Δεν φαίνεται να ανακύπτει, εκ πρώτης όψεως, ζήτημα αντισυνταγματικότητας από την τροποποίηση του εκλογικού νόμου που μόλις κατατέθηκε στη Βουλή.
Και τούτο, διότι με την τροπολογία δεν επέρχεται στέρηση εκλογικού δικαιώματος, είτε του δικαιώματος του εκλέγειν είτε του εκλέγεσθαι σε κάποιον. Απλώς προβλέπεται με απόφαση του Αρείου Πάγου ο αποκλεισμός της κατάρτισης εκλογικών σχηματισμών, δηλαδή η συμμετοχή στις εκλογές κόμματος ή συνδυασμού κομμάτων στην ηγεσία των οποίων μετέχουν πρόσωπα, είτε ονομαστικά και τυπικά είτε άτυπα και πραγματικά, που έχουν καταδικαστεί, έστω και πρωτοδίκως, για εγκλήματα που επισύρουν την ποινή κάθειρξης που προβλέπεται ειδικά από τον Ποινικό Κώδικα.
Το νέο που εισάγει στην εκλογική νομοθεσία η νομοθετική τροποποίηση είναι ότι αποκλείει τη συμμετοχή στις εκλογές κόμματος, του οποίου ηγέτης είναι στην πραγματικότητα πρόσωπο που έχει καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη για τα εγκλήματα που αναφέρονται πιο πάνω. Ο αποκλεισμός της συμμετοχής του αρχηγού στις εκλογές είναι συνέπεια του αποκλεισμού από τις εκλογές του κόμματος του οποίου ηγείται, και όχι λόγω στέρησης εκλογικού δικαιώματος.
Θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι η διάταξη είναι φωτογραφική για τον Κασιδιάρη και επομένως ότι πρόκειται για νόμο ατομικό και άρα αντισυνταγματικό, επειδή αντίκειται στην αρχή της ισότητας, που επιβάλλει ο νόμος να είναι απρόσωπος, γενικός και αφηρημένος.
Η προσβολή όμως της τυπικής ισότητας είναι στην προκειμένη περίπτωση και θεμιτή και άρα συνταγματικά δικαιολογημένη, διότι θεσπίστηκε για λόγους προστασίας ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και της δημοσίας τάξης και ασφάλειας, όπως προβλέπεται άλλωστε και στις διαδικασίες της αναγνώρισης σωματείων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το ζήτημα έχει απασχολήσει παλαιότερα τη νομολογία μας με αφορμή την ίδρυση φιλοβασιλικών σωματείων και τον έλεγχο από το δικαστήριο εκούσιας δικαιοδοσίας της νομιμότητας του σκοπού του.
Ο σκοπός της απαγορευτικής αυτής διάταξης είναι, πάντως, συνταγματικά θεμιτός και για έναν άλλο λόγο. Διότι δεν απαγορεύει τη συμμετοχή σε εκλογές κομμάτων για λόγους διάδοσης ή προβολής κάποιας ιδεολογίας ή κάποιων πολιτικών ιδεών, ακόμη και αντιδημοκρατικών, αλλά επειδή και εφόσον υπάρχει σχετική ποινική καταδίκη των ηγετών του. Η κρίση του δικαστή βασίζεται στην προκειμένη περίπτωση σε τεκμήριο αντικειμενικό και τεκμηριωμένο, που είναι η προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματα από δράσεις που στοιχειοθετούν συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα.
Τέλος, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, η εν λόγω νομοθετική διάταξη βασίζεται σε μία ειδική συνταγματική ρύθμιση, εκείνη του άρθρου 29 παρ. 1Σ, η οποία επιτάσσει ρητά και απερίφραστα τα κόμματα να υπηρετούν την «ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η συνταγματική αυτή διάταξη, αν και δεν είναι ειδική και συγκεκριμένη σε σχέση με εκείνη του άρθρου 51 παρ. 3Σ, που προβλέπει τους λόγους στέρησης του εκλογικού δικαιώματος, ώστε να υπερισχύσει αυτής. Εντούτοις, η επίκλησή της μπορεί, ως ρήτρας συνταγματικής -όπως είναι η καταχρηστική άσκηση συνταγματικού δικαιώματος- με ερμηνευτική κατά βάση λειτουργία, να δικαιολογήσει την παράκαμψη της πρώτης για δύο λόγους: πρώτον, διότι δεν επιφέρει στέρηση εκλογικού δικαιώματος, γενικά και αφηρημένα, και άρα δεν αντίκειται ευθέως στην απαγόρευση στέρησης εκλογικού δικαιώματος. Και δεύτερον, διότι έχει διαφορετικό πεδίο εφαρμογής. Εκείνη αφορά τα εκλογικά προσόντα, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, ενώ τούτη τους όρους συμμετοχής ενός κόμματος στις εκλογές.
Η διαπίστωση της συνδρομής του όρου της εξυπηρέτησης από τα κόμματα που κατέρχονται στις εκλογές, της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, γίνεται από τον Αρειο Πάγο, ύστερα από αξιολόγηση, μεταξύ των άλλων, και του τεκμηρίου της ποινικής ή μη καταδίκης του πραγματικού ή φερόμενου αρχηγού του κόμματος για τα συγκεκριμένα εγκλήματα.
Το δύσβατο ωστόσο, συνταγματικά, σημείο της ρύθμισης είναι η αξιολόγηση εκ μέρους του ΑΠ των στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη «πραγματικού αρχηγού». Ποια είναι αλήθεια τα στοιχεία, τα αντικειμενικά και αξιόπιστα, που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν κρίση δικανική που να οδηγεί τον δικαστή σε απόρριψη ενός συνδυασμού από τις εκλογές; Τα περιθώρια εκτίμησης του δικαστή είναι, πάντως, στην προκειμένη περίπτωση πολύ περιορισμένα. Διότι, εν αμφιβολία ή εν απουσία αποδείξεων, οφείλει ο δικαστής, επειδή πρόκειται για προσβολή πολιτικού δικαιώματος, να μην αποκλείσει τον εκλογικό συνδυασμό από τις εκλογές.
Η ανάθεση στη δικαστική εξουσία της ευθύνης απαγόρευσης καθόδου ενός πολιτικού κόμματος στις εκλογές αποτελεί μετάθεση ευθύνης στα δικαστήρια και δίκοπο μαχαίρι για την πολιτική εξουσία: διότι μόνον εφόσον υπάρξουν επαρκή και αδιάσειστα στοιχεία νομιμοποιείται ο δικαστής να απορρίψει την αίτηση. Το πιθανότερο είναι να την δεχτεί, οπότε, όμως, ακυρώνεται ο δηλωμένος, πολιτικός, στόχος του νομοθετήματος και έτσι αποτρέπεται ένας ενδεχόμενος κίνδυνος έντονης πολιτικής ή και συνταγματικής αμφισβήτησης της επίδικης ρύθμισης.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι με την εν λόγω ρύθμιση δεν απαγορεύεται η ίδρυση και λειτουργία κόμματος, που φέρει τα προλεχθέντα χαρακτηριστικά ούτε καθιερώνεται διαδικασία διάλυσής του, όπως και δεν καθιερώνεται λόγος στέρησης εκλογικού δικαιώματος.
Είναι άλλο το ζήτημα ότι η ρύθμιση είναι δικαιο-πολιτικά αμφιλεγόμενη και ότι αμφισβητείται η πολιτική της σκοπιμότητα.
Το γεγονός, πάντως, ότι η συγκεκριμένη τροπολογία κατατέθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία, επειδή τη συμφέρει εκλογικά και τη βοηθά στην επιδίωξη της αυτοδυναμίας, δεν την καθιστά συνταγματικά αθέμιτη. Ακόμη και αν είναι –και είναι– κομματικά υστερόβουλη. Άλλωστε, από τον αποκλεισμό ωφελούνται και τα πρώτα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ‘Καθημερινή’ της Κυριακής στις 05.02.2023. Στην παρούσα εκδοχή του προστέθηκαν δύο παράγραφοι για την πληρέστερη ανάπτυξη του θέματος