Η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) είναι μια εξέλιξη με μακρά ιστορία. Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του ΔΕΚ 2/94 (28.03.1996), λόγω έλλειψης αρμοδιότητας της Κοινότητας να νομοθετεί στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων ή να συνάπτει διεθνείς συνθήκες, δεν αρκούσε, ως νομιμοποιητική βάση της προσχώρησης, η ρήτρα ευελιξίας του άρθρου 235, ΣΕΚ, αλλά απαιτούνταν τροποποίηση της Συνθήκης. Πλέον, το άρθρο 6 παρ. 2 ΣΕΕ, όπως διατυπώθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, ορίζει ρητά ότι «η Ένωση προσχωρεί στην ΕΣΔΑ», καθιερώνοντας σχετική υποχρέωση της Ένωσης, παράβαση της οποίας θα μπορούσε, ενδεχομένως, να θεμελιώσει προσφυγή ενώπιον του ΔΕΕ.
Στο πλαίσιο αυτό γίνεται καταρχάς μια σύντομη περιγραφή της μέχρι τώρα σχέσης των δύο δικαστηρίων (ΔΕΕ και ΕΔΔΑ), ιδίως δε της αντιμετώπισης του δικαίου της Ένωσης από την πλευρά του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, εφόσον με την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της τελευταίας θα καλύπτουν υποχρεωτικά και τη δράση των οργάνων της Ένωσης κατά το μέρος που αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ΕΣΔΑ. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται και αποτιμάται το τελευταίο σχέδιο συμφωνίας (05.04.2013), που περιλαμβάνει ειδικούς μηχανισμούς για τη λειτουργία και τη σχέση των δύο δικαστηρίων κατά τη διεξαγωγή του δικαστικού ελέγχου τήρησης των επιταγών της ΕΣΔΑ και το οποίο έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο της Ένωσης προκειμένου αυτό να γνωμοδοτήσει σχετικά.
(Προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την ίδρυση των Tακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων)