Συνέντευξη στον Γιώργο Λακόπουλο, Δημοσιεύθηκε στην διαδικτυακή εφημερίδα «Ανοιχτό Παράθυρο» του Γιώργου Λακόπουλου στις 27.6.2015
Παρέχει το Σύνταγμα δυνατότητα δημοψηφίσματος σαν αυτό που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός;
Κατά την άποψή μου κατ’αρχήν είναι συνταγματικά θεμιτό ένα τέτοιο δημοψήφισμα και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα δεν ευσταθούν. Και τούτο διότι αυτές παραβλέπουν ότι μετά από την αναθεώρηση του 1986 στο Σύνταγμά μας προβλέπονται δύο είδη δημοψηφίσματος:
Το πρώτο αφορά κρίσιμο εθνικό θέμα και προκηρύσσεται τυπικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού προηγηθεί σχετική πρόταση της κυβέρνησης και έγκριση από τουλάχιστον 151 ψήφους, δηλαδή από την απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών.
Το δεύτερο αφορά ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, με εξαίρεση τα δημοσιονομικά, και τυπικά προκηρύσσεται επίσης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού προηγηθεί πρόταση από τουλάχιστον 120 βουλευτές (δύο πέμπτα της Βουλής) και έγκριση από τουλάχιστον 180 βουλευτές (τρία πέμπτα της Βουλής).
Είναι προφανές ότι η πρόταση του πρωθυπουργού αναφέρεται στην πρώτη μορφή δημοψηφίσματος, καθώς επικαλείται όντως κρίσιμο εθνικό θέμα, για το οποίο δεν ισχύει ο περιορισμός ως προς τα δημοσιονομικά, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την σημερινή αντιπολίτευση, η οποία δυστυχώς υποτάσσεται και αυτή με την σειρά της στην γοητεία του συνταγματικού λαϊκισμού (όπως ακριβώς έκαναν, όταν ήταν στη θέση της, και οι νυν κυβερνώντες…), βαφτίζοντας ό,τι δεν της αρέσει αντισυνταγματικό…
Ωστόσο, η πρόταση της κυβέρνησης, όπως διατυπώθηκε, παρουσιάζει δύο άλλα νομικά προβλήματα, τα οποία συνδέονται εκ των πραγμάτων με την ως άνω συνταγματική προσέγγιση:
Πρώτον, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν υπάρχει πράγματι μια τελική πρόταση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, εν είδει τελεσιγράφου (take it or leave it), η οποία πράγματι θα μπορούσε να τεθεί θεμιτά, από την σκοπιά της λαϊκής κυριαρχίας, προς έγκριση. Αν αποδειχθεί ή έστω αν δηλωθεί ότι επρόκειτο για ένα σχέδιο ανοιχτό σε αλλαγές, η κυβέρνηση θα ευρεθεί συνταγματικά εκτεθειμένη, διότι ο τρόπος με τον οποίο τίθενται τα ερωτήματα πρέπει να είναι σαφής, σύντομος και καθορισμένος (όπως προβλέπεται και στο άρθρο 3 παρ. 2 του νόμου 4023/2011, που ρυθμίζει τα του δημοψηφίσματος), ώστε να μην καταλείπεται κανένα περιθώριο παραπλάνησης των ψηφοφόρων και φαλκίδευσης της ψήφου τους.
Δεύτερον, μια συνταγματικώς αποδεκτή αλλά και στοιχειωδώς επαρκής, από θεσμική άποψη, διεξαγωγή ενός τέτοιου δημοψηφίσματος δεν είναι σε καμία περίπτωση συμβατή με την ασφυκτική ημερομηνία που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός. Πράγματι, ούτε οι διαδικασίες που προβλέπονται για την προετοιμασία του αλλά ούτε και ο διάλογος που απαιτείται για ένα τέτοιο σοβαρό ζήτημα (από κόμματα και φορείς της κοινωνίας των πολιτών, όπως προβλέπεται από τον ανωτέρω νόμο) είναι δυνατόν να «χωρέσουν» μέσα σε πέντε μόλις ημέρες που απομένουν μεταξύ της έκδοσης του σχετικού προεδρικού διατάγματος και της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος στις 5 Ιουλίου. Μια τέτοια βεβιασμένη και πρόχειρη διαδικασία είναι προφανές ότι υπονομεύει εκ των πραγμάτων την αξία της λαϊκής συμμετοχής και κινδυνεύει να εξελιχθεί σε παρωδία και αυτό ελπίζω να το λάβει σοβαρά υπ’όψιν της η Ολομέλεια της Βουλής…
2. Ας αφήσουμε τα συνταγματικά ζητήματα και ας μπούμε στην ουσία. Πιστεύετε ότι είναι δυνατόν ένα τέτοιο δημοψήφισμα να υπηρετήσει την λαϊκή κυριαρχία;
Στα ζητήματα αυτά νομίζω ότι η λογική του «άσπρου – μαύρου» δεν βοηθά διόλου τον δημόσιο διάλογο. Το δημοψήφισμα δεν πρέπει ούτε να δαιμονοποιείται αλλά ούτε και να υπερτιμάται, αναγορευόμενο σε πανάκεια. Ως θεσμός άμεσης δημοκρατίας, εφόσον εφαρμοσθεί σωστά κατά τα προαναφερθέντα, κατ’αρχήν πράγματι μπορεί να συμβάλει στον εμπλουτισμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με συγκεκριμένες συμμετοχικές διαδικασίες. Το επιχείρημα ότι η λαϊκή κυριαρχία εξαντλείται στην ανάδειξη των βουλευτών και ότι ο λαός δεν μπορεί να εκφράζει άποψη ούτε καν για εξαιρετικά κρίσιμα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια ολιγαρχική προσέγγιση, που υποτάσσει την πολιτική στην «διαλεκτική των τεχνικών της εξουσίας», για να παραφράσω τον ποιητή.
Ωστόσο, για να υπηρετηθεί πράγματι η λαϊκή κυριαρχία, η διεξαγωγή δημοψηφίσματος πρέπει να περιβάλλεται με συγκεκριμένες εγγυήσεις ως προς την γνησιότητα έκφρασης της λαϊκής βούλησης, ώστε να μην χρησιμοποιείται προσχηματικά και πολύ περισσότερο να μην εντάσσεται σε μια λογική θεσμικού λαϊκισμού ή (ενδο)κομματικών σκοπιμοτήτων, που οδηγούν ευθέως στην καταχρηστική αξιοποίηση του θεσμού, προκειμένου να εκμαιευθούν συγκεκριμένες απαντήσεις, κατά παράκαμψη του Συντάγματος.
Στο σημείο δε αυτό δεν αντέχω στον πειρασμό να παρατηρήσω ότι αυτοί που υπερακοντίζουν σήμερα στο θέμα του δημοψηφίσματος, προβάλλοντάς το σαν απαραίτητη εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας, είναι οι ίδιοι που είχαν καταγγείλει αντίστοιχη σχετική πρόταση, που είχε διατυπωθεί από τον πρώην πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου σε παρεμφερείς πολιτικές συνθήκες, και αυτό δείχνει, αν μη τι άλλο, μια μικροπολιτική και ευκαιριακή αντιμετώπιση του θεσμού.
Τέλος θα ήθελα να επισημάνω ιδιαίτερα ότι σε ένα δημοψήφισμα σαν αυτό που προτείνει η κυβέρνηση δεν νοείται η τακτική του Πόντιου Πιλάτου. Η κυβέρνηση πρέπει να λάβει σαφή θέση υπέρ ή κατά και να εξηγήσει πως θα διαχειρισθεί τόσο την απόρριψη της «πρότασης» των θεσμών –που είναι προφανές ότι οδηγεί σε χρεοκοπία εντός ή εκτός ευρώ– όσο και την τυχόν αποδοχή της, που οδηγεί αναπόφευκτα, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, στην παραίτησή της.
———————————————
Δημοσιεύθηκε στην Real News, 4.7.2015
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Συνέντευξη στον Βασίλη Σκουρή
ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ, Κ. ΣΩΤΗΡΕΛΗ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΑΠΟΨΗ;
Από την πρώτη στιγμή, κ. Σκουρή, επισήμανα ότι το δημοψήφισμα αυτό δεν προσκρούει στον περιορισμό του Συντάγματος ως προς τα δημοσιονομικά, διότι αυτός αφορά την δεύτερη προβλεπόμενη μορφή δημοψηφίσματος(για ψηφισμένο νομοσχέδιο). Πλην όμως παρουσιάζει άλλα σοβαρότατα συνταγματικά προβλήματα, με αποτέλεσμα η όλη διαδικασία να αγγίζει πλέον τα όρια της θεσμικής παρωδίας. Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι:
Το πρώτο σοβαρό πρόβλημα, όπως επισήμανα αμέσως μετά την αναγγελία του δημοψηφίσματος, αφορά το ίδιο το ερώτημα, η σύντομη, σαφής και καθορισμένη διατύπωση του οποίου είναι μια από τις σημαντικότερες εγγυήσεις του δημοψηφίσματος. Από την αρχή είχε διαφανεί και σήμερα πλέον έχει αποδειχθεί ότι η πρόταση του δημοψηφίσματος δεν είχε την μορφή τελεσιγράφου («take it or leave it»), από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ώστε να μπορεί πράγματι να τεθεί θεμιτά, από την σκοπιά της λαϊκής κυριαρχίας, προς έγκριση. Επρόκειτο απλώς για ένα σχέδιο συμφωνίας, το οποίο στη συνέχεια άλλαξε, μετά αποσύρθηκε και τελικά κατέστη άνευ αντικειμένου. Αυτό λοιπόν το σχέδιο, διατυπωμένο μάλιστα με περίπλοκο και ασαφή τρόπο, υποβάλλεται καταχρηστικά και παραπλανητικά στον ελληνικό λαό (και μάλιστα με πρώτο το όχι, κατά παγκόσμια πρωτοτυπία…). Ως εκ τούτου, οι πολίτες από την πλευρά τους νομιμοποιούνται πλέον να το αγνοήσουν και να το υποκαταστήσουν με το πραγματικό ερώτημα που τίθεται ενώπιόν τους και δεν είναι άλλο από το «ναι ή όχι στη χρεοκοπία» που σημαίνει, σχεδόν νομοτελειακά, «ναι ή όχι στο ευρώ», κατά πάσα δε πιθανότητα και «ναι ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση»…
Ένα δεύτερο μεγάλο πρόβλημα, το οποίο επίσης ανέδειξα ευθύς εξ αρχής, αφορά τον χρόνο διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, ο οποίος δεν επαρκεί ούτε καν στοιχειωδώς, τόσο ως προς την διαδικασία οργάνωσης του δημοψηφίσματος όσο και ως προς την άνετη ανάπτυξη των επιχειρημάτων, όπως αυτή εξειδικεύεται από τον ισχύοντα νόμο 4023/2011 (που προβλέπει δύο Επιτροπές, μια υπέρ του «ναι» και μια υπέρ του «όχι», κατανομή επαρκούς χρόνου σε όλα τα ΜΜΕ και επί μέρους χρονικές εγγυήσεις για τη διασφάλιση ενός γνήσια δημοκρατικού διαλόγου).
Με βάση τα ανωτέρω, και με επίκληση των ισχυόντων για τις βουλευτικές εκλογές, υποστήριξα την άποψη ότι ο εύλογος χρόνος για μια στοιχειωδώς αποδεκτή, διαδικαστικά και δημοκρατικά, διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είναι τουλάχιστον 15 ημέρες. Χαίρομαι δε ιδιαίτερα για το ότι και ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης διατύπωσε, με παρεμφερή επιχειρήματα, αυτήν την άποψη, επισημαίνοντας ταυτόχρονα και το ασαφές του ερωτήματος.
Παρά ταύτα, η κυβέρνηση όχι μόνον κώφευσε σε όλες τις σχετικές εκκλήσεις αλλά προκάλεσε και ένα τρίτο μείζον πρόβλημα, που ολοκλήρωσε την θεσμική εκτροπή του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος. Συγκεκριμένα εξέδωσε –με την εξαναγκασμένη αποδοχή, για δεύτερη φορά μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, του Προέδρου της Δημοκρατίας…– μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, με την οποία τροποποίησε μονομερώς, χωρίς τον αναγκαίο έλεγχο της Βουλής, τους προαναφερθέντες όρους διεξαγωγής του δημοψηφίσματος. Το έθεσε έτσι, στην πραγματικότητα, στην προκρούστεια κλίνη των μικροκομματικών επιλογών της, τόσο με την αυθαίρετη σύντμηση των προθεσμιών όσο και με την υποβολιμαία υποκατάσταση των Επιτροπών από τα κόμματα. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι σαν να προκηρύσσονται βουλευτικές ή δημοτικές εκλογές και να έρχεται μια κυβέρνηση εκ των υστέρων και να αλλάζει τον εκλογικό νόμο, κόβοντας και ράβοντάς τον στα μέτρα της…
Συμπερασματικά, είναι πράγματι λυπηρό το ότι η πρώτη εφαρμογή ενός γνήσια δημοκρατικού θεσμού συνδέεται εν τοις πράγμασι με τον πολλαπλό θεσμικό ευτελισμό του και την αλλοίωση του χαρακτήρα του. Η κυβέρνηση όχι μόνον δεν υπηρετεί την ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή, όπως διατείνεται προσχηματικά, αλλά στην ουσία αποβλέπει στην φαλκίδευση της, παραβιάζοντας έτσι τις επιταγές του άρθρου 52 του Συντάγματος για ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης. Πρόκειται, δυστυχώς για έναν άκρατο και δημαγωγικό «δημοκρατικισμό», που αντιστρατεύεται την πραγματική δημοκρατία και αποτελεί την πλέον ακραία και επικίνδυνη εκδήλωση του θεσμικού λαϊκισμού, από τον οποίο ειλικρινά αναρωτιέμαι γιατί δεν διαχωρίζουν ευθαρσώς την θέση τους ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ –και δη συνάδελφοί μου– με εγνωσμένη δημοκρατική ευαισθησία…
ΠΟΙΕΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ;
Αν το αποτέλεσμα είναι όχι δεν θα υπάρξουν –τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα– συνταγματικές εξελίξεις. Απλώς η παρούσα Κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειρισθεί τις ολέθριες, κατά την άποψή μου, συνέπειες αυτής της επιλογής.
Αν ωστόσο η απάντηση είναι ναι, οι συνταγματικές εξελίξεις θα είναι νομίζω ραγδαίες. Η κυβέρνηση κατ’ αρχάς οφείλει, με βάση τη δήλωση του πρωθυπουργού για σεβασμό της λαϊκής ετυμηγορίας, να υποβάλει αμέσως την παραίτησή της. Κατόπιν αυτού, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα απαλλάξει την κυβέρνηση από τα καθήκοντά της και θα προχωρήσει, κατά το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ΄ του Συντάγματος, σε διαβούλευση με τους πολιτικούς αρχηγούς, προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα σχηματισμού κοινοβουλευτικής κυβέρνησης (που θα μπορεί να διασφαλίσει πλειοψηφία των παρόντων, όχι μικρότερη από 120 βουλευτές). Αν διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, τότε θα διαλυθεί η Βουλή και εντός τριάντα ημερών θα διεξαχθούν εκλογές από υπηρεσιακή εκλογική κυβέρνηση. Αυτό σημαίνει ότι οι εκλογές μπορεί να γίνουν, οριακά, ακόμη και στις 26 Ιουλίου (εν όψει και των προηγηθεισών προετοιμασιών για το δημοψήφισμα).
ΔΗΛΑΔΗ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΣΕ ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ;
Κατά την άποψή μου όχι, διότι η ερμηνεία του άρθρου 38 του Συντάγματος, περί παραίτησης, πρέπει να εναρμονισθεί με την ερμηνεία που δόθηκε ήδη από τον προηγούμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις, ως προς τον διορισμό του πρωθυπουργού. Και εξηγώ:
Στο άρθρο 37 ορίζεται ότι πρωθυπουργός διορίζεται «ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών». Η διάταξη αυτή ερμηνεύθηκε με ευρύτητα από τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος θεώρησε ότι η δήλωση των ΑΝΕΛ για υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αρκετή για απευθείας –δηλαδή χωρίς διερευνητικές εντολές–διορισμό πρωθυπουργού, παρότι το κόμμα του δεν διέθετε απόλυτη πλειοψηφία. Με βάση λοιπόν αυτό το προηγούμενο, η ίδια ερμηνεία πρέπει να ακολουθηθεί, για την ενότητα του νομικού λόγου, και ως προς την παραίτηση. Άρα, ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να παρακάμψει και εν προκειμένω τις διερευνητικές εντολές που προβλέπονται στο άρθρο 38 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος και να εφαρμόσει απευθείας, κατά τα ανωτέρω, το εδ. β΄ του ίδιου άρθρου, που ορίζει ότι: «Αν ο πρωθυπουργός της παραιτούμενης κυβέρνησης είναι αρχηγός… κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 3 εδ. γ΄».
Pingback: Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 | constitutionalism.gr