Το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος είναι απολύτως σαφές: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α», δηλαδή κατά παράβαση των ατομικών δικαιωμάτων του απορρήτου της επικοινωνίας, της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η νομολογία είχε δεχθεί ότι η χρήση παράνομων αποδεικτικών μέσων επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση στις εντελώς οριακές περιπτώσεις, στις οποίες αποτελούν τον μοναδικό τρόπο για την απόδειξη της αθωότητας (και όχι της ενοχής) του κατηγορουμένου για πολύ σοβαρές αξιόποινες πράξεις.
Για τη δικαιοπολιτική σκοπιμότητα του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος μπορούν να διατυπωθούν διαφορετικές απόψεις. Η εν λόγω διάταξη προστέθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 κυρίως λόγω της έκτασης που είχε λάβει την εποχή εκείνη το φαινόμενο των «κρυφών καμερών». Ο αντίλογος στην απαγόρευση αυτή είναι ότι δεν επιτρέπεται να μένουν ατιμώρητα εγκλήματα ιδιαίτερης απαξίας και να μην καταδικάζονται αποδεδειγμένα ένοχοι, μόνο και μόνο για τον «τυπικό» λόγο της παράνομης κτήσης των αποδεικτικών μέσων. Από την άλλη, όπως σημείωνε ήδη από τον 19ο αιώνα ο συνταγματολόγος Ν. Ι. Σαρίπολος αναφερόμενος στις διατάξεις της ποινικής δικονομίας, «οι τύποι σώζουσι την ουσίαν». Πέραν όμως τούτου, αν επιτρέψουμε τη χρήση των παράνομων αποδεικτικών μέσων ελλοχεύει ο κίνδυνος της γενικευμένης εγκατάστασης και λειτουργίας παράνομων συστημάτων παρακολούθησης κάθε είδους, ενδεχόμενο ασφαλώς πολύ επικίνδυνο στη σημερινή εποχή της τεχνολογίας.
Όποια άποψη και να έχουμε για το εν λόγω ζήτημα, αυτό που δεν επιτρέπεται είναι η παράκαμψη ρητών συνταγματικών διατάξεων. Υπό το δεδομένο αυτό, καθίσταται εξαιρετικά προβληματική η ρύθμιση του προσφάτως ψηφισθέντος νόμου για την τροποποίηση του ποινικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία στα οικονομικά εγκλήματα κακουργηματικού χαρακτήρα επιτρέπεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις, εφόσον «α) η βλάβη που προκαλείται µε την κτήση του είναι σηµαντικά κατώτερη κατά το είδος, τη σπουδαιότητα και την έκταση από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώµενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη µε την οποία το αποδεικτικό µέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία». Οι τελευταίες αυτές προϋποθέσεις φοβούμαι ότι δεν είναι αρκετές, ιδίως ενόψει της αοριστίας των χρησιμοποιούμενων εννοιών, δημιουργούν δε μια σειρά από ζητήματα: Εάν λ.χ. κριθεί από ένα δικαστήριο κατά τη διάρκεια μιας ακροαματικής διαδικασίας ότι δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, ποια η πρακτική αξία από τη στιγμή που οι δικαστές θα έχουν δει το παράνομο βίντεο ή θα έχουν ακούσει την παράνομη ηχογράφηση; Κυρίως όμως η νέα ρύθμιση θέτει ζητήματα αντίθεσής της προς τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 19 παρ. 3, η οποία στηρίζεται σε άλλα κριτήρια και απαγορεύει κάθε αποδεικτικό μέσο που αποκτήθηκε κατά παράβαση των ατομικών δικαιωμάτων του απορρήτου της επικοινωνίας, της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Και μια καταληκτική παρατήρηση: Η νέα ρύθμιση όχι μόνο προστέθηκε με τροπολογία, αλλά και επαναφέρει ουσιαστικά σε ισχύ το άρθρο 65 του ν. 4356/2015, το οποίο είχε καταργηθεί πριν από μερικούς μόλις μήνες, τον Ιούνιο του 2019. Οι συνεχείς αμφιταλαντεύσεις του νομοθέτη σε τόσο σοβαρά ζητήματα ποινικού δικαίου και ατομικών δικαιωμάτων, είναι κάτι που δύσκολα συμβιβάζεται με την επιβαλλόμενη ασφάλεια του δικαίου.
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή στις 24.11.2019 https://www.kathimerini.gr/1053180/opinion/epikairothta/politikh/syntagma-kai-paranoma-apodeiktika-stoixeia