Το ερώτημα, αν είναι προτιμότερο το σύστημα των ελεύθερων συνδυασμών, δηλαδή του σταυρού προτίμησης, ή το σύστημα των δεσμευμένων συνδυασμών, δηλαδή της λίστας, θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής : είναι προτιμότερο οι βουλευτές να εκλέγονται, ακριβέστερα, να επιλέγονται από το εκλογικό σώμα ή να διορίζονται από τα κόμματα και στην πράξη από τους αρχηγούς τους;
Από συνταγματική άποψη, η υπεροχή των επιχειρημάτων υπέρ του σταυρού προτίμησης είναι καταλυτική.
Κατ΄ αρχάς το σύστημα του σταυρού προτίμησης εγγυάται την ελευθερία της ψήφου, η οποία δεν είναι πλήρης, όταν ο εκλογέας έχει δικαίωμα επιλογής μόνο μεταξύ των κομμάτων και όχι μεταξύ των υποψηφίων βουλευτών του κόμματος της προτίμησής του.
Συγχρόνως, η προσωπική υπόδειξη του εκλογέα για τους εκλεχθησομένους υποψηφίους, ανταποκρίνεται καλύτερα στην αρχής της προσωπικής ψηφοφορίας, που δεν σημαίνει μόνο την αυτοπρόσωπη άσκηση του δικαιώματος της ψήφου, αλλά και τη δυνατότητα επίδρασης του εκλογέα στην προσωπική σύνθεση του Κοινοβουλίου.
Επιπλέον, η δυνατότητα προσωπικής υπόδειξης, ενδυναμώνει την αρχή της αμεσότητας της ψηφοφορία, αφού εγγυάται την άμεση σχέση μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων, η οποία εκδηλώνεται με την εμπιστοσύνη που εκφράζει ο εκλογέας προς συγκεκριμένα πρόσωπα. Έτσι, με τον σταυρό προτίμησης, η ψήφος είναι πιο ελεύθερη, πιο προσωπική, πιο άμεση και εν τέλει, πιο δημοκρατική, αφού με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η επιβολή της θελήσεως του λαού (πρβλ. την ιστορική απόφαση 1/2014 του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία αναφέρεται στο βιβλίο μου Εκλογικά συστήματα και συνταγματικές δεσμεύσεις, 2016, σ.86 επ.. Αντίθετα, η νομολογία του ΑΕΔ παραβλέπει τον χαρακτήρα του σταυρού προτίμησης ως γνήσιου δημοκρατικού θεσμού και αποδέχθηκε με υπερβολική ευκολία τη συνταγματικότητα του συστήματος των δεσμευμένων συνδυασμών, στην απόφαση 34/1985).
Το πιο σοβαρό συνταγματικό επιχείρημα υπέρ της λίστας είναι ότι επιτρέπει στα πολιτικά κόμματα, τα οποία είναι «υποκείμενα συνταγματικού δικαίου» (άρθρο 29§1 Συντ.), να προσχεδιάζουν τη σύνθεση της κοινοβουλευτικής τους ομάδας, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στη συνταγματική τους αποστολή. Ωστόσο, η πλήρης υποκατάστασή τους στη βούληση των εκλογέων, δια μέσου των δεσμευμένων συνδυασμών, ενδυναμώνει το ολιγαρχικό ή μάλλον το «αρχηγοκεντρικό» τους στοιχείο έναντι του δημοκρατικού τους στοιχείου, τουλάχιστον όσο δεν βρίσκει υλοποίηση στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας η πρόβλεψη του άρθρου 29§1 Συντ. για τον δημοκρατικό χαρακτήρα της εσωτερικής οργάνωσης των πολιτικών κομμάτων.
Στο ελληνικό εκλογικό δίκαιο το σύστημα του σταυρού προτίμησης είναι ο κανόνας, με ορισμένες όμως εξαιρέσεις, όχι πάντοτε δικαιολογημένες. Η ύπαρξη των – δεκαπέντε πλέον- αριστίνδην βουλευτών Επικρατείας που εισέρχονται στο Κοινοβούλιο άνευ εκλογής, η καθιέρωση του συστήματος της λίστας στην περίπτωση που οι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται μέσα σε 18 μήνες από τις προηγούμενες, μάλιστα χωρίς να θεσπίζεται ρητά υποχρέωση για τήρηση της σειράς εκλογής των βουλευτών στην προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση, η άνευ σταυροδοσίας εκλογή των πρώην Πρωθυπουργών, αποτελούν παρεκκλίσεις από την αρχή ότι οι εκλογείς ψηφίζουν κόμματα και πρόσωπα. Η επανακαθιέρωση της λίστας στις ευρωεκλογές θα διευρύνει τις εξαιρέσεις αυτές, εισάγοντας ένα ακόμη «προνομιακό» στοιχείο στην εκλογική νομοθεσία, υπέρ προσώπων που δεν εκλέγονται, αλλά όπως έγραφε ο Φαίδων Βεγλερής, «τεκμαίρονται εκλεγέντες».