Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η παρακολούθηση της τηλεφωνικής επικοινωνίας του Προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ.-Κινήματος Αλλαγής από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών για λόγους εθνικής ασφάλειας ήταν νόμιμη. Η θέση της είναι ότι τηρήθηκε η διαδικασία που προβλέπει ο νόμος για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, εφόσον η αρμόδια δημόσια αρχή αιτήθηκε την άρση και ο αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός παρέσχε τη σχετική έγκριση. Η Κυβέρνηση αναφέρεται σε μια εκδοχή νομιμότητας, στην τήρηση της τυπικής-διαδικαστικής νομιμότητας.
Η τυπική, όμως, εφαρμογή της σχετικής διαδικασίας, δεν εξαντλεί το θέμα της νομιμότητας της παρακολούθησης. Η τελευταία συναρτάται με μια σειρά ουσιαστικών παραμέτρων που οφείλει να εκτιμήσει προσηκόντως, όχι τόσο ενδεχομένως η υπηρεσία που ζητά την παρακολούθηση, οπωσδήποτε όμως η εισαγγελική αρχή που εγκρίνει τη διενέργειά της. Στη αρχή αυτή άλλωστε αναθέτει το Σύνταγμα (άρθρο 19 παρ. 1 εδ. β΄) και ο νόμος 2225/1994 ρόλο εγγυητή της νομιμότητας κατά τη διαδικασία άρσης του απορρήτου.Από την πρόσφορη εκτίμηση των παραπάνω παραμέτρων εξαρτάται η (ουσιαστική) νομιμότητα του μέτρου.
Στο πλαίσιο λοιπόν του σχετικού ελέγχου, εκτός από τους επαρκείς λόγους εθνικής ασφάλειας που πρέπει να συντρέχουν για τη λήψη του (άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος), είναι αναγκαίο, εφόσον η άρση αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο, να συνεκτιμηθεί και η τυχόν θεσμική πολιτική ιδιότητα του τελευταίου· και, βέβαια, να τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), ως «περιορισμός των περιορισμών» των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο οποίος δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα και αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι η ελευθερία του προσώπου περιορίζεται μόνο εφόσον είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού και μόνο στο αναγκαίο μέτρο.
Ειδικότερα, η πολιτική ιδιότητα του υπό παρακολούθηση προσώπου έχει σημασία, όχι βέβαια γιατί η δική του ελευθερία αξίζει περισσότερο από εκείνη όσων δεν φέρουν την ιδιότητα αυτή. Αλλά γιατί σε σχέση με ένα πρόσωπο στο οποίο συντρέχει, παραδείγματος χάριν, η ιδιότητα του βουλευτή ή ευρωβουλευτή ή του προέδρου κοινοβουλευτικού κόμματος (έστω και υποψήφιου κατά την κρίσιμη περίοδο), η νομιμότητα ή, ας το πούμε έτσι, η συνταγματικότητα της παρακολούθησης πρέπει να αξιολογηθεί και από μία πρόσθετη σκοπιά: αυτή της συμμετοχής του στον δημόσιο και δη στον πολιτικό βίο, η οποία ενισχύει ακόμη περισσότερο την προστασία του. Διότι εδώ δεν πρόκειται απλώς για τον περιορισμό της ιδιωτικής αυτονομίας ενός ατόμου αλλά, παράλληλα, για την πολιτική ελευθερία του φορέα ενός λειτουργήματος και κατ’ επέκταση για την απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Χάριν αυτής, η πολιτική δράση και ο πολιτικός ανταγωνισμός πρέπει να παραμείνουν ανόθευτα από κάθε είδους κρατική χειραγώγηση, παρέμβαση ή μεθόδευση. Αυτό υπαγορεύει η λογική του πολιτεύματος, όπως εκφράζεται σε σειρά συνταγματικών διατάξεων (άρθρο 1 παρ. 1, 29 παρ. 1, 52 κ.ο.κ.).
Υπό αυτήν την έννοια, η θεσμική πολιτική ιδιότητα του προσώπου αποκτά βαρύνουσα σημασία στη στάθμιση ανάμεσα στο απόρρητο της επικοινωνίας και στο αγαθό της εθνικής ασφάλειας.
Κατά μείζονα λόγο συμβαίνει αυτό, όταν πρόκειται για βουλευτή (και κατ’ επέκταση για ευρωβουλευτή), ο οποίος σύμφωνα με το Σύνταγμα αντιπροσωπεύει «το Έθνος» (άρθρο 51 παρ. 2) και άρα εξ ορισμού υπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Ο επιφορτισμένος με την άρση του απορρήτου εισαγγελικός λειτουργός είναι στην περίπτωση αυτή ακόμη περισσότερο δεσμευμένος, αν πρόκειται με την απόφασή του να ανατρέψει το παραπάνω τεκμήριο, να θέσει δηλαδή σε αμφισβήτηση την καταστατικά άρρηκτη σχέση ανάμεσα στη βουλευτική ιδιότητα και στο εθνικό συμφέρον.
Υπέρ των θέσεων αυτών συνηγορεί και η ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία έχει μάλιστα στη χώρα μας υπερνομοθετική ισχύ. Το εν λόγω άρθρο, το οποίο κατοχυρώνει την προστασία του ιδιωτικού βίου (παρ. 1) και, ως ειδικότερη πτυχή της, το απόρρητο της επικοινωνίας, προβλέπει ότι τα δικαιώματα αυτά μπορεί να περιορίζονται (και) για λόγους εθνικής ασφάλειας, μόνο όμως όσο είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία (παρ. 2). Η προστασία της εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί συνεπώς να οδηγεί σε περιορισμούς που υπονομεύουν τις αρχές μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η παρακολούθηση ενός θεσμικού πολιτικού προσώπου φέρνει ευθέως αντιμέτωπη την έννομη τάξη με τις εγγυήσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Αντίθετα λοιπόν με τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης, η τήρηση της τυπικής διαδικασίας που προβλέπει ο νόμος για την άρση του απορρήτου δεν ισοδυναμεί δίχως άλλο με τη νομιμότητά της, η οποία περιλαμβάνει επίσης τη συνταγματικότητα και τη συμβατότητα του μέτρου. Μόνο εφόσον ικανοποιούνται οι όροι αυτοί μπορεί να γίνει λόγος για νομιμότητα της παρακολούθησης.
Αναρωτιέται κανείς, ύστερα απ’ όλα αυτά, αν απομένουν νομικά περιθώρια, και, εν πάση περιπτώσει, πόσο επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας πρέπει να συντρέχουν, αλλά και ποιος βαθμός δικανικής πεποίθησης απαιτείται, για να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών ενός δις εκλεγμένου από τον ελληνικό λαό ευρωβουλευτή, την περίοδο μάλιστα κατά την οποία διεκδικεί την ηγεσία του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Όσο όμως δεν εκτίθενται οι σχετικές προϋποθέσεις, η κυβερνητική θέση περί νομιμότητας της παρακολούθησης του Προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ.-Κινήματος Αλλαγής είναι έωλη και παραπειστική. Δεν είναι τελικά τίποτα περισσότερο από ένα άσφαιρο επιχείρημα, ενταγμένο σε μια απέλπιδα προσπάθεια νομιμοποίησης χειρισμών και δημιουργίας εντυπώσεων.
Δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο parallaximag.gr, 14.8.2022