Η επίδραση της ΕΣΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη

Γιώργος Σταυρόπουλος, Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας

(Εισήγηση στο 16ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Εταιρίας Δικαστικών Μελετών)

  • 1. Η κατάσταση ευφορίας για το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και ελπίδας για ένα ειρηνικό δημοκρατικό μέλλον ευνόησαν όχι μόνο τη σύσταση διεθνών οργανισμών, όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και το Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά και τη διατύπωση κειμένων, όπως η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η τελευταία, που κυρώθηκε αρχικά με το ν. 2329/1953 και, μετά την αποχώρηση της Ελλάδα από το Συμβούλιο της Ευρώπης, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, επανεπικυρώθηκε με το ν. 53/1974, προέβλεπε τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την ερμηνεία και εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Επρόκειτο για εξαιρετική πρωτοβουλία που οδήγησε στην παραγωγή μεγάλης σημασίας νομολογιακού υλικού, το οποίο διαμόρφωσε την επιδιωχθείσα ενιαία ερμηνεία κανόνων που αφορούν τα δικαιώματα του ανθρώπου, όχι μόνο σε διεθνές, αλλά και σε εθνικό επίπεδο.

Σε σχέση με τη χώρα μας, η επίδραση των διακρατικών προσφυγών προηγήθηκε. Οι προσφυγές των σκανδιναβικών κρατών και της Ολλανδίας κατά της Ελλάδας, την εποχή της δικτατορίας, οδήγησε την τελευταία να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης προκειμένου να μην εκδιωχθεί από αυτό, ως συνέπεια της βέβαιης αποδοχής, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), των πιο πάνω προσφυγών.

Πριν από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος του 1975 η επίδραση της ΕΣΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη υπήρξε περιορισμένη. Η Σύμβαση ομοίαζε με «…νησίδα ακατοίκητη μέσα σ’ ένα αρχιπέλαγος νόμων επίμονα, συστηματικά και μόνιμα ασυμβίβαστων προς το γράμμα και το πνεύμα της» (Φ. Βεγλερή, Η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σελ. 54-55). Η κατάσταση άλλαξε μετά την υιοθέτηση, το 1985, από την Ελλάδα, κατ’ άρθρο 34 της ΕΣΔΑ, της ατομικής προσφυγής, ένδικου βοηθήματος επικουρικού μεν χαρακτήρα, που μπορεί όμως να αποτελέσει αποφασιστικό μέσο για την πλήρη ικανοποίηση των τρωθέντων δικαιωμάτων του προσφεύγοντος (restitutio in integrum, βλ. π.χ. την απόφαση Παπαμιχαλόπουλος της 31.10.1995) στην ελληνική έννομη τάξη. Ακολούθησε πλήθος καταδικαστικών για την Ελλάδα αποφάσεων του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, εκ των οποίων οι περισσότερες αφορούσαν τη μεγάλη διάρκεια των δικών (παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που αναφέρεται στις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης). Εν τω μεταξύ, με βάση το 11ο Πρωτόκολλο της Σύμβασης (που κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 2400/1996), καταργήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και με το 14ο Πρωτόκολλο (που κυρώθηκε με το ν. 3344/2005) επιταχύνθηκαν οι δικαιοδοτικές διαδικασίες του ΕΔΔΑ.

Σημαντικό εργαλείο, για την αναγνώριση της υπερνομοθετικής φύσης των ρυθμίσεων της ΕΣΔΑ και των Πρωτοκόλλων της και της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, αποτέλεσε το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975. Αντίθετα, η προ του Συντάγματος του 1975 ελληνική συνταγματική τάξη προκαλούσε στον έλληνα δικαστή αβεβαιότητα ως προς το κύρος, στην εσωτερική έννομη τάξη, των διεθνών συμβάσεων και των αποφάσεων των οργάνων τους, αφού η απλή κύρωσή τους με νόμο δεν δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την αδιατάρακτη εφαρμογή τους στην εσωτερική έννομη τάξη, αφού οι ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου θα μπορούσαν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν ελευθέρως στο μέλλον από άλλο τυπικό νόμο.

Ήδη στη χώρα μας αποτελεί μάλλον παρελθόν η άγνοια για τις ρυθμίσεις της ΕΣΔΑ. Ο έλληνας νομικός, ο φοιτητής, αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες γνωρίζουν όλο και περισσότερο τις δυνατότητες που τους παρέχει η Σύμβαση και το Δικαστήριο του Στρασβούργου για την προστασία των δικαιωμάτων τους. Βέβαια, αντιθέσεις ανάμεσα σε κάποιες αποφάσεις του ΕΔΔΑ υπάρχουν ακόμη και δεν είναι πάντοτε δικαιολογημένες.

Η συμβολή του ΕΔΔΑ στην ομογενοποίηση της ερμηνείας της Σύμβασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπήρξε αποφασιστική, οι αποφάσεις του όμως δεν ακολούθησαν πάντοτε ευθύγραμμη πορεία. Κάποτε ήσαν απρόβλεπτες, επηρεασμένες από την αγγλοσαξονική νομική παράδοση ή διέπραξαν λάθη κατά την ερμηνεία διατάξεων του εθνικού δικαίου. Η συνεισφορά όμως της ΕΣΔΑ και του ΕΔΔΑ στις εθνικές έννομες τάξεις υπήρξε, κατά βάση, θετική. Μολονότι η Σύμβαση περιορίζεται να ρυθμίσει, προεχόντως, τα ατομικά και κάποια πολιτικά δικαιώματα, απέχοντας, κατά βάση, από την προστασία κοινωνικών ή άλλων δικαιωμάτων, η επιρροή της ερμηνείας της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ υπήρξε κεφαλαιώδης. Επηρεάσθηκαν, σε εθνικό επίπεδο, διοικητικές πρακτικές, τροποποιήθηκαν νομοθετικές ρυθμίσεις, προσαρμόστηκαν νομολογιακές επιλογές ανωτάτων δικαστηρίων, ακόμα και συνταγματικές διατάξεις τροποποιήθηκαν, προκειμένου να υπάρξει προσαρμογή στη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Είναι γνωστή π.χ. η επίδραση της απόφασης Procola κατά Λουξεμβούργου της 28.9.1995 που οδήγησε σε συνταγματική τροποποίηση, αναφορικά με τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας του Μεγάλου Δουκάτου.

Η υποχρεωτική ισχύς των αποφάσεων του Δικαστηρίου επιβάλλεται από το άρθρο 46 της Σύμβασης, ενώ η δίκαιη ικανοποίηση/αποζημίωση του προσφεύγοντος προβλέπεται στο άρθρο 41 αυτής. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου επιφέρουν όχι μόνο δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων, αλλά και το λεγόμενο «ερμηνευτικό δεδικασμένο» σε σχέση με την ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης. Το τελευταίο δεν διακρίνεται όμως πάντοτε από σταθερότητα, καθώς η νομολογία του ΕΔΔΑ εξελίσσεται διαρκώς (βλ. π.χ. την διαφοροποίηση της ερμηνείας του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, αναφορικά με τις υπαλληλικές διαφορές που εμπίπτουν στο εύρος αυτού του άρθρου, μεταξύ της απόφασης Pellegrin κατά Γαλλίας της 8.12.1999 και της απόφασης Eskelinen κατά Φινλανδίας της 8.8.2006, με επικρατούσα τελικώς την τάση το σύνολο σχεδόν των υπαλληλικών διαφορών να εμπίπτει στην έννοια των «αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικής φύσεως»).

 

  • 2. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αρνείται συνήθως την εφαρμογή των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, καθυστερεί όμως να τις εκτελέσει, για λόγους, συχνά, οικονομικούς. Πολλές, άλλωστε, από τις παραβιάσεις της ΕΣΔΑ οφείλονται σε οικονομικές δυσχέρειες (π.χ. μη καταβολή αποζημίωσης για δέσμευση ιδιοκτησιών, κακή κατάσταση διαβίωσης στις φυλακές λόγω ελλείψεως χρημάτων για την ανέγερση νέων φυλακών κλπ.). Ο νομοθέτης, πάντως, ήδη με το ν. 1846/1989 (άρθρο 6 παρ. 2) όρισε ότι θα «εγγράφεται ειδικό κονδύλιο στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών για την κάλυψη των απαιτούμενων ποσών σε περίπτωση φιλικών διακανονισμών ή καταδίκης», ενώ με το ν. 2515/1997 (άρθρο 29) διευκολύνθηκε ακόμη περισσότερο η ταχεία εξόφληση «χρηματικής φύσης υποχρεώσεων του ελληνικού δημοσίου προς τρίτους που προέρχονται από αποφάσεις Διεθνών Δικαστηρίων». Εξάλλου, για τις περιπτώσεις που η συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου επιβάλλει επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον ελληνικού δικαστικού σχηματισμού, έχουν προβλέψει το άρθρο 12 του ν. 2865/2000 (για τα ποινικά δικαστήρια), το άρθρο 23 του ν. 3900/2010 (για τα διοικητικά δικαστήρια πλην του ΣτΕ) και το άρθρο 16 του ν. 4446/2016 (για το ΣτΕ). Σε σχέση με τις αστικής φύσεις υποθέσεις υπήρχε μέχρι πρόσφατα πλήρες νομοθετικό κενό (βλ. ήδη άρθρο 29 ν. 4491/2017). Φαίνεται ότι η αμηχανία από το νομοθέτη και το δικαστή να δεχτούν επανάληψη της διαδικασίας γι αυτής της φύσης τις υποθέσεις οφειλόταν στην καταδίκη της Ελλάδας με την απόφαση Τουρκική Ένωση Ξάνθης της 27.3.2008. Η υπόθεση αφορούσε τη διάλυση σωματείου υφιστάμενου από το 1927, κατ’ αποδοχή αίτησης του νομάρχη, που οδήγησε στη διαπίστωση της παραβίασης του άρθρου 11 της Σύμβασης (δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι). Έχει πάντως υποστηριχθεί ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ συνιστά μεταβολή των συνθηκών κατά το άρθρο 758 ΚΠολΔικ. Νομοθετικές ρυθμίσεις προβλέφθηκαν και μετά τις αποφάσεις Αθανασίου της 9.2.2006 (για τα διοικητικά δικαστήρια εν γένει), Μιχελιουδάκη της 3.4.2012 (για τα ποινικά δικαστήρια) και Γλύκαντζη της 30.10.2012 (για τα πολιτικά δικαστήρια και το Ελεγκτικό Συνέδριο), αναφορικά με το μέγα πρόβλημα της ελληνικής δικαιοσύνης, την υπερβολική διάρκεια των δικών. Προβλέφθηκε, έτσι, ειδικός εθνικός δικαστικός μηχανισμός μονομελούς σύνθεσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στα διοικητικά, αλλά και στα πολιτικά δικαστήρια (ν. 4055/2012 και ν. 4239/2014) για τη διαπίστωση της τυχόν υπέρβασης της εύλογης διάρκειας μιας δίκης και την επιδίκαση ποσού δίκαιης ικανοποίησης. Ελπίζεται ότι αυτές οι νομοθετικές πρωτοβουλίες θα επιφέρουν όχι μόνο ελάφρυνση των υποθέσεων στο Δικαστήριο του Στρασβούργου, αλλά και ικανοποίηση, κατά το δυνατόν, των διαδίκων που συνήθως ταλαιπωρούνται στη χώρα μας από τη μακρά διάρκεια των δικών.

Αξίζει, περαιτέρω, να επισημανθεί η ειδικότερη επίδραση που άσκησε στην ελληνική έννομη τάξη το ΕΔΔΑ, με ενδεικτική μνεία ορισμένων αποφάσεών του. Αποδοκιμάσθηκε έτσι ο υπερπληθυσμός στις φυλακές με την απόφαση Ταγκατίδης και λοιποί της 11.10.2011 (αντί 80 ατόμων υπήρχε εγκλεισμός 220 ατόμων – αναλογία 3 τ.μ. ανά κρατούμενο) και στους χώρους κράτησης αστυνομικής υπηρεσίας (3 μήνες κράτηση), κατά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Για να αντιμετωπίζει όμως το πρόβλημα του υπερπληθυσμού στις φυλακές η Ελλάδα, αντί να ανεγείρει νέες φυλακές, συνήθως νομοθετεί μέτρα πρόωρης αποφυλάκισης καταδίκων! Με την πρόσφατη απόφαση που αφορά τις συνθήκες εργασίας των εργατών γης που συλλέγουν τη φράουλα στη Μανωλάδα (Chowdury και λοιποί κατά Ελλάδας της 30.3.2017), η Ελλάδα θεωρήθηκε ότι παρέβη το άρθρο 4 της Σύμβασης που αφορά απαγόρευση αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας. Οι συνθήκες στα φραουλοχώραφα δεν έχουν όμως έκτοτε αλλάξει, ως προς τις συνθήκες εργασίας και διαμονής των εργατών γης. Ενδιαφέρουσα ήταν και η καταδίκη της Ελλάδας στην υπόθεση Τσιρλής και Κουλούμπας της 29.05.1997. Θρησκευτικοί λειτουργοί μαρτύρων του Ιεχωβά, ήτοι γνωστής θρησκείας, κατά τη νομολογία του ΣτΕ, είχαν καταδικασθεί για ανυποταξία. Η ποινική αυτή καταδίκη τους θεωρήθηκε ότι δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 5 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Καίριας σημασίας υπήρξε η διατύπωση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και η επ’ αυτού σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ. Η μη τήρηση της «εύλογης προθεσμίας» για την περαίωση των δικών (βλ., μεταξύ άλλων, τις Eduart Kola της 2.4.2009, Δ. Βερβεσός της 14.5.2009, για ποινικές υποθέσεις) οδήγησε σε πολλές νομοθετικές αλλαγές για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης χωρίς όμως συχνά σημαντικά αποτελέσματα. Αντίθετα, μεγάλη σημασία για τη διοικητική δικαιοσύνη είχε ο ν. 3900/2010, με τον οποίο επιχειρήθηκε η αποσυμφόρηση των υποθέσεων που κατακλύζουν το ΣτΕ, στο φως της πιλοτικής δίκης Αθανασίου της 21.12.2010, με ρυθμίσεις άλλοτε επιτυχείς (μεταφορά πολλών υποθέσεων στα κατώτερα του ΣτΕ διοικητικά δικαστήρια, μεταβολή του περιεχομένου της εισήγησης) και άλλοτε όχι (υπερβολικός περιορισμός της αναίρεσης και της ακυρωτικής έφεσης με βάση την εκάστοτε υφιστάμενη ή όχι νομολογία). Αποδοκιμασία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου υπήρξε και ως προς ορισμένες δικονομικής φύσης προϋποθέσεις πρόσβασης στον Άρειο Πάγο (Α.Π.) και το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ). Με τις υποθέσεις, Perlale της 22.2.2007 και Καραβελατζής της 16.4.2009 θεωρήθηκε ότι η ερμηνεία του Α.Π., ως προς το άρθρο 510 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ., και συγκεκριμένα η θέση του ότι δεν συνιστά αυτοτελή λόγο αναιρέσεως η παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ ήταν εσφαλμένη και έτεινε προς σόφισμα! Στη συνέχεια, μετά την 14/2010 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Α.Π. φαίνεται ότι ακολουθήθηκε μια πιο ήπια νομολογιακή θέση. Ως προς το ΣτΕ, μετά την απόφαση Σωτήρης και Νίκος Κούτρας ΑΤΤΕΕ της 16.11.2000 κρίθηκε ότι αντιβαίνει στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ η αυστηρή νομολογιακή θέση του (π.χ. ΣτΕ 1850/1989) περί του απαραδέκτου των κατατιθέμενων σε άλλες αρχές, πλην του ΣτΕ, ενδίκων βοηθημάτων που απευθύνονταν σ’ αυτό, όταν η σχετική πράξη κατάθεσης δεν περιείχε ορισμένα τυπικά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν από αλλού να συνάγονται. Η νομολογία του ΣτΕ στη συνέχεια συμμορφώθηκε πλήρως με τα κριθέντα από το ΕΔΔΑ.

Ενδιαφέρουσα ήταν, επίσης, η απόφαση Φίλης της 27.8.1991 που αφορούσε την ατομική πρόσβαση σε δικαστήριο μηχανικού, μέλους του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, η απόφαση Καμπάνης της 13.7.1995 που αφορούσε τη δυνατότητα του δικαστικού συμβουλίου να καλέσει τον προσωρινώς κρατούμενο να εμφανιστεί ενώπιον του, καθώς και η υπόθεση των Ιερών Μονών της 9.12.1994 που αφορούσε την παραχώρηση στο Κράτος μεγάλου μέρους της αγροτικής και δασικής περιουσίας μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος, ακόμα και αν αυτές δεν είχαν περιληφθεί στη σχετική σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Σημειωτέον ότι και στις τρεις αυτές περιπτώσεις η Ελλάδα συμμορφώθηκε με τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ με νεότερες νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις. Σημαντικές και οι αποφάσεις Βαλσάμης της 18.12.1996 και Ευστρατίου της 18.12.1996. Με τις αποφάσεις αυτές ανατράπηκε η νομολογία του ΣτΕ που έκρινε απαράδεκτη την αίτηση ακυρώσεως που αφορούσε πειθαρχικές ποινές πενθήμερης αποβολής σε μαθητές, γιατί κρίθηκε ότι το απαράδεκτο του ακυρωτικού ελέγχου από το Συμβούλιο της Επικρατείας επί προσβολής πράξεων εσωτερικής τάξης στα σχολεία ήταν αντίθετο με το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, που αφορά το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής.

Σε άλλες περιπτώσεις, η εθνική νομολογία εμπνέεται απλώς από τις ρυθμίσεις της ΕΣΔΑ. Έτσι, με την ΣτΕ 1117/2000 (Ολ.) κρίθηκε ότι, κατά την έννοια του νόμου, ο πρύτανης ΑΕΙ που άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά καθηγητή δεν επιτρέπεται να συμμετάσχει στο πειθαρχικό συμβούλιο που επιλαμβάνεται στη συνέχεια της πειθαρχικής δίκης. Επίσης, με τις ΣτΕ 2152-3/2000 (Ολ.) κρίθηκε ότι από το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ πηγάζει το δικαίωμα του εγκαλούμενου να ζητήσει, κατά την διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων, τη συμπαράσταση πληρεξούσιου δικηγόρου, ακόμα και αν η ειδική νομοθεσία δεν το προβλέπει και μάλιστα όταν αφορά υπαλλήλους στρατιωτικά οργανωμένου σώματος ασφαλείας.

Στην υπόθεση Κοκκινάκης (μάρτυρας του Ιεχωβά) της 25.5.1993 καθώς και στην υπόθεση Λαρίσης (οπαδός της Πεντηκοστιανής Εκκλησίας) της 24.2.1998, κρίθηκε ότι δεν δικαιολογήθηκε από τα ελληνικά δικαστήρια γιατί ήταν αναγκαίες, στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, οι συγκεκριμένες ποινικές καταδίκες για προσηλυτισμό και άρα παραβιάστηκε το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας), μολονότι δεν αποδοκιμάσθηκαν ευθέως οι σχετικές ποινικές διατάξεις. Η συνέχεια ήταν ότι δεν υπήρξαν, έκτοτε, ποινικές καταδίκες γι αυτό το λόγο. Στην υπόθεση Μανουσάκης (ποινική καταδίκη μαρτύρων του Ιεχωβά) της 26.9.1996, η αποδοκιμασία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου δεν αφορούσε, επίσης, την ίδια την πρόβλεψη της από το νόμο χορήγησης άδειας ευκτήριου οίκου, αλλά τη συμπεριφορά της Διοίκησης να καθυστερεί επί μακρόν να ανταποκριθεί σε αίτημα για χορήγηση άδειας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αποτελεσματική προστασία, κατά το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Έκτοτε η Διοίκηση χορηγεί τις άδειες κατά δέσμια αρμοδιότητα (ΣτΕ 4202/2012 (Ολ.)), αφού διαπιστωθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι θα τελέσουν θρησκευτική λατρεία υπό τους όρους του Συντάγματος. Στην περίπτωση του Σερίφ της 14.12.1999 η καταδίκη της Ελλάδος για παράβαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ στηρίχθηκε στο γεγονός ότι δεν υπήρξε ανεκτικότητα από την Πολιτεία στην άσκηση εκ μέρους του προσφεύγοντος καθηκόντων θρησκευτικού αρχηγού μιας ομάδας που τον ακολουθούσε οικειοθελώς. Έγινε δεκτό ότι ο Σερίφ δεν επιχείρησε να ασκήσει τις δικαστικές και διοικητικές αρμοδιότητές του μουφτή. Επίσης, η μη αναγνώριση από τον Άρειο Πάγο νομικής προσωπικότητας στην Καθολική Εκκλησία Χανίων δεν θεωρήθηκε παράβαση του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, αλλά γιατί ήταν αδύνατη η δικαστική προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων της εν λόγω Εκκλησίας, αφού αυτή δεν είχε πρόσβαση σε δικαστήριο, ενώ παράλληλα υπήρξε παραβίαση της αρχής απαγόρευσης διακρίσεων, από τη στιγμή που αναγνωριζόταν νομική προσωπικότητα στην Εκκλησία της Ελλάδος και την Ισραηλιτική Κοινότητα. Τελικά, αναγνωρίστηκε η νομική της προσωπικότητα με το ν. 2731/1999. Αμφισβήτηση ενώπιον του ΕΔΔΑ υπήρξε και για το εάν η απαγόρευση αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες αντιβαίνει ή όχι στο άρθρο 9 της Σύμβασης: Το Δικαστήριο στην απόφαση Σοφιανόπουλος της 12.12.2002 θεώρησε προφανώς απαράδεκτη τη σχετική προσφυγή, σημειώνοντας ότι δεν μπορούν να υπεισέλθουν υποχρεωτικά ή προαιρετικά οι θρησκευτικές πεποιθήσεις στις αστυνομικές ταυτότητες. Από τη μεταγενέστερη όμως απόφαση Wasmuth κατά Γερμανίας της 17.2.2011 προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχτηκε την αναφορά σε κάρτα μισθοδοσίας/φορολογική κάρτα σημείωσης ότι ο ενδιαφερόμενος δεν ανήκει σε θρησκευτική κοινότητα, έτσι ώστε να μην του παρακρατείται θρησκευτικός φόρος από τον εργοδότη του. Η περίπτωση αυτή αποκαλύπτει ότι κάποτε η αρνητική θρησκευτική ελευθερία υπόκειται σε θεμιτούς περιορισμούς. Στην παραπάνω περίπτωση επεδιώκετο η απαλλαγή από φόρο και η αναφορά στην κάρτα αφορούσε μόνο τη σχέση φορολογουμένου, εργοδότη και φορολογικών αρχών.

Σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης που κατοχυρώνει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου δεν αγνοεί την ανάγκη εξισορρόπησης της προστασίας αυτού του δικαιώματος και του σεβασμού του κύρους των δικαστών. Στην υπόθεση Αλφαντάκης της 11.2.2010 η πλάστιγγα έγειρε υπέρ της πρώτης, όταν ο προσφεύγων καταδικάσθηκε από τα ελληνικά δικαστήρια σε καταβολή αποζημίωσης λόγω της προσβολής της προσωπικότητας εισαγγελέα, για τον οποίον είχε εκφρασθεί ειρωνικά σε δελτίο ειδήσεων ευρείας ακροαματικότητας, στο πλαίσιο όμως υπεράσπισης του πελάτη του. Επίσης, στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας της 27.5.2004 το συμφέρον του εμπλεκομένου εισαγγελέα να διαφυλάξει τη φήμη του έναντι των προσφευγόντων δεν υπερίσχυσε του γενικού ενδιαφέροντος για υπόθεση σχετική με την άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Αντιθέτως, απορριπτική υπήρξε η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Καρπέτας της 30.10.2012 επί καταδίκης του προσφεύγοντος δικηγόρου για συκοφαντική δυσφήμηση εισαγγελέα και δικαστή. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν και η απόφαση Σιδηρόπουλος της 10.7.1998 που αφορούσε κυρίως τα άρθρα 9, 10 και 11 της ΕΣΔΑ. Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι δεν ζητήθηκαν από την Επιτροπή Υπουργών, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, γενικότερα μέτρα συμμόρφωσης προς την απόφαση αυτή. Θεωρήθηκε επαρκής η διάδοση της απόφασης του Δικαστηρίου στους έλληνες δικαστές και η δημοσίευση του κειμένου της, μεταφρασμένου στα ελληνικά και σχολιασμένου επιστημονικά σε ευρείας κυκλοφορίας νομικά περιοδικά.

Αποφασιστική ήταν, επίσης, η επίδραση στην ελληνική νομολογία του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης σχετικά με την προστασία της «ιδιοκτησίας», δηλαδή της περιουσίας εν γένει (biens, possessions), κατά την έννοια αυτής της διάταξης. Ενισχύθηκε, έτσι, προεχόντως η προστασία των ενοχικής φύσης δικαιωμάτων, στα οποία δεν αναγνωριζόταν από τη νομολογία συνταγματική περιωπή. Ακόμα, με την ευκαιρία της ερμηνείας της εν λόγω διάταξης, διαμορφώθηκε ως κριτήριο η δίκαιη ισορροπία μεταξύ δημοσίου συμφέροντος και ατομικού δικαιώματος. Από τις πολλές αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος αξίζει να σημειωθούν εκείνες που αποδοκιμάζουν την μακροχρόνια δέσμευση απαλλοτριωμένων ιδιοκτησιών χωρίς την καταβολή σχετικής αποζημίωσης. Σημειωτέες δύο ακόμη αποφάσεις: Η πρώτη είναι η απόφαση Αποστολάκης της 22.10.2009, στην οποία αποδοκιμάζεται η μετά από ποινική καταδίκη αυτόματη στέρηση κάθε συνταξιοδοτικής παροχής που έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του μέσου επιβίωσης προσώπου που έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης. Η άλλη είναι η απόφαση του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου της 23.11.2000, στην οποία κρίθηκε ότι η καταβολή αποζημίωσης, για στέρηση περιουσίας, μικρότερης από την πλήρη μπορεί να δικαιολογείται στην περίπτωση που η αφαίρεση της περιουσίας γίνεται με σκοπό να υλοποιηθούν «θεμελειακές πολιτειακές αλλαγές στο συνταγματικό σύστημα μιας χώρας». Γίνεται γενικότερα δεκτό ότι είναι ανεκτά κάποια μέτρα επέμβασης στην περιουσία που λαμβάνονται στο πλαίσιο αλλαγής του πολιτικού καθεστώτος και του οικονομικού συστήματος, ιδιαίτερα κατά την αρχική μεταβατική περίοδο (Λ.-Α. Σισιλιάνου, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 2η Έκδοση, σελ. 800). Μπορεί, βέβαια, η άποψη αυτή να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής.

Ενδιαφέρουσες είναι ορισμένες αποφάσεις του ΕΔΔΑ ελληνικού ενδιαφέροντος που αναφέρονται σε αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ.), λειτουργούντος ως Εκλογοδικείου, σε σχέση με διατυπωθέντα παράπονα για παράβαση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το οποίο αφορά το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές. Στην υπόθεση Γείτονας της 1.7.1997 κρίθηκε καταφατικά η συμβατότητα των κωλυμάτων/ασυμβίβαστων, που ορίζονται από το Σύνταγμα για την εκλογή βουλευτών, προς τους ορισμούς της ΕΣΔΑ. Πολύ ενδιαφέρουσες είναι επίσης δύο άλλες αποφάσεις του ΕΔΔΑ, η απόφαση Λυκουρέζος της 15.6.2006, καθώς και η απόφαση Πασχαλίδης, Κουτμερίδης και Ζαχαράκης κατά Ελλάδος, της 10.4.2008. Και στις δύο αυτές υποθέσεις διαπιστώθηκε παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Στην απόφαση Λυκουρέζος σημειώνεται ότι «…η γενική απαγόρευση του άρθρου 57 του Συντάγματος καθιερώνει επαγγελματικό ασυμβίβαστο που απαντάται σπανίως στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Το καθοριστικό, όμως, στοιχείο, το οποίο κατέστησε ελαττωματική την εκλογή που είχε διεξαχθεί υπό άψογες συνθήκες (δεν υπήρχε τότε επαγγελματικό ασυμβίβαστο), ήταν το αιφνιδιαστικό του μέτρου κατά τρόπο που ούτε ο προσφεύγων ως υποψήφιος, ούτε οι ψηφοφόροι μπορούσαν να είχαν προβλέψει. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι με την άμεσο εφαρμογή του άρθρου 57 του Συντάγματος, σε μια εκλογή που είχε ήδη λάβει χώρα με απόλυτη νομιμότητα, παραγνώρισε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, χωρίς να υφίσταται κάποιος επιτακτικός λόγος προς τούτο για τη δημοκρατική τάξη και παραβίασε την ίδια τη φύση του άρθρου 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου» (δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές). Για τον ίδιο λόγο (παράβαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης) αποδοκιμάσθηκε με την απόφαση Πασχαλίδης, Κουτμερίδης και Ζαχαράκης η απώλεια βουλευτικής έδρας, επισυμβάσα με απόφαση του Α.Ε.Δ, το οποίο μετέβαλε αιφνιδίως τη νομολογία του σχετικά με τον υπολογισμό των λευκών ψηφοδελτίων στο εκλογικό μέτρο.

Οι τελευταίες πιο κάτω νομολογιακές επισημάνσεις αφορούν το άρθρο 4 παρ. 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου που αφορά το αξίωμα  «ne bis in idem». Η γενικότερα αποδεκτή αυτή αρχή του ποινικού δικαίου ερμηνεύθηκε με έναν απροσδόκητο και αμφιλεγόμενο τρόπο. Έχει γίνει δεκτό ότι μπορεί να αποτελεί «ποινική» κύρωση, κατά την έννοια της ΕΣΔΑ, και μια σημαντική διοικητική κύρωση και συνεπώς μια καταδίκη ή μια αθώωση σε μια ποινική δικαιοδοσία δεν μπορεί να ακολουθείται από μια νέα δίκη σε ένα διοικητικό δικαστήριο που να δικάζει τη διοικητική κύρωση, και αντίστροφα. Το πρόβλημα ανέκυψε με έντονο τρόπο στις περιπτώσεις ποινικής τιμωρίας ή αθώωσης, αλλά και επιβολής, παράλληλα, πολλαπλών τελών από την Διοίκηση σε περιπτώσεις λαθρεμπορίας. Το ΣτΕ, ήδη με την 2067/2011 (Ολ.) απόφαση του, δέχτηκε ότι «το άρθρο 4 παρ. 1 του Έβδομου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύτηκε από το ΕΔΔΑ, δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής, εν προκειμένω, γιατί θα αντέβαινε προς τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 του Συντάγματος. Πράγματι, εφόσον το διοικητικό δικαστήριο που διαπιστώνει ότι έχει υπάρξει αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου υποχρεούται εκ τούτου και μόνο να ακυρώσει το πολλαπλό τέλος που επιβλήθηκε από τις τελωνειακές αρχές, το δε ποινικό δικαστήριο, σε ανάλογη περίπτωση, να παύσει εκ τούτου την ποινική δίωξη, η διάταξη αυτή του Έβδομου Πρωτοκόλλου, έτσι εφαρμοζόμενη, καταλήγει κατ’ ουσίαν να στερεί το δικαστήριο, διοικητικό ή ποινικό της υποχρεώσεως του να κρίνει την διαφορά». Η απόφαση αυτή του ΣτΕ επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με τη ΣτΕ 1741/2015 (Ολ.), ενώ η αντίθετη νομολογία του ΕΔΔΑ επιβεβαιώθηκε με την πρόσφατη απόφαση Καπετάνιος της 30.4.2015. Το αδιέξοδο θα μπορούσε να λυθεί με δύο τρόπους. Είτε με την πλήρη αποποινικοποίηση της λαθρεμπορίας και τη διατήρηση μόνο της πρόβλεψης επιβολής πολλαπλού τέλους από τη Διοίκηση, το οποίο συχνά περισσότερο ανησυχεί τους συγκεκριμένους παραβάτες, είτε τον ορισμό αποκλειστικής αρμοδιότητας του διοικητικού δικαστηρίου μέχρι ενός ποσού πολλαπλών τελών και αποκλειστικής, επίσης, αρμοδιότητας του ποινικού δικαστή για παραβάσεις πέραν του ποσού αυτού. Και τα δύο εναλλακτικά σενάρια προτάθηκαν από νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό την προεδρία μου, αλλά απορρίφθηκαν από τον αρμόδιο Υπουργό. Έτσι το πρόβλημα παραμένει. Αντίθετα φαίνεται ότι μάλλον εξομαλύνεται, στην πράξη, η διαφορετική ποινική και πειθαρχική μεταχείριση υπαλλήλων που διαπράττουν τόσο ποινικά όσο και πειθαρχικά αδικήματα. Η διαφοροποίηση και εδώ της νομολογίας του ΣτΕ (βλ. ΣτΕ 4662/2012 (Ολ.)) δεν θα οδηγεί σε σύγκρουση με τις νομολογιακές αρχές ΕΔΔΑ, όταν η πειθαρχική τιμωρία του υπαλλήλου στηρίζεται σε παράβαση διάταξης του πειθαρχικού δικαίου του υπαλλήλου που δεν αντιστοιχεί ευθέως σε διάταξη του ποινικού νόμου. Και τούτο, γιατί οι περισσότερες απολύσεις παραβατών δημοσίων υπαλλήλων χωρούν για «αναξιοπρεπή συμπεριφορά», ανεξάρτητα από την ποινική διάσταση κάποιων πραγματικών περιστατικών που τη διαμορφώνουν.

 

  • 3. Συμπερασματικά θα μπορούσε κανείς να σημειώσει ότι η επίδραση της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ στη νομοθεσία, τη νομολογία και τη διοικητική πρακτική στην Ελλάδα υπήρξε αποφασιστική. Ο Νομοθέτης και η Διοίκηση περισσότερο αργά, ο Δικαστής, με ταχύτερους ρυθμούς, προσαρμόστηκαν στις ρυθμίσεις της Σύμβασης, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν από το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Και η επίδραση αυτή ακολούθησε, τις περισσότερες φορές, σωστή πορεία. Τούτο, βέβαια διευκολύνθηκε και από το γεγονός ότι οι αντίστοιχες ελληνικές συνταγματικές διατάξεις έβαιναν, συνήθως, προς την ίδια νοηματική κατεύθυνση.

Σοβαρό μειονέκτημα εξακολουθεί να είναι η μη μετάφραση όλων των αποφάσεων του ΕΔΔΑ στην ελληνική γλώσσα. Αυτό το μειονέκτημα για τη διάδοση του συνόλου της νομολογίας του ΕΔΔΑ, έχει αντιμετωπίσει, μερικώς, από καιρό, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το οποίο, σε συνεργασία με το ΥΠ.ΕΞ, έχει προβεί σε μεταφράσεις όλων των αποφάσεων που αφορούν την Ελλάδα. Ως προς τις υπόλοιπες αποφάσεις που δεν αφορούν τη χώρα μας, πρέπει να σημειωθεί η πρόσφατη πρωτοβουλία της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου να μεταφράζει και να εμφανίζει, θεματολογικά, τις περιλήψεις αποφάσεων του Δικαστηρίου που έχουν μείζονα σημασία. Οι μεταφράσεις αυτές εμφανίζονται ήδη στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και στην ιστοσελίδα της Εθνικής Επιτροπής.

Ο διάλογος του εθνικού δικαστή και του δικαστή του ΕΔΔΑ προβλέπεται ότι θα ενταθεί στο μέλλον, όταν μετά την ισχύ του 16ου Πρωτοκόλλου θα μπορούν τα ανώτατα εθνικά δικαστήρια να απευθύνουν στο ΕΔΔΑ αιτήματα γνωμοδοτήσεων σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών που περιλαμβάνει η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλα αυτής, στο πλαίσιο υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον τους. Το βήμα, βέβαια, αυτό είναι μάλλον δειλό στο βαθμό που τα αιτήματα των εθνικών δικαστηρίων δεν θα οδηγούν σε αποφάσεις του ΕΔΔΑ, αλλά μόνο σε απλές γνωμοδοτήσεις, που δεν θα έχουν, υποχρεωτικό χαρακτήρα. Ελπίζεται ότι τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης θα επιδείξουν στο μέλλον περισσότερο θάρρος. Θάρρος, επίσης, χρειάζεται για την επίλυση του δισεπίλυτου προβλήματος της συνάρθρωσης του δικαίου της ΕΣΔΑ και του ενωσιακού δικαίου παρά τις ρητές προβλέψεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά, μάλιστα, την έναρξη ισχύος του νεότερου και πληρέστερου κειμένου θεμελιωδών δικαιωμάτων, τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Όπως έλεγε ο Πλούταρχος «Αρχή γαρ του νικάν, το θαρρείν».

21.10.2017
(δημοσιευμένο σε ΘΠΔΔ 10/2017 σελ. 929 επ.)