Πόσο αποτελεσματική είναι η ευρωπαϊκή προστασία του κράτους δικαίου, εντός και εκτός Ελλάδος;

Πέτρος Στάγκος, Ομότιμος καθηγητής ευρωπαϊκού δικαίου του ΑΠΘ, Νομική Σχολή

Στη βαριά σκιά που φαίνεται να αφήνει πάνω στο πολιτικό σύστημα και τη διακυβέρνηση της χώρας το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 7ης Φεβρουαρίου για την κατάσταση του κράτους δικαίου, προστέθηκε τις τελευταίες μέρες η μομφή της κυβέρνησης προς ευρωβουλευτή που ανήκει στον Σύριζα ότι είναι εκείνος που συνέβαλε στη συμπερίληψη στο ψήφισμα διάταξης, η οποία, έτσι όπως την διάβασε και την ερμήνευσε η κυβέρνηση, διασύρει τη χώρα εντός της Ένωσης προβλέποντας την αναστολή των ευρωπαϊκών κονδυλίων στην Ελλάδα αν η κυβέρνηση δεν συμμορφωθεί με το περιεχόμενο του ψηφίσματος.

Ανεξάρτητα από το εάν ο συγκεκριμένος ευρωβουλευτής ήταν ή όχι ο εμπνευστής της εν λόγω διάταξης, αυτή, από μόνη της, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι θα διαβαστεί σωστά, επαρκεί για να θεωρείται το ψήφισμα ως μια πολιτικά άστοχη και αχρείαστα αυτάρεσκη πρωτοβουλία της Ευρωσυνέλευσης.

Η διάταξη για την οποία πρόκειται είναι η προτελευταία του ψηφίσματος, με την οποία ζητείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ερευνήσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των δυο κανονισμών της ΕΕ, οι οποίοι καθιερώνουν τη δυνατότητα της αναστολής της χρηματοδότησης από τα ενωσιακά ταμεία του κράτους μέλους που παραβιάζει τις αρχές του κράτους δικαίου. Πρόκειται για τον κανονισμό του 2020 που εισάγει την αιρεσιμότητα του κράτους δικαίου με σκοπό την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης[1] και για τον κανονισμό του 2021 για τις κοινές διατάξεις των ευρωπαϊκών ταμείων, ο οποίος επιβάλλει, κατά τη χορήγηση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, να αξιολογείται από την Επιτροπή αν το ωφελούμενο κράτος μέλος σέβεται τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ[2]. Το ψήφισμα εγκαλεί την κυβέρνηση για δύο «σκάνδαλα» που κατατρέχουν τη ελληνική δημόσια ζωή κατά τα τελευταία χρόνια (το λεγόμενο σκάνδαλο της «λίστας Πέτσα», και την κατάχρηση των επιδοτήσεων δισεκατομμυρίων ευρώ για το σύστημα ασφάλειας των σιδηροδρόμων), συνιστώντας στην Επιτροπή να ενεργοποιήσει σε βάρος της Ελλάδας ρήτρα του  κανονισμού της αιρεσιμότητας, η οποία  επιβάλλει να διασφαλίζεται ότι οι τελικοί δικαιούχοι ή αποδέκτες των κονδυλίων της ΕΕ τα οποία εγγυάται ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός δεν έχουν στερηθεί αυτών των κονδυλίων.

Οι δύο κανονισμοί εφαρμόστηκαν από την Επιτροπή και το Συμβούλιο σε βάρος των αντιφιλελεύθερων και λαϊκιστικών κυβερνήσεων της Πολωνίας και της Ουγγαρίας κατά την τριετία 2020-2023, επ’ αφορμή των πολιτικών τους που κατά βάση υπονόμευαν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Η εφαρμογή όμως αυτή των δυο κανονισμών αποδεικνύει  ότι τα δυο κύρια πολιτικά όργανα της Ένωσης περισσότερο ενδιαφέρονταν να μετριάσουν τις αρνητικές επιπτώσεις στη συνολική λειτουργία της Ένωσης (συμπεριλαμβανομένης της γεωπολιτικής διάστασης)  της ανοιχτής εχθρότητας απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση που προωθούσαν οι δυο κυβερνήσεις ώστε να χειραγωγούν το πολιτικό τους κοινό, παρά να επιβάλλουν πολιτικές αποκατάστασης του κράτους δικαίου στις δύο χώρες. Εξάλλου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, με αποφάσεις που εξέδωσε το 2022 επί προσφυγών ακύρωσης του κανονισμού της αιρεσιμότητας που είχαν εγείρει οι κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αναγνώρισε ότι σκοπός του κανονισμού είναι η προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης από παραβιάσεις του κράτους δικαίου σε κράτος μέλος, και όχι η επιβολή κυρώσεων σε βάρος του κράτους αυτού ώστε να αποκατασταθεί η ακεραιότητα των δικαιοκρατικών θεσμών[3].

Έτσι, στην περίπτωση της Ουγγαρίας, η αναστολή των χρηματοδοτήσεων που είχε αρχικά αποφασιστεί άρθηκε από το Συμβούλιο με αντάλλαγμα την συγκατάθεση της κυβέρνησης του Όρμπαν στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, τη στιγμή που σύμπασα η ουγγρική αντιπολίτευση κατέθετε ότι τα διορθωτικά κυβερνητικά μέτρα υπέρ της αποκατάστασης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης ήταν ελλιπή και παραπλανητικά. Στην περίπτωση της διακοπής της χρηματοδότησης της Πολωνίας από τα ευρωπαϊκά Ταμεία,  μόλις, κατόπιν της νίκης στις εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου των συνασπισμένων δυνάμεων της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης υπό τον Ντόναλντ Τασκ, απομακρύνθηκε από την κυβερνητική εξουσία το εθνικιστικό και βαθιά αντιευρωπαϊκό κόμμα του Δικαίου και της Δικαιοσύνης υπό τον Καζίνσκι, η Επιτροπή έσπευσε να ξεμπλοκάρει τις χρηματοδοτήσεις τη στιγμή που και η ίδια ακόμη αναγνώριζε ότι η νέα φιλελεύθερη κυβέρνηση υπό τον Τασκ βρίσκεται σε αδυναμία να αποκαταστήσει την κανονικότητα των δημοκρατικών και δικαστικών θεσμών στην χώρα, αφού μοιράζεται την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας με τον πρόεδρο Ντούτα, ο οποίος είναι γέννημα και θρέμμα του Κόμματος του Δικαίου και της Δικαιοσύνης και δεν χάνει αφορμή για να παρεμποδίσει το έργο της νέας, φιλελεύθερης διακυβέρνησης. Περαιτέρω, λίγες ημέρες μετά το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου και τη διατύπωση του αιτήματος ενεργοποίησης σε βάρος της Ελλάδας του κανονισμού της αιρεσιμότητας, δημοσιοποιήθηκε η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ένωσης για την εφαρμογή του κανονισμού, που διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, πόσο ελλειμματική ήταν η εφαρμογή του κανονισμού όλα αυτά τα χρόνια εξαιτίας της αδυναμίας της Επιτροπής να τεκμηριώνει ότι οι παραβιάσες του κράτους δικαίου σε κράτη μέλη είχαν αρνητικές επιπτώσεις στα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης[4].

Είναι απορίας άξιο το πόσο ελλιπή επίγνωση των πολιτικών συνθηκών υπό τις οποίες πράγματι εφαρμόστηκε ο κανονισμός της αιρεσιμότητας είχαν οι ιθύνοντες των πολιτικών ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου, όταν επέλεξαν να προτείνουν, με το ψήφισμα της 7ης Φεβρουαρίου, την ενεργοποίηση του κανονισμού σε βάρος μιας χώρας μέλους, που κυβερνάται από μια πολιτική δύναμη στην οποία το μόνο αρνητικό γνώρισμα που δεν θα μπορούσε να της προσαφθεί είναι ο αντιευρωπαϊσμός και η εχθροπάθεια απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Εκτός εάν, με την πρότασή της αυτή, η Συνέλευση του Στρασβούργου ενσυνείδητα επέλεξε να στοχοποιήσει ένα κράτος μέλος που κείται υπεράνω υποψίας όσον αφορά τον διάχυτο, στην Ένωση, λαϊκίστικης επίνευσης αντιευρωπαϊσμό, μόνο και μόνο για να προβάλλει εαυτό σαν εγγυητική δύναμη του κράτους δικαίου ως αξίας που αφεαυτής επιτάσσει, όπως το διακηρύσσει και το άρθρο 2 της ιδρυτικής Συνθήκης της Ένωσης, την απεξάρτηση της τήρησής της από πολιτικο-οικονομικές δοσοληψίες και ανταλλάγματα[5]. Ωστόσο, αν ισχύει η δεύτερη εκδοχή, το ψήφισμα της 7ης Φεβρουαρίου , με τον ατεκμηρίωτο, τον αόριστα καταγγελτικό και τον ευρέως επικοινωνιακό λόγο που ενστερνίζεται δεν εξυπηρετεί, ούτε αυθεντικά ούτε αποτελεσματικά, το σκοπό της. Εξάλλου, πέραν της εμπειρίας του ελληνικού ψηφίσματος, τα διαπιστευτήρια που το Ευρωκοινοβούλιο διαθέτει στο πεδίο της υπεράσπισης του κράτους δικαίου ως αυταξίας είναι απείρως ισχνότερα από εκείνα που διαθέτει, στο ίδιο πεδίο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ειδικά μέσω της διαδικασίας εκπόνησης ετήσιων εκθέσεων για την κατάσταση του κράτους δικαίου σε κάθε χώρα μέλος ξεχωριστά, την οποία η εκτελεστική αρχή της Ένωσης μόνη της διαχειρίζεται, κατά βάση ερήμην του Ευρωκοινοβουλίου.

Όπως και για όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη, έτσι και για την Ελλάδα, από το 2020 όταν θεσπίστηκε η διαδικασία των ευρωπαϊκών εκθέσεων για το κράτος δικαίου, εκδόθηκαν τέσσερις εκθέσεις, οι οποίες αναδεικνύουν ανάγλυφα και πειστικά υστερήσεις και επιτεύγματα σε τέσσερις τομείς της δημόσιας ζωής που στεγάζονται κάτω από τις αρχές του κράτους δικαίου:  την ανεξαρτησία και την ποιότητα της δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς, την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης και τα θεσμικά αντίβαρα στην κυβερνητική εξουσία (ανεξάρτητες αρχές, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών). Εστιάζοντας στις ελληνικές εκθέσεις, η αξιοπιστία του αποδεικτικού υλικού και ο αμιγώς τεχνοκρατικός τους λόγος αφόπλισαν κάθε μικροκομματική ή στενόκαρδα εθνικιστική αμφισβήτηση των πορισμάτων και των συστάσεων. Η δημοσιοποίηση κάθε έκθεσης συνοδεύεται από τη δέσμευση της Επιτροπής να προσπαθεί να εκμαιεύσει τη συμμόρφωση των εθνικών αρχών στις συστάσεις, μετερχόμενη της πειθούς και ήπιων μέσων πολιτικής παρέμβασης στις εθνικές υποθέσεις (διαβουλεύσεις, συνεννοήσεις, παροχή εμπειρογνωμοσύνης). Το αργόσυρτο και το οικειοθελές της διαδικασίας συμμόρφωσης στην ετήσια έκθεση έδωσε τη διαπίστωση, για την Ελλάδα, στην έκθεση του 2023, ότι μόλις το 65% των συστάσεων που περιέχονταν στην έκθεση του 2022 είχαν ληφθεί υπόψη, πλήρως ή εν μέρει, από τις ελληνικές κυβερνητικές αρχές, χωρίς στο ποσοστό αυτό να περιλαμβάνεται συμμόρφωση σε συστάσεις για τις σοβαρότερες αποκλίσεις από το κράτος δικαίου (μη συμμετοχή του δικαστικού σώματος στους διορισμούς ανώτατων δικαστικών,  χαμηλή αποδοτικότητα της δικαιοσύνης, υψηλό επίπεδο διαφθοράς στον δημόσιο τομέα, παρακολούθηση του ιδιωτικού βίου των πολιτών)[6].

Ούτε η σύνδεση της προσήλωσης στις αρχές του κράτους δικαίου με οικονομικά ανταλλάγματα ούτε οι ήπιες παρεμβάσεις, στις εθνικές κυβερνήσεις, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις εκτροπές από το κράτους δικαίου με σκοπό την εξάλειψή τους αρκούν για να περιβάλλουν με θετικό πρόσημο την εμπλοκή της Ένωσης στην προστασία του κράτους δικαίου στο εσωτερικό των κρατών μελών. Υπό τις συνθήκες αυτές, διατηρεί την αξία της η διαπίστωση που είχε κάνει πριν από πέντε χρόνια ένας επιφανής Ευρωπαίος νομικός, που διετέλεσε επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου της Ένωσης, ότι η απαράμιλλα υψηλή κανονιστική ισχύς της ψήφου των πολιτών είναι η επαρκέστερη και συνεπέστερη δύναμη επαναφοράς σε κανονικότητα της τήρησης του κράτους δικαίου εντός των συστημάτων δημοκρατικής διακυβέρνησης των κρατών μελών[7]. Στις μέρες μας, μόνον οι πολίτες, με την στράτευση και με την ψήφο τους σε ιδεολογίες και πολιτικές οργανώσεις που αταλάντευτα στηρίζουν τη δικαιοκρατική αρχή ως θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος, μπορούν να θέσουν τέρμα είτε σε χρόνιες παθογένειες της δια του δικαίου δημοκρατικής διακυβέρνησης όπως είναι αυτές που σοβούν στην Ελλάδα, είτε σε  μονοπωλήσεις της εξουσίας από τις δυνάμεις του άκρατου λαϊκισμού και του εγωπαθούς εθνικισμού, από τις οποίες πηγάζουν  οι σοβαρότερες υπονομεύσεις του κράτους δικαίου στη Γηραιά ήπειρο.

 

[1] Κανονισμός 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2020, EE L  433/1 επ. της 22.12.2020.

[2] Κανονισμός 2021/1060 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 2021, EE L  231/159 επ. της 30.6.2021.

[3] Βλ. στην απόφ. ΔΕΕ της 16.2.2022, Ουγγαρία κ. Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, υπόθ. C-156/21, σκ. 119.

[4] Βλ. στην Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, Το κράτος δικαίου στην ΕΕ. Βελτιωμένο πλαίσιο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, χωρίς όμως μα έχουν εξαλειφθεί οι κίνδυνοι, 2024, σε https://www.eca.europa.eu.

[5] To άρθρο 2 της Συνθήκης ορίζει ότι  η  Ένωση βασίζεται στην αξία του κράτους δικαίου, όπως και στις λοιπές αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες, που όλες τους “είναι κοινές στα κράτη μέλη”.

[6] Βλ. στο Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Έκθεση του 2023 για το κράτος δικαίου. Κεφάλαιο για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, Βρυξέλλες, 5.7.2023,  έγγρ. SWD(2023) 808 τελ., https://commission.europa.eu/publications/2023-rule-law-report-communication-and-country-chapters_en?prefLang=el.

[7] Πρόκειται για τον Jean-Paul Jacqué, σήμερα ομότιμο καθηγητή του πανεπιστημίου του Στρασβούργου, σε άρθρο του με τίτλο « Une ou Deux Europe(s) », δημοσιευμένο στην Revue Trimestrielle de Droit Européen, 2020, σελ. 782-783.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

five × 2 =