H ανεξαρτησία της δικαιοσύνης μέσα από τις πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΕ

Τζένη Πρεβεδούρου, Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Εισαγωγή

 

  1. Αναφερόμενη στις πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ένωσης σχετικά με τις παρεμβάσεις της ενιαίας, κατ’ουσία, εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας στην οργάνωση της πολωνικής δικαιοσύνης, η Ππρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας έκανε λόγο για την «κιβωτό των αξιών της Ευρώπης ως Ένωσης Δικαίου»[1]. Στο ίδιο πνεύμα, ο ε.τ. Αντιπρόεδρος του ως άνω Δικαστηρίου επισημαίνει την εγγυητική των αρχών του κράτους δικαίου λειτουργία της Ένωσης και του Δικαστηρίου της, η οποία αποτυπώνεται στις εν λόγω πολωνικού ενδιαφέροντος αποφάσεις[2]. Στις αποφάσεις αυτές, το Δικαστήριο ανέδειξε, αφενός, τη σημασία των εθνικών δικαστηρίων για τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του Δικαίου της Ένωσης και της προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούνται από αυτό και, αφετέρου, την ανάγκη της ανεξαρτησίας των δικαστών για την επιτέλεση της παραπάνω αποστολής. Προς τούτο, το Δικαστήριο αξιοποίησε τη διάταξη του άρθρου 19 ΣΕΕ, την οποία ερμήνευσε υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη[3]. Δέχθηκε, δηλαδή, ότι στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, που κατοχυρώνει για κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης το άρθρο 47 του Χάρτη, αντιστοιχεί η υποχρέωση την οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης[4]. Στις νέες αποφάσεις του, το Δικαστήριο τόνισε ότι με τη διασφάλιση της πλήρους εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών και της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο αυτό, το άρθρο 19 ΣΕΕ συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ.

 

  1. Προορισμένο, αρχικά, για τη συμπλήρωση των ενδίκων βοηθημάτων και την κάλυψη των κενών έννομης προστασίας (Ι), το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ αποκτά νέα δυναμική, δεδομένου ότι το ΔΕΕ του προσέδωσε πρόσφατα και άλλη πτυχή, καθόσον το ανήγαγε σε έρεισμα της ανεξαρτησίας των μελών των εθνικών δικαστηρίων. Τούτο έγινε με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, με την οποία το ΔΕΕ αποφάνθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με το αν τα γενικά μέτρα μείωσης των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων της Πορτογαλίας συνιστούσαν προσβολή της ανεξαρτησίας των δικαστών (ΙΙ). Στη συνέχεια, το Δικαστήριο αξιοποίησε τη νομολογία αυτή στο πλαίσιο τριών αποφάσεων που αφορούν νομοθετικές επεμβάσεις στην οργάνωση της δικαστικής εξουσίας στην Πολωνία, για να στηρίξει στην εφαρμογή του άρθρου αυτού την ενίσχυση της προστασίας του κράτους δικαίου και της αρχής της διάκρισης των εξουσιών (ΙΙΙ).

Ι. Κάλυψη των κενών δικαστικής προστασίας

  1. Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ, κατά την οποία τα κράτη μέλη «προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», αποσκοπεί στην κάλυψη κενών δικαστικής προστασίας για τους μη προνομιούχους διαδίκους, λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων του παραδεκτού της προσφυγής ακύρωσης που τάσσει το ίδιο το πρωτογενές δίκαιο[5]. Όπως επισήμανε η J. Kokott, «οι δυνατότητες των ιδιωτών να τύχουν δικαστικής προστασίας από πράξεις της Ένωσης με γενική ισχύ αποτελούν από μακρού ένα από τα πλέον διαφιλονικούμενα ζητήματα του ευρωπαϊκού δικαίου»[6]. Με αφετηρία την απόφαση Plaumann[7], το Δικαστήριο προέβη, με πάγια νομολογία του, κατ’ αρχάς επί του άρθρου 173 της Συνθήκης Ε(Ο)Κ και εν συνεχεία επί του άρθρου 230 ΕΚ, σε συσταλτική ερμηνεία του δικαιώματος άσκησης ευθείας προσφυγής από φυσικά και νομικά πρόσωπα. Επιστέγασμα της νομολογίας αυτής είναι οι δύο αποφάσεις Jégo-Quéré[8]και Union de Pequeños Agricultores[9]. Μολονότι οι αυστηρές προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής ακύρωσης κατά πράξεων γενικής ισχύος θεωρήθηκαν από το ίδιο το Πρωτοδικείο (νυν Γενικό Δικαστήριο της Ένωσης) ως παραβίαση της γενικής αρχής της πραγματικής δικαστικής προστασίας, με συνέπεια την ανάγκη αναθεώρησής τους[10], το Δικαστήριο, στο πλαίσιο των αναιρέσεων κατά των σχετικών αποφάσεων, έκρινε ότι η κατάργηση των προϋποθέσεων αυτών από τον δικαστή θα ισοδυναμούσε με υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του[11]. Ακριβέστερα, το Δικαστήριο αναγνώρισε μεν ότι η προϋπόθεση ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονισμού παρά μόνον εάν ο κανονισμός αυτός το αφορά όχι μόνον άμεσα αλλά και ατομικά πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αρχής της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, τόνισε όμως ότι η ερμηνεία αυτή όμως δεν μπορεί να καταλήξει στην κατάργηση της εν λόγω προϋπόθεσης, την οποία προβλέπει ρητώς η Συνθήκη[12]. Σε αντίθεση, μάλιστα, με το Πρωτοδικείο, διαπίστωσε ότι «η Συνθήκη, με τα άρθρα της 230 ΕΚ και 241 ΕΚ, αφενός, και με το άρθρο της 234 ΕΚ, αφετέρου, καθιέρωσε πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στον κοινοτικό δικαστή. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν έχουν τη δυνατότητα, λόγω των προϋποθέσεων του παραδεκτού που θέτει το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να προσβάλλουν απ’ ευθείας τις κοινοτικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, έχουν τη δυνατότητα, αναλόγως της περιπτώσεως, να προβάλλουν την ακυρότητα των πράξεων αυτών, είτε παρεμπιπτόντως δυνάμει του άρθρου 241 ΕΚ ενώπιον του κοινοτικού δικαστή είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, και να ζητούν από αυτά να υποβάλλουν προς τούτο προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο»[13]. Το Δικαστήριο συνήγαγε από την αρχή της αγαστής συνεργασίας του (πρώην) άρθρου 10 ΕΚ ότι τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα φυσικά και νομικά πρόσωπα να αμφισβητούν ενώπιον των δικαστηρίων τη νομιμότητα οποιασδήποτε αποφάσεως ή εθνικού μέτρου σχετικά με την εφαρμογή επ’ αυτών κοινοτικής πράξεως κανονιστικού χαρακτήρα, προβάλλοντας την ακυρότητά της[14].

 

  1. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι, ακόμη και μετά την τροποποίηση του άρθρου 263 τέταρτο εδ. ΣΛΕΕ[15]με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, ο μη προνομιούχος διάδικος δεν μπορεί να προσβάλει νομοθετικές πράξεις γενικής και άμεσης ισχύος ενώπιον του ΔΕΕ ούτε ευθέως[16], λόγω των περιορισμών του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ούτε παρεμπιπτόντως μέσω προσβολής εθνικών εκτελεστικών μέτρων, αφού τέτοια μέτρα δεν προβλέπονται. Δεδομένου ότι, αφενός μεν, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να στερήσει έναν ρητώς προβλεπόμενο στη Συνθήκη περιορισμό από την πρακτική αποτελεσματικότητά του[17], αφετέρου δε, οι επεξηγήσεις για το άρθρο 47 του Χάρτη ορίζουν ότι η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των ενδίκων βοηθημάτων, το κενό ως προς την πραγματική έννομη προστασία κατά νομοθετικών πράξεων της Ένωσης άμεσης ισχύος θα πρέπει να καλυφθεί σε επίπεδο κρατών μελών, δηλαδή αποκεντρωμένης δικαστικής προστασίας[18]. Με άλλα λόγια, η ρητή κατοχύρωση της υποχρέωσης των κρατών μελών δια του άρθρου 19 ΣΕΕ, η οποία ανέκυπτε ήδη από το σύνολο του ενωσιακού δικαίου και, ειδικότερα, από το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας του (πρώην) άρθρου 10 ΕΚ (νυν άρθρου 4 παρ. 3 ΣΕΕ), αποτελεί ευθεία αντίδραση στις παραπάνω αποφάσεις Jégo-Quéré και Union de Pequeños Agricultores[19]. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Inuit, η υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών για να εξασφαλίσουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας «επιβεβαιώθηκε εκ νέου» στο άρθρο 19 παρ 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ[20]. Με άλλα λόγια, η Συνθήκη της Λισσαβώνας «ενέταξε συμβολικά τα εθνικά δικαστήρια στο δικαιοδοτικό σύστημα»[21]. Λόγω της ευρείας διατύπωσης, η διάταξη δεν απευθύνεται στον εθνικό δικαστή αλλά στη νομοθετική εξουσία, η οποία θα πρέπει να προβλέψει τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα[22]. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη φέρουν την ευθύνη να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ικανών να διασφαλίσουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο των πράξεων των οργάνων της Ένωσης. Προφανώς οι πράξεις αυτές δεν θα αποτελέσουν άμεσο αντικείμενο προσβολής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά θα πρέπει να διευκολυνθεί η προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο. Πάντως, πέρα από τα εθνικά δικαστήρια, που αποτελούν, κατά το άρθρο 19 παρ. 1 ΣΕΕ τον ένα από τους δύο πυλώνες του συστήματος δικαστικής προστασίας των Συνθηκών, το Δικαστήριο εμμένει στην κρίση ότι δεν υπάρχει κάποιο κενό στις δυνατότητες δικαστικής προστασίας των ιδιωτών κατά νομοθετικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: το νομικό σύστημα των Συνθηκών δημιούργησε ένα πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών, το οποίο παρέχει στους ιδιώτες αποτελεσματική δικαστική προστασία έναντι νομοθετικών πράξεων, ακόμη και πέραν των δυνατοτήτων ασκήσεως ευθείας προσφυγής κατ’ αυτών μέσω της προβολής της έλλειψης νομιμότηταςκατά τρόπο παρεμπίπτοντα[23]. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, δηλαδή, τη συντηρητική προσέγγιση που είχε υιοθετήσει στο παρελθόν όσον αφορά το locus standi των ιδιωτών[24].
  2. ΄Οπως επισημαίνει ο ε.τ. Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βασίλειος Σκουρής[25], πάντως, από την παραπάνω νομολογία συνάγεται ότι η αναβάθμιση της εθνικής έννομης προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ είναι τελικώς αυτή που θα καλύψει τις ανάγκες των φυσικών και νομικών προσώπων να επιτύχουν έμμεσα, μέσω της προδικαστικής παραπομπής[26], τον έλεγχο κύρους των πράξεων εκείνων, των οποίων την ακύρωση δεν μπορούν να διεκδικήσουν με άμεσο τρόπο λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

ΙΙ. Έρεισμα της ανεξαρτησίας των μελών των εθνικών δικαστηρίων

 

  1. Εκτός από τη συμπλήρωση των ενδίκων βοηθημάτων και την κάλυψη των κενών έννομης προστασίας, το ΔΕΕ προσέδωσε πρόσφατα στο άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ και άλλη διάσταση, καθόσον το ανήγαγε σε έρεισμα της ανεξαρτησίας των μελών των εθνικών δικαστηρίων. Με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (Συνδικαλιστική Ένωση Πορτογάλων Δικαστών)[27], το ΔΕΕ απάντησε στο ερώτημα που υπέβαλε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Πορτογαλίας αν τα γενικά μέτρα μείωσης των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων ενόψει περιορισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας συνιστούσαν προσβολή της ανεξαρτησίας των δικαστών. Το ΔΕΕ έκρινε ότι το άρθρο 19 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ, που επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν πραγματική δικαστική προστασία, συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που μνημονεύεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Για τη διασφάλιση λοιπόν της, κατά το άρθρο 19 ΣΕΕ, «πραγματικής δικαστικής προστασίας», πρωταρχική σημασία έχει η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας των οργάνων που την παρέχουν, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο του Χάρτη, το οποίο ανάγει την πρόσβαση σε ανεξάρτητο δικαστήριο σε μια από τις απαιτήσεις του θεμελιώδους δικαιώματος σε «πραγματική προσφυγή». Εν προκειμένω, δηλαδή, γίνεται επίκληση του Χάρτη ως στοιχείου ερμηνείας του άρθρου 19 ΣΕΕ. Πρόκειται για την ερμηνευτική εξειδίκευση μίας αφηρημένης ρύθμισης ενόψει μίας συγκεκριμένης: το άρθρο 19 ΣΕΕ επιβάλλει την υποχρέωση πραγματικής δικαστικής προστασίας και το άρθρο 47 του Χάρτη διευκρινίζει σε τι συνίσταται η πραγματική δικαστική προστασία. Σημειώνεται ότι το άρθρο 19 ΣΕΕ καλύπτει όλους «τους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», οπότε έχει πεδίο εφαρμογής ευρύτερο από αυτό του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο απευθύνεται στα κράτη μέλη μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης[28]. Πράγματι, το ΔΕΕ στηρίζει απευθείας τη λύση που προέκρινε στο άρθρο 19 ΣΕΕ, χωρίς να αναφερθεί στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και στον Χάρτη. Κρίνει ότι το άρθρο 19 ΣΕΕ έχει μεγαλύτερη εμβέλεια και μπορεί να ισχύσει για όλα τα εθνικά δικαστήρια, εφόσον αυτά «είναι δυνατόν»/«ενδέχεται» να κληθούν να αποφανθούν επί ζητημάτων που αφορούν την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, όπως το Ελεγκτικό Συνέδριο της Πορτογαλίας, έστω και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση που υποβλήθηκε στην κρίση του ΔΕΕ, το εθνικό δικαστήριο δεν θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό. Το ΔΕΕ αποφαίνεται, λοιπόν, υπό το πρίσμα του άρθρου 19 ΣΕΕ, χωρίς να εξετάσει τη συμβατότητα των προσβαλλόμενων μέτρων με τον Χάρτη, εξουδετερώνοντας έτσι τα όρια που απορρέουν από το πεδίο εφαρμογής του (άρθρο 51 παρ. 1). Τελικώς, η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν πραγματική δικαστική προστασία μέσω της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων τους είναι οριζόντια, αφού ελάχιστα είναι τα εθνικά δικαστήρια που δεν θα κληθούν να επιληφθούν υποθέσεων οι οποίες άπτονται του ενωσιακού δικαίου. Η ανεξαρτησία συνιστά προαπαιτούμενο της συνεργασίας μεταξύ του ΔΕΕ και των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, διότι διαφορετικά θα διακυβευόταν σοβαρά η αμοιβαία εμπιστοσύνη, την οποία το ΔΕΕ χαρακτήρισε, με τη γνωμοδότηση 2/13, ως αρχή συνταγματικής περιωπής. Ως βασικές συνιστώσες της ανεξαρτησίας, το ΔΕΕ αναφέρει την άσκηση των καθηκόντων του οργάνου χωρίς υπαγωγή σε οδηγίες, εντολές, παρεμβάσεις ή πιέσεις[29], την ισοβιότητα των μελών εντός τέτοιου οργάνου[30] και την καταβολή στα μέλη αυτά αποδοχών των οποίων το επίπεδο τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων τους. Καταλήγει ότι η καταβολή στους δικαστές αποδοχών των οποίων το επίπεδο τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκούν αποτελεί εγγύηση σύμφυτη με την ανεξαρτησία του[31].

 

  1. Σημειώνεται ότι η σχετική προσέγγιση παγιώνεται και εφαρμόζεται και σε άλλα πεδία, όπως η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης[32]. Λίγους μήνες μετά την απόφαση στην υπόθεση της Συνδικαλιστικής Ένωσης των Πορτογάλων Δικαστών, τo ΔΕΕ χρειάστηκε να αποφανθεί επί προδικαστικής παραπομπής ιρλανδικού δικαστηρίου το οποίο εκτιμούσε ότι οι «ευρείες και ανεξέλεγκτες» εξουσίες του δικαστικού συστήματος στη Δημοκρατία της Πολωνίας δεν συνάδουν προς εκείνες που προβλέπονται σε ένα δημοκρατικό κράτος διεπόμενο από την αρχή του κράτους δικαίου και, επομένως, υφίσταται πραγματικός κίνδυνος ο εκζητούμενος κατά του οποίου εκδόθηκαν ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης από πολωνικά δικαστήρια να υποστεί αυθαιρεσίες κατά τη διάρκεια της δίκης του στο εν λόγω κράτος μέλος. Το ΔΕΕ έκρινε ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαστών αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων που οι πολίτες απολαύουν βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών που μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου.
  2. Επιβάλλεται, εν προκειμένω, η επισήμανση ότι η αυστηρή προϋπόθεση της εφαρμογής του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 51 αυτού[33], εμπόδισε τον έλεγχο και την οριοθέτηση των μέτρων που ελήφθησαν κατά κρατών μελών για την τιθάσσευση της οικονομικής και μεταναστευτικής κρίσης μέσω της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων[34]. Ειδικότερα, το Δικαστήριο ενέκρινε τη μη εφαρμογή του Χάρτη όταν τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, στην περίπτωση που ιδρύουν μηχανισμό σταθερότητας όπως ο ΕΜΣ, για τη θέσπιση του οποίου οι ΣΕΕ και ΣΛΕΕ δεν αναθέτουν ειδική αρμοδιότητα στην Ένωση[35].

ΙΙΙ. Ενίσχυση του κράτους δικαίου

 

  1. Από την παραπάνω απόφαση Συνδικαλιστική Ένωση των Πορτογάλων Δικαστώνσυνάγεται ότι, όταν δεν διασφαλίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, το κράτος μέλος δεν παραβιάζει μόνο τις αξίες του άρθρου 2 ΣΕΕ, πράγμα που το εκθέτει στην πολιτικής υφής διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ και στην αναστολή δικαιωμάτων που απορρέουν από την εφαρμογή των Συνθηκών, αλλά και συγκεκριμένες διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, πράγμα που δικαιολογεί την άσκηση από την Επιτροπή προσφυγής λόγω παράβασης κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η Επιτροπή αξιοποίησε την ως άνω απόφαση, με την προσφυγή που άσκησε στις 2 Οκτωβρίου 2018, ζητώντας από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας, μειώνοντας το όριο της ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), εφαρμόζοντας την τροποποίηση αυτή στους δικαστές που έχουν διορισθεί στο εν λόγω δικαστήριο πριν από τις 3 Απριλίου 2018 και παρέχοντας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη διακριτική ευχέρεια να παρατείνει την ενεργό δικαστική υπηρεσία των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Σημειώνεται ότι αντίστοιχη προσπάθεια της Ουγγρικής Κυβέρνησης να αλλοιώσει τη σύνθεση του δικαστικού σώματος μέσω της αιφνιδιαστικής μείωσης ορίου ηλικίας για την παύση της της επαγγελματικής δραστηριότητας των δικαστών, εισαγγελέων και συμβολαιογράφων από τα 70 στα 62 έτη αντιμετωπίσθηκε από την Επιτροπή ως διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας που συνιστά παράβαση της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Το Δικαστήριο αναγνώρισε την παράβαση αυτή με την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας[36], κρίνοντας ότι οι επίδικες διατάξεις δεν ήσαν αναγκαίες για την επίτευξη του σκοπού της ενοποίησης των ηλιακών ορίων ούτε πρόσφορες για την επίτευξη του σκοπού της δημιουργίας περισσότερο ισορροπημένης «ηλιακής διάρθρωσης». Ευστόχως επισημάνθηκε ότι το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, δεν περιορίσθηκε σε έλεγχο άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του εθνικού νομοθέτη, αλλά συνδύασε ευρύτερες εκτιμήσεις και άλλες γενικές αρχές, ιδίως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης[37]. Με την «αυστηρή και δημιουργική εφαρμογή του δευτερογενούς δικαίου της Ένωσης», το Δικαστήριο προστάτευσε την ισοβιότητα και την ανεξαρτησία των δικαστών, υποχρεώνοντας τον εθνικό νομοθέτη να λαμβάνει υπόψη τη σχετική νομολογία κάθε φορά που προβαίνει σε μεταβολή του καθεστώτος και της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστών[38].
  2. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις στη πολωνική δικαιοσύνη αντιμετωπίσθηκαν από την Επιτροπή ως παράβαση του ίδιου του πρωτογενούς δικαίου. Εκτός της προσφυγής της ζήτησε και προσωρινή δικαστική προστασία, η οποία κατέληξε σε τρεις διατάξεις του Δικαστηρίου πριν την οριστική λύση της υπόθεσης. Με διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 2018, η Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε, βάσει του άρθρου 160 παρ. 7 του Κανονισμού Διαδικασίας, τη λήψη των προσωρινών μέτρων που είχε ζητήσει η Επιτροπή, τα οποία παράγουν τα αποτελέσματά τους μέχρι να εκδοθεί η διάταξη με την οποία θα περατώνεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων[39]. Περαιτέρω, με διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 2018, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε την υπαγωγή της υπόθεσης στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 23α του Οργανισμού του ΔΕΕ και του άρθρου 133 του Κανονισμού Διαδικασίας[40]. Τέλος, με διάταξη της μείζονος σύνθεσης του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2018, το Δικαστήριο διέταξε τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων που ζήτησε η Επιτροπή[41]. Και εν προκειμένω, το ΔΕΕ τόνισε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας μπορεί να κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων που συνδέονται με την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, επομένως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 § 1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ.
  3. Με την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας[42], το Δικαστήριο ανέπτυξε περαιτέρω την έννοια της δικαστικής ανεξαρτησίας ως βασικής συνιστώσας της υποχρέωσης διασφάλισης πραγματικής έννομης προστασίας του άρθρου 19 ΣΕΕ, η οποία πρέπει, με τη σειρά της, να πληροί τις επιταγές του άρθρου 47 του Χάρτη. Συστηματοποιώντας την πρόσφατη νομολογία του (Συνδικαλιστική Ένωση των Πορτογάλων Δικαστών [C-64/16] και Minister for Justice and Equality [Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος, C-216/18 PPU]), υπενθύμισεότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας περιλαμβάνει, αφενός, μια εξωτερική πτυχή, η οποία συνίσταται στην πλήρη αυτονομία του δικαστικού οργάνου και στη μη υπαγωγή σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση, εξωτερική παρέμβαση ή πίεση που θα μπορούσε να θίξει την ανεξάρτητη κρίση του και να επηρεάσει την απόφασή του και, αφετέρου, μια εσωτερική πτυχή, παρεμφερή προς την έννοια της αμεροληψίας, που συναρτάται προς την τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και επιτάσσει την επίδειξη αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς. Το νέο στοιχείο που εισφέρει η απόφαση στη σχετική συλλογιστική αφορά, ιδίως, την ανάδειξη της σημασίας της αρχής της ισοβιότητας –βασικής πτυχής της προσωπικής ανεξαρτησίας του δικαστικού λειτουργού– για την προστασία των δικαστών από εξωτερικές παρεμβάσεις και πιέσεις[43]. Αξιοποιώντας τα πορίσματα της «επιτροπής της Βενετίας»[44], το Δικαστήριο αναλύει διεξοδικά τον νέο πολωνικό νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για να καταλήξει ότι οι σχετικές με τα όρια ηλικίας των δικαστών μεταρρυθμίσεις και η άμεση εφαρμογή τους προκαλούν εύλογες ανησυχίες ως προς την τήρηση της αρχής της ισοβιότητας και δεν δικαιολογούνται από θεμιτό σκοπό, όπως θα ήταν η εναρμόνιση των ορίων ηλικίας υποχρεωτικής αποχώρησης από την υπηρεσία στο πλαίσιο των επαγγελμάτων που σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση ή η εγκαθίδρυση πιο ισορροπημένης ηλικιακής σύνθεσης του δικαστικού σώματος. Δεν είναι τόσο η μείωση των ορίων αλλά ο μηχανισμός που επιτρέπει την παραμονή τους στην ενεργό υπηρεσία πέρα από τη συμπλήρωση του νέου ορίου. Κατά συνέπεια, συνιστούν παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 19 παρ.1 δεύτερο εδ. ΣΕΕ. Δεν ευδοκίμησε η προσπάθεια της Πολωνικής Κυβέρνησης να συσχετίσει τον επίδικο μηχανισμό με τη διαδικασία εκλογής και ανανέωσης της θητείας των μελών του Δικαστηρίου (κυβερνητική επιλογή κάθε κράτους μέλους και κοινή συμφωνία των ΚΜ κατόπιν γνωμοδότησης της επιτροπής του άρθρου 255 ΣΛΕΕ)[45].

 

  1. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει εν προκειμένω η συλλογιστική του Δικαστηρίου σχετικά με τη θεμελιώδη σημασία της υποχρέωσης του άρθρου 19 ΣΕΕ, δηλαδή της διασφάλισης αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που παρέχει στους ιδιώτες το ενωσιακό δίκαιο, για τη διαφύλαξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και της αυτονομίας της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ένωσης δικαίου. Η σημασία ακριβώς αυτή επιτρέπει τον έλεγχο των εθνικών κανόνων οργάνωσης της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών με γνώμονα τις επιταγές της ως άνω διάταξης, χωρίς τούτο να συνεπάγεται οικειοποίηση της σχετικής κρατικής αρμοδιότητας από την Ένωση[46]. Με άλλα λόγια, οι αντίστοιχες οργανωτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών δεν μπορούν, κατά καταστρατήγηση της αρχής της δικονομικής και θεσμικής αυτονομίας, να λειτουργούν ως«δούρειος ίππος για την άλωση του οχυρού της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης»[47].

 

  1. Η παραπάνω νομολογία εμπλουτίζεται με την απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Πολωνίας[48] η οποία εκδόθηκε επί άλλης προσφυγής της Επιτροπής κατά του εν λόγω κράτους μέλους (που είχε ασκηθεί προηγουμένως αλλά συζητήθηκε αργότερα) και αφορά δύο παραβάσεις: πρώτον, των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 157 ΣΛΕΕ, καθώς και από την οδηγία 2006/54/ΕΚ για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης με τον τροποποιητικό νόμο για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων, της 12ης Ιουλίου 2017, που προβλέπει διαφορετικό όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και για τις γυναίκες που υπηρετούν ως δικαστές στα πολωνικά τακτικά δικαστήρια και στο Ανώτατο Δικαστήριο, ή ως εισαγγελικοί λειτουργοί. Δεύτερον, των υποχρεώσεων που υπέχει η Πολωνία από τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 47 του Χάρτη λόγω της μείωσης του ορίου της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως των δικαστών που υπηρετούν στα πολωνικά τακτικά δικαστήρια και της εξουσιοδότησης προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης να εγκρίνει την παράταση του χρονικού διαστήματος ενεργού δικαστικής υπηρεσίας. Η πρώτη αιτίαση έγινε δεκτή με λίαν εμπεριστατωμένη αιτιολογία του ΔΕΕ[49]. Η δεύτερη έγινε ομοίως δεκτή και επαναλαμβάνει τη συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, προσαρμόζοντας την ελάσσονα πρόταση και την υπαγωγή στα θέματα της υπό κρίση υπόθεσης (δικαστές τακτικών δικαστηρίων, διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Δικαιοσύνης να εγκρίνει ή να απορρίπτει την παράταση της ενεργού υπηρεσίας των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων βάσει αορίστων και μη επαληθεύσιμων κριτηρίων, έλλειψη απαίτησης αιτιολογίας και έλλειψη δικαστικής προστασίας κατά της απόφασης). Ούτε στην υπόθεση αυτή ευδοκίμησε η προσπάθεια της Πολωνίας να συσχετίσει τον επίδικο εθνικό μηχανισμό προς τη διαδικασία επιλογής μελών του ΔΕΕ από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.

 

  1. Η τρίτη απόφαση, αντίθετα, περιλαμβάνει νέες πτυχές. Πρόκειται για την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου)[50], η οποία εκδόθηκε επί προδικαστικών προσφυγών του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας. Ειδικότερα, τρεις Πολωνοί δικαστές προέβαλαν παραβιάσεις της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχόλησης, εξαιτίας της πρόωρης συνταξιοδότησής τους, σύμφωνα με τον νέο νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 2017 περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου [που κρίθηκε ότι παραβιάζει την αρχή της ισοβιότητας και της ανεξαρτησίας]. Μολονότι, κατόπιν πρόσφατης τροποποίησης, ο νόμος αυτός δεν αφορά πλέον τους δικαστές οι οποίοι υπηρετούσαν ήδη στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τον χρόνο θέσης σε ισχύ του εν λόγω νόμου και, κατά συνέπεια, οι ως άνω ασκήσαντες ένδικα βοηθήματα εξακολούθησαν να ασκούν τα καθήκοντά τους ή επέστρεψαν σε αυτά, το αιτούν δικαστήριο εκτίμησε ότι εξακολουθούσε να πρέπει να επιλύσει ζήτημα δικονομικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, ενώ το επίμαχο είδος ένδικης διαφοράς υπαγόταν κανονικά στην αρμοδιότητα του νεοσυσταθέντος στο Ανώτατο Δικαστήριο πειθαρχικού τμήματος, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν, λόγω αμφιβολιών ως προς την ανεξαρτησία του οργάνου αυτού, όφειλε να μην εφαρμόσει τους εθνικούς κανόνες περί κατανομής δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων και, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να επιληφθεί το ίδιο των διαφορών αυτών επί της ουσίας. Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο της απάντησης στα προδικαστικά ερωτήματα, το Δικαστήριο διατύπωσε ενδιαφέρουσες σκέψεις, αφενός, για το δικονομικό ζήτημα της δυνατότητας των ενδιαφερομένων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα[51]και, αφετέρου, για τη σχέση μεταξύ της σύμφωνης ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου προς το δίκαιο της Ένωσης και της αρχής της υπεροχής, που μπορεί να οδηγήσει στην αυτεπάγγελτη εκ μέρους του εθνικού δικαστή μη εφαρμογή των αντίθετων προς το ενωσιακό δίκαιο εθνικών διατάξεων[52].

 

  1. Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο αναγνώρισε τη δική του αρμοδιότητα, υπενθυμίζοντας τη νομολογία του σχετικά με την έννοια του άρθρου 19 ΣΕΕ και επισημαίνοντας, ειδικότερα, ότι, εν προκειμένω, οι διαφορές των κύριων δικών αφορούν προβαλλόμενες παραβάσεις κανόνων του δικαίου της Ένωσης, οπότε το όργανο που καλείται να τις επιλύσει (νεοσυσταθέν πειθαρχικό τμήμα του ανώτατου δικαστηρίου) θα κληθεί να αποφανθεί επί ζητημάτων απτομένων της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης και εμπιπτόντων, επομένως, σε τομείς που διέπονται από το δίκαιο αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ[53].

 

  1. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, ακόμη και αν οι κύριες δίκες ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου καταργηθούν, επειδή ο νόμος της 21ης Νοεμβρίου 2018, χωρίς να καταργεί αναδρομικά τις επίμαχες εθνικές διατάξεις ούτε τα έννομα αποτελέσματά τους, επανεντάσσει μετά τη συνταξιοδότησή τους τους δικαστές που έχουν ασκήσει ένδικα βοηθήματα στις υποθέσεις των κύριων δικών στις θέσεις τους, η προδικαστική παραπομπή διατηρεί τη λυσιτέλειά της. Εν προκειμένω, με τα προδικαστικά ερωτήματά του, το εθνικό δικαστήριο δεν ζητά διευκρινίσεις επί της ουσίας των διαφορών των οποίων έχει επιληφθεί – όχι διότι ο νέος νόμος μπορεί να καταλήξει στην κατάργησή τους, αφού λύνει ευνοϊκά για τους αιτούντες δικαστές το ζήτημα της συνταξιοδότησής τους, αλλά επειδή οι αρχικές διατάξεις στις οποίες υπήγοντο κατά την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων τους οι προσφεύγοντες έχουν ήδη κριθεί αντίθετες προς το άρθρο 19 ΣΕΕ – αλλά επί ζητήματος δικονομικής φύσης, το οποίο πρέπει να επιλύσει ως πρόκριμα κατά την έναρξη της δίκης και αφορά την ίδια την αρμοδιότητά του να εκδικάσει τις εν λόγω διαφορές[54], αντί του νεοσυσταθέντος πειθαρχικού τμήματος, η ανεξαρτησία του οποίου αμφισβητείται[55].
  2. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, για να απαντήσει στα ερωτήματα περί του αρμοδίου δικαστηρίου, αναφέρθηκε στη νομολογία του σχετικά με την εξωτερική και εσωτερική πτυχή της απαίτησης της ανεξαρτησίας[56] και επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με την «αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που χαρακτηρίζει τη λειτουργία ενός κράτους δικαίου», η ανεξαρτησία των δικαστηρίων πρέπει να διασφαλίζεται έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι η τρίτη φορά που το Δικαστήριο αναφέρεται προσφάτως στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών ως έκφανση της λειτουργίας του κράτους δικαίου[57], πράγμα που σημαίνει ότι αναγνωρίζει την εξουσία του να ελέγχει και την τήρηση της συνταγματικής αυτής αρχής εντός των κρατών μελών, και η πρώτη φορά που αναφέρεται σε διασφάλιση της δικαστικής εξουσίας έναντι και της νομοθετικής. Στις προηγούμενες αποφάσεις του τόνιζε την ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας έναντι της εκτελεστικής.
  3. Περαιτέρω, το Δικαστήριο ανέδειξε τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το πειθαρχικό τμήμα, ειδικότερα το γεγονός ότι στο τμήμα αυτό ανατέθηκε αποκλειστική αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται διαφορών σχετικών με τη, βάσει του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνταξιοδότηση των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι το τμήμα αυτό πρέπει να απαρτίζεται αποκλειστικώς από νεοδιορισθέντες δικαστές ή, ακόμη, ότι φαίνεται να απολαύει ιδιαίτερου βαθμού αυτονομίας στο πλαίσιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο διευκρίνισε επανειλημμένα ότι, μολονότι καθένα από τα εξεταζόμενα στοιχεία, θεωρούμενο μεμονωμένα, δεν θέτει κατ’ ανάγκη εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία του οργάνου αυτού, η εξέταση του συνδυασμού των στοιχείων αυτών μπορεί, αντιθέτως, να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα[58].
  4. Το Δικαστήριο έκρινε, εν τέλει, ότι το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής αποκλείει να εμπίπτουν διαφορές σχετικές με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου που δεν αποτελεί ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Κατά το Δικαστήριο, τούτο συμβαίνει οσάκις οι αντικειμενικές συνθήκες της σύστασης του οικείου οργάνου και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, καθώς και ο τρόπος διορισμού των μελών του[59], δύνανται να προκαλέσουν στους πολίτες εύλογες αμφιβολίες ως προς τη στεγανότητα του οργάνου αυτού έναντι της άμεσης ή έμμεσης άσκησης επιρροής εκ μέρους της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων και να κλονίσουν την εμπιστοσύνη την οποία πρέπει να εμπνέει η δικαιοσύνη στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Σε τέτοια περίπτωση, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να μην εφαρμόσει τη διάταξη του εθνικού δικαίου βάσει της οποίας αποκλειστικώς αρμόδιο να επιληφθεί διαφορών σχετικών με τη συνταξιοδότηση των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι το εν λόγω πειθαρχικό τμήμα. Με την προσέγγιση αυτή, οι διαφορές αυτές να μπορούν να εξετασθούν από δικαιοδοτικό όργανο το οποίο πληροί τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και το οποίο θα ήταν αρμόδιο στον οικείο τομέα εάν η αρμοδιότητά του δεν αποκλειόταν βάσει της εν λόγω διατάξεως[60]. Ενώ όμως το Δικαστήριο διατύπωσε μια εξαιρετική μείζονα, συνδυάζοντας με μαεστρία τις συνταγματικής φύσης διατάξεις των άρθρων 2 και 4 παρ. 3 ΣΕΕ με τις επιταγές των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47 του Χάρτη, αναδιπλώνεται ουσιωδώς στην υπαγωγή, επιδεικνύοντας αδικαιολόγητη αυτοσυγκράτηση. Παρόλο που διαθέτει πληρέστατα στοιχεία για τη νομική και πραγματική κατάσταση η οποία επικρατεί στην Πολωνία, αφήνει την απόφαση στο αιτούν δικαστήριο, στο οποίο απόκειται να καθορίσει, αν όντως κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην αμεροληψία και ανεξαρτησία του νέου πειθαρχικού τμήματος του πολωνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αντίθετα, κατηγορηματικός ως προς την παράβαση των επιταγών του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 19 ΣΕΕ λόγω των χαρακτηριστικών του νεοσύστατου πειθαρχικού τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας είναι ο γενικός εισαγγελέας[61].

Επίλογος

  1. 20. Τρία συμπεράσματα θα μπορούσαν να συναχθούν από τις πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικά με τις επεμβάσεις της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας στην πολωνική δικαιοσύνη.

– Παρά την κρίση που αναμφίβολα διέρχεται όσον αφορά την αποδοχή των αξιών της από τους πολίτες της, η ΄Ενωση fluctuat nec mergitur (κλυδωνίζεται αλλά δεν βυθίζεται)![62] Η λύση της κρίσης θα πρέπει να αναζητηθεί στην κανονιστική ενδυνάμωση της Ένωσης και στην ενεργοποίηση των θεσμών του δικαίου της, δηλαδή σε περισσότερη Ευρώπη! Προβλήματα δημιουργεί η ανεπαρκής θεσμοθέτηση, όπως η «θεσμική αφάνεια του Eurogroup»[63], δηλαδή η απουσία νομικής καθιέρωσης των αρμοδιοτήτων του, με συνέπεια τα σοβαρά ελλείμματα στην έννομη προστασία και, συνακολούθως, την αποδυνάμωση του κράτους δικαίου[64].

– Το Δικαστήριο, με τις πρόσφατες, πολωνικού ενδιαφέροντος, αποφάσεις του, απαντά δυναμικά στους Ευρωσκεπτικιστές. Οι αποφάσεις του κλονίζουν το βάσιμο όχι μόνο των κλασικών επιχειρημάτων περί «ελλείμματος δημοκρατικής νομιμοποίησης της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών»[65], αλλά και των πιο πρόσφατων και διεισδυτικών που επικαλούνται, αφενός, τον πρωταγωνιστικό ρόλο των οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι βαθμολογούν θετικά τα κράτη μέλη με υπερφιλελεύθερες οικονομικές προσεγγίσεις[66] και, αφετέρου, την αντίληψη ότι η αγορακεντρική προσέγγιση έχει προκαλέσει «αποσυνταγματοποίηση» στα κράτη μέλη, δηλαδή αποδυνάμωση της κανονιστικότητας των συνταγματικών διατάξεων[67].

– Οι πρόσφατες εξελίξεις καθιστούν σαφές πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του δικαστή στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με τις αποφάσεις Costa/ENEL και Van Gend en loos, το Δικαστήριο διατύπωσε τις αρχές της υπεροχής και του αμέσου αποτελέσματος. Με την απόφαση Francovich του 1990 έθεσε τις βάσεις της ευθύνης των κρατών μελών για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από το οποίο οι ιδιώτες αντλούν δικαιώματα. Με τη γνωμοδότηση 2/13, ματαίωσε την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, προκειμένου να διασώσει την ιδιαιτερότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Με την πρόσφατη αξιοποίηση του άρθρου 19 παρ. 1 ΣΕΕ, το Δικαστήριο θωρακίζει την ανεξαρτησία των εθνικών δικαστών. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής μπορεί να καταλήξει στην άσκηση προσφυγής λόγω παράβασης και στην καταδίκη του οικείου κράτους μέλους. Για τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η ένδικη διαδικασία της προσφυγής λόγω παράβασης του άρθρου 258 ΣΛΕΕ είναι προφανώς ευχερέστερη στην εφαρμογή της και, συνακολούθως, αποτελεσματικότερη από την πολιτική διαδικασία του άρθρου 7 ΣΕΕ, η οποία απαιτεί την ομοφωνία των κρατών μελών. Ο δικαστής φαίνεται να διαθέτει αποτελεσματικότερα μέσα για την αντιμετώπιση της κρίσης του κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση[68] από τα πολιτικά θεσμικά όργανα της Ένωσης. Αυτό, σε καμία περίπτωση, δεν σημαίνει ότι η δραστική, πλην, αποσπασματική, κατ’ ανάγκη, επέμβαση του δικαστή μπορεί να επιλύσει συνολικά το βαθύ πολιτικό πρόβλημα της απειλής της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Είναι σαν να καλούνται οι επιστήμονες να κατασκευάσουν ένα φράγμα για να προστατεύσουν τον πλανήτη από τους πάγους του Βόρειου Πόλου, οι οποίοι λιώνουν, λόγω ακριβώς επικίνδυνων συμπεριφορών των ίδιων των κατοίκων του πλανήτη.

[1] Κ. Σακελλαροπούλου, Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένωση δικαίουwww.constitutionalism.gr (Το κείμενο αυτό αποτέλεσε εισήγηση στην εκδήλωση με αφορμή την έκδοση του συλλογικού τόμου «Η κρίση του Κράτους Δικαίου στην Ε.Ε.» (επιμέλεια Α. Μεταξά), στις 27.11.2019, στην Αίθουσα Λόγου της Στοάς του Βιβλίου στην Αθήνα).

[2] Χρ. Ράμμου, Η Ευρώπη ως κοινότητα δικαίου, www.constitutionalism.gr (Το κείμενο αυτό αποτέλεσε εισήγηση στην εκδήλωση με αφορμή την έκδοση του συλλογικού τόμου «Η κρίση του Κράτους Δικαίου στην Ε.Ε.» (επιμέλεια Α. Μεταξά), στις 27.11.2019, στην Αίθουσα Λόγου της Στοάς του Βιβλίου στην Αθήνα).

[3] Βλ. Ε. Πρεβεδούρου, Η σχέση των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47
του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας, ΔιΔικ 6/2019, σ. 956.

[4] ΔΕΕ της 16.5.2017, C-682/15, Berlioz Investment Fund SA, EU:C:2017:373, σκέψη 44.

[5] Πέραν της προσφυγής ακυρώσεως, υφίστανται δύο άλλα ένδικα βοηθήματα τα οποία παρέχουν σε ιδιώτη τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, μόνου εν προκειμένω αρμόδιου, για να ζητήσει τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα κοινοτικής πράξεως, ήτοι η προσφυγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου με προδικαστική παραπομπή ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 234 ΕΚ και η αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ. Οι διαδικασίες οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 234 ΕΚ, αφενός, και 235 ΕΚ και 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, αφετέρου, δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται, υπό το φως των άρθρων 6 και 13 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ως διασφαλίζουσες στους ιδιώτες ένα δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής που τους επιτρέπει να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα κοινοτικών διατάξεων γενικής ισχύος οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τη νομική τους κατάσταση.

[6] Προτάσεις J. Kokott, C-583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ., EU:C:2013:21, σημ. 1.

[7] ΔΕΚ της 15.7.1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, EU:C:1963:17.

[8] ΔΕΚ της 1.4.2004, C-263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré & Cie SA, EU:C:2004:210.

[9] ΔΕΚ της 25.7.2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, EU:C:2002:462.

[10] ΠΕΚ της 3.5.2002, Τ-177/01, Jégo-Quéré, EU:T:2002:112, σκέψη 50. Βλ.. και διάταξη ΠΕΚ της 23.11.1999, Τ-177/99, Union de Pequeños Agricultores, EU:T:1999:296, σκέψεις 44 επ.

[11] Βλ. προτάσεις Fr. Jacobs στην υπόθεση C-50/00, Unión de Pequeños Agricultores, EU:C:2002:197, σημεία 71 επ., υπέρ της αναθεώρησης της αυστηρής νομολογίας περί ενεργητικής νομιμοποίησης ως αντίβαρο στην αύξηση των εξουσιών των θεσμικών οργάνων. Βλ. κριτική του δικονομικού συστήματος σε Ν. Simantiras, NetzwerkeimeuropäischenVerwaltungsverbund, MohrSiebeck, 2016, σ. 167 επ.

[12] Απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 44 και απόφαση Επιτροπή κατά Jégo-Quéré & Cie SA, σκέψη 36

[13] Απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 40 και Jégo-Quéré & Cie SA, σκέψη 30. Βλ. συναφώς και

[14] Απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 42 και Jégo-Quéré & Cie SA, σκέψη 30

[15] Το άρθρο 263 τέταρτο εδ. ΣΛΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά των ατομικών αποφάσεων, κατά των αποφάσεων γενικής ισχύος που αφορούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα. Από τη συνήθη έννοια του όρου “κανονιστική” προκύπτει ότι οι πράξεις στις οποίες αναφέρεται η τελευταία αυτή δυνατότητα είναι επίσης γενικής ισχύος. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να παράσχει τη δυνατότητα σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ασκήσει προσφυγή κατά πράξεων γενικής ισχύος που δεν είναι νομοθετικές πράξεις, οι οποίες το αφορούν άμεσα, χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα, αποφεύγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περιπτώσεις όπου το πρόσωπο αυτό θα έπρεπε να ενεργήσει παρανόμως προκειμένου να έχει πρόσβαση σε δικαστή. Το γράμμα του άρθρου 263 τέταρτο εδ. ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει την άσκηση προσφυγής κατά όλων των πράξεων που πληρούν τις προϋποθέσεις άμεσου επηρεασμού και απουσίας εκτελεστικών μέτρων ούτε κατά όλων των πράξεων γενικής ισχύος που πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις, αλλά αποκλειστικώς κατά συγκεκριμένης κατηγορίας των τελευταίων αυτών πράξεων, ήτοι κατά των κανονιστικών πράξεων, όχι όμως και κατά των νομοθετικών πράξεων. Βλ. ανάλυση του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ιδίως της έννοιας της κανονιστικής πράξης, στην απόφαση ΔΕΕ της 3.10.2013, C‑583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2013:625, σκέψεις 52-60.

[16] Θετική αποτίμηση της τροποποίησης που επέφερε η Συνθήκη της Λισσαβώνας από Π. Κανελλόπουλο, Η αίτηση ακυρώσεως κατά πράξεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασκούμενη από ιδιώτες με βάση τη Συνθήκη της Λισσαβόνας (Locus Standi), εις Τιμητικός Τόμος Νικολάου Κ. Κλαμαρή, Εκδ. Σάκκουλα, 2016, σ. 197 (211).

[17] Απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 44 και απόφαση Επιτροπή κατά Jégo-Quéré & Cie SA, σκέψη 36.

[18] Ε. Πρεβεδούρου, Η σχέση των άρθρων 19 ΣΕΕ και 47
του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας και της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας, όπ.π., σ. 90· Ι. Μιχάλη, L’Intérêt à agir dans le contentieux de l’annulation des actes administratifs. Étude comparée des droits français et allemand (Université Panthéon I, Panthéon-Sorbonne), σ. 436 επ., με σχετική βιβλιογραφία.

[19] Προτάσεις J. Kokott, C-583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ., EU:C:2013:21, σημ. 2

[20] ΔΕΕ της 3.10.2013, C‑583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2013:625, σκέψη 101.

[21] Ι. Μιχάλη, L’Intérêt à agir dans le contentieux de l’annulation des actes administratifs. Étude comparée des droits français et allemand, όπ. π., σ. 437, με παραπομπή σε J. Rideau, Droit institutionnel de l’Union européenne, 6e éd., LGDJ, 2010, p. 560.

[22] ΔΕΕ της 3.10.2013, C‑583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, EU:C:2013:625, σκέψη 100: «Στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέψουν ένα σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών προκειμένου να εξασφαλίσουν τον σεβασμό του θεμελιώδους δικαιώματος στην παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασία (προπαρατεθείσες αποφάσεις Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 41, και Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, σκέψη 31)».

[23] Βλ. προτάσεις J. Kokott, C-583/11 P, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ., EU:C:2013:21, σημ. 115, με παραπομπή στις αποφάσεις Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 40, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, σκέψη 30, ΔΕΚ C-167/02 P, Rothley κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:C:2004:193, σκέψη 46, και C-461/03, Gaston Schul Douane-expediteur , EU:C:2005:742, σκέψη 22.

[24] Β. Σκουρής, Ενεργητική νομιμοποίηση ιδιωτών για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως μετά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Inuit Tapiriit Kanatami (C-583/11P) και Telefónica (C-274/12P), εις Τιμητικός Τόμος Νικολάου Κ. Κλαμαρή, Εκδ. Σάκκουλα, 2016, σ. 1051 (1061).

[25] Β. Σκουρής, Ενεργητική νομιμοποίηση ιδιωτών για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως μετά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Inuit Tapiriit Kanatami (C-583/11P) και Telefónica (C-274/12P), όπ.π., σ. 1062.

[26] Πάντως, ούτε η ΣΛΕΕ ούτε το άρθρο 19 ΣΕΕ σκοπούν στη δημιουργία, στο επίπεδο των εθνικών δικαστηρίων και προς διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, άλλων μέσων παροχής ένδικης προστασίας πλην αυτών που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική μόνον εάν από την οικονομία της επίμαχης εθνικής έννομης τάξης προέκυπτε ότι δεν υφίσταται κανένα ένδικο μέσο που να επιτρέπει, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το ενωσιακό δίκαιο ή ακόμη αν το μόνο μέσο πρόσβασης στη δικαιοσύνη ήταν να αναγκαστούν οι πολίτες να παραβιάσουν το δίκαιο ( Σκέψεις 103 και 104 της απόφασης Inuit). Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η δυνατότητα δικαστικής προστασίας δεν είναι αποτελεσματική όταν ο μοναδικός τρόπος προκειμένου οι ιδιώτες να αποκτήσουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι να διαπράξουν παράβαση, ώστε να μπορούν να αμυνθούν στη συνέχεια έναντι της επιβολής κυρώσεων (προτάσεις J. Kokott, C-663/17 P, C-665/17 P και C-669/17 P, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka AS κ.λπ., EU:C:2019:323, σημείο 59.

[27] C-64/16, EU:C:2018:117.

[28] Άρθρο 51 παρ. 1 του Χάρτη: «Οι διατάξεις του παρόντος Χάρτη απευθύνονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, τηρουμένης της αρχής της επικουρικότητας, καθώς και στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης».

[29] ΔΕΚ C-506/04, Wilson, EU:C:2006:587, σκέψη 51, ΔΕΕ C-503/15, Margarit Panicello, EU:C:2017:126, σκέψη 37.

[30] ΔΕΚ C-506/04, Wilson, EU:C:2006:587, σκέψη 51

[31] Τη σημασία αποδοχών υψηλού επιπέδου επισήμανε το ΔΕΕ και στην μεταγενέστερη απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, C-49/18, Carlos Escribano Vindel EU:C:2019:106, σκέψη 66.

[32] ΔΕΕ της 25.7.2018, C-216/18 PPU, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος), EU:C:2018:586, ιδίως σκέψεις 48-54.

[33] Το ΔΕΕ έκρινε ότι «η έννοια της «εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης» του άρθρου 51 του Χάρτη επιβάλλει την ύπαρξη συνδέσμου ορισμένου βαθμού, που να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες επιπτώσεις του ενός τομέα στον άλλο (διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Demarchi Gino Sas, C-177/17 και C-178/17, EU:C:2017:656, σκέψη 19, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2016, Paoletti κ.λπ., C-218/15, EU:C:2016:748, σκέψη 14). Για να καθοριστεί αν μια εθνική κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51 του Χάρτη, πρέπει να εξετάζεται, μεταξύ άλλων στοιχείων, αν αυτή σκοπεί στην εφαρμογή διάταξης του δικαίου της Ένωσης, ο χαρακτήρας της ρύθμισης αυτής, αν αυτή επιδιώκει σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους του δικαίου της Ένωσης, έστω και αν ενδέχεται να επηρεάζει εμμέσως το δίκαιο αυτό, καθώς και αν υφίσταται ειδική ρύθμιση του δικαίου της Ένωσης στον σχετικό τομέα ή δυνάμενη να τον επηρεάσει (διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Demarchi Gino Sas, C-177/17 και C-178/17, EU:C:2017:656, σκέψη 20, αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2014, Siragusa, C-206/13, EU:C:2014:126, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 10ης Ιουλίου 2014, Julián Hernández κ.λπ., C-198/13, EU:C:2014:2055, σκέψη 37).

[34] Τη σχετική νομολογία συνοψίζει ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet, στις προτάσεις στην υπόθεση C-284/16, Slowakische Republik κατά Achmea BV, EU:C:2017:699, υποσημ. 138: «Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και αν τα ειδικά μέτρα που επιβάλλονται στα κράτη μέλη και τα οποία αποτελούν προϋπόθεση της χρηματοπιστωτικής συνδρομής που ζήτησαν στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΜΣ πρέπει να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, δεν εμπίπτουν στο δίκαιο αυτό. Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C-370/12, EU:C:2012:756, σκέψεις 151, 164, 179 και 180), καθώς και της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C-105/15 P έως C-109/15 P, EU:C:2016:702, ιδίως σκέψεις 59 και 61). Συγκεκριμένα, το μνημόνιο κατανόησης που υπογράφηκε εξ ονόματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (EMΣ) από την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι πράξη του ΕΜΣ και ως τέτοια δεν είναι δεκτική ελέγχου νομιμότητας από τα δικαστήρια της Ένωσης. Πάντως, η διαπίστωση ότι τα μέτρα αυτά δεν εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης δεν επηρεάζεται από τη δυνατότητα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά της Ένωσης, καθόσον η Επιτροπή και η ΕΚΤ υπέγραψαν το εν λόγω μνημόνιο κατανόησης, πράγμα που θα μπορούσε να αποτελέσει κατάφωρη παραβίαση εκ μέρους τους του δικαίου της Ένωσης, η οποία προκάλεσε ζημία. Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C-8/15 P έως C-10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 52 έως 55». Πράγματι, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το γεγονός ότι οι πράξεις του ΕΜΣ βρίσκονται εκτός της έννομης τάξης της Ένωσης (παρά το γεγονός ότι ένα ή περισσότερα θεσμικά όργανα της Ένωσης ενδέχεται να έχουν ορισμένο ρόλο στο πλαίσιο του ΕΜΣ) δύναται μεν να επηρεάσει το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, αλλά δεν εμποδίζει την επίκληση κατά της Επιτροπής και της ΕΚΤ, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 268 και του άρθρου 340, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, παράνομων συμπεριφορών οι οποίες συνδέονται, ενδεχομένως, με την υπογραφή μνημονίου κατανόησης εξ ονόματος του ΕΜΣ.

[35] ΔΕΕ της 27ης Νοεμβρίου 2012, Thomas Pringle, C-370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 180. Βλ. ανάλυση και κριτική της προσέγγισης αυτής σε D. Simon, Mécanisme européen de stabilité, Europe, n° 11, Novembre 2016, comm. 431· C. Yannakopoulos, La déréglementation constitutionnelle en Europe, Sakkoulas Publications, Athènes – Salonique, 2019, σ. 118, 119, 135.

[36] C‑286/12, EU:C:2012:687.

[37] Δ. Τριανταφύλλου, Independence of justice: Η προσωπική ανεξαρτησία των δικαιοδοτικών οργάνων και το Δικαστήριο της ΕΕ, Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Νικόλαο Κλαμαρή, Εκδ. Σάκκουλα, 2016, σ. 1175 (1179).

[38] Δ. Τριανταφύλλου, Independence of justice: Η προσωπική ανεξαρτησία των δικαιοδοτικών οργάνων και το Δικαστήριο της ΕΕ, όπ. π. σ. 1180.

[39] Διάταξη της Αντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 19.10.2018, C-619/18 R, Επιτροπή κατά Πολωνίας, EU:C:2018:852.

[40] Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15.11.2018, C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας, EU:C:2018:910.

[41] Διάταξη του Δικαστηρίου της 17.12.2018, C-619/18 R, Επιτροπή κατά Πολωνίας EU:C:2018:1021.

[42] C-619/18, EU:C:2019:531. Βλ. συναφώς Δ. Λέντζη/Δ. Γαμπά, Το ΔΕΕ ως προστάτης των κοινών ευρωπαϊκών αξιών: Η υπόθεση της ανεξαρτησίας του ανώτατου δικαστηρίου της Πολωνίας (παρατηρήσεις σε ΔΕΕ C-619/18, απόφ. της 24.6.2019, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας, ΘΠΔΔ 11/2019, σ. 1059.

[43] Βλ. συναφώς Δ. Λέντζη/Δ. Γαμπά, Το ΔΕΕ ως προστάτης των κοινών ευρωπαϊκών αξιών: Η υπόθεση της ανεξαρτησίας του ανώτατου δικαστηρίου της Πολωνίας όπ.π., σ. 1062, με παραπομπές σε Δ. Τριανταφύλλου, Independence of justice: Η προσωπική ανεξαρτησία των δικαιοδοτικών οργάνων και το Δικαστήριο της ΕΕ, Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Νικόλαο Κλαμαρή, Εκδ. Σάκκουλα, 2016, σ. 1176, και Α. Γέροντα, Το όριο ηλικίας των δικαστών, ΕφημΔΔ 2016, σ. 692.

[44] Βλ. σημεία 33 και 47 της αριθ. 904/2017 γνώμης [CDL-AD(2017)031] της ευρωπαϊκής επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δημοκρατία μέσω της νομοθεσίας.

[45] Σκέψεις 119-121 της απόφασης C-619/18, EU:C:2019:531.

[46] Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη οφείλουν, και κατά την άσκηση αποκλειστικώς εθνικών αρμοδιοτήτων, να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης (ΔΕΕ C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας, EU:C:2019:531, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. και περαιτέρω νομολογιακές παραπομπές σε Δ. Λέντζη/Δ. Γαμπά, Το ΔΕΕ ως προστάτης των κοινών ευρωπαϊκών αξιών: Η υπόθεση της ανεξαρτησίας του ανώτατου δικαστηρίου της Πολωνίας όπ.π., σ. 1060, υποσημ. 13. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει και η νομολογία σχετικά με την οργάνωση των εθνικών ενόπλων δυνάμεων (ιδίως, ΔΕΚ της 11.1.2000, C-285/98, Tanja Kreil, EU:C:2000:2, σκέψη 15, της 11.3.2003, C-186/01, Alexander Dory, EU:C:2003:146, σκέψη 35). Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αποφάσεις των κρατών μελών για την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεών τους δεν εξαιρούνται πλήρως από το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όταν μάλιστα πρόκειται για την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών ως προς τις εργασιακές σχέσεις, για παράδειγμα ως προς την πρόσβαση στα στρατιωτικά επαγγέλματα».

[47] Μ. Βηλαρά, Δικαστική Ανεξαρτησία και Αρχές της Αμοιβαίας Εμπιστοσύνης και Αναγνώρισης στην Πρόσφατη Νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 2/2019, σ. 128 (139).

[48] C-192/18, EU:C:2019:924.

[49] Σκέψεις 47-84.

[50] C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982.

[51] Σκέψεις 60 έως 64 της απόφασης. Βλ. και ΔΕΕ 22.6.2017, Federatie Nederlandse Vakvereniging κ.λπ., C-126/16EU:C:2017:489, σκέψη 30, ΔΕΕ 25.10.2017, Polbud – Wykonawstwo, C-106/16EU:C:2017:804, σκέψη 24, ΔΕΕ 6.3. 2018, Achmea, C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 26.

[52] Σκέψεις 155 έως 161 της απόφασης A. K. κ.λπ., C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982.

[53] Ανάλυση στις σκέψεις 73-85 της απόφασης A. K. κ.λπ., C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982.

[54] Σκέψη 99 της απόφασης A. K. κ.λπ., C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982.

[55] Σκέψεις 101-105 της απόφασης A. K. κ.λπ., C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982.

[56] Σκέψεις 121, 122 της απόφασης A. K. κ.λπ., C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982.

[57] Πρόκειται για υποθέσεις που αφορούν το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης: ΔΕΕ C-452/16 PPU, Openbaar Ministerie κατά Krzysztof Marek Poltorak, EU:C:2016:858, σκέψη 35, ΔΕΕ C-477/16 PPU, Openbaar Ministerie κατά Ruslanas Kovalkovas, EU:C:2016:861, σκέψη 36.

[58] Σκέψη 152 της απόφασης A. K. κ.λπ., C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982.

[59] Καθορισμός των δικαστών που στελεχώνουν το πειθαρχικό τμήμα από το Ειδικό Δικαστικό Συμβούλιο (ΕΔΣ),του οποίου η ανεξαρτησία έχει επίσης τεθεί υπό αμφισβήτηση λόγω της τροποποίησης της πολωνικής νομοθεσίας που διέπει τον τρόπο διορισμού των δικαστικών μελών του. Η σύνθεσή του καθορίζεται πλέον κατά κύριο λόγο από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία.

[60] Σκέψη 166 της απόφασης A. K. κ.λπ., C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982.

[61] «Οι απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης που προβλέπονται στο άρθρο 47 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι το νεοσύστατο τμήμα ανωτάτου δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση ένδικου βοηθήματος εθνικού δικαστή και το οποίο απαρτίζεται αποκλειστικώς από δικαστές που εκλέγονται από εθνικό όργανο επιφορτισμένο με τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων, ήτοι από το Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο), του οποίου η ανεξαρτησία από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία δεν διασφαλίζεται, λόγω του τρόπου στελέχωσής του και του τρόπου εργασίας του, δεν πληροί τις απαιτήσεις αυτές. Η ίδια απαγόρευση συνάγεται από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ» (προτάσεις E. Tanchev, C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:551, σημ. 157).

[62] Χρ. Ράμμου, Η Ευρώπη ως κοινότητα δικαίου, www.constitutionalism.gr, όπ.π.

[63] Π. Παυλόπουλος, Κρίση του Κράτους Δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εις Α. Μεταξάς (επιμ.) Η κρίση του κράτους δικαίου στην ΕΕ, Ευρασία, 2018, σ. 21 (32).

[64] Βλ. συναφώς την απόφαση ΔΕΕ 27.11.2012, Pringle, C-370/12EU:C:2012:756 και τις μεταγενέστερες της 20.9.2016, C-8/15 P έως C-10/15, Ledra Advertising Ltd κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, EU:C:2016:701, σκ. 54 («το γεγονός ότι ένα ή περισσότερα θεσμικά όργανα της Ένωσης ενδέχεται να έχουν ορισμένο ρόλο στο πλαίσιο του ΕΜΣ δεν μεταβάλλει τη φύση των πράξεων του ΕΜΣ, οι οποίες βρίσκονται εκτός της έννομης τάξης της Ένωσης») και της 20.9.2016, C-105/15 P έως C-109/15 P, Κωνσταντίνος Μαλλής κατά κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, EU:C:2016:702 , (το γεγονός ότι η Επιτροπή και η ΕΚΤ συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Ευρωομάδας δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα των δηλώσεων της τελευταίας και ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι, λόγω αυτού, η επίδικη δήλωση αποτελεί έκφραση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων των δύο αυτών θεσμικών οργάνων της Ένωσης).

[65] Χ. Ράμμου, Κρίση του κράτους δικαίου στην Ευρώπη. Μια ακόμη ευρωπαϊκή κρίση ή βαθύτερη και υπαρξιακή κρίση; εις Α. Μεταξάς (επιμ.) Η κρίση του κράτους δικαίου στην ΕΕ, Ευρασία, 2018, σ. 49 (51).

[66] C. Yannakopoulos, Un Etat devant la faillite : Entre droit et non – droit, in La fin du droit ? Acte du colloque des 5 et 6 Décembre 2013, mare & martin, 2013 175 (179).

[67] C. Yannakopoulos, La déréglementation constitutionnelle en Europe, Sakkoulas Publications, 2019, σ. 159 επ.

[68] Βλ. επιφυλάξεις Χ. Ράμμου, Κρίση του κράτους δικαίου στην Ευρώπη. Μια ακόμη ευρωπαϊκή κρίση ή βαθύτερη και υπαρξιακή κρίση; όπ.π., σ. 56, κατά τον οποίο δεν πρέπει να υπερτιμώνται οι διαρθρωτικές δυνατότητες της ΕΕ και ούτε το ΔΕΕ μπορεί να είναι απόλυτα αποτελεσματικό.