H ιδιαιτερότητα και η σημασία του Συντάγματος του 1864

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, Kαθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1864

ως θεμελίου της πρώτης δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής μας παράδοσης*

* Το κείμενο αυτό είναι επεξεργασμένη μορφή ομότιτλης ομιλίας σε Ημερίδα με τίτλο «Το Σύνταγμα του 1864: 150 χρόνια μετά» που διεξήχθη στη Βουλή στις 7 Νοεμβρίου του 2014.

Πολλές φορές ακούγεται, ακόμα και από επίσημα χείλη, ακόμα και από συναδέλφους στο Πανεπιστήμιο, ότι η χώρα μας απέκτησε για πρώτη φορά πραγματική κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά την ψήφιση του ισχύοντος Συντάγματος. Ωστόσο, μια τέτοια θεώρηση δεν είναι απλώς λανθασμένη και ατεκμηρίωτη. Το χειρότερο είναι ότι συμβάλλει στην διαιώνιση μιας κραυγαλέας παραχάραξης της ελληνικής ιστορίας, που εμφανίζει τη χώρα μας, έως το 1975, σαν μια συνταγματικά προβληματική και υπανάπτυκτη κοινοβουλευτική δημοκρατία, με δάνειους και αναξιοποίητους θεσμούς και με λειτουργία  που απέκλινε εμφανώς από το ευρωπαϊκό πρότυπο.

Και όμως, εφόσον αναφερόμαστε στον 19ο αιώνα, ουδέν αναληθέστερον  τούτου. Μπορεί η χώρα μας να πέρασε τους κραδασμούς αλλά και τις δημοκρατικές εξάρσεις της επαναστατικής περιόδου, μπορεί να ανέχθηκε ένα μεταβατικό στάδιο απόλυτης μοναρχίας, μπορεί να ατύχησε ως προς την λειτουργία του πολιτεύματος της συνταγματικής μοναρχίας, ιδίως λόγω της πολιτικής ανικανότητας και ανεπάρκειας του Όθωνα, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν απεμπόλησε το δικαίωμα του συνταγματικού αυτοκαθορισμού της, της «διοίκησης του τόπου διά του τόπου», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο πατριάρχης του ελληνικού κοινοβουλευτισμού Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Έτσι το 1862, όταν ωρίμασαν οι συνθήκες, η χώρα μας βίωσε, έστω και με κάποια καθυστέρηση, το δικό της 1848, δηλαδή μια πραγματική δημοκρατική επανάσταση. Η επανάσταση αυτή, που ονομάσθηκε μάλιστα «Οκτωβριανή Επανάστασις»[1], διακρίνεται σαφώς από τις περιορισμένες εξεγέρσεις του 1843 και του 1909. Ξεκίνησε στις αρχές του 1862, από το Ναύπλιο και τις Κυκλάδες και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου εξαπλώθηκε σαν σπίθα σε όλη την Ελλάδα (πλην της νότιας Πελοποννήσου), οδηγώντας στην ανατροπή της δυναστείας των Βίττελσμπαχ αλλά και της συνταγματικής μοναρχίας.

Απόρροια της επανάστασης αυτής, ήταν το Σύνταγμα του 1864. Ένα Σύνταγμα που παρουσιάζει πολλές και κρίσιμες ιδιαιτερότητες, οι οποίες καθόρισαν αποφασιστικά τόσο τη φυσιογνωμία του όσο και την εξαιρετική σημασία του ως προς τις μετέπειτα εξελίξεις[2]. Ας τις δούμε όμως συγκεκριμένα:

Η πρώτη σημαντική ιδιαιτερότητα έγκειται στην ίδια την Εθνοσυνέλευση  που το ψήφισε, δηλαδή στην Β΄ εν Αθήναις Εθνική Συνέλευση, που  κατέχει μια πράγματι ξεχωριστή θέση στην συνταγματική μας Ιστορία[3].

Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Εθνοσυνέλευση αυτή είναι ιστορικά η πρώτη –αλλά και η μόνη– στην οποία εκπροσωπήθηκαν  όχι μόνον οι Έλληνες που κατοικούσαν στην ελληνική επικράτεια αλλά και οι Έλληνες που κατοικούσαν στις ελληνικές παροικίες εκτός Ελλάδος. Εκπροσωπήθηκαν, με άλλα λόγια, όλες οι ελληνικές κοινότητες που είχαν μια σοβαρή παρουσία σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής.  Έτσι, ενδεικτικά, στην εθνοσυνέλευση αυτή συναντούμε πληρεξουσίους από το Λονδίνο, το Λίβερπουλ, το Μάντσεστερ και την Μασσαλία, από την Τεργέστη και  Λιβόρνο, αλλά και από την Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη, την Θεσσαλονίκη, την Ήπειρο, την Οδησσό,  την Ιερουσαλήμ, το Κάϊρο και την Αλεξάνδρεια.  Ως εκ τούτου, είχαμε μια Εθνοσυνέλευση κοσμοπολίτικη, ανοιχτή στα ρεύματα των ιδεών αλλά και πλήρως ενήμερη για όσα διαδραματίζονταν τότε στην διεθνή σκηνή, τόσο σε πολιτικό όσο και σε φιλοσοφικό και επιστημονικό επίπεδο

Επίσης, πρέπει να εξαρθεί ιδιαίτερα ο δημοκρατικός χαρακτήρας αυτής της Εθνοσυνέλευσης. Τόσο ως προς την λειτουργία της, καθώς επέβαλε, μέχρι την έλευση του νέου βασιλιά, δηλαδή για πάνω από ένα χρόνο, το πλησιέστερο στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας σύστημα της κυβερνώσας Βουλής, όσο και ως προς την σύνθεσή της. Δεν πρόκειται μόνον για το ότι κυριαρχούν σε αυτήν οι εκπρόσωποι της Χρυσής Νεολαίας – δηλαδή των φοιτητών και των αποφοίτων του «Οθωνείου» Πανεπιστημίου, οι οποίοι, υπό την ηγεσία του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, πρωτοστάτησαν στην επανάσταση του 1862, με ρομφαία τις δημοκρατικές αρχές της επανάστασης του 1848 – αλλά  και για το ότι μετά την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα η σύνθεσή της εμπλουτίσθηκε με σημαντικό αριθμό ριζοσπαστών πληρεξουσίων, οι οποίοι επικράτησαν  πλήρως στις σχετικές εκλογές, σε βάρος των ανθενωτικών, φέρνοντας τον νέο αέρα ρηξικέλευθων και προωθημένα δημοκρατικών πολιτικών και συνταγματικών ιδεών, που είχαν διαμορφωθεί σε αστικά κέντρα που δεν γνώρισαν τον οθωμανικό ζυγό.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού της συγκεκριμένης Εθνοσυνέλευσης, όχι μόνον διότι περιλαμβάνονταν σε αυτήν εξέχουσες προσωπικότητες των ελληνικών κοινοτήτων του εξωτερικού, των Ιονίων Νήσων και της Χρυσής Νεολαίας αλλά και διότι πρωτοστάτησαν στις εργασίες της όλες οι αξιόλογες πολιτικές προσωπικότητες που δέσποσαν για πολλές δεκαετίες στην πολιτική σκηνή κατά την περίοδο εφαρμογής του Συντάγματος του 1864. Μεταξύ αυτών μάλιστα περιλαμβάνονται όλοι οι μετέπειτα πρωθυπουργοί, και συγκεκριμένα τόσο ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης και ο Θρασύβουλος Ζαϊμης, που κυριάρχησαν την πρώτη περίοδο εφαρμογής του Συντάγματος του 1864, όσο και οι δύο πρωταγωνιστές δικομματισμού που επακολούθησε, δηλαδή ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης. Αν σε αυτούς προσθέσουμε και ορισμένες εξέχουσες προσωπικότητες από την περίοδο της Επανάστασης (όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (πρόεδρος της Επιτροπής για το Σύνταγμα), ο Κωνσταντίνος Κανάρης και ο Μπενιζέλος Ρούφος), από τον ακαδημαϊκό χώρο (αναφέρω ενδεικτικά το Ν.Ι. Σαρίπολο, τον Διομήδη Κυριακού και τον Παύλο Καλλιγά) αλλά και γενικότερα από τον νομικό κόσμο (αναφέρω ενδεικτικά τον Αδαμάντιο Διαμαντόπουλο και τον Σπήλιο Αντωνόπουλο) έχουμε πλήρη την εικόνα μιας Εθνοσυνέλευσης η οποία απαρτιζόταν από ό,τι καλύτερο διέθετε ο Ελληνισμός εκείνη την εποχή, τόσο από την άποψη της πολιτικής συγκρότησης όσο και από την άποψη της επάρκειας για την κατάστρωση συνταγματικών θεσμών.

Στάθηκα ιδιαίτερα στην πρώτη αυτή γενετική ιδιαιτερότητα του Συντάγματος του 1864, διότι αυτή προσδιόρισε, κατά τρόπο καθοριστικό, τις επόμενες δύο ιδιαιτερότητες. Ας δούμε γιατί:

Είναι εύλογο, εν πρώτοις, ότι μια τέτοια Εθνοσυνέλευση, με τόσο έντονα δημοκρατικά αντανακλαστικά, δεν μπορούσε παρά να κινηθεί σε μια δημοκρατική κατεύθυνση, που θα επανασυνέδεε τον ελληνικό συνταγματισμό με τις ιστορικές καταβολές του, του ελληνικού διαφωτισμού και της Επανάστασης. Ωστόσο, η Εθνοσυνέλευση δεν αρκέσθηκε απλώς σε κάποιες δημοκρατικές επιλογές. Προχώρησε πολύ περισσότερο, ψηφίζοντας εν τέλει ένα Σύνταγμα το οποίο βρέθηκε στην δημοκρατική πρωτοπορία όλων των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων.

Πράγματι, η δεύτερη σημαντική ιδιαιτερότητα είναι ότι το Σύνταγμα του 1864 κατέχει μια εντελώς ξεχωριστή θέση στην χορεία των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων, αποτελώντας για πολλά χρόνια, και μάλιστα μακράν, την πλέον προωθημένη δημοκρατικά εκδοχή τους. Παρά το ότι στηρίχθηκε στο Σύνταγμα του 1844, επιλέγοντας ορθώς την τομή μέσα στη συνέχεια της συνταγματικής μας παράδοσης και όχι την συνολική ανατροπή της, εν τούτοις επέβαλε τόσες και τέτοιες αλλαγές που μετέβαλαν άρδην τον χαρακτήρα του πολιτεύματος, κατοχυρώνοντας πλήρως την δημοκρατική αρχή και σηματοδοτώντας έτσι το οριστικό πέρασμα από την συνταγματική μοναρχία στην βασιλευόμενη δημοκρατία. Περαιτέρω ανάλυση δεν είναι βεβαίως του παρόντος. Θέλω όμως να επισημάνω με έμφαση ότι εκείνη την εποχή δεν υπάρχει κανένα Σύνταγμα που να συνδυάζει με τόση πληρότητα και σαφήνεια αφ’ενός μεν  την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του λαού και κατά του μονάρχη, το σύστημα της μίας Βουλής και τον πλήρη αποκλεισμό του μονάρχη από την αναθεωρητική διαδικασία, αφ’ ετέρου δε την κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές και την ολοκληρωμένη καθιέρωση των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης (δηλαδή του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι), και της ελευθερίας του Τύπου.

Και για να μην νομίζει κανείς ότι αυτά λέγονται για να ευλογούμε τα γένια μας σπεύδω να σας αναγνώσω ένα απόσπασμα από άρθρο του ανταποκριτή των Times εκείνης της εποχής, όπως το απέδωσε η εφημερίδα Κλειώ της Τεργέστης[4]:

«Το Σύνταγμα της Ελλάδος παριστάνει καταφανέστερον τάσεις τινας εν τη ηπείρω Ευρώπη και συνταράσσει το πνεύμα των φοβουμένων την δημοκρατίαν ως ανέλεγκτον δύναμιν. Το αυτό Σύνταγμα προαγγέλλει διάφορα πράγματα μέλλοντα να συμβώσι μετ’ ου πολύ εν ταις μεγάλαις μοναρχίαις και εν ταις αυτοκρατορίαις της Ευρώπης».

Ο πρωτοποριακός λοιπόν χαρακτήρας του Συντάγματος του 1864, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού συνταγματισμού,  συνιστά την δεύτερη μεγάλη και σημαντική ιδιαιτερότητά του, η οποία δυστυχώς δεν έχει προσεχθεί ιδιαίτερα όχι μόνον στον ευρωπαϊκό αλλά ούτε καν στον εθνικό χώρο.

Ωστόσο, ο πρωτοποριακός χαρακτήρας του Συντάγματος του 1864 δεν έγκειται αποκλειστικά στις ρυθμίσεις του, διότι αυτές, από μόνες τους, δεν θα δικαιολογούσαν το να εξαίρεται με τέτοιον τρόπο η σημασία του. Το Σύνταγμα του 1864 δεν ήταν απλώς ένα δημοκρατικό Σύνταγμα που έμεινε στα χαρτιά, όπως συνέβη εν πολλοίς με τα Συντάγματα του Αγώνα. Αντίθετα, και αυτό είναι η τρίτη σημαντική ιδιαιτερότητα, αποδείχθηκε ένα Σύνταγμα  κατ’εξοχήν βιώσιμο και εφαρμόσιμο όπως αποδεικνύεται εύγλωττα από την συνεχή και απρόσκοπτη λειτουργία του για μισόν περίπου αιώνα. Αυτό συνέβη προεχόντως διότι οι επιλογές του συντακτικού νομοθέτη του 1864 δεν ήταν απλώς δημοκρατικές. Ήταν ταυτόχρονα και πρόσφορες για την θεσμική οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας, διότι αντανακλούσαν μια έκδηλη προσπάθεια προσαρμογής επείσακτων θεσμών στην ιδιάζουσα ελληνική πραγματικότητα, η οποία δεν τέμνονταν από έντονες κοινωνικές αντιθέσεις και κυριαρχείτο από παραγωγικές δραστηριότητες μικρής κλίμακας, τόσο στο εμπόριο, την βιοτεχνία  και την ναυτιλία όσο και στην αγροτική παραγωγή, στην οποία πρέπει να τονίσουμε ότι δέσποζε, έως την ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα, η μικροϊδιοκτησία, κατόπιν της διανομής των εθνικών γαιών (δηλαδή των γαιών που κληρονόμησε το ελληνικό κράτος από τους Οθωμανούς) από την ίδια την Εθνοσυνέλευση.    

Ως εκ τούτου, η κατάργηση της Γερουσίας και η κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας, πέρα από το ότι αποτελούσαν δημοκρατικά αιτήματα που αντιστοιχούσαν πλήρως στον τότε συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, πρέπει να ερμηνευθούν και υπό αυτό το πρίσμα, δηλαδή της αναγνώρισης των ελληνικών κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων, που δεν δικαιολογούσαν ούτε αποκλεισμό επικίνδυνων κοινωνικών στρωμάτων από τα κοινά αλλά ούτε και σώματα αριστοκρατικού χαρακτήρα. Υπό το ίδιο δε πρίσμα πρέπει να αντιμετωπισθεί και η ευρηματική υιοθέτηση του σφαιριδίου, ως μέσου ψηφοφορίας, μετά από πρόταση επτανησίων βουλευτών, Δεν θα  επεκταθώ ούτε στο σημείο αυτό. Απλώς αρκούμαι να επισημάνω ότι το σύστημα αυτό, που ξεκίνησε από εκκλησιαστική ψηφοφορία, αποδείχθηκε εξαιρετικά πρόσφορο για την διασφάλιση της μυστικότητας της ψήφου, ιδίως των αναλφαβήτων, ενώ προσέδωσε παράλληλα και ιδιαίτερο χρώμα στις ελληνικές εκλογικές αναμετρήσεις, διατηρήθηκε έως το 1926 και διασώζεται ακόμη στην θεσμική μνήμη των εκλογών, με εκφράσεις όπως «το έριξε δαγκωτό» ή «τον μαύρισε».

Η εφαρμογή, πάντως, του Συντάγματος του 1864 δεν υπήρξε εξ αρχής μια εύκολη υπόθεση. Στην πρώτη δεκαετία συγκρούσθηκε σκληρά το παλιό, οι κληροδοτημένες πρακτικές του οθωνικού παρελθόντος, με το καινούριο, έως ότου η δύναμη του «πολιτικού συγχρονισμού της κοινωνίας», που χαρακτήριζε το Σύνταγμα του 1864 κατά το Γεώργιο Σκληρό[5], να επιβληθεί και στην πράξη, με την συνδρομή, συμβολική και ουσιαστική, δύο σημαντικών εκσυγχρονιστικών τομών: της καθιέρωσης της αρχής της δεδηλωμένης[6], ως «συνθήκης του πολιτεύματος», με τον λόγο του θρόνου του 1875, και της ψήφισης του εκλογικού νόμου του 1877[7], που θωράκισε πολλαπλά την καθολική ψηφοφορία, ως προς την διασφάλιση της γνησιότητας του εκλογικού αποτελέσματος, και αποτέλεσε το θεμέλιο του εκλογικού μας δικαίου.

Μετά και από αυτές τις δύο κρίσιμες θεσμικές παρεμβάσεις, που ολοκλήρωσαν και ταυτόχρονα διασφάλισαν τον δημοκρατικό χαρακτήρα του Συντάγματος του 1864, η συνταγματική πραγματικότητα που διαμορφώνεται στον μακρινό δέκατο ένατο αιώνα, ως διαλεκτική σύνδεση του συνταγματικού δέοντος με το πολιτικό είναι, προσεγγίζει όλο και περισσότερο την σημερινή, ως προς την λειτουργία των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών θεσμών αλλά και ως προς την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, και μάλιστα με πολιτικές ομοιότητες που εκπλήσσουν και δείχνουν πόσο παράλληλοι υπήρξαν οι βίοι των δύο μεταπολιτεύσεων στην Ελλάδα.

Περαιτέρω ανάλυση βέβαια, ως προς αυτό, επίσης δεν είναι του παρόντος. Ωστόσο, αυτό που είναι του παρόντος είναι το να αναλογισθούμε, μεταφερόμενοι νοερά στο συνταγματικό μας παρελθόν, πως πριν από ενάμιση αιώνα η χώρα μας, χάρη σε μια Εθνοσυνέλευση που αποτέλεσε τον «συλλογικό διανοούμενο» του τότε Ελληνισμού,  όχι μόνο αποκτούσε το πλέον δημοκρατικό Σύνταγμα της Ευρώπης αλλά και εγκαινίαζε μια μακρόχρονη δημοκρατική και κοινοβουλευτική παράδοση, με συνεχή και αδιατάρακτη λειτουργία των θεσμών. Μια παράδοση, που όχι μόνον υπήρξε μεγαλύτερη, μέχρι στιγμής, από αυτήν που εγκαινίασε το Σύνταγμα του 1975, αλλά και κατατάσσει τη χώρα μας μεταξύ των ελάχιστων χωρών εκείνης της περιόδου που γνώρισαν ανάλογη συνταγματική και δημοκρατική ομαλότητα. Σκεφθείτε για παράδειγμα, ποια ήταν η συνταγματική πραγματικότητα εκείνης της περιόδου στην κεντρική, την ανατολική, την δυτική και την νότια Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας της Ισπανίας αλλά και όλης της Βαλκανικής Χερσονήσου, για να γίνει κατανοητό πόσο ξεχώρισε η χώρα μας υπό το Σύνταγμα του 1864, όχι μόνον ως προς τον προωθημένο δημοκρατικό χαρακτήρα των συνταγματικών της θεσμών αλλά και ως προς την αδιατάρακτη, επί μισόν και πλέον αιώνα, λειτουργία τους.  

Αρκεί λοιπόν να μελετήσει κανείς εκείνη την περίοδο, τόσο ως προς την κατοχύρωση όσο και ως προς την εφαρμογή του Συντάγματος του 1864, για να πεισθεί ότι είναι εντελώς έξω από την πραγματικότητα οι σχηματικές και απλουστευτικές απόψεις που υποτιμούν τις δημοκρατικές και κοινοβουλευτικές καταβολές του σημερινού πολιτεύματος. Πολλώ δε μάλλον αυτές που μας εμφανίζουν, ελαφρά τη καρδία, ουραγό και παρία –και όχι πρωταγωνιστή και πρωτοπόρο, όπως είναι το ορθό– τόσο στο πεδίο της ιδεολογίας όσο και στο πεδίο της πράξης του ευρωπαϊκού συνταγματισμού.               

 

 

 

 

 


[1] Βλ. σχετικά Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Εκλογές στην Ελλάδα 1864-1909. Ιδεολογία και Πράξη της Καθολικής Ψηφοφορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 2003 (2η έκδ.), σ. 104 επ. και τις εκεί παραπομπές.

 

 

 

[2] Για το Σύνταγμα του 1864 βλ. γενικά Αρ. Μάνεση, Η Δημοκρατική Αρχή εις το Σύνταγμα του 1864, σε: Του ίδιου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, Ι, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 1980, σ. 65 επ., Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και εκλογές. ό.π., σ. 150 επ. (με τις εκεί παραπομπές),  Ν. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στη Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010, Πόλις, Αθήνα 2011, σ. 107 επ.

 

 

 

[3] Για την Β΄ Εν Αθήναις Εθνική Συνέλευση βλ. αναλυτικά Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και εκλογές. ό.π., σ. 103 επ. (με τις εκεί παραπομπές).

 

 

 

[4] Φύλλα 6/18 και 13/25 Απριλίου 1868, όπου και εκτενή αποσπάσματα του άρθρου.

 

 

 

[5] Βλ. Γ. Σκληρού, Τα Σύγχρονα Προβλήματα του Ελληνισμού, Διεθνής Επικαιρότης, Αθήνα 1970/2η εκδ., σ. 149. 

 

 

 

[6] Βλ. Αρ. Μάνεση, Η Δημοκρατική Αρχή εις το Σύνταγμα του 1864, ό.π., σ. 93 επ., Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και εκλογές, ό.π., σ. 147 επ., 162 (με τις εκεί παραπομπές),  Ν. Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του, ό.π., σ. 128 επ.

 

 

 

[7] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και εκλογές, ό.π., σ. 163 επ. (με τις εκεί παραπομπές).