Το άρθρο 29§1 Συντάγματος (Σ) κατοχυρώνει το πολιτικό δικαίωμα των Ελλήνων να «μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, που κατάρτισε το Σύνταγμα του 1975, η διατύπωση αυτή ήταν ο συμβιβασμός μεταξύ μειοψηφίας και πλειοψηφίας, η οποία είχε αρχικά προτείνει τη ρητή πρόβλεψη έκδοσης νόμου σχετικά με τη λειτουργία των κομμάτων «εντός δημοκρατικών πλαισίων» και δυνατότητα θέσης εκτός νόμου, με δικαστική απόφαση, κόμματος του οποίου η δράση «τείνει εις ανατροπήν του ελευθέρου δημοκρατικού πολιτεύματος…». Η έντονη αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης, επηρεασμένης από την προδικτατορική απαγόρευση του ΚΚΕ, οδήγησε στον συμβιβασμό της απάλειψης μεν των δύο προαναφερθεισών παραγράφων, αλλά τη διατήρηση της έτι ισχύουσας νομικής ρήτρας περί εξυπηρέτησης της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος,[1] Η ρήτρα αυτή, ωστόσο, απενεργοποιήθηκε στη συνέχεια, μέσω της ερμηνείας, από τη θεωρία, τη νομολογία και τη διοίκηση.
Έτσι, αρκεί μέχρι και σήμερα μια απλή δήλωση «δημοκρατικής νομιμοφροσύνης» κάθε κόμματος προς τον Άρειο Πάγο, που αναγορεύει κόμματα και εκλογικούς συνδυασμούς ελέγχοντας μόνον τυπικά στοιχεία χωρίς εκτίμηση της πραγματικής δράσης και οργάνωσης του κάθε κόμματος. Αυτή, όμως, η ερμηνεία και νομοθετική πραγμάτωση αφαιρεί περιεχόμενο από τη συνταγματική διάταξη, το πλήρες κανονιστικό φορτίο της οποίας θα ενυλωνόταν με μία πιο ουσιαστική εκτίμηση της συγκεκριμένης ρήτρας. Μια τέτοια εκτίμηση θα μπορούσε να φτάνει μέχρι του σημείου, τουλάχιστον, άρνησης κατάρτισης συνδυασμών, εφόσον και καθόσον υπάρχουν αποδείξεις αντιδημοκρατικής οργάνωσης και δράσης, όχι απλώς ιδεολογικής ρητορείας, κάποιου κόμματος.[2]
Η δράση της «Χρυσής Αυγής», που κρίθηκε δικαστικά σε πρώτο βαθμό ως εγκληματική οργάνωση «ενδεδυμένη με τον μανδύα πολιτικού κόμματος» και η πρωτόδικη -προς το παρόν- καταδίκη των ηγετικών και άλλων στελεχών της για συμμετοχή σε ή/και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης αφύπνισε το πολιτικό σύστημα αλλά και τον νομικό κόσμο της χώρας απέναντι στο ζήτημα της άμυνας που μια φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να αναπτύσσει απέναντι στους δομικούς και ενεργούς εχθρούς της. Έτσι, ο Ν.4804/2021 (ά93) δεν επιτρέπει πλέον την κατάρτιση συνδυασμών σε κόμματα των οποίων ο πρόεδρος, ο γενικός γραμματέας, τα μέλη της διοικούσας επιτροπής και ο νόμιμος εκπρόσωπος έχουν καταδικασθεί (έστω και μόνον πρωτοδίκως) σε κάθειρξη για συγκεκριμένα αδικήματα, μεταξύ των οποίων και η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, ή σε ισόβια κάθειρξη για οποιοδήποτε αδίκημα. Εδώ, η σωστή και σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία, που, πάντως καλό είναι να εξειδικευτεί και ρητά, είναι να εκληφθεί η «διοικούσα επιτροπή» – έτσι κι αλλιώς αυτός δεν είναι κατ’ ανάγκην ο ακριβής όρος που θα χαρακτηρίζει το καθοδηγητικό όργανο κάθε συγκεκριμένου κόμματος- και η πραγματική ηγετική ομάδα.
Όσον αφορά τα πρόσωπα, στέρηση του δικαιώματος του ενεργητικού, και κατά συνέπεια και του παθητικού εκλογικού δικαιώματος, μπορεί να επέλθει, κατά τα ά 51§3 και 55 Σ, μόνον αν υπάρξει αμετάκλητη ποινική τους καταδίκη. Αυτό σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται η μη ανακήρυξη κάποιου, οριστικά μόνον, καταδικασθέντος ως υποψηφίου στις εκλογές, ούτε, κατ’ αποτέλεσμα, η μη ανακήρυξη συνδυασμού που τον περιλαμβάνει ως υποψήφιου. Συνεπώς, κατά την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων του αν κάποιο κόμμα δεν υπηρετεί με τη δράση και την οργάνωσή του τη δημοκρατία, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως καθοριστικό ή μόνο κριτήριο μια τέτοια υποψηφιότητα, αλλά μπορεί απλώς να συνεκτιμηθεί.
Η σχετική κρίση και η μη ανακήρυξη συνδυασμών πρέπει, κατά κύριο λόγο, να στηριχθεί στην οργάνωση και τη δράση του κόμματος, και η απόδειξη βαρύνει τον Άρειο Πάγο. Σε περίπτωση αρνητικής για το κόμμα κρίσης, θα πρέπει να προβλέπονται διαδικαστικές δικλείδες ασφαλείας, με απόφαση κάποιου Ανωτάτου Δικαστηρίου προληπτικά, δηλαδή πριν τη διεξαγωγή των επόμενων εκλογών, και με διαδικασία που ομοιάζει με αυτή της προσωρινής προστασίας, αλλά και οριστική κρίση σε επόμενο χρονικό σημείο, κατά προτίμηση από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
[1] Βλ. Χ. Ανθόπουλος, Άρθρο 29, σε: Σπυρόπουλος κ.ά. (επιμ), Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2017, 778επ.
[2] Προς αυτή την κατεύθυνση με αποχρώσεις βλ. Ανθόπουλος, όπ.π., 786, Λίνα Παπαδοπούλου, Μπορεί μια εγκληματική οργάνωση να είναι κόμμα; 10.10.2013· Γ. Σωτηρέλης, Αναζητώντας τις άμυνες της δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της, 22.01.2014·.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 22 Ιανουαρίου 2023