200 χρόνια ελληνικός συνταγματισμός. Η περίπτωση του «πραγματικού» Συντάγματος»

Χρήστος Ράμμος, Πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), πρώην αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας

Αντώνης Ν. Μανιτάκης, Ο ελληνικός συνταγματισμός 200 χρόνια μετά. Δημοκρατικός, νεωτερικός, ακμαίος, ΕΑΠ, Αθήνα 2020, 168 σελ.

Το Σύνταγμα ήταν πάντα για τον καθηγητή Αντώνη Μανιτάκη ένα αίτημα πολιτικής ελευθερίας, ένα ζητούμενο για μια διαρκώς εμβαθυνόμενη και διευρυνόμενη δημοκρατία. Μια τεχνική της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Το πρόσφατο βιβλίο του στο οποίο συγκεφαλαιώνονται τα 200 χρόνια του ελληνικού συνταγματισμού δίνει ιδανικές αφορμές για συζήτηση των θεσμών που έχει θεσπίσει το Σύνταγμα, για τα θεμελιώδη  δικαιώματα στα οποία η Ελλάδα πρωτοπόρησε, αρχής γενομένης με το Σύνταγμα του 1844 και κυρίως του 1864, για την εντυπωσιακή κανονιστική αρτιότητα των  ελληνικών συνταγματικών κειμένων – αλλά και για τις παθογένειες που συχνά οδήγησαν σε χάσμα της συνταγματικής πραγματικότητας από τις εξαγγελίες των συνταγματικών κειμένων. [ΤΒJ]

Αφορμή  γι’ αυτό το κείμενο στάθηκε το  τελευταίο βιβλίο του Αντώνη Μανιτάκη (Α.Μ.)· ένας μικρός τόμος με τον τίτλο Ο ελληνικός συνταγματισμός 200 χρόνια μετά. Δημοκρατικός, νεωτερικός, ακμαίος[1]. Ο Α.Μ. δεν χρειάζεται παρουσίαση. Έχει καταστεί στην συνείδηση του ευρύτερου νομικού κόσμου ένας από τους κορυφαίους συνταγματολόγους της περιόδου της μεταπολίτευσης. Δημόσιος διανοούμενος και καταξιωμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος. Δύο ήταν τα μεγάλα πάθη της δημόσιας παρουσίας του. Το Σύνταγμα ως ιδανικό, ως μηχανισμός διαρκούς μάχης για τη δημοκρατία – και η διδασκαλία· τομέας ο  τελευταίος, στον οποίο υπήρξε πραγματικά χαρισματικός.

Δεν είναι λοιπόν πρόθεσή μου να παρουσιάσω ούτε το βιβλίο ούτε τον συγγραφέα. Με αφορμή διάφορα ερεθίσματα που δίνει το βιβλίο, θεωρώ ότι είναι πιο ενδιαφέρον αυτή την περίοδο, που συμπληρώνονται τα 200 χρόνια από την Επανάσταση και ακούγονται πολλά επετειακά, να παρουσιαστούν  ορισμένοι προβληματισμοί,  όχι τόσο  σε σχέση με την ιστορική εξέλιξη της νεοελληνικής συνταγματικής θεωρίας και του κανονιστικού  περιεχομένου των αλληλοδιαδόχων  Συνταγμάτων της χώρας. Έχουν γραφτεί τόσα πολλά γύρω από αυτά τα θέματα και από τον ίδιο τον Α.Μ. όσο και από άλλους[2]. Πιο χρήσιμο είναι να διατυπωθούν κάποιες σκέψεις σχετικές με τη συνταγματική πραγματικότητα, με το πώς λειτούργησαν και λειτουργούν οι θεσμοί που έχει θεσπίσει το Σύνταγμα και  σε ποιο βαθμό η καθιέρωση των θεμελιωδών  δικαιωμάτων, στα οποία η Ελλάδα πρωτοπόρησε, αρχής γενομένης με το Σύνταγμα του 1844 και κυρίως του 1864, ανταποκρίνεται στην, όντως, εντυπωσιακή κανονιστική αρτιότητα των  ελληνικών συνταγματικών κειμένων. Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα γίνει αναφορά και σε επιλεγμένη ειδικότερη θεματολογία του βιβλίου, καθώς και στη γενικότερη συνταγματική και θεσμική σκέψη του Α.Μ.

 

Τυπικό Σύνταγμα και πραγματικό Σύνταγμα

Η επέτειος των 200 ετών με τους απολογισμούς και τους αναστοχασμούς, που συνήθως επιβάλλουν οι επέτειοι και τα ιωβηλαία, συνέπεσε με την εμφάνιση  μιας νέας εθνικής αισιοδοξίας ή, έστω, με το τέλος μιας συλλογικής εθνικής κατάθλιψης και απαισιοδοξίας, που είχε κυριαρχήσει τη δεκαετία των μνημονίων, με την  πρωτοφανή για ειρηνική περίοδο δημοσιονομική, οικονομική κρίση, την κρίση αξιών, την κοινωνική υποβάθμιση και την ανασφάλεια πολλών κοινωνικών στρωμάτων,  τις βιαιότατες συγκρούσεις και το διχασμό, τον κλυδωνισμό του πολιτικού συστήματος[3] και τη δοκιμασία των θεσμών. Παρ’ όλα αυτά, η χώρα άντεξε, δεν χρεοκόπησε, τουλάχιστον τυπικά, επίσης το δημοκρατικό πολίτευμα άντεξε σε γενικές γραμμές[4] και η χώρα δεν βρέθηκε εκτός Ευρωζώνης. Παρέμεινε  στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίποτε δεν δείχνει ότι, τουλάχιστον προς το παρόν, αυτή η θέση κινδυνεύει. Κάτι που δείχνει ότι ίσως τα φαινόμενα να ήταν τελικά πιο θεαματικά και εντυπωσιακά από την κοινωνική υιοθέτησή τους. Επίσης το Σύνταγμα άντεξε ως κανονιστικό κείμενο, αλλά και ως σύνολο πολιτικών θεσμών. Τούτο συνέβη και διότι υπάρχει μια ιστορική βαθύτητα, ένα ρίζωμα στη νεοελληνική ιστορία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας,  αλλά και διότι,  παρά τις διάφορες θεωρίες περί της «καθ’ ημάς Ανατολής»,  τις  κρίσιμες στιγμές η ελληνική κοινωνία πάντα ανανεώνει την ενστικτώδη πρόσδεσή της στη Δύση ως ιδεολογικό και γεωπολιτικό χώρο. Αλλά και το ίδιο το συνταγματικό κείμενο του 1975, παρά τη φλύαρη υπερφόρτωσή του σε διάφορα σημεία, είναι ένα κείμενο με ισορροπία, ανοιχτοσύνη και δυνατότητα προσαρμογής στις νέες προκλήσεις του ευρωπαϊκού ανοίγματος και της παγκοσμιοποίησης[5]. Είναι  επίσης  δεκτικό συνεχούς προσαρμογής και εξέλιξης μέσω της νομολογιακής επεξεργασίας και της ερμηνείας των επιμέρους διατάξεών του και του ίδιου ως συνόλου, από τα Δικαστήρια (κυρίως, αλλά όχι μόνο από το Συμβούλιο της Επικρατείας[6])· προσαρμογής  στα  ευρωπαϊκά αλλά και στα διεθνή δεδομένα, σε έναν πολυεπίπεδο συνταγματισμό, στο πλαίσιο του οποίου η συνταγματική και ευρύτερη έννομη τάξη της χώρας δεν προσδιορίζεται πλέον μόνο από το εθνικό Σύνταγμα, σύμβολο της εθνικής κυριαρχίας, αλλά  συμπροσδιορίζεται μαζί με αυτό και από το ενωσιακό δίκαιο, που διεκδικεί  προτεραιότητα εφαρμογής έναντι αυτού[7], αλλά και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Αυτή η δύσκολη και διαρκώς διαμορφούμενη και εξελισσόμενη σχέση[8] προκύπτει από τον «διάλογο» των Ανώτατων Δικαστηρίων, εθνικών και υπερεθνικών [όπως το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)], και  προσδιορίζεται από τη νομολογία τους, η οποία με διαρκείς ευέλικτες κατασκευές προσαρμόζει το συνταγματικό κείμενο στις εξελισσόμενες συνθήκες· αυτό  που οι συνταγματολόγοι ονομάζουν μικρές άδηλες και άτυπες συνταγματικές μεταβολές[9] χωρίς να χρειάζεται να μεσολαβήσει η χρονοβόρα και περίπλοκη διαδικασία της τυπικής αναθεώρησης του Συντάγματος, που διαγράφει το άρθρο 110 αυτού. Αυτό είναι, επίσης, που οι σύγχρονοι συνταγματολόγοι, και ο Α.Μ. στην 8η ενότητα του επίμαχου βιβλίου του με τον τίτλο «Η ανθεκτικότητα του Συντάγματος και η συνάντησή του με τον ευρωπαϊκό και υπερεθνικό συνταγματισμό», ονομάζουν ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα[10] τού, κατά τα λοιπά, τυπικού και αυστηρού μας Συντάγματος.

Σε γενικές γραμμές, αυτή η πρόσφατη επανάκαμψη μιας πιο αισιόδοξης πρόσληψης της νεοελληνικής πραγματικότητας, σε μια χώρα που χαρακτηρίζεται από εθνική μεμψιμοιρία, δεν είναι ιστορικά αδικαιολόγητη, αν συλλογιστεί κανείς το σημείο εκκίνησης του νεοελληνικού κράτους, που ήταν μια από τις πιο καθυστερημένες επαρχίες τής, ούτως ή άλλως αποκομμένης από την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι γεγονός ότι, στη χώρα μας, συνήθως κυμαινόμαστε μεταξύ δύο προσλήψεων της ιστορίας και της ταυτότητάς μας. Μιας επαρχιώτικης, εθνικιστικής, αντιδυτικής, φαινομενικά υπερήφανης, αλλά κατά βάθος ανασφαλούς και αμυντικού τύπου νοσταλγικής ενός παλιού ένδοξου παρελθόντος ή ενός απολεσθέντος παραδείσου, και μιας άλλης που διαρκώς τονίζει τα ελλείμματα της χώρας σε σχέση με μια ιδεατή Δυτική Ευρώπη την οποία η, αιώνια καταδικασμένη να μείνει πιστή στην καθυστερημένη ανατολική ψυχή της, Ελλάδα δεν μπορεί  να φτάσει. Είναι εξίσου παραλυτικές και αντιπαραγωγικές και οι δύο, όντας απλώς συναισθηματικές προσεγγίσεις. Εκείνο που παραδοσιακά  απουσίαζε στη χώρα είναι μια ισορροπημένη, ψύχραιμη και νηφάλια αντιμετώπιση του παρελθόντος χωρίς «μικρομεγαλισμούς» και ομφαλοσκοπήσεις. Μια τέτοια, λοιπόν, προσέγγιση, που αποκαθιστά τη σημασία της  αγνοημένης νεωτερικότητας της νεοελληνικής πολιτείας και παρουσιάζει μια ισορροπημένη εικόνα έχει αρχίσει να εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια μεταξύ ιστορικών, κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων και νομικών. Η πιο εμβληματική, μεταξύ πολλών, περίπτωση είναι  του Γιάννη Βούλγαρη, με το έργο του Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική[11].

Χωρίς  καθόλου να υπαινίσσομαι ότι οι συγγραφείς και οι στοχαστές, στους οποίους αναφέρθηκα πιο πάνω, ή ο Α.Μ., υποπίπτουν στη μονομέρεια να  υπερτονίζουν την αισιόδοξη ερμηνεία και πρόσληψη της ιστορίας και της ταυτότητάς μας, πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, όσο επιβλαβής και άδικη για το παρελθόν μας ήταν η αμαύρωσή του και η ηττοπάθεια της δεκαετίας των μνημονίων, άλλο  τόσο δεν πρέπει η ανάσα που δίνει η τυπική έξοδος απ’ αυτά και η προσέγγιση της 200ής επετείου της Επανάστασης να μας οδηγήσουν σε αυταρέσκεια και εφησυχασμό ότι έχουμε καταστεί ευρωπαϊκή πολιτεία οριστικά, με μια δημοκρατία από τις πιο ώριμες. Αν σε κάτι πρέπει να ωφελήσει η επέτειος είναι να αναστοχαστούμε την πορεία μας με τα θετικά της, αλλά και με τα αρνητικά και τα μελανά της σημεία. Μόνο έτσι έχουν νόημα οι επέτειοι.

Στόχος του παρόντος είναι να παρουσιάσει, όσο μπορεί μέσα στα περιορισμένα εκ των πραγμάτων όρια που διατίθενται, με σφαιρικό τρόπο, τη συνταγματική πραγματικότητα της χώρας, που είναι το γνωστικό αντικείμενο το οποίο γνωρίζει καλύτερα και εκείνο με το οποίο ασχολείται το βιβλίο του Α.Μ. Με τον όρο συνταγματική πραγματικότητα εννοώ αυτό που πολλοί συνταγματολόγοι, και ο Α.Μ. μεταξύ τους, ονομάζουν «πραγματικό Σύνταγμα». Πέρα από το Σύνταγμα υπό την τυπική του έννοια, ως γραπτό κανονιστικό κείμενο, και πέρα από το περιεχόμενο που έχει ένα σύνηθες Σύνταγμα μιας φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δικαιοκρατούμενης δημοκρατίας (πολύ συνοπτικά, είναι ο προσδιορισμός της οργάνωσης του κράτους, ο καθορισμός των αρμοδιοτήτων των κρατικών οργάνων και η θέσπιση ορίων στην κρατική εξουσία, με την νομοθέτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, που μπορεί να περιλαμβάνονται όχι μόνο στο τυπικό Σύνταγμα, αλλά και σε απλά νομοθετικά κείμενα –π.χ. εκτελεστικούς  νόμους[12]– ή σε δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες συχνά προσδιορίζεται το ακριβές περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων[13]),υπάρχει επιπλέον και μια άλλη διάσταση στο συνταγματικό φαινόμενο, η οποία φωτίζει το κατά πόσον το Σύνταγμα ως σύνολο κανόνων ή ως πηγή αρχών και αξιών (όχι μόνο νομικών, αλλά και δεοντολογικών ή ηθικών) εφαρμόζεται από το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς ή τη Διοίκηση, κατά πόσον τους εμπνέει και κατά πόσον η κοινωνία έχει ενστερνισθεί αυτές τις αρχές και τις αξίες. Το «πραγματικό Σύνταγμα» –αυτό δηλαδή που προκύπτει από τη ζώσα εφαρμογή και την καθημερινή του ερμηνεία πρωτίστως από τους πολιτειακούς θεσμούς, αλλά και από τη νομική θεωρία και τις οργανώσεις πολιτών που το επικαλούνται στη δράση τους– οδηγεί σε διαρκή ανανοηματοδότηση του τυπικού Συντάγματος. Το πραγματικό Σύνταγμα, κατά τον Α.Μ., ισοδυναμεί με την προσπάθεια «καθυπόταξης» του πολιτικού γίγνεσθαι[14], τη γεφύρωση της απόστασης που χωρίζει το τυπικό Σύνταγμα το οποίο «από μόνο του δεν λέει τίποτε»[15], από την πολιτική πραγματικότητα με την αξιοποίηση εξωνομικών πολιτικών στοιχείων. Απόσταση η οποία πάντα υπάρχει, γιατί το Σύνταγμα –και δη ένα δημοκρατικό Σύνταγμα– περιέχει και ένα ιδανικό, το οποίο ως τέτοιο είναι πάντα προς  διεκδίκηση και κατάκτηση[16]. Χωρίς αυτή την εκδίπλωση του επί του «εδάφους», χωρίς αυτή την «βίωση» του, το Σύνταγμα διατρέχει σε κάποιο βαθμό τον κίνδυνο να καταστεί άδειο κέλυφος. Είδαμε πόσο υπαρκτός είναι αυτός ο κίνδυνος πρόσφατα στην παλαιότερη από τις σύγχρονες δημοκρατίες, με την εκλογή του Trump, την καταστροφική τετραετία του και την οχλοκρατική εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου.

Στην σύγχρονη νεοελληνική ιστορία παρουσιάζεται διαχρονικά μια  παράδοξη αντινομία μεταξύ Συντάγματος ως τυπικού κειμένου και συνταγματικής θεωρίας από τη μια, και πολιτικού συστήματος και εφαρμογής των συνταγματικών αρχών και αξιών επί του εδάφους από την άλλη.

Πράγματι, αυτή η πρώην καθυστερημένη οθωμανική επαρχία είχε μια  εντυπωσιακή από τις πρώιμες, πιο πρωτοποριακές και με διάρκεια συνταγματική ιστορία. Σε μια εποχή, όταν μόνο οι ΗΠΑ είχαν δημοκρατικό Σύνταγμα (1788), ενώ η Σουηδία και η Νορβηγία γραπτό Σύνταγμα συνταγματικής μοναρχίας[17], η δε  Γαλλία της Επανάστασης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ζούσε τη βουρβωνική Παλινόρθωση, η Ελλάδα απέκτησε ήδη την εποχή του επαναστατικού αγώνα κάποια  από τα πιο προοδευτικά, έστω  εφήμερα,  δημοκρατικά Συντάγματα της εποχής (της Επιδαύρου 1/1/1822, του Άστρους 13/4/1823 και του  εξόχως πρωτοποριακού της Τροιζήνας, Ιούνιος 1827).  Συντάγματα, «τέκνα» του Διαφωτισμού, αλλά και του γαλλικού και τπυ αμερικανικού συνταγματικού κειμένου, καταρτισθέντα από εθνοσυνελεύσεις και όχι παραχωρηθέντα από μονάρχες. Συντάγματα  που καθιέρωσαν τη διάκριση των εξουσιών, προέβλεψαν,   με λακωνικό έστω τρόπο, ατομικά δικαιώματα (και κυρίως την ισότητα και την έλλειψη αριστοκρατικών προνομίων μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων) και ένα αρκετά διευρυμένο εκλογικό –εξ αρρένων– σώμα. Ακολούθησε μια περίπου δεκαετία οθωνικής απολυταρχίας και, το 1844, η χώρα απέκτησε –κατά παραχώρηση του μονάρχη– Σύνταγμα, στο οποίο ήταν μεν αυτός ο φορέας της κυριαρχίας, όπως συνέβαινε σε όλες τις τοτινές μοναρχίες[18], πλην ανέλαβε την υποχρέωση να αυτοπεριορίζεται από  το παραχωρηθέν από αυτόν συνταγματικό κείμενο. Έκτοτε η χώρα έζησε συνεχώς υπό συνταγματικό καθεστώς (Συντάγματα 1864, 1911, 1927, 1952, 1975), μάλιστα από το 1911 και εφεξής με θεμέλιο τη λαϊκή κυριαρχία, μετά τη μεταρρυθμιστική ώθηση που έδωσε στη χώρα η βενιζελική διακυβέρνηση και με πλήρη κατάλογο ατομικών δικαιωμάτων,  με εξαιρέσεις βραχύβιες δικτατορίες του 20ού αιώνα (με βασικές τις δικτατορίες της  4ης Αυγούστου 1936 και της 21ης Απριλίου 1967) καθώς και την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Όσο και αν κάποιες από αυτές τις  συνταγματικές περιόδους   αμαυρώθηκαν από τα «παρασυντάγματα», όπως συνέβη τις περιόδους διχασμών,  εμφυλίων, και των συνεπειών των τελευταίων (1915-1922 και 1947-1967), η ελληνική περίπτωση είναι μια από τις σπάνιες διεθνώς, αν αναλογισθεί κανείς ότι χώρες στην καρδιά της Ευρώπης, όπως η Γερμανία ή η Αυστρία, απέκτησαν δημοκρατικά συντάγματα για πρώτη φορά το 1918.

Επίσης, από τις πρώτες χώρες  στον πλανήτη που εγκαθίδρυσε την καθολική ψηφοφορία των άνω των 25 αρρένων[19] («οι έχοντες περιουσίαν τινά» που ερμηνεύονταν με μεγάλη ευρύτητα – αρκούσε να έχει κάποιος και κινητή περιουσία) ήταν η Ελλάδα, με τον εκλογικό νόμο της 18/3/1844. Την ίδια εποχή, όπως επισημαίνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, μόνο ένας στους 12 βρετανούς πολίτες είχε δικαίωμα ψήφου, ενώ στη Γαλλία της ορλεανικής περιόδου, επί 32 εκατομμυρίων κατοίκων, ψήφιζαν μόνο 170.000 πολίτες[20]. Έκτοτε έγιναν 67 εκλογές,  οι 52  από τις οποίες μπορούν, όπως αναφέρει ο  Νίκος Αλιβιζάτος, να χαρακτηριστούν αδιάβλητες με τα πιο αυστηρά κριτήρια.[21] Άλλη μια σπάνια στον πλανήτη κατάκτηση.

Ακόμη, είναι από τις πρώτες χώρες που καθιέρωσαν το παραδοσιακό κοινοβουλευτικό καθεστώς βρετανικού τύπου, της πολιτικής ευθύνης της κυβέρνησης απέναντι  στο Κοινοβούλιο και όχι στον μονάρχη (Χαρίλαος Τρικούπης, 11/8/1875). Και εδώ πρέπει να υπομνησθεί ότι χώρες βιομηχανικά προηγμένες και με καλή και ορθολογικά οργανωμένη διοίκηση, όπως η Γερμανία, καθιέρωσαν αυτή την αρχή μόλις το 1918.

Τέλος, για να μην επεκταθούμε περισσότερο, σε ό,τι αφορά τη λειτουργία  της συνταγματικής μας δημοκρατίας, πολύ σημαντική είναι η πρωτιά της Ελλάδας στην καθιέρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια. Ελέγχου ο οποίος θεωρείται μια από τις ωριμότερες κατακτήσεις του παγκόσμιου συνταγματισμού. Ένας θεσμός που εγγυάται ότι δεν θα υπάρξει τυραννία της πλειοψηφίας και ότι ο υπέρτατος νόμος της χώρας, το Σύνταγμά της, δεν είναι ένα απλό ευχολόγιο, αλλά ένας δεσμευτικός κανόνας δικαίου, τον οποίο ο κοινός νομοθέτης οφείλει να σέβεται, με συνέπειες αν δεν το κάνει. Πρώτος ο Άρειος Πάγος άρχισε τον έλεγχο αυτό για πρώτη φορά με την απόφαση 18/1871 και συστηματικά μετά το 1897. Έτσι καθιερώθηκε ο διάχυτος και συγκεκριμένος   έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, που τον πρωτοάσκησε με τη γνωστή απόφασή του, Marbury v. Madison, της 24ης Φεβρουαρίου 1803. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γενικεύτηκε με την ίδρυση Συνταγματικών Δικαστηρίων που ασκούν συγκεντρωτικό και αφηρημένο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων μόλις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Ελλάδα δεν πρωτοπόρησε μόνο στη θέσπιση συνταγματικών κειμένων. Συναγωνιζόταν ήδη από τον 19ο αιώνα χώρες με προηγμένη συνταγματική θεωρία. Με πρώτο τον Ν.Ι. Σαρίπολο, τον  Σαρίπολο πατέρα, που υπήρξε ο θεμελιωτής του Ελληνικού Συνταγματισμού, που εξέδωσε το 1874 την πραγματεία του περί του Συνταγματικού Δικαίου και τον οποίο ο Α.Μ. στο συγκεκριμένο  βιβλίο του, και όχι μόνο, μνημονεύει με μεγάλο θαυμασμό. Αξίζει να θυμίσουμε το ακόλουθο εκπληκτικό χωρίο από την πραγματεία του Σαρίπολου, το οποίο παρατίθεται στο βιβλίο (σελ. 35):

Καθ’ ημάς η κυριαρχία του Έθνους, καλώς εννοουμένη, δεν σημαίνει ότι το Έθνος είναι κύριον να πράττη εναντίον του ορθού λόγου και του Δικαίου, τουναντίον μάλιστα δηλοί […] ότι η μεγίστη αύτη της κοινωνίας εξουσία, είναι υπόχρεος […] να βαδίζη πάντοτε τον μεν ορθόν λόγον έχουσα οδηγόν, βάσιν δε το δίκαιον […]. Το δίκαιον λοιπόν είναι κυρίως το κυριαρχούν εν τη κοινωνία.

Είναι η συμπύκνωση των διδαγμάτων του Διαφωτισμού και του τι σημαίνει δικαιοκρατούμενη δημοκρατία. Ότι δημοκρατία είναι το πολίτευμα του ορθού λόγου, της οργανωμένης ελευθερίας, όχι της παρόρμησης. Ότι όχι μόνο δεν εξαντλείται  με την αρχή της πλειοψηφίας, όπως πολλοί οπαδοί της μη φιλελεύθερης δημοκρατίας (illiberal democracy) και των λαϊκισμών αρέσκονται να πιστεύουν και να διακηρύσσουν, αλλά επιδιώκει να προστατεύσει τις μειοψηφίες. Η παράδοση των συνταγματολόγων συνεχίστηκε με εμβληματικές προσωπικότητες, όπως ο Ν.Ν. Σαρίπολος (ο Σαρίπολος υιός), διεθνούς κύρους συνταγματολόγος, ο Αλέξανδρος Σβώλος, ο Αριστόβουλος Μάνεσης – για να περιοριστώ στους θανόντες.

 

Στο «έδαφος» της πραγματικότητας

Εδώ, όμως, ανακύπτει το παράδοξο της διάστασης μεταξύ αφενός ενός ευδόκιμου, σχεδόν πρωτοποριακού σε παγκόσμιο επίπεδο  συνταγματισμού,  τόσο σε επίπεδο κειμένων όσο και θεωρίας, αφετέρου μιας ιστορικής εξέλιξης και μιας πολιτειακής και κοινωνικής πραγματικότητας που δεν αντιστοιχεί σε αυτό το οποίο κάποιος θα ανέμενε από αυτήν την τόσο κολακευτική εικόνα που προηγήθηκε. Σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς θεσμούς, μια μερίδα της Δικαιοσύνης και το κλίμα στην κοινωνία,   εκείνο που διαπιστώνει κανείς είναι διαχρονικά μια αναιμική δημοκρατία στην επί του εδάφους πρακτική της, τουλάχιστον μέχρι το 1974. Και μετά το 1974, μια δημοκρατία πλήρη μεν στο τυπικό της πλαίσιο, αλλά σε ιδεολογικό περιβάλλον μη φιλελεύθερο, με έντονο πελατειακό χαρακτήρα. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της πραγματικότητας είναι τα ακόλουθα.

Μια πλειοψηφική ανάγνωση του κοινοβουλευτισμού από τα πολιτικά κόμματα, αλλά και την κοινωνία[22]. Ο νικητής των εκλογών θεωρεί  ότι δικαιούται να τα παίρνει όλα (Winner takes all).

Μια τάση υποτίμησης των αντιβάρων εξουσίας (checks and balances), ή πάντως δυσπιστίας απέναντί τους, είτε αυτά είναι μια συνταγματική ή κοινή δικαιοσύνη που έχει τη δυνατότητα να ακυρώνει επιλογές κυβερνώντων οι οποίοι διαθέτουν τη λαϊκή πλειοψηφία, είτε είναι ένας τύπος ζωντανός, ερευνητικός και αντικομφορμιστικός απέναντι στην εξουσία, είτε –τέλος– είναι  ανεξάρτητες αρχές.

Αυτή η πλειοψηφική αντίληψη της δημοκρατίας είναι μια από τις βασικές αιτίες για τις οποίες ο λαϊκισμός (και ο «αντι-ελιτισμός») ενδημεί στη νεοελληνική Ιστορία από την εποχή του Θεόδωρου Δηλιγιάννη μέχρι σήμερα. Και ως γνωστόν, ο λαϊκισμός μειώνει την κανονιστική εμβέλεια των γραπτών συνταγματικών   διακηρύξεων. Κυριαρχούν μια έντονα πελατειακή νοοτροπία και δίκτυα διαπλοκής, όχι μόνο και όχι τόσο σε επίπεδο εξυπηρέτησης μεγάλων οικονομικών  συμφερόντων αλλά σε επίπεδο της λεγόμενης «μικρής» καθημερινής διαφθοράς· της διαφθοράς των αναξιοκρατικών διορισμών και προαγωγών των ημετέρων κομματικά σε θέσεις στο Δημόσιο, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αλλά ακόμη  συχνά και στον πανεπιστημιακό χώρο. Η πελατειακή αυτή νοοτροπία αντανακλά και στο επίπεδο της νομοθέτησης. Η πολυνομία, η κακονομία, οι συνεχείς τροποποιήσεις των νόμων, χωρίς κεντρικό στρατηγικό σχεδιασμό και γενική εποπτεία του κανονιστικού πλέγματος, που γίνονται πάντα για ιδιοτελείς εξυπηρετήσεις, καθιστούν αδιαφανή και εξαιρετικά δυσχερή την εξακρίβωση από τον μελετητή ή εφαρμοστή του δικαίου ποιο κανονιστικό καθεστώς διέπει μια συγκεκριμένη περίπτωση, αυξάνοντας και καθιστώντας πιο περίπλοκο το, σε κάθε περίπτωση, δυσχερές έργο των δικαστηρίων. Αυτή η κατάσταση, μαζί και με άλλες παθογένειες, δημιουργεί τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης (σε όλους τους κλάδους της), που συχνά φτάνει στα όρια της αρνησιδικίας,  ακυρώνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την έννοια του κράτους δικαίου που, μαζί με την αρχή της πλειοψηφίας, προσδιορίζει τη σύγχρονη δημοκρατία. Είναι γνωστό ότι δικαιώματα και έννομα συμφέροντα που δεν επιβάλλονται με την τυπική και υποχρεωτική δεσμευτικότητα και το κύρος μιας δικαστικής απόφασης παραμένουν γράμμα κενό. Η κακονομία και η πολυνομία επιβαρύνει τη Δικαιοσύνη με περιττές ένδικες προσφυγές, που σε χώρες της βόρειας Ευρώπης δεν υπάρχουν,   εμποδίζουν δε τη Δικαιοσύνη να επιδοθεί στο κύριο έργο της με επίκαιρο τρόπο. Η βραδύτατη λειτουργία της Δικαιοσύνης αποθαρρύνει τους πολίτες να προσφεύγουν σε αυτή και να εμπιστεύονται την ετυμηγορία της.

Η υπερφόρτωση της Διοίκησης με «πελάτες» των κρατούντων διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό, παρά την ίδρυση του ΑΣΕΠ με το νόμο 2190/1994 (τον γνωστό ως νόμο Πεπονή), που μείωσε κάπως τις κακές πρακτικές των κρατούντων αλλά δεν εξάλειψε τα φαινόμενα των αναξιοκρατικών επιλογών. Τούτο δε και λόγω διαφόρων ειδικών νομοθετικών διατάξεων, αλλά και διότι σε μια Διοίκηση, στην οποία καλλιεργείται και κυριαρχεί ατμόσφαιρα μετριότητας, ευθυνοφοβίας,  ραθυμίας και συντεχνιακών διεκδικήσεων, είναι πολύ δύσκολο να αφεθεί να αναδειχθεί η προσπάθεια και η αριστεία. Μια τέτοια Διοίκηση είναι ταυτόχρονα και υπερτροφική και αναποτελεσματική. Και το χειρότερο, τυραννική για τον πολίτη, κάθε συναλλαγή του οποίου μαζί της, εκτός φυσικά ορισμένων εξαιρέσεων, είναι μια δοκιμασία.

Σε δύο τομείς θα εστιάσω περισσότερο την παρουσίαση της πραγματικότητας:

α) στον ακραίο νομικισμό και στους κλειστούς ορίζοντες που επικρατούν σε μεγάλο μέρος της Δικαιοσύνης (προεχόντως της πολιτικής και της ποινικής)  και του νομικού κόσμου, και

β) στη διαχρονική έλλειψη ανεκτικότητας, φιλελευθερισμού και στη δυσανεξία στην κριτική που χαρακτηρίζει τους έλληνες κρατικούς λειτουργούς, αλλά  και την ελληνική  κοινωνία ευρύτερα.

Πρώτα για τη Δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη, η οποία περισσότερο αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως βραχίονα εκτέλεσης της κρατικής βούλησης και λιγότερο ως υπηρέτη των πολιτών στην εκ μέρους τους διεκδίκηση των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων. Με παλιές αντιλήψεις, αφυδατωμένο νομικό θετικισμό και με ορίζοντα τα κείμενα και με επικέντρωση του δαπανώμενου πνευματικού έργου στη γραμματική ερμηνεία των κειμένων και την έριδα περί τις λέξεις και τις φράσεις. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Άρειος Πάγος. Η νομολογία του χαρακτηριζόταν πάντα από έναν νομικό επαρχιωτισμό[23] και μια συστηματική άρνηση να υιοθετήσει σύγχρονη αντίληψη για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ακόμη και όταν υπήρχε «καταδίκη» της χώρας για παραβιάσεις τους από το ΕΔΔΑ. Ο πιο χαρακτηριστικός τομέας είναι ο τομέας της θρησκευτικής ελευθερίας, στον οποίο και θα περιοριστώ, αν και υπάρχουν και πολλοί άλλοι. Εδώ έπαιξε βέβαια ρόλο και το ιδιόμορφο συνταγματικό καθεστώς της Ελλαδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με βάση το άρθρο 3 του Συντάγματος, στο οποίο γίνεται λόγος για επικρατούσα θρησκεία. Διάταξη που, καθεαυτή, συστηματικά ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με το θεμελιώδες και μη αναθεωρήσιμο άρθρο 13 που κατοχυρώνει την θρησκευτική ελευθερία, μπορεί να ερμηνευθεί (το κάνει ο Α.Μ. στο βιβλίο του[24],αλλά και πολλοί άλλοι) ως έχουσα  απλώς ιστορικό διαπιστωτικό χαρακτήρα και δεν καθιερώνει προνομιακή θέση στην Εκκλησία της Ελλάδας ή στην ορθοδοξία, ούτε θεσπίζει επίσημη θρησκεία. Όμως, το πρόβλημα βρίσκεται στο βάρος της Ιστορίας και στον ισχυρό (έως και ασφυκτικό) «εναγκαλισμό» της Εκκλησίας με το κράτος. Εξάλλου, στη διαμόρφωση της αντίληψης ότι η διάταξη καθιερώνει μια οιονεί επίσημη θρησκεία[25] έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο η πίεση της κοινωνίας, για την οποία η ένταξη στο κρατούν δόγμα έχει περισσότερο ταυτοτική παρά θρησκευτική, ηθική ή μεταφυσική σημασία, και αποτελεί ίσως το πιο ουσιώδες στοιχείο της εθνικής ταυτότητας, όπως έδειξε η διαμάχη για την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Ο Άρειος Πάγος, αλλά  σε μικρότερο βαθμό και άλλα δικαστήρια (κάποιες φορές ακόμη και το πιο «φιλελεύθερο και προοδευτικό» Συμβούλιο της Επικρατείας[26]), έδωσαν συνεχώς μάχες οπισθοφυλακών που εμπόδιζαν την επικράτηση μιας πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας για τους αλλόδοξους, αλλόθρησκους, άθεους και αγνωστικιστές και τη μετατροπή της χώρας σε μια πραγματικά ουδετερόθρησκη χώρα. Η επίδραση της Εκκλησίας στην καθυστέρηση εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας ήταν εμφανής στους εξής τομείς: ποινικές καταδίκες για προσηλυτισμό κυρίως σε βάρος Μαρτύρων του Ιεχωβά, ποινικές καταδίκες για άρνηση  των τελευταίων να κάνουν ένοπλη στρατιωτική θητεία, νομική προσωπικότητα των μειονοτικών δογμάτων, άδεια ίδρυσης ναών και ευκτηρίων οίκων μειονοτικών δογμάτων με αποφασιστική γνώμη του επιχώριου Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Ελλάδας, επιβολή όρκου κ.ο.κ. Μόνο  κάτω από την πίεση της νομολογίας του ΕΔΔΑ[27] η χώρα αναγκάστηκε  να εκσυγχρονίσει τη νομοθεσία της ή να αλλάξει  την ερμηνεία και την εφαρμογή της νομοθεσίας της στους πιο πάνω τομείς. Συγγενή παραδείγματα αυτής της ξεπερασμένης αντίληψης είναι και η άρνηση της αναγνώρισης της νομικής προσωπικότητας σωματείων εθνικών μειονοτήτων, οι οποίες αυτοπροσδιορίζονται με τρόπο τον οποίο δεν αποδέχεται η Ελληνική Πολιτεία[28] (και η ελληνική κοινωνία)[29].  Τέλος, σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο Δικαιοσύνη, πρέπει να σημειωθεί πως, παρότι, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, η Ελλάδα υπήρξε από τις πρώτες χώρες στην οποία καθιερώθηκε ο (διάχυτος) έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, μόλις τα τελευταία 30 χρόνια ασκείται εντατικός σε βάθος και πραγματικά  ενοχλητικός για τους κρατούντες έλεγχος της συνταγματικότητάς τους από το ΣτΕ[30], το οποίο εξακολουθεί έως σήμερα να είναι το μόνο ουσιαστικό αντίβαρο στις  ενδεχόμενες αυθαιρεσίες των κυβερνητικών  πλειοψηφιών. Αν δεν υπήρχε η πίεση του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ θα είχαμε ακόμη μείνει μια κλειστή, φοβική, συντηρητική και επαρχιώτικη κοινωνία, με τη Δικαιοσύνη και φυσικά με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία να αντανακλούν και να απηχούν αυτές τις αξίες της.

Επίσης, το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα  στη χώρα  δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ από την ανεκτικότητα προς την άλλη άποψη, τον προκλητικό ή τον ετερόδοξο, αντικομφορμιστικό λόγο. Εξ ου και η ελευθερία έκφρασης συνάντησε πολλά εμπόδια, νομικά και πραγματικά. Ήδη από την εποχή του πρώτου επαναστατικού Συντάγματος (της Επιδαύρου), η αρχή της ισότητας είχε περίοπτη θέση στα ελληνικά συνταγματικά κείμενα, αντανακλούσε δε την κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας της εποχής εκείνης, η οποία ήταν μια αγροτική κοινωνία χωρίς τις ταξικές συγκρούσεις και τις αντιθέσεις που προκλήθηκαν  στη Δυτική και στη Βόρεια Ευρώπη, αρχικά από την άνοδο της αστικής τάξης και ακολούθως της εργατικής. Δεν υπήρξε μια κοινωνική τάξη, όπως η αστική στη Γαλλία, η οποία, στην προσπάθειά της για την ανατροπή της παλιάς φεουδαρχικής και αριστοκρατικής τάξης πραγμάτων, να ενστερνισθεί  έναν κατάλογο ελευθεριών, τις οποίες να επιδιώξει και τελικά να καταφέρει να επιβάλει. Όπως, χαρακτηριστικά, γράφει ο Νίκος Αλιβιζάτος,

Η «προνομιακή» [αυτή] μεταχείριση της ισότητας έναντι των άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων έμελλε έκτοτε να αποτελέσει σταθερό χαρακτηριστικό όλων των ελληνικών Συνταγμάτων. Εξέφραζε την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της ισότητας έναντι της ελευθερίας  στις πολιτικές προτιμήσεις ενός λαού, στον οποίο ο εξισωτικός λόγος του Ρουσσώ είχε ευθύς εξ αρχής πολύ μεγαλύτερη απήχηση από τον φιλελεύθερο λόγο του Βολταίρου[31].

Περαιτέρω, όπως εύστοχα εξηγεί και ο Γιάννης Βούλγαρης, στην επαναστατημένη Ελλάδα (και έκτοτε) δεν δημιουργήθηκε ποτέ φιλελεύθερη παράδοση στη χώρα. Αυτό που επικράτησε να χαρακτηρίζεται ως αγάπη στην ελευθερία δεν ήταν η κλασική φιλελεύθερη-ατομοκεντρική αντίληψη της ελευθερίας που επικράτησε στη Δύση του Διαφωτισμού, αλλά οι κοινοτιστικές αντιλήψεις. Η ατομική ελευθερία βιώθηκε ως συμμετοχικό-λαϊκό γεγονός και όχι ως κίνητρο για ανάληψη ρίσκου, για ατομική προσπάθεια να αναπτύξει κάποιος ελεύθερα την προσωπικότητά του και να ζήσει σύμφωνα με τον προσωπικό του σχεδιασμό και τις προσωπικές του αξίες, ακόμη και αν αυτές ήταν αντίθετες από αυτές της  παραδοσιακής κοινότητας. Γι’ αυτό το Σύνταγμα δεν ήταν τόσο ο φρουρός του ατομικού χώρου, όσο ο εγγυητής της δυνατότητας συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία[32].

Ως παραδείγματα  ας  θυμηθούμε πόσες φορές έχουν εισβάλει διάφορες ομάδες και έχουν διαταράξει θεατρικές παραστάσεις, πόσες φορές έχουν κατεβεί πίνακες από εκθέσεις, πόσες φορές προγραμματισθείσες προβολές ταινιών τελικά δεν προβλήθηκαν –χωρίς καν έχουν εκδοθεί σχετικές διοικητικές πράξεις– ως βλάσφημες, με μόνο το φόβο βιαιοπραγιών. Τον Νοέμβριο του 2014 έγινε εμπρησμός στα γραφεία εφημερίδας (Athens Voice) στην Αθήνα, για τις πολιτικές απόψεις του συντάκτη των κυρίων άρθρων της. Δημιουργείται έτσι ως βαρύτατη παρενέργεια ένα κλίμα φόβου και αυτολογοκρισίας (chilling effect), που ακρωτηριάζει και αυτό εξίσου την ελευθερία έκφρασης[33]. Πρέπει επίσης να αναφερθεί η καταδίκη, στις 26/1/2005, του αυστριακού σκιτσογράφου-γελοιογράφου Γκέραρντ Χάντερερ σε φυλάκιση 6 μηνών από ελληνικό δικαστήριο για τη συγγραφή του βιβλίου Η ζωή του Χριστού.  Ακόμη, τον  Ιανουάριο  του 2014, ο Φίλιππος Λοΐζος, δημιουργός της ιστοσελίδας του «Γέροντα Παστίτσιου», καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό σε φυλάκιση 10 μηνών για «καθύβριση θρησκεύματος». Τέλος, πρέπει να γίνει αναφορά στο πόσο σύνηθες είναι δημόσια πρόσωπα να καταφεύγουν σε μηνύσεις ή αγωγές αποζημιώσεως κατά δημοσιογράφων ή σχολιαστών των πεπραγμένων τους, με την επίκληση της προσβολής της τιμής και της υπόληψής τους, όπως συνέβη εις βάρος της εκδότριας της Athens Review of Books Μαρίας Βασιλάκη, του διευθυντή της Μανώλη Βασιλάκη, του εκ των αρχικών διευθυντών του Ηλία Κανέλλη και του αρθρογράφου Ανδρέα Παππά, ύστερα από αγωγή αποζημιώσεως του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, για κείμενο που δημοσιεύθηκε στο εν λόγω έντυπο[34], και με τη μήνυση που η πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου κατέθεσε τον Φεβρουάριο του 2016 κατά του Σταύρου Τσακυράκη για κριτική που της είχε ασκήσει. Στον τομέα των  συχνών ποινικών καταδικών, που έχουν επιβάλει ελληνικά δικαστήρια για εξύβριση ή προσβολή της τιμής δημοσίων προσώπων, έχει πολλάκις διαπιστωθεί από το ΕΔΔΑ παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία έκφρασης)[35].

Βεβαίως, η τυπική συνταγματική νομιμότητα πάντα τηρήθηκε, συχνά όμως οι προαναφερθείσες παθογένειες άδειασαν το Σύνταγμα στην πράξη από την ουσιαστική αξιακή του σημασία. Με άλλα λόγια, αν η Ελλάδα πρωτοπόρησε στη διαδικαστική τυπική πλευρά της Δημοκρατίας, στη δικαιοκρατική πλευρά της μάλλον καθυστέρησε.

Το ποιες είναι οι αιτίες για τις παθογένειες αυτές, εκτός του ότι δεν είναι της ειδικότητας του γράφοντος να τις αναλύσει, πρέπει να είναι αντικείμενο μιας ξεχωριστής μελέτης.

Φυσικά δεν είναι ιδιαιτερότητα της Ελλάδας το να μη συμπίπτει η συνταγματική πραγματικότητα με τις εξαγγελίες των κειμένων. Απλώς, θα περίμενε κανείς μια χώρα με τέτοιες περγαμηνές να έχει αποτελεσματική και αξιοκρατική διοίκηση, ένα πιο ανεκτικό κλίμα στον δημόσιο διάλογο, μια πιο καλή δημόσια εκπαίδευση και όχι την ακραία πελατειακή συναλλαγή, η οποία υπονομεύει κάθε προσπάθεια αλλαγής των δομών της χώρας, τον διοικητικό της εκσυγχρονισμό  και την οικονομική της ανάπτυξη, καθώς και την κατάργηση ενός κλίματος αν όχι φόβου πάντως δισταγμού να εκφράσει κάποιος ελεύθερα τη γνώμη του σε πολλές περιπτώσεις.

 

Γένος, έθνος, λαός

Ο Α.Μ.  επισημαίνει ότι η λέξη έθνος κατά την προεπαναστατική περίοδο, καθώς και στα συντάγματα της επαναστατικής περιόδου, δεν είχε εθνοτική σημασία[36]. Το έθνος ήταν μια πολιτική συμμαχία υπερτοπική (γνωρίζουμε πόσο μεγάλη μάστιγα ήταν ο τοπικισμός των προεστών στην πρώιμη εκείνη περίοδο της νέας Ελλάδας) που την ένωνε η αντίθεσή της στην οθωμανική κυριαρχία και ήθελε να δημιουργήσει ένα σύγχρονο κράτος κατά τα πρότυπα της Γαλλικής Επανάστασης. Το ότι στην πλειοψηφία τους οι ανήκοντες στο «έθνος» αυτό ήταν χριστιανοί (όχι απαραίτητα ορθόδοξοι) δεν ήταν συστατικό δομικό στοιχείο του έθνους. Απλώς, οι μουσουλμάνοι (τουρκόφωνοι, αλβανόφωνοι ή και σλαβόφωνοι) ήταν ταυτισμένοι με την κυριαρχία του Σουλτάνου και δεν συμφωνούσαν με την ανατροπή της.  Αυτό που κατανοούμε σήμερα οι περισσότεροι ως «έθνος», δηλαδή μια κοινότητα με κοινά πολιτιστικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά (κατά κάποιους δε και με κληρονομικούς δεσμούς  αίματος), ονομαζόταν «γένος». Η έννοια του έθνους, όπως γινόταν αντιληπτή στις απαρχές της νεοελληνικής ιστορίας, είχε το ίδιο περιεχόμενο με τη γαλλική λέξη «nation” και όχι με τη λέξη «ethnie”. Όταν, συνεπώς, στα μεταγενέστερα Συντάγματα έγινε λόγος για κυρίαρχο «έθνος», ο σκοπός του πρώιμου  συνταγματικού νομοθέτη της εποχής εκείνης δεν ήταν να δηλώσει ότι κυρίαρχο ήταν το γένος των Ελλήνων, αλλά το έθνος με την πιο πάνω έννοια της πολιτικής κοινότητας, δηλαδή ο λαός, ως συντεταγμένο σώμα. Εθνική κυριαρχία λοιπόν δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από την λαϊκή κυριαρχία. Πόσες παρεξηγήσεις θα είχαν αποφευχθεί αν δεν είχε μεσολαβήσει αυτή η σημειολογική μετακίνηση από την έννοια του πολιτικού  σώματος στην εθνοτική έννοια και τη συνακόλουθη εννοιολογική σύγχυση. Σύγχυση της  οποίας θύμα υπήρξε  και η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Επικρατείας για το θέμα της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας στα παιδιά των μεταναστών[37].

***

Πριν κλείσω, λίγα  για την πνευματική διαδρομή και το στοχασμό του Α.Μ., τα οποία διατρέχουν το σύντομο τομίδιο, που αποτέλεσε την αφορμή για το παρόν κείμενο. Το Σύνταγμα ήταν για τον Α.Μ. πάντα ένα αίτημα πολιτικής ελευθερίας, ένα ζητούμενο  για μια διαρκώς εμβαθυνόμενη και διευρυνόμενη δημοκρατία. Μια τεχνική της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Αυτό ήταν πάντα το σημείο συναντήσεως των νομικών με την πολιτική στο έργο του. Παρέμεινε πάντα πιστός στον δάσκαλό του, Αριστόβουλο Μάνεση, το έργο του οποίου συνέχισε στη Θεσσαλονίκη στο ΑΠΘ (στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το τέλος). Αυτό το σημείο συνάντησης  είναι το βαθύτερο  ενοποιητικό   στοιχείο του έργου του, αλλά και της παρουσίας του ως δημόσιου διανοουμένου, από την αριστερή του πολιτική (αλλά ποτέ κομματική) ένταξη της νεότητάς του, από τους αγώνες του π.χ. για τον κοσμικό χαρακτήρα της Ροτόντας, ώς την κεντροαριστερή φιλελεύθερη ανένταχτη εξέλιξή του στη μεταγενέστερη φάση του. Σε αυτό το επιστημονικό αλλά και πολιτικό συμβόλαιο ελευθερίας, ο Α.Μ. έμεινε πάντα απαρασάλευτα πιστός. Αυτό φαίνεται και από τις θέσεις του στη συνταγματική και την πολιτική θεωρία. Δεν είναι οπαδός ενός πτωχευμένου και αλλοιωμένου ατομικιστικού  φιλελευθερισμού, μεταμοντέρνας κοπής, ή ενός σκέτου «δικαιωματισμού» ως νέας νομικής  θεολογίας. Ενώ πιστεύει στον πολιτικό φιλελευθερισμό, τέκνο διαφόρων Διαφωτισμών, πιστεύει ταυτόχρονα και στην πολιτεία που στηρίζεται στην αλληλεγγύη των πολιτών, οι οποίοι βουλεύονται και μετέχουν ενεργά στα κοινά και συγκαθορίζουν τη γενική βούληση, όπου το γενικό (προσοχή όχι το δημόσιο) συμφέρον είναι ένα συνταγματικό αγαθό εξίσου σημαντικό με τα δικαιώματα. Δικαιώματα τα οποία δεν μπορούν να υπηρετηθούν σε μια κατακερματισμένη κοινωνία, χωρίς το κοινό ιδανικό του διαρκούς και ατελεύτητου αγώνα για την επίτευξη του Συντάγματος υπό την ιδανική του έννοια – που είναι μια δημοκρατία στην πληρότητά της και όχι ένας χώρος στον οποίο οι κατακτήσεις αφορούν μόνο το «κοινωνιακό» (sociétal)[38]. Είναι με λίγα λόγια και φιλελεύθερος δημοκράτης και ρεπουμπλικανός, με την έννοια του γαλλικού républicain[39]. Αναγνωρίζει την αξία του γενικού συμφέροντος και της συλλογικής δράσης, των ηθικών και πολιτικών υποχρεώσεων του ατόμου απέναντι στο σύνολο, ως τον μόνο τρόπο αντιμετώπισης των σοβαρότερων υπαρξιακών προβλημάτων των ανθρώπινων κοινωνιών, όπως μας δίδαξε η περίπτωση της πανδημίας, στην οποία ο Α.Μ. αφιερώνει την τελευταία ενότητα του βιβλίου του, με τίτλο «Η πανδημία ως ευκαιρία για να αναστοχαστούμε τη σχέση δικαίου και ηθικής, τα δικαιώματα και τη ζωή ως συνταγματική αξία».

 

 

[1] Εκδόσεις ΕΑΠ, Δεκέμβριος 2020. Είναι το δεύτερο βιβλίο που ο Αντώνης Μανιτάκης δημοσιεύει μέσα στο 2020, μετά το Στο λυκόφως της Μεταπολίτευσης. Κείμενα της συνταγματικής συγκυρίας πριν, κατά και μετά τα μνημόνια, Επίκεντρο.

[2] Σχετικά  με την θεματολογία αυτή, κορυφαίο είναι το βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία, 1800-2010, Πόλις, 2011.

[3] Αρκεί η αναφορά στην εκτόξευση της αμιγώς νεοναζιστικής  Χρυσής Αυγής,   στην εμφάνιση κρουσμάτων ρατσισμού σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, στα γεγονότα της 5ης Μαΐου 2010 στην τράπεζα Marfin, στην πάνω και την κάτω πλατεία, κ.ο.κ.

[4] Με μια σαφή υποχώρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων.

[5] Εδώ πρέπει να μνημονευτούν ενδεικτικά και μεταξύ πολλών το άρθρο 28 (για την υποδοχή κανόνων του υπερεθνικού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη) και το άρθρο 44 (για τη δυνατότητα νομοθέτησης με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, σε έκτακτες συνθήκες, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης ή σε εξωσυνταγματικές λύσεις). Το τελευταίο αυτό άρθρο απέδειξε πρόσφατα τη χρησιμότητά του για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

[6] Μνημονεύονται εδώ ενδεικτικά δύο αποφάσεις της Ολομέλειας: α) 3470/2011 και 3471/2011 για το θέμα του βασικού μετόχου, που «έλυσαν» το ζήτημα της «συμφιλίωσης» του Συντάγματος με το ενωσιακό δίκαιο  και β) 668/2012 που αφορά το ζήτημα της συνταγματικότητας των μέτρων που ελήφθησαν με βάση το πρώτο μνημόνιο. Για τις δύο πρώτες αποφάσεις, βλ. Χρήστου Ράμμου «Ο Αντώνης Μανιτάκης, η δικαστική περιπέτεια του βασικού μετόχου και οι σχέσεις εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου» σε Το Σύνταγμα εν εξελίξει. Τιμητικός Τόμος για τον Αντώνη Μανιτάκη (σ. 529 επ.), Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2019.

[7] Για το ζήτημα της «υπεροχής» του ενωσιακού δικαίου, βλ. την πληρέστατη μελέτη της Λίνας Παπαδοπούλου Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο, το ζήτημα της υπεροχής, Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2009.

[8] Βλ. σχετικά, Γ. Παπαδημητρίου, «Η δυαδική άρθρωση της συντακτικής εξουσίας», σε: του ίδιου, Η αργόσυρτη πορεία προς την ευρωπαϊκή ομοσπονδίωση, Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1997, σ. 103 επ. (105-6).

[9] Βλ. σχετικά, Σπύρου Βλαχόπουλου, Οι συνταγματικές διαστάσεις της μεταβολής της νομολογίας, Ευρασία, Αθήνα 2019.

[10] Βλ. σχετικά Ξενοφώντα Κοντιάδη – Αλκμήνης Φωτιάδου, Η ανθεκτικότητα του Συντάγματος, Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2016.

[11] Πόλις, 2019. Είναι πολύ πιθανό βέβαια να είναι ορθή η προσφυής αφοριστική και σκεπτικιστική συμπλήρωση του τίτλου, ότι «η Ελλάδα είναι μια χώρα νεωτερική εις πείσμα του λαού της», στην οποία προέβη ο Ευάγγελος Βενιζέλος κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Κορακοχώρι Ηλείας, στις 8/9/2019.

[12] Το ουσιαστικό Σύνταγμα.

[13] Το οποίο, ανάλογα με τις διακυμάνσεις της νομολογίας, μπορεί και να μεταβάλλεται.

[14] Εγώ θα προσέθετα και την καθημερινή ζωή.

[15] Αντώνης Ν. Μανιτάκης, «Η προτεραιότητα εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου έναντι του Συντάγματος, η εναρμονισμένη με το Κοινοτικό ερμηνεία του και η τεχνική της αναλογικότητας (με αφορμή το τέλος “του βασικού μετόχου”)», σε: Λ. Παπαδοπούλου, Ε. Πρεβεδούρου, Κ. Γώγος (επιμ.), Το Δικαστήριο της Ε.Ε. Εγγυητής  της εύρυθμης λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δικαιωμάτων των πολιτών, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2016, σ. 131.

[16] Μια εξαιρετική ανάλυση για την εδώ θεματική σε σχέση με τον συγγενικό όρο «ζωντανό  Σύνταγμα» περιέχεται στο βιβλίο του Jack Balkin, Το ζωντανό Σύνταγμα, μετάφραση: Απόστολος Βλαχογιάννης, Παπαζήση, Αθήνα 2018.

[17] Το 1809 η πρώτη και το 1814 η δεύτερη.

[18] Δεν πρέπει να λησμονείται ότι την περίοδο εκείνη (1844) μόνο δύο χώρες είχαν στον πλανήτη αβασίλευτο πολίτευμα: οι ΗΠΑ και η Ελβετία.

[19] Αν και καθυστέρησε πολύ στην επέκταση της χορήγησης του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, μόλις το 1953.

[20] Ό.π., σ. 89-95. Με το Σύνταγμα του 1864 καθιερώθηκε η χωρίς εξαιρέσεις καθολική ανδρική ψηφοφορία.

[21] Στην ομιλία του που έγινε στο πλαίσιο της παρουσίασης του προαναφερθέντος βιβλίου του Γιάννη Βούλγαρη, για την οποία έγινε ήδη λόγος στην υποσημείωση 10, βλ. https://vimeo.com/358793385  (1:09’:50’’ έως 1:11’:07’’).

[22] Όπως γράφει ο Ν. Αλιβιζάτος «…η πλειοψηφική παράμετρος του ελληνικού κοινοβουλευτισμού ήταν ο παράγοντας εκείνος που, περισσότερο από κάθε άλλον, υποβάθμισε διαχρονικά τη σημασία των θεσμικών αντιβάρων στη λειτουργία του πολιτεύματος. Από τη στιγμή που το προέχον για τη διακυβέρνηση της χώρας- και μάλιστα με απόσταση από κάθε άλλη πηγή νομιμοποίησης- ήταν οι κυβερνώντες να απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη της δημοκρατικά και με πάνδημη συμμετοχή της εκλεγμένης Βουλής, οι κάθε λογής έλεγχοι και άλλα αντισταθμίσματα, που θα μπορούσαν να ανακόψουν την ορμή των νικητών από μετά τις εκλογές, αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία». ό.π. σελ 667.

[23] Με σημαντική και τιμητική εξαίρεση την περίοδο που πρόεδρός του ήταν ο Στέφανος Ματθίας (1996-2002).

[24] Ενότητα 6 με τον τίτλο «Η αυτοκέφαλη ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδος μεταξύ έθνους και κράτους».

[25] Είναι χαρακτηριστικό ότι, έως το 1982, νόμιμο κύρος είχε στην Ελλάδα μόνο ο θρησκευτικός γάμος.

[26] Θυμίζω την πρόσφατη απόφαση 660/2018 της Ολομέλειας σχετικά με το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών.

[27] Βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ: Κοκκινάκης κατά Ελλάδας 25/5/1993, Βαλσάμης κατά Ελλάδας 18/12/1996,  Καθολική Εκκλησία  των Χανίων κατά Ελλάδας 16/12/1997,  Μανουσάκης κατά Ελλάδας 26/9/1996,  Θλιμμένος κατά Ελλάδας 6/4/2000, κ.ά. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το γεγονός ότι το σύμφωνο συμβίωσης επεκτάθηκε στα ομόφυλα ζευγάρια  με το  άρθρο 1 του ν. 4356/2015 οφείλεται στην απόφαση του ΕΔΔΑ Βαλλιανάτος κατά Ελλάδας 7/11/2013.

[28] Παράδειγμα η Τουρκική Ένωση Ξάνθης. Σχετική είναι και η ομώνυμη απόφαση του ΕΔΔΑ της 27/3/2008 με την οποία διαπιστώθηκε ότι στην περίπτωση αυτή η Ελλάδα παραβίασε το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Bλ. Επίσης, Ουράνιο Τόξο κατά Ελλάδας 20/10/2005, Σιδηρόπουλος κατά Ελλάδας 10/7/1998, Bekir Ousta – «Σύλλογος Νεολαίας Μειονότητας Νομού Έβρου» κατά Ελλάδας 11/10/2007.

[29] Ένας άλλος τομέας στον οποίο διαφαίνεται ότι μεγάλη μερίδα της Ελληνικής Δικαιοσύνης εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται το ρόλο της περισσότερο ως βραχίονα εκτέλεσης της κρατικής βούλησης και λιγότερο ως υπηρέτη των πολιτών στην εκ μέρους τους διεκδίκηση των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων, είναι πέρα από την αυστηρή ερμηνεία που κάνουν τα δικαστήρια στους δικονομικούς κανόνες, η οποία δυσχεραίνει τους πολίτες που προσφεύγουν σε αυτήν και για την οποία η χώρα έχει «καταδικαστεί» από το ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ – «δίκαιη δίκη» (π.χ. Κούτρας κατά Ελλάδας 16/11/2000) είναι και το γεγονός ότι η ποινική Δικαιοσύνη έχει μετατρέψει το μέτρο της προφυλάκισης από την εξαίρεση που έπρεπε να είναι σε μια πολύ συνηθισμένη πρακτική (πρακτική που οφείλεται συχνά στην πίεση της κοινής γνώμης) και αρκετές φορές χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Βλ. σχετικά άρθρο του Σταύρου Τσακυράκη με τον τίτλο «Μια παράνομη κράτηση»  αναρτημένο στο blog του, Liberal Sociability και στον δικτυακό τόπο https://curia.gr/mia-paranomi-kratisi/.

[30] Η αρχή έγινε από το Ε’ Τμήμα του ΣτΕ με τη νομολογία του για το περιβάλλον. Ώς τότε η μόνη σημαντική απόφαση του Δικαστηρίου που είχε κρίνει μείζον νομοθέτημα ελληνικής κυβέρνησης αντισυνταγματικό ήταν η ΣτΕ 2805/1984, που αφορούσε το νόμο πλαίσιο για τα ΑΕΙ (ν. 1268/1982).

[31] Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 43. Βλ. στο ίδιο (σ. 669), όπου γίνεται λόγος για την έκδηλη προτίμηση υπέρ της ισότητας στην ανεπίσημη κλίμακα αξιών και στον κατάλογο των δικαιωμάτων του ανθρώπου όλων των  Συνταγμάτων μας.

[32] Γιάννης Βούλγαρης, Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική, Πόλις, Αθήνα 2019, σ. 246.

[33]   Πρέπει στο σημείο αυτό να παρατεθεί ένα απόσπασμα από γνωμοδότηση του τότε Συνηγόρου του Πολίτη (μετέπειτα δημάρχου Αθηναίων και νυν βουλευτή επικρατείας του ΚΙΝΑΛ) Γιώργου Kαμίνη, όταν εκλήθη να λάβει θέση επί του ζητήματος της αποκαθηλώσεως του πίνακα του Thierry de Cordier από την έκθεση Outlook (Γνωμοδότηση ΑΠ 1546.04.02.1/30/3/2004): «η ματαίωση ή η συρρίκνωση της εκδηλώσεως εξ αιτίας του ενδεχομένου παρανόμων πράξεων, θα εγκαθίδρυε εμμέσως καθεστώς συναπόφασης και συναρμοδιότητας των κοινωνικών θυλάκων μισαλλοδοξίας ομού με τα συντεταγμένα πολιτειακά όργανα».

[34]  Επί της υποθέσεως αυτής εκδόθηκαν διάφορες αποφάσεις: α) η υπ’ αριθ. 3284/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επιδίκασε αποζημίωση  β) η υπ’ αριθ. 4034/2015  και γ)  κατ’ αναίρεση  η υπ’ αριθ. 697/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου.

[35] Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας 27/5/2004, Κατράμη κατά Ελλάδας 6/12/2007, Αλφαντάκης κατά Ελλάδας 11/2/2010.

[36] Στην σελίδα 62 παρατίθεται η αντίληψη του Ν.Ι. Σαριπόλου για την  έννοια του έθνους.

[37] Πρόκειται για την απόφαση ΣτΕ 460/2013.

[38] Που αφορά τις επιμέρους ομάδες της κοινωνίας, προσδιοριζόμενες όχι ως κοινωνικές τάξεις αλλά με βάση τα ειδικότερα χαρακτηριστικά τους ή τις συνήθειές τους (π.χ. εθνοτικές ή πολιτιστικές ομάδες, γυναίκες, ομοφυλόφιλοι κ.λπ.).

[39] Alain Renault, Tι είναι ένας ελεύθερος λαός; Φιλελευθερισμός ή ρεπουμπλικανισμός;, μετάφραση: Γιάννης Παπαδημητρίου, Πόλις, Αθήνα 2009, ιδίως σ. 108-129 (όπου αναλύεται η ρεπουμπλικανική πολιτεία φιλελεύθερου χαρακτήρα). Για τον ρεπουμπλικανισμό, βλ. Philip Pettit, Republicanism, OUP 1999. H ρεπουμπλικανική άποψη για τη δημοκρατία διέπεται από το πνεύμα της πολιτικής ισότητας και αντιδιαστέλλεται προς την οικονομική ανισότητα που επικρατεί στο πεδίο του οικονομικού φιλελευθερισμού. Επίσης, η ρεπουμπλικανική αρχή προτάσσει το γενικό συμφέρον, τη λαϊκή θέληση ως θέληση πολιτικού σώματος και όχι αθροίσματος ατομικών βουλήσεων.

Αναδημοσίευση από το The Books’ Journal, Πέμπτη, 08 Απριλίου 2021

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

4 + sixteen =