Οι σχέσεις μεταξύ συνταγματολόγων και πολιτικής εξουσίας είναι συνήθως σχέσεις έντασης, αφού καθήκον του συνταγματολόγου είναι να εντοπίζει και να προβάλλει τις, κατά την άποψή του, αντισυνταγματικότητες. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι ο συνταγματολόγος είναι «καταδικασμένος» να εμφανίζεται μονίμως ως αντιπολιτευόμενος, ανεξαρτήτως των προσώπων και της εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία. Ήδη το 1852 ο βασιλιάς Όθωνας είχε καλέσει τον πρώτο μεγάλο έλληνα συνταγματολόγο, τον Ν. Ι. Σαρίπολο, για να τον επιπλήξει: «Μανθάνω», του λέει, «ότι μετά πολλής ελευθερίας διδάσκετε». Και τότε του απαντάει ο Σαρίπολος: «Ει περ η ελευθερία υπό της οικουμένης απάσης εδιώκετο, ήθελε διασωθή εν Ευρώπη · ει δ’ από της Ευρώπης εφυγαδεύετο, έδει αυτήν ευρείν καταφυγήν εν τήδε τη γενεθλίω αυτής χώρα · ει δε και από ταύτης εξωθείτο, άξιον αυτής άσυλον το Πανεπιστήμιον · ει δε κακείθεν εδιώκετο, εγώ τελευταίος τον μυστικόν ίακχον ήθελον εκφέρει». Τελικά, ο Σαρίπολος «πλήρωσε» τα λεγόμενά του με απόλυση. Από τα βέλη της πολιτικής εξουσίας, και μάλιστα του Ελευθερίου Βενιζέλου, δεν γλύτωσε ούτε και ο μεγαλύτερος έλληνας συνταγματολόγος του Μεσοπολέμου, ο Αλέξανδρος Σβώλος. Πράγματι, ο Βενιζέλος, στο πλαίσιο διαφωνίας του με τον Σβώλο το 1931 για τον συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων, δήλωνε ότι αν η γνώμη του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου επί της ερμηνείας του Συντάγματος θεωρείται πιο έγκυρη από οποιαδήποτε άλλη, «θα εκύτταζα, εάν ηδυνάμην, δια νόμου να καταργήσω την έδραν του Συνταγματικού Δικαίου, δια ν’ αποτρέψω τον κίνδυνον, ο οποίος θα επεκρέματο κατά του ελληνικού κράτους να εξαρτάται η πολιτική ζωή της Χώρας από την γνώμην ενός καθηγητού». Δικαίως λοιπόν ο Αριστόβουλος Μάνεσης συμφωνούσε με τον Ν. Ι. Σαρίπολο, όταν ο τελευταίος χαρακτήριζε την έδρα του συνταγματικού δικαίου ως την «ελευθερωτέρα των εδρών».
Η σημασία του επιστημονικού λόγου των συνταγματολόγων δεν μειώνεται με το σκεπτικό ότι η συνταγματικότητα των νόμων ελέγχεται μόνον από τα δικαστήρια (άρθρο 93 παρ. 4 Συντ). Καταρχάς, αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές. Και η Βουλή πρέπει να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων κατά την ψήφισή τους, όπως επίσης και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όταν τους εκδίδει και τους δημοσιεύει. Ακόμη και οι δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί μπορούν να αρνούνται την εφαρμογή ενός αντισυνταγματικού νόμου, στις περιπτώσεις βέβαια εκείνες όπου η αντισυνταγματικότητα είναι πρόδηλη. Σύμφωνα με τον ισχύοντα Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα, «Αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή» (άρθρο 25 παρ. 3). Και αυτό βεβαίως ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές. Ενδεικτικά, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων είχε από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της αρνηθεί να εφαρμόσει τη διάταξη του προϊσχύσαντος νόμου 2472/1997 που απαιτούσε άδειά της για την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από δημοσιογράφους, με το σκεπτικό ότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με απαγορευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 14 παρ. 2 ) προληπτική λογοκρισία (βλ. ΑΠΔΠΧ 26/2007).
Ο συνταγματικός λοιπόν λόγος έχει και θεωρητική και πρακτική σημασία. Γιατί ναι μεν οι συνταγματολόγοι προφανώς δεν αποφασίζουν, ο λόγος τους όμως αποτελεί επιστημονικό υπόβαθρο για την κρίση των πολιτειακών οργάνων περί συνταγματικότητας. Χωρίς να παραγνωρίζονται οι ιδεολογικές αφετηρίες και οι «προερμηνευτικές επιλογές» του κάθε συνταγματολόγου και χωρίς να αποσιωπούνται οι θεμιτές επιστημονικές διαφωνίες στην κοινότητα των συνταγματολόγων, οι κριτικές επισημάνσεις τους αποτελούν αντίσταση σε αυτό που είχε εκφράσει, τόσο κυνικά και τόσο εύστοχα, ο Χένρυ Κίσινκερ: «Το παράνομο γίνεται αμέσως. Για το αντισυνταγματικό χρειαζόμαστε λίγο παραπάνω».
Δημοσιεύθηκε στα «Νέα», 16-1-2023