«Η μεταβίβαση δυνάμει του ν. 4389/2016 από το Δημόσιο στην ΕΕΣΥΠ ΑΕ ποσοστού μεγαλύτερου του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ ΑΕ αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθόσον το Δημόσιο, καίτοι είναι ο μοναδικός μέτοχος της ΕΕΣΥΠ ΑΕ, της μετόχου εφεξής της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, δεν ασκεί έλεγχο επί του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΥΠ και δεν πληρούται, ως εκ τούτου, η συνταγματική προϋπόθεση σύμφωνα με την οποία είναι επιβεβλημένος ο έλεγχος της ΕΥΔΑΠ ΑΕ από το Ελληνικό Δημόσιο, όχι απλώς με την άσκηση εποπτείας επ’ αυτής, αλλά και δια του μετοχικού της κεφαλαίου· επιπροσθέτως δε, η ΕΕΣΥΠ ΑΕ, νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου παρεμβαλλόμενο μεταξύ του Δημοσίου και της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, επιδιώκει, προεχόντως, σκοπούς ταμειακούς και ταμιευτικούς, με τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας προσιδιάζοντα στην εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών», ΣτΕ Ολ 190/2022.
«Οποιαδήποτε απόφαση περί μεταβολής του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών Ε.Υ.Δ.Α.Π. και Ε.Υ.Α.Θ. δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ποσοστού συμμετοχής της Ε.Ε.ΣΥ.Π. στις εταιρείες αυτές και απώλεια της απόλυτης πλειοψηφίας της επί του μετοχικού κεφαλαίου των εν λόγω εταιρειών. Απόφαση που τυχόν επιφέρει τις συνέπειες του προηγούμενου εδαφίου είναι άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα», άρθρο 114 ν. 4964/2022.
«Η μεταβίβαση προς την Ε.Ε.ΣΥ.Π. Α.Ε. των μετοχών των εταιρειών Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε. και Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε., κυριότητας του ελληνικού δημοσίου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 197 του ν. 4389/2016 (Α’ 94), θεωρείται από της ισχύος του παρόντος σύννομη και ισχυρή ως προς όλες τις συνέπειες. Επανάληψη των προβλεπόμενων από τη νομοθεσία ενεργειών και διαδικασιών που προηγούνται ή έπονται της μεταβίβασης των ανωτέρω μετοχών στην Ε.Ε.ΣΥ.Π. και συνάπτονται με αυτήν δεν απαιτείται», άρθρο 115 παρ. 1 ν. 4964/2022.
Με τις υπ’ αριθ. 190/2022 και 191/2022 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ως αντισυνταγματική η μεταβίβαση της πλειοψηφίας του μετοχικού Κεφαλαίου των ΕΥΔΑΠ ΑΕ και ΕΥΑΘ ΑΕ αντίστοιχα, στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας (ΕΕΣΥΠ, γνωστή ως «Υπερταμείο»). Αυτή η μεταβίβαση είχε γίνει με βάση το νόμο 4389/2016 και, κατά το Δικαστήριο, αντέβαινε προς το Σύνταγμα επειδή α) δεν διασφάλιζε τον έλεγχο της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ από το Δημόσιο διαμέσου της κατοχής του μετοχικού τους κεφαλαίου και διότι β) παρέδιδε τον έλεγχο της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ σε μια εταιρεία η οποία, σύμφωνα με τον ιδρυτικό της νόμο, αποτελεί αμιγώς κερδοσκοπικό ιδιωτικό φορέα που εξυπηρετεί ταμειακούς σκοπούς και όχι την αδιάλειπτη και υψηλής ποιότητας παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης. Αυτές οι αποφάσεις δεν αποτελούσαν κεραυνό εν αιθρία αλλά συνέχεια της νομολογίας του ίδιου Δικαστηρίου το οποίο, με την υπ’ αριθ. 1906/2014 απόφασή του, είχε ακυρώσει τη μεταβίβαση των μετοχών της ΕΥΔΑΠ στο ΤΑΙΠΕΔ ως αντίθετη στο Σύνταγμα με παρόμοιο σκεπτικό.
Στην περίπτωση των δύο πρόσφατων αποφάσεων, όμως, συνέβη κάτι πρωτοφανές. Το Ελληνικό Δημόσιο όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε με το διατακτικό τους, αλλά και έσπευσε να τις ακυρώσει ευθέως με τις νομοθετικές προβλέψεις των άρθρων 114 και 115 του ν. 4964/2022. Οι εν λόγω διατάξεις νομιμοποιούν – και μάλιστα αναδρομικά – τη μεταβίβαση των μετοχών, η οποία «θεωρείται σύννομη και ισχυρή ως προς όλες τις συνέπειες», αναγνωρίζονται δε ως νόμιμες όλες οι εν τω μεταξύ γενόμενες ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν στη βάση της δικαστικώς αμετάκλητα ακυρωθείσας μεταβίβασης. Τούτη η επιλογή της κυβέρνησης, που υλοποιήθηκε μέσω της πλειοψηφίας που διαθέτει στη Βουλή, είναι προδήλως και ευθέως αντίθετη στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών (αρ. 26 του Συντάγματος), όπως και στη διάταξη του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος που προβλέπει την υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης στις δικαστικές αποφάσεις.
Συνολικά, η ακύρωση των υπ’ αριθ. 190/2022 και 191/2022 αποφάσεων του ΣτΕ μέσω της νομοθετικής οδού δείχνει ότι για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία υπέρτατος νόμος δεν είναι το Σύνταγμα της χώρας αλλά η «σωτηρία» του Υπερταμείου. Ο νομικός κόσμος, ανεξάρτητα από την πολιτική ή κομματική ταυτότητα του καθενός, έχει ευθύνη να τοποθετηθεί απέναντι σ’ αυτήν τη μεθόδευση που πλήττει το κράτος δικαίου ως θεσμικά αντισταθμισμένη εξουσία. Μετά από τη νομοθετική ακύρωση των συγκεκριμένων αποφάσεων, ο δημόσιος έλεγχος των υπηρεσιών ύδρευσης που εγγυάται την προστασία του νερού ως δημόσιου αγαθού δεν αποτελεί πια μόνο ένα κοινωνικό αλλά και ένα δημοκρατικό και δικαιοκρατικό διακύβευμα.
Προδημοσίευση από το περιοδικό του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης «Ενώπιον»