Η σύσταση και λειτουργία Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων από Κοινωφελή Ιδρύματα

Μιχαήλ Εμμ.Βροντάκης, επίτιμος Αντιπρόεδρος ΣτΕ

Ι.1. Αποτελεί στη δημόσια συζήτηση «σημείον αντιλεγόμενον» το κατά πόσον είναι συμβατή με το Σύνταγμα η σύσταση και λειτουργία Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων από Κοινωφελή Ιδρύματα.

  1. Η εν προκειμένω υποστηριζόμενη θέση είναι ότι το Σύνταγμα δεν την αποκλείει a priori, αλλά την εξαρτά εν πρώτοις εκ του κατά πόσον αυτή θα καταστεί νομοθετικώς επιτρεπτή, και περαιτέρω, εφ’ όσον συμβαίνει τούτο, από την συμμόρφωση προς τους ορισμούς του Νόμου αναφορικά προς τις επιπλέον επιβαλλόμενες συνταγματικώς να τεθούν προς τούτο νομοθετικώς και ισχύουσες προϋποθέσεις και όρους, η οποία συμμόρφωση συνιστά αναγκαίο προαπαιτούμενο για την επιπροσθέτως αξιούμενη συνταγματικώς διοικητική αδειοδότηση.

 

ΙΙ.1. Το Σύνταγμα δεν περιέχει διάταξη που να αποκλείει expressis verbis τη σύσταση και λειτουργία Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων από Κοινωφελή Ιδρύματα. Εκείνο που αποκλείει ρητώς είναι «η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες», ως τοιούτων νοουμένων των συνιστωμένων από ιδιώτες Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ως φορέων επιχειρηματικής δραστηριότητος με αντίστοιχο αντικείμενο παροχής υπηρεσιών, δραστηριότητος δηλαδή αποσκοπούσης και επιδιωκούσης την επίτευξη και πορισμό εξ αυτής κερδών, όπως κατωτέρω εκτίθεται.

  1. Το επιχείρημα του οποίου γίνεται ευρέως επίκληση προς υποστήριξη της θέσεως ότι δεν είναι συμβατή προς το Σύνταγμα η σύσταση εν γένει μη κρατικών Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των συνιστωμένων από Κοινωφελή Ιδρύματα, είναι το προβαλλόμενο ως συναγόμενο a contrario από τη διατύπωση της παρ.5 του άρθρου 16 Συντ., που ορίζει ότι : «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση…», εκλαμβανομένου ως εντεύθεν συναγομένου ότι αυτή η συνταγματική διάταξη νοεί σιωπηρώς ως αποκλειόμενο contrarium, σε σχέση με τη ρητώς θεσπιζόμενη ρύθμιση, τη σύσταση μη κρατικών Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων εν γένει.
  2. Με δεδομένο ότι, ως προς τη μεθοδολογία της ερμηνείας του Δικαίου, το argumentum a contrario είναι το λιγότερο ασφαλές νομικό επιχείρημα, εκείνο που επιβάλλεται να ερευνηθεί επισταμένως εν προκειμένω συνιστά το ποίο είναι το όντως αποκλειόμενο σιωπηρώς από τη διάταξη της παρ.5 του άρθρου 16 Συντ. contrarium, σε αντιπαραβολή προς τη ρητώς θεσπιζόμενη με τη διάταξη αυτή ρύθμιση.

Είμαι της γνώμης ότι αυτό το αποκλειόμενο contrarium δεν είναι τα μη κρατικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα στο σύνολό τους, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και εκείνων που συνιστώνται από Κοινωφελή Ιδρύματα. Και τούτο διότι, αν θεωρηθεί, καθ’ υπόθεσιν, ότι κατά τη βούληση του Συνταγματικού Νομοθέτη το οριζόμενο σιωπηρώς ως αποκλειόμενο contrarium με τη θέσπιση της διατάξεως της παρ.5 του άρθρου 16 Συντ., εν όψει του περιεχομένου της διατάξεως αυτής, ήταν εν γένει τα μη κρατικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα στο σύνολό τους, τότε δεν έχει λογικά κανένα νόημα ο expressis verbis οριζόμενος ακολούθως, επαναληπτικώ δήθεν τω τρόπω, αποκλεισμός στην παρ.8 του ιδίου άρθρου εκείνων των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων που συνιστώνται, εξ όλων των μη κρατικών υποκειμένων δικαίου, συγκεκριμένως από ιδιώτες. Ο Νομοθέτης εν γένει, αλλά και κατ’ εξοχήν ο Συνταγματικός Νομοθέτης δεν φλυαρεί, ώστε να αποκλείει εκ νέου ρητώς ό,τι υποτίθεται ότι όντως έχει σιωπηρώς εξ αντιδιαστολής αποκλείσει ως contrarium σε τεθείσα ρύθμιση, προβαίνοντας σε δύο παραγράφους του ιδίου μάλιστα άρθρου στη θέσπιση αλληλοκαλυπτομένων, έστω και εν μέρει, ρυθμίσεων. Μία παραδοχή ότι μία τέτοια αλληλοεπικάλυψη ρυθμίσεων ανταποκρίνεται αληθώς στη βούληση του Συνταγματικού Νομοθέτη δεν θα μπορούσε να γίνει λογικώς αποδεκτή, καθ’ ότι θα συνιστούσε καταφανώς ένα absurdum!

 

III.1. Εν όψει των προεκτεθέντων, αναζητητέο και ερευνητέο τυγχάνει το ποίο είναι εκείνο το contrarium που ορίζεται σιωπηρώς ως αποκλειόμενο με τη θεσπιζόμενη στην παρ.5 του άρθρου 16 Συντ. ρύθμιση. Προς τούτο επιβάλλεται να χρησιμοποιηθούν τα ερμηνευτικά εργαλεία που προσφέρει η μεθοδολογία της ερμηνείας του Δικαίου, κατ’ εξοχήν η συστηματική ερμηνεία και παραπληρωματικά η τελολογική ερμηνεία, για να διαγνωσθεί ποίο είναι στο σύνολό του το θεσπιζόμενο με τη διάταξη του άρθρου 16 Συντ., σκοπουμένη συνολικά και όχι αποσπασματικά, σύστημα ρυθμίσεως, με ειδικότερο συνεκτικό προσδιορισμό τής καθ’ όλου διαρθρώσεως του συστήματος τούτου.

  1. Η παρ.1 του άρθρου 16 Συντ. διαλαμβάνει μία θεσμική-ουσιαστική εγγύηση με αντικείμενο την κατοχύρωση της ελευθερίας της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας, αποκλείοντας έτσι κρατικές παρεμβάσεις περιοριστικές αυτών των ελευθεριών, υπό την αυτονόητη ρητώς οριζόμενη, ως συμφυή προς την εν λόγω συνταγματική κατοχύρωση, προϋπόθεση ότι η κατοχυρούμενη ακαδημαϊκή ελευθερία και ελευθερία διδασκαλίας δεν απαλλάσουν από το καθήκον υπακοής στο Σύνταγμα.

Η παρ.2 του ιδίου άρθρου ορίζει ώς συνταγματικής περιωπής κρατικό σκοπό, με τον χαρακτηρισμό του μάλιστα ως βασικής κατά το Σύνταγμα αποστολής του Κράτους, την παροχή παιδείας εν γένει στο κοινωνικό σύνολο, διαλαμβάνοντας κατά λογική ακολουθία μία συνταγματική επιταγή για την σύσταση, οργάνωση και λειτουργία δημοσίων υπηρεσιών παροχής παιδείας. Ορίζει δε περαιτέρω συγκεκριμένα τους επιδιωκτέους με την παροχή παιδείας από το Κράτος στόχους, που τους κατονομάζει ως ειδικότερους κατά το Σύνταγμα σκοπούς.

Οι παρ.3 έως και 7 του άρθρου 16 Συντ. σχετίζονται απολύτως και αναφέρονται μονοσημάντως στην εκπλήρωση της εν λόγω βασικής κατά το Σύνταγμα αποστολής του Κράτους, την παροχή δηλαδή παιδείας όλων των βαθμίδων στο κοινωνικό σύνολο, τόσο της εγκυκλίου παιδείας, όσο και της ανώτερης-επαγγελματικής παιδείας καθώς και της Ανωτάτης Παιδείας. Ειδικότερα οι παρ.5 και 6 αναφέρονται στην παροχή από το Κράτος Ανωτάτης Παιδείας.

Πλέον συγκεκριμένα, ο Συνταγματικός Νομοθέτης, στο άρθρο 16 Συντ., με την παρ.5, αναφορικά με την παροχή από το Κράτος Ανωτάτης Παιδείας, δεν αρκείται στην διαλαμβανόμενη στην παρ.1 του άρθρου 16 Συντ. θεσμική-ουσιαστική εγγύηση της ελευθερίας της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας που συνιστούν τον πυρήνα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αλλά, προς μείζονα και πλέον δραστική κατοχύρωση των ελευθεριών τούτων, διαλαμβάνει περαιτέρω επιπλέον μία οργανωτικής μορφής εγγύηση, πέραν δηλαδή της ήδη τεθημένης θεσμικής-ουσιαστικής εγγυήσεως. Και τούτο, προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας αυτής, με την αποτροπή του έξωθεν επηρεασμού ως προς την λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Συνάμα δε, στην παρ.6, διαλαμβάνει εγγυήσεις προσωπικής ανεξαρτησίας των ακαδημαϊκών διδασκάλων, τους οποίους χαρακτηρίζει ως «δημόσιους λειτουργούς», σε αντιπαραβολή προς τους δημοσίους υπαλλήλους.

Ειδικότερα, η παρ.5 του άρθρου 16 Συντ. διαλαμβάνει ρύθμιση η οποία προσδιορίζει την κατά το Σύνταγμα επιβαλλόμενη από απόψεως οργανωτικής μορφής συγκρότηση των κρατικών Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ως κρατικών δομών που, υπό την οριζόμενη για αυτά ως υποχρεωτική οργανωτική μορφή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, απολαύουν εκτεταμένη και συνταγματικώς εγγυημένη καθ’ ύλην αυτοδιοίκηση, ορίζοντας συγκεκριμένα, όπως έχει ήδη εκτεθεί, ότι: «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους … και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους».

Εν όψει της συγκεκριμένης εγγυήσεως οργανωτικού χαρακτήρα αποκλείεται εν πρώτοις, ως contrarium προς την προπαρατεθείσα συνταγματική ρύθμιση, τα κρατικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα να διαμορφωθούν από οργανωτικής απόψεως, (όπως συμβαίνει λ.χ. με τις δημόσιες υπηρεσίες που παρέχουν εγκύκλιο παιδεία), ως δημόσιες υπηρεσίες άμεσα ενταγμένες στην υπό στενή έννοια δομή του Κράτους. Οι άμεσα ενταγμένες στην υπό στενή έννοια δομή του Κράτους δημόσιες υπηρεσίες συγκροτούνται από υπηρεσιακές ιεραρχίες, ο κατά περίπτωση επικεφαλής των οποίων, (κατά κανόνα ο Προϊστάμενος ανά Υπουργείο-Υπουργός) έχει την εξουσία να διατυπώνει και απευθύνει με εγκυκλίους στους ιεραρχικώς υφισταμένους του υποδείξεις αλλά και διαταγές ως προς τον τρόπο ενεργείας αυτών, είτε σε σχέση με την κατά την αντίληψή του προσήκουσα διοικητική ερμηνεία του Νόμου είτε σε σχέση με τον υποδεικνυόμενο ως τον πλέον πρόσφορο, κατά την αντίληψή του, για το δημόσιο συμφέρον τρόπο ασκήσεως της εχούσης παραχωρηθεί σε αυτούς διακριτικής ευχέρειας. Υφίσταται δε κατ’ αρχήν υπηρεσιακή υποχρέωση συμμορφώσεως των ιεραρχικώς υφισταμένων προς αυτές τις απευθυνόμενες σε αυτούς εγκυκλίους.

Αν μία τέτοια οργανωτική μορφή δεν είχε αποκλεισθεί συνταγματικώς για τα κρατικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και αυτή είχε τυχόν επιλεγεί σε επίπεδο νομοθετικής ρυθμίσεως, θα ήταν επιβεβλημένο αδιαλείπτως, σε κάθε περίπτωση απευθυνομένης προς αυτά υπουργικής εγκυκλίου να ερευνάται, ως προαπαιτούμενο συμμορφώσεως σε αυτήν, κατά πόσον αυτή δεν έρχεται σε σαφή και αναντίλεκτη αντίθεση προς την θεσμική-ουσιαστική εγγύηση των ακαδημαϊκών ελευθεριών που κατοχυρώνονται με την παρ.1 του άρθρου 16 Συντ. Τούτο βεβαίως θα αποτελούσε μία προβληματική συνθήκη αναφορικά με την εύρυθμη λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Και ασφαλώς θα συνιστούσε κατ’ ουσίαν μία απολύτως ασυμβίβαστη συνθήκη λειτουργίας των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων προς αυτήν την ίδια την, διηνεκώς έτσι τιθέμενη σε δοκιμασία, συνταγματική κατοχύρωση στην παρ.1 του άρθρου 16 Συντ. της θεμελιώδους εγγυήσεως της ακαδημαϊκής ελευθερίας.

Και ασφαλώς μία τέτοια δυστοπική κατάσταση αποκλείεται ab initio με την συνταγματικώς επιβαλλόμενη επιπρόσθετη οργανωτικής μορφής εγγύηση της παρ.5 του άρθρου 16 Συντ., κατά την οποία, όπως εξετέθη, : «Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση», με μόνη επιτρεπτή συνταγματικώς, προς διασφάλιση της τηρήσεως του Συντάγματος και του Νόμου κατά τη λειτουργία τούτων, την άσκηση εποπτείας εκ μέρους του Κράτους.

Κατά δεύτερο λόγο, εκείνο που ωσαύτως αποκλείεται ως contrarium προς την προπαρατεθείσα συνταγματική ρύθμιση είναι η, σε επίπεδο νομοθετικής ρύθμισεως, επιλογή από τον κοινό Νομοθέτη για τα κρατικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της απαντωμένης συχνότερα τους τελευταίους καιρούς οργανωτικής μορφής του κρατικού νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, οργανωτικής μορφής κατ’ αρχήν επιτρεπτής συνταγματικώς, επιλεγομένης δε νομοθετικώς χάριν της διασφαλίσεως μείζονος διαχειριστικής ευελιξίας, για δημόσιες υπηρεσίες Παροχικής Διοικήσεως (δηλαδή για δημόσιες υπηρεσίες που μεριμνούν για την παροχή στο κοινωνικό σύνολο κρισίμων αγαθών και βασικών υπηρεσιών). Πέραν άλλωστε της αποκλειούσης τούτο αδιαστίκτου διατυπώσεως της παρ.5 του άρθρου 16 Συντ., μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση θα ήταν δυσχερώς συμπορευόμενη και συμβατή με τις εξαιρετικές εγγυήσεις προσωπικής ανεξαρτησίας των ακαδημαϊκών διδασκάλων, που διαλαμβάνει η παρ.6 του εν λόγω άρθρου.

 

IV.1. Αναφορικά με την εν γένει μη παρεχόμενη από το Κράτος Παιδεία διαλαμβάνει ρύθμιση αποκλειστικώς και μόνον η διάταξη της παρ.8 του άρθρου 16 Συντ., που ορίζει ότι : «Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης αδείας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σε αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους. Η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Η εμπεριεχόμενη στη διάταξη αυτή επιφύλαξη υπέρ του Νόμου προς ρύθμιση καταλαμβάνει, εν όψει της αδιαστίκτου διατυπώσεώς της, όλες τις βαθμίδες της Παιδείας, δηλαδή και εκείνη της Ανωτάτης Παιδείας, που ωσαύτως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτής της διατάξεως, όπως άλλωστε συνάγεται και από τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της διατάξεως αυτής, δοθέντος ότι κατά τη διαλαμβανόμενη στο εδάφιο τούτο εξαιρετική ρύθμιση αποκλείεται verbatim η σύσταση Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, εξ όλων των μη κρατικών υποκειμένων δικαίου, ειδικώς και μόνον από «ιδιώτες». Επομένως, καταλαμβάνει και την, μη ρητώς αποκλειόμενη συνταγματικώς, σύσταση Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων από Κοινωφελή Ιδρύματα και εξαρτά το επιτρεπτόν αυτής  της συστάσεως και λειτουργίας τούτων κατ’ αρχήν από αντίστοιχη νομοθετική πρόβλεψη, ακολούθως δε και περαιτέρω από την πλήρωση των δυνάμει της παρεχομένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, της οποίας επιβάλλεται συνταγματικώς η χρήση, νομοθετικώς καθοριζομένων προϋποθέσεων και όρων, που συνιστούν προαπαιτούμενα για τη χορήγηση της συνταγματικώς αξιουμένης προς τούτο διοικητικής αδείας.

  1. Πλέον συγκεκριμένα, εκείνο που η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ.8 του άρθρου 16 Συντ. αποκλείει ρητώς είναι η «σύσταση ανωτάτων εκπαιδευτικών σχολών από ιδιώτες», ως τοιούτων κατά κοινή αντίληψη νοουμένων κατά το απολύτως σύνηθες συμβαίνον αναφορικά με την δράση των ιδιωτών στο πεδίο της οικονομικού ενδιαφέροντος δραστηριότητος, των συνιστωμένων από ιδιώτες ως φυσικά πρόσωπα, καθώς και από ιδρυόμενες και λειτουργούσες από εκείνους ως instrumentum actionis εμπορικές εταιρείες, Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών Ανώτατης Παιδείας, ως επιχειρηματικής δραστηριότητας αποσκοπούσης στην επίτευξη και πορισμό κέρδους.

Εξάλλου, η εν λόγω διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ.8 του άρθρου 16 Συντ., ως περιοριστική μιας in abstracto δυνητικώς λογιζομένης ως συνταγματικής ελευθερίας, εν προκειμένω της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών Ανώτατης Παιδείας, επιβάλλεται να τύχει απολύτως στενής γραμματικής ερμηνείας ως προς την έννοια των «ιδιωτών», τούτων νοουμένων ως ανωτέρω εκτίθεται κατά κοινή αντίληψη, και δεν μπορεί να τύχει ευρείας, πολύ δε περισσότερο διασταλτικής ερμηνείας, ώστε να συμπεριλάβει και άλλα ουδόλως κατονομαζόμενα υποκείμενα δικαίου, εν προκειμένω τα Κοινωφελή Ιδρύματα, τα οποία περιβάλλονται, ως προς τη σύσταση και λειτουργία τους, με τις συνταγματικές εγγυήσεις του άρθρου 109 Συντ. που αποκλείουν την ανάμειξη του Κράτους στην εκ μέρους τούτων επιλογή του τρόπου επιδιώξεως του κοινωφελούς τους σκοπού. Μία άλλωστε κατ’ επέκταση συμπερίληψη στην απαγορευτική διάταξη και των Κοινωφελών Ιδρυμάτων θα ήταν όλως ασυμβίβαστη προς την βασική ερμηνευτική αρχή η οποία διέπει την ερμηνεία διατάξεων που διαλαμβάνουν περιορισμούς ελευθεριών, κατά την οποία ερμηνευτική αρχή : “In dubio pro libertate”!

  1. Όπως ακριβώς συμβαίνει στις περιπτώσεις παραγωγής και παροχής υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο εκ μέρους δημοσίων υπηρεσιών της Παροχικής Διοικήσεως (με ρητή όμως εξαίρεση διαλαμβανόμενη στην παρ.4 του άρθρου 16 Συντ., στη συνέχεια προηγηθείσης το πρώτον σε νομοθετικό επίπεδο εξαιρέσεως το 1964, αναφορικά με την παροχή εκ μέρους του Κράτους υπηρεσιών Παιδείας), οι οποίες δημόσιες υπηρεσίες δικαιούνται να αξιώνουν, για τις παρεχόμενες κατά εξατομικευμένο τρόπο υπηρεσίες, την καταβολή αντιτίμου, είτε ως συμβατικής μορφής αντιτίμου, είτε ως κανονιστικώς καθοριζομένου και εξουσιαστικώς αξιουμένου ανταποδοτικού τέλους, αντιστοίχως και τα Κοινωφελή Ιδρύματα δικαιούνται ωσαύτως κατ’ αρχήν να αξιώνουν την καταβολή αντιτίμου για τις παρεχόμενες στο κοινωνικό σύνολο κατά εξατομικευμένο τρόπο υπηρεσίες (εν προκειμένω υπό τη μορφή διδάκτρων για τις παρεχόμενες υπηρεσίες Παιδείας).

Όμως, όπως μετ’ επιτάσεως επισημαίνεται και για τις δύο περιπτώσεις, αυτό το αντίτιμο αποσκοπεί αποκλειστικώς και μόνον, κατά την παγίως απαντώμενη στη Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας διατύπωση, στην κάλυψη του κατά κοινή αντίληψη κόστους παραγωγής της παρεχόμενης υπηρεσίας από ένα ορθολογικά οργανωμένο και λειτουργούντα φορέα παραγωγής αυτής της υπηρεσίας και δεν δύναται κατ’ ουδέν να υποκρύπτει την επιδίωξη πορισμού κέρδους.

Ασφαλώς δε η Διοίκηση, κατά την άσκηση της κατά την παρ.8 του άρθρου 16 Συντ. διοικητικής εποπτείας, έχει την εξουσία να διερευνά και, συντρεχούσης περιπτώσεως, να απαγορεύει και να καταστέλλει με την επιβολή νομίμων κυρώσεων την ενδεχόμενη επιδίωξη εισπράξεως αντιτίμου υπερκαλύπτοντας το κόστος παραγωγής της παρεχόμενης υπηρεσίας και υποκρύπτοντος την είσπραξη κέρδους, αξιώνοντας προφανώς προς τούτο την πλήρη διαφάνεια τιμολογήσεως, δοθέντος άλλωστε ότι η επιδίωξη κέρδους είναι εντελώς ασυμβίβαστη ex definitione προς αυτή την ίδια τη φύση και υπόσταση ενός Κοινωφελούς Ιδρύματος.

  1. Ο συνταγματικώς επιβαλλόμενος, βάσει της παρ.8 του άρθρου16 Συντ., καθορισμός της υπηρεσιακής καταστάσεως ως προς το διδακτικό προσωπικό των συνιστωμένων από Κοινωφελή Ιδρύματα Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων πρέπει να διασφαλίζει απολύτως την ακαδημαϊκή ελευθερία τούτων, κατά τρόπον ώστε να κατοχυρώνονται πλήρως και στα εν λόγω Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα οι ελευθερίες της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας, περί των οποίων διαλαμβάνει εν είδει γενικής διακηρύξεως εγγύηση η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 16 Συντ.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

eleven − 7 =