Οι προτάσεις για σταθερή θητεία Βουλής

Οι προτάσεις για σταθερή θητεία Βουλής
(Θωμαή Παπά, Φοιτήτρια ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ)

Το ζήτημα τούτο ήρθε στο φώς της επικαιρότητας κατόπιν δύο ολοκληρωμένων προτάσεων για την αναθεώρηση του ελληνικού συντάγματος. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στο «Ένα Καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα»[1] και στη πρόταση για «Μια προοδευτική αναθεώρηση» μιας ομάδας εργασίας νομικών και πολιτικών επιστημόνων[2] που συγκροτήθηκε μετά από πρόσκληση και με το συντονισμό του Γιώργου Κατρούγκαλου. Οι δύο αυτές προτάσεις, στις οποίες, πράγματι, περιλαμβάνονται καινοτόμες ιδέες για την αναθεώρηση του συντάγματός μας, πρέπει να παραδεχτούμε ότι εκκινούν από την ίδια βάση, η οποία δεν είναι άλλη από την κρίση των θεσμών. Μια κρίση, η οποία δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν γεννήθηκε ή αν αναδείχθηκε ή αν απλώς εντάθηκε με την οικονομική κρίση που μαστίζει ακόμα και σήμερα την χώρα μας. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών προτάσεων – η οποία λίγη σημασία έχει για την ανάπτυξη του παρόντος θέματος εργασίας – είναι ότι η μεν πρώτη υποστηρίζει ότι το ισχύον σύνταγμα άντεξε τη δοκιμασία των Μνημονίων. Αλλά για την χρεωκοπία της Χώρας μας, -που έφεραν τα μνημόνια- φταίει και το σύνταγμα[3]. Η δε δεύτερη, υποστηρίζει ότι η σοβούσα κρίση αξιοπιστίας των πολιτικών θεσμών δεν οφείλεται στο Σύνταγμα, αλλά το αντίθετο. Το ίδιο το σύνταγμα ήταν θύμα της κρίσης, με την έννοια ότι οι μνημονιακές επιταγές συνιστούν ένα πραγματικό «παρασύνταγμα», του οποίου η εφαρμογή θέτει σε δοκιμασία πολλές και θεμελιώδεις ρυθμίσεις του οικονομικού -και όχι μόνον- συντάγματος.[4] Και οι δύο προτάσεις, εντούτοις καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: Έχει καταστεί πια ώριμο το αίτημα για μια συνταγματική αναθεώρηση, η οποία με σημαντικές τομές θα είναι ικανή να αντιμετωπίσει την γενικευμένη κρίση αναξιοπιστίας.

Μεταξύ των υπολοίπων διατάξεων που προτείνονται να αναθεωρηθούν, περιλαμβάνονται και οι διατάξεις που αφορούν την πρόωρη διάλυση της Βουλής. Γιατί, όμως, κάτι τέτοιο κρίνεται σκόπιμο; Κατά τον Διαμαντούρο, η σταδιακή ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδίως η, κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης, προϊούσα ενσωμάτωσή της στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που, παρά τους κλυδωνισμούς που αναμφισβήτητα υφίσταται στην τρέχουσα συγκυρία, εξακολουθεί να εκφράζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, είχε ως μείζον αποτέλεσμα την ενίσχυση τόσο του κράτους δικαίου όσο και της λογικής του «αυτοπεριοριζόμενου κράτους[5]» και των θεσμικών αντιβάρων που κατεξοχήν εκφράζει η εμπειρία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θεωρείται ότι πρέπει να προσεγγιστεί και το ερώτημα περί «Βουλής τετραετίας ή συχνών εκλογών». Ο περιορισμός της διακριτικής ευχέρειας για διάλυση της Βουλής, που το ισχύον Σύνταγμα εκφράζοντας τη λογική του διττού υποδείγματος της λαϊκής κυριαρχίας και του «σουλτανικού» κράτους, παρέχει στην εκτελεστική εξουσία, με αποτέλεσμα τη, για λόγους έκδηλα κομματικούς, συστηματική κατάχρηση των σχετικών διατάξεων από όλες τις κυβερνήσεις και την αλόγιστη και προσχηματική προσφυγή σε πρόωρες εκλογές, θα αποτελούσε μείζον βήμα ευθυγράμμισης με ανάλογες, αν και διαφορετικές, πρακτικές περιορισμού ή και απόλυτης κατάργησης της ευχέρειας αυτής, όπως αυτές που ισχύουν στη Νορβηγία, στη Σουηδία και πιο πρόσφατα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μια τέτοια εξέλιξη, προσεκτικά προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, θα συνέβαλε κατά την άποψη αυτή καταλυτικά στη δημιουργία ενός σταθερού θεσμικού πλαισίου και κλίματος, τα οφέλη από τα οποία σαφώς υπερκεράζουν το όποιο σχετικό κόστος.[6]

Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να κινούνται και οι πρόσφατες προτάσεις. Έτσι, θα επιχειρήσουμε να επικεντρωθούμε σε αυτές και να θίξουμε τα κύρια ζητήματα.

Για αρχή, λοιπόν, αναφέρουμε ότι οι δύο προτάσεις έχουν αρκετά κοινά στοιχεία, όσον αφορά την διάλυση της Βουλής, και τα οποία επιχειρούμε να διατυπώσουμε σχηματικά αμέσως κατωτέρω:

  1. Διατηρούν και οι δύο το κοινοβουλευτικό στοιχείο, αφού εξακολουθεί η Κυβέρνηση να εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής, εντούτοις εισάγεται ένα καινοτόμο στοιχείο στο σύνταγμά μας, που ονομάζεται «εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας». Με τον όρο αυτόν αποδίδεται η δυνατότητα της Βουλής να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση, αλλά ταυτοχρόνως και η υποχρέωση της να προτείνει νέο Πρωθυπουργό.
  2. Προκρίνουν ως θεμιτή λύση -σε περίπτωση πρόωρης διάλυσης της Βουλής-, να εκλέγεται η επόμενη για θητεία ίση προς την θητεία της Βουλής που έληξε πρόωρα[7].
  3. Συμφωνούν στην μη διάλυση της Βουλής σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Αφού, αφενός σύμφωνα με το καινοτόμο σύνταγμα, η εκλογή του Προέδρου γίνεται από ένα ειδικό σώμα εκλεκτόρων[8], όπου αν δεν επιτευχθεί στην πρώτη ψηφοφορία η πλειοψηφία των δύο τρίτων, ακολουθούν άλλες τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες με κλιμακούμενες προς τα κάτω πλειοψηφίες. Δηλαδή, η δεύτερη στην οποία Πρόεδρος εκλέγεται με πλειοψηφία τριών πέμπτων του ειδικού σώματος εκλεκτόρων, – η οποία αν δεν επιτευχθεί – ακολουθεί η τρίτη ψηφοφορία, στην οποία πρέπει να εκλεγεί με απόλυτη πλειοψηφία και η τελευταία, όπου προϋποθέτει φυσικά την αποτυχία όλων των προηγούμενων να αναδείξουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και που σ’ αυτή την περίπτωση Πρόεδρος εκλέγεται ο υποψήφιος που συγκέντρωσε τις περισσότερες ψήφους του ειδικού σώματος εκλεκτόρων. Αφετέρου, στην πρόταση της ομάδας επιστημόνων υπό των συντονισμό Κατρούγκαλου, η εκλογή Προέδρου γίνεται άμεσα από τον Λαό, στην περίπτωση που προηγήθηκαν δύο άκαρπες ψηφοφορίες, στις οποίες έπρεπε να επιτευχθεί η πλειοψηφία των δύο τρίτων. Ο Λαός τότε θα κληθεί να λύσει το αδιέξοδο ψηφίζοντας μεταξύ των δύο σχετικώς πλειοψηφησάντων υποψηφίων της δεύτερης ψηφοφορίας.[9]

Εντούτοις, οι δύο προτάσεις αν και έχουν κοινό στόχο – την αποτροπή της συχνής προσφυγής σε πρόωρες εκλογές- προσεγγίζουν διαφορετικά το ζήτημα. Έτσι, θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε τις σημαντικότερες διαφορές τους:

  1. Η πρόταση της ομάδας του «Προοδευτικού Συντάγματος» διατηρεί την «προεδρική διάλυση» του άρθρου 41 παρ. 1 ως έχει, ενώ επιλέγει να αμβλύνει την «αδυναμία» της διάταξης του άρθρου 41 παρ. 2, γνωστή ως αιτιώδη κυβερνητική διάλυση ή άλλως δημοψηφισματική διάλυση. Τούτο προσπαθεί να το επιτύχει θέτοντας ως πρόσθετη προϋπόθεση να προηγείται της διάλυσης της Βουλής όχι απλώς πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά και απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου της. Υπενθυμίζουμε, σ’ αυτό το σημείο, ότι η διάλυση της Βουλής επέρχεται προς ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας, ενώ αποκλείεται η διάλυση της νέας Βουλής για το ίδιο θέμα.
  2. Αντιθέτως, η πρόταση του «Καινοτόμου Συντάγματος» επιχειρεί μια εκ βάθρων αλλαγή, επαναφέροντας την πολυσυζητημένη στο παρελθόν αντιπλειοψηφική – προεδρική διάλυση της Βουλής. Τούτη μπορεί να λάβει χώρα μία μόνο φορά κατά την διάρκεια της θητείας του Προέδρου, αν κατά την κρίση του συντρέχουν οι εξής δύο λόγοι: α) η σύνθεση της Βουλής βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία προς το λαϊκό αίσθημα ή β) δεν εξασφαλίζει την κυβερνητική σταθερότητα.[10]
  3. Περαιτέρω, μένοντας στις προτάσεις του καινοτόμου συντάγματος, διαπιστώνουμε ότι εισάγεται και ο θεσμός της αυτοδιάλυσης της Βουλής. Σύμφωνα με τον οποίο η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, αυτοδιαλύεται.[11]

Από την συνοπτική επισκόπηση των ανωτέρω προτάσεων εύκολα κανείς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στόχος των εμπνευστών τους ήταν να εισάγουν εκείνους τους όρους στο Σύνταγμά μας, οι οποίοι θα αποτρέψουν τη συχνή προσφυγή στις κάλπες, αλλά και να θεραπεύσουν  τις «αδυναμίες» του, καθώς πολλές φορές έχει «κατηγορηθεί» ότι το ίδιο δημιουργεί τις συνθήκες καταστρατήγησής του[12]. Έτσι, υποστηρίζουν ότι αποτελεσματική λύση είναι η υιοθέτηση στο ελληνικό σύνταγμα του θεσμού  της προκαθορισμένης θητείας της Βουλής, μεταβάλλοντας ριζικά τον θεσμό της (πρόωρης) διάλυσης της, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα.

[1] Οι συγγραφείς του Καινοτόμου Συντάγματος είναι: Ο Νίκος Αλιβιζάτος, ο Παναγής Βουρλούμης, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ο Γιάννης Κτιστάκης, ο Στέφανος Μάνος, και ο Φίλιππος Σπυρόπουλος.

[2] Η  πρόταση για μια «προοδευτική αναθεώρηση» αποτελεί έργο μιας ομάδας εργασίας νομικών και πολιτικών επιστημόνων που συγκροτήθηκε μετά από πρόσκληση και με το συντονισμό του Γιώργου Κατρούγκαλου και στην οποία συμμετείχαν συστηματικά οι καθηγητές Χριστόφορος Βερναρδάκης, Ανδρέας Δημητρόπουλος, Κώστας Ζώρας, Ηλίας Νικολόπουλος, και Κώστας Χρυσόγονος. Ενώ κατά την διάρκεια των εργασιών της ομάδας αυτής, προτάσεις εισέφεραν και άλλοι συνταγματολόγοι.

[3] «Καινοτόμο Σύνταγμα», Ιούνιος 2016, (προοίμιο), http://s.kathimerini.gr/resources/toolip/doc/2016/06/08/syntagma_20160605.pdf , σελ. 5

[4] «Μια προοδευτική Αναθεώρηση», Μάρτιος 2017, http://www.syntagma-dialogos.gov.gr/wp-content/uploads/protasi_syntagmatikis_anatheorisis_katrougkalos.pdf , σελ. 1

[5] Η πολιτειακή αυτή πρόσληψη θέτει στο επίκεντρο την έμφαση που έδωσε ο Μοντεσκιέ στην κρίσιμη σημασία των «ενδιάμεσων σωμάτων», που περιορίζουν τη δυνατότητα για αδιαμεσολάβητη άσκηση της εξουσίας και, κατά συνέπεια, για αυθαιρεσία, η οποία και αποτέλεσε τη βάση για τη σταδιακή διατύπωση θεωρητικών σχημάτων που, είτε με τη μορφή εγγυήσεων ευθέως εγγεγραμμένων σε συντάγματα είτε, πιο πρόσφατα, νομοθετικών ρυθμίσεων, συγκροτούν ένα πλέγμα μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης της εξουσίας ή, πιο απλά, λογοδοσίας, το οποίο αποτελεί πλέον κυρίαρχο χαρακτηριστικό του υποδείγματος που διέπει τη λειτουργία της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε σταδιακά από την εποχή του Μοντεσκιέ μέχρι σήμερα. Η ενασχόληση, λοιπόν, με την έννοια του «αυτοελεγχόμενου» ή «αυτοπεριοριζόμενου κράτους» έχει αποκτήσει ιδιαίτερη βαρύτητα τόσο για τη σύγχρονη θεωρία της δημοκρατίας όσο και για την πολιτική πράξη. Κατά την άποψη βέβαια αυτή επισημαίνεται ότι κρίσιμη πρόσθετη παράμετρος της έννοιας του «αυτοπεριοριζόμενου κράτους» αποτελεί η ύπαρξη ενός εμπεδωμένου κράτους δικαίου, μέσω του οποίου οι διάφοροι μηχανισμοί λογοδοσίας αποκτούν ισχύ, λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα. Βλ. αναλυτικά, Ν. Διαμαντούρος, «Αυτοπεριοριζόμενο» Κράτος και ποιότητα της δημοκρατίας, http://www.kathimerini.gr/867763/article/epikairothta/politikh/aytoperiorizomeno-kratos-kai-poiothta-ths-dhmokratias

2016

[6] Ν. Διαμαντούρος, ό.π.

[7] Άρθρο 47 «Καινοτόμο Σύνταγμα» και 41 παρ. 5 «Μια προοδευτική αναθεώρηση»

[8] Άρθρο 28 «Καινοτόμο Σύνταγμα»

[9] Άρθρο 32 παρ. 3 «Μια προοδευτική αναθεώρηση»

[10] Άρθρο 37 «Καινοτόμο Σύνταγμα»

[11] Άρθρο 47 παρ. 1 «Καινοτόμο Σύνταγμα»

[12] Αναφερόμαστε κυρίως στις περιπτώσεις διάλυσης της Βουλής για αντιμετώπιση εθνικού ζητήματος εξαιρετικής σημασίας (άρ. 41 παρ. 2) και στην διάλυση λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας (άρ. 32 παρ. 4).

Καταχώρηση: 28-10-2017     Κατηγορία: Βουλή    

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

one + eight =