολιτικές δυνάμεις, όπως παρατηρείται κατά κανόνα, ολιγώρησαν. Αν και γνώριζαν προ πολλού τι θα έπρεπε να γίνει και πως, περιορίστηκαν να παρακολουθούν τις εξελίξεις, αναλώθηκαν σε στείρες αντιπαραθέσεις και απώλεσαν σπάνιες ευκαιρίες. Η συνταγματική αναθεώρηση ολοκληρώθηκε δίχως να την απασχολήσει η επικαιροποίηση της παρ. 1 του άρθρου 29 Συντ. και οι νομοθετικές μεταβολές εξαντλήθηκαν σε σημειακές παρεμβάσεις, δέσμιες ιδεοληπτικών εμμονών, μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και της ανεπάρκειας ή της αδυναμίας των αρμοδίων να διακρίνουν τα μείζονα από τα επουσιώδη. Έτσι, η ώριμη, μόνον όμως ηλικιακά, Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία αφέθηκε, με ευθύνη ιδίως του πολιτικού της προσωπικού, ανοχύρωτη στις ακραίες, συχνά παρά το νόμο, ρητορεία και εκδηλώσεις ενός μορφώματος ενδεδυμένου το μανδύα πολιτικού κόμματος, το οποίο γιγαντώθηκε από την πρωτόγνωρη οικονομική κρίση, διεκδίκησε ουσιαστικό ρόλο στην καθημερινότητα και πέτυχε σε δύο διαδοχικές Βουλευτικές Περιόδους να βρεθεί τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη.
Η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων αποκάλυψε ανάγλυφα τις παραλείψεις, τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες του πολιτικού μας συστήματος. Μια ακόμη συνταγματική αναθεώρηση ολοκληρώθηκε δίχως να κατοχυρωθεί ρητά η δυνατότητα και η διαδικασία θέσης πολιτικού κόμματος εκτός νόμου, όταν αποδειχθεί αμετάκλητα ότι η οργάνωση και η δράση του δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έτσι, δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί, αφού και η οποία νομοθετική παρέμβαση δεν το αποτρέπει, ότι ο «Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή» δεν θα επιχειρήσει εωσότου η ποινική ετυμηγορία καταστεί αμετάκλητη, να συμμετάσχει στις εκλογές. Αλλά και ο Γενικός του Γραμματέας ή τα καταδικασθέντα πρωτοδίκως μέλη της ηγετικής του ομάδας θα μπορούν να ψηφίσουν εντός του σωφρονιστικού καταστήματος και, εφόσον το επιλέξουν, να εκτεθούν ως υποψήφιοι σε αιρετά αξιώματα στις προσεχείς γενικές βουλευτικές ή στις αυτοδιοικητικές και, κατά πάσα βεβαιότητα, στις Ευρωπαϊκές εκλογές.
Οι προσφερόμενες, περιορισμένες είναι η αλήθεια, νομοθετικές επιλογές που θα τους κλείσουν με ασφάλεια στο απώτερο πάντως μέλλον τον εκλογικό δρόμο πρέπει να προωθηθούν κατά προτεραιότητα. Πρωτίστως όμως επιβάλλεται να εξασφαλιστεί η εφαρμογή τους. Άλλως μια ακόμη ευκαιρία, ίσως η τελευταία, θα χαθεί, όσα διαδραματίστηκαν πρόσφατα θα επαναληφθούν με τους αυτούς ή διαφορετικούς πρωταγωνιστές και ιδιότητες, το έδαφος για να αναδειχθούν το ίδιο ή περισσότερο ακραία μορφώματα θα αποδειχθεί εξαιρετικά γόνιμο και η επικράτησή τους θα βρίσκεται ίσως πιο κοντά από κάθε άλλη φορά. Ας προσπαθήσουμε, επιτέλους σοβαρά, να το αποτρέψουμε, υπάρχει, εάν πραγματικά το θελήσουμε, ακόμη χρόνος. Αρκεί οι πολιτικές δυνάμεις να ομονοήσουν στα μείζονα, να συμπράξουν απροκατάληπτα με εποικοδομητικές προτάσεις και να συμβάλουν δημιουργικά στη λήψη των επιβαλλόμενων αποφάσεων, αφήνοντας στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όποια και εάν είναι, την ευθύνη να τις εφαρμόσει.