Η επαναφορά (;) της επεκτατικής μορφής της ισότητας επί ευνοϊκών ρυθμίσεων στη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας – Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 2252/2017 (ΣΤ’ τμήμα)

Γεώργιος Ν. Γεωργόπουλος, Υπ. Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, ΜΔΕ, ΜΔΕ, Δικηγόρος παρ’ Εφέταις

 Ι. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση κλήθηκε να κρίνει την αγωγή προϊσταμένων των τμημάτων ιατρικής και νοσηλευτικής υπηρεσίας του νοσοκομείου ‘Ευαγγελισμός’ (ΝΠΔΔ) με την οποία ζήτησαν να χορηγηθεί και σε αυτούς το πλήρες επίδομα ευθύνης, ύψους 290 € μηνιαίως, το οποίο λαμβάνουν όλοι οι προϊστάμενοι τμήματος στις οργανικές μονάδες του Δημοσίου, των ΟΤΑ, των άλλων ΝΠΔΔ και των ΝΠΙΔ του δημοσίου τομέα, αντί των 250 € που λαμβάνουν οι ίδιοι κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 4354/2015.

Με άλλες λέξεις, οι ενάγοντες επισημαίνουν τη δυσμενή μεταχείριση την οποία υφίστανται σε σχέση με τους υπολοίπους προϊσταμένους τμημάτων του δημοσίου κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων περί ισότητας, αξίας του ανθρώπου, προστασίας δικαιωμάτων και αναλογικότητας, καθώς και κατά παράβαση διατάξεων υπέρτερης τυπικής ισχύος ευρωπαϊκών και διεθνών κειμένων, όπως το άρθρο 157 ΣΛΕΕ (πρώην 141 ΣΕΚ), το άρθρο 4 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτού, την υπ’ αριθμ. 111 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας και το άρθρο 23 παρ. 2 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.

ΙΙ. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΙΛΟΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

Η συγκεκριμένη δίκη, αν και βάσει των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 περ. η’ του Ν. 1406/1983 και 71 ΚΔΔ αποτελεί διαφορά ουσίας με προσήκον ένδικο βοήθημα την αγωγή λόγω του χρηματικού της χαρακτήρα, εισήχθη απευθείας ενώπιον του ΣτΕ μέσω της διαδικασίας της πιλοτικής δίκης κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 όπως ισχύει. Μάλιστα, η εν λόγω εισαγωγή έγινε με αίτημα των ίδιων των εναγόντων, κάτι το οποίο αποτελεί, κατά την ως άνω διάταξη, τον έναν εκ των τριών τρόπων με τους οποίους ενεργοποιείται η μοναδική αυτή, από δικονομική άποψη, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα διαδικασία[1][2].

Το αίτημα των διαδίκων εισάγεται και κρίνεται από την αναφερόμενη στο άρθρο τριμελή Επιτροπή[3], η οποία και σταθμίζει αν πληρείται η κατά νόμο προϋπόθεση ότι το αντικείμενο του εισαχθέντος ενδίκου βοηθήματος είναι γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων. Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση αυτή είναι ότι η επιτροπή, παρά το γεγονός ότι το αίτημα κάθε ενάγοντος ήταν 240 € (40 € η μηνιαία διαφορά επιδόματος για διάστημα έξι μηνών από 01.01.2016 έως 30.06.2016), ήτοι μικρό από άποψη οικονομικού αντικειμένου, έκανε δεκτό το αίτημα για ενεργοποίηση της πιλοτικής δίκης. Τούτο επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά ότι η έννοια του γενικότερου ενδιαφέροντος αφενός είναι αποσυνδεδεμένη από το οικονομικό διακύβευμα της υπόθεσης, αφετέρου προφανώς αλληλοτροφοδοτείται και συμπληρώνεται νοηματικά με την έννοια των συνεπειών για ευρύ κύκλο προσώπων. Δεδομένου λοιπόν ότι σε όλα τα δημόσια νοσοκομεία της χώρας υπηρετούν προϊστάμενοι ιατρικών και νοσηλευτικών μονάδων, οι οποίοι άσκησαν ή θα ασκούσαν αγωγή για την καταβολή της διαφοράς του κρίσιμου επιδόματος ευθύνης, σε συνδυασμό με τα ζητήματα συνταγματικότητας και συμβατότητας που θέτει η επίδικη διάταξη νόμου, η τριμελής επιτροπή έκρινε υπέρ της ενεργοποίησης της πιλοτικής δίκης.

ΙΙΙ. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΔΙΝΗΣΗ

Η ίδια η έννοια της επεκτατικής ισότητας (ή επεκτατικής εφαρμογής της αρχής της ισότητας) είναι μια θεωρητική – νομολογιακή κατασκευή η οποία, ενώ δεν έχει ρητή συνταγματική αναφορά, συνδέεται αυτοαναφορικά με την αναλογική ισότητα του άρθρου 4 παρ. 1 η οποία, ως γνωστόν, αποτυπώνει το αριστοτελικής καταγωγής σχήμα ότι «όμοιες περιπτώσεις κρίνονται με όμοιο τρόπο και ανόμοιες με ανόμοιο»[4]. Από νωρίς επίσης έγινε αντιληπτό ότι η ουσιαστική ισότητα δεν είναι μόνο ενώπιον του νόμου (ήτοι δεσμεύει τα δικαστήρια κατά την επίλυση μιας διαφοράς) αλλά και εντός του νόμου (ήτοι δεσμεύει και το νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, ώστε να αποφύγει τις άνισες διακριτικές μεταχειρίσεις)[5]. Εντούτοις, γίνεται δεκτό ότι η επεκτατική ισότητα προχωρά ένα βήμα περαιτέρω και ουσιαστικά παρέχει στο δικαστή τη μέγιστη δυνατή διαπλαστική ευχέρεια, ώστε, αν διαγνώσει κατά το δικαστικό του έλεγχο παραβίαση της αρχής της ουσιαστικής ισότητας, να μπορεί μέσω της επεκτατικής εφαρμογής να την αποκαταστήσει. Υπό αυτή την εκδοχή έχει υποστηριχθεί βάσιμα από τη θεωρία ότι άνευ αυτής η ουσιαστική ισότητα θα καθίστατο κενή περιεχομένου, αφού θα εμφανιζόταν το παράδοξο φαινόμενο να γίνεται μεν η διάγνωση της άνισης (άρα αντισυνταγματικής) ρύθμισης του νομοθέτη, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου του ενδίκου βοηθήματος, αλλά σε απόρριψη του αιτητικού του. Έτσι, όχι μόνο θα υποβαθμιζόταν το κανονιστικό πεδίο της αρχής της ουσιαστικής ισότητας από νομικό κανόνα που δεσμεύει σε απλώς κατευθυντήρια πολιτική αρχή[6], αλλά θα πληττόταν και το ίδιο το δικαίωμα στην (αποτελεσματική) έννομη προστασία[7]. Από την άλλη πλευρά δεν έλειψαν και οι διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις στη θεωρία, οι οποίες απορρίπτουν ή αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα την επέκταση μέσω δικαστικών αποφάσεων ευνοϊκών νομοθετικών ρυθμίσεων προβάλλοντας τα δογματικά και πρακτικά προβλήματά της: αυτά συνοψίζονται στο ότι έτσι παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών κατ’ άρθρο 26 Συντ. ή στη δημοσιονομική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού χωρίς νόμο ή τέλος στο ότι δεν υπάρχει ισότητα στην παρανομία[8].

Χρήσιμη στο σημείο αυτό είναι μια κατηγοριοποίηση του τι σημαίνει περιπτωσιολογικά η επεκτατική εφαρμογή (ευνοϊκής) διάταξης νόμου: σε όλες τις περιπτώσεις που αυτή ζητείται από τον διάδικο είτε θα υφίσταται δυνάμει άλλης διάταξης υπαγωγή του τελευταίου σε διαφορετικό νομικό καθεστώς, είτε θα υπάρχει παράλειψη ένταξής του στην ευνοϊκή διάταξη. Σχηματικά λοιπόν οι περιπτώσεις αυτές συνίστανται στα εξής δεδομένα: (i) υπήρχε παλαιότερη ευνοϊκή ρύθμιση που αντικαταστάθηκε με νεότερη δυσμενή και διακριτική (άνιση), (ii) Υπάρχει ισχύουσα γενική ευνοϊκή ρύθμιση και εισάγεται ειδική διακριτική (άνιση) διάταξη, (iii) Υπάρχουν δύο διατάξεις, μία ευνοϊκή και μία δυσμενής, οι οποίες ποσοτικά είναι περίπου ισομερείς (χωρίς κάποια να δύναται να θεωρηθεί εξαίρεση έναντι της άλλης) και τέλος (iv) Υπάρχει μια εξαιρετική ευνοϊκή ρύθμιση και ζητείται η επέκτασή της σε άλλη ειδική (ή ειδικές) με παρόμοια χαρακτηριστικά[9].

Η νομολογία των δικαστηρίων υπήρξε σχετικώς επιφυλακτική στην υιοθέτηση του μοντέλου της επεκτατικής ισότητας κατά τη διενέργεια ελέγχου συνταγματικότητας των επίδικων κάθε φορά νομοθετικών διατάξεων, συμμεριζόμενη τις αναφερθείσες θεωρητικές επιφυλάξεις. Όπως έχει υποστηριχθεί, το «κοινωνικό κράτος δια του δικαστή» οριοθετείται από τον ίδιο τον δικαστή[10]. Τούτο, μάλιστα καθίσταται εντονότερο ιδίως στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει σχέση γενικού προς ειδικό της αιτούμενης ευνοϊκής διάταξης με την επίμαχη, φερόμενη ως άνιση – αντισυνταγματική. Εντούτοις, δεν έλειψαν από πολύ νωρίς κάποια μεμονωμένα νομολογιακά δείγματα που επεξέτειναν ευνοϊκή νομοθετική ρύθμιση σε πρόσωπα που δεν περιλαμβάνονταν σε αυτήν[11]. Ουσιαστική μεταστροφή της νομολογίας υπέρ της αναγνώρισης της επεκτατικής ισότητας επήλθε τη δεκαετία του 1980 από τον ΑΠ είτε υπό τη μορφή αναβίωσης παλαιότερης ευνοϊκής ρύθμισης μετά τον παραμερισμό της νεότερης που κρίθηκε ανίσχυρη ως αντιβαίνουσα στην αρχή της ισότητας[12], είτε υπό την αναγνώριση ομοιότητας καταστάσεων και άρα εφαρμογής της εξαιρετικής ευνοϊκής ρύθμισης και στους παραλειφθέντες[13]. Έκτοτε ο ΑΠ σχεδόν απαρέγκλιτα επί πολλά χρόνια υιοθετούσε την επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκής ρύθμισης ακόμη και αν η τελευταία είχε ειδικό εξαιρετικό χαρακτήρα επί τη βάσει της παραδοχής ότι «το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου, , απέναντι στους Έλληνες, δεσμεύοντας και το όργανο που πρωτογενώς ή κατά νομοθετική εξουσιοδότηση θέτει κανόνες δικαίου το οποίο, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά τρόπον που δημιουργεί διαφορετική μεταξύ τους μεταχείριση, η οποία να περιλαμβάνει εξαιρέσεις ή δυσμενείς διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια. Επομένως, στο μέτρο που οι εν λόγω διατάξεις εισάγουν την παραπάνω αδικαιολόγητη διάκριση είναι αντισυνταγματικές – ανίσχυρες και για την αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας θα εφαρμοσθεί και για αυτούς, σε βάρος των οποίων εκδηλώθηκε η δυσμένεια, η ρύθμιση που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε»[14]. Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν, έστω και κάπως διστακτικά, τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια[15], χωρίς να λείπουν και οι αντίθετες νομολογιακές προσεγγίσεις, ότι δηλαδή η επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκής διάταξης θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ισότητας καθώς θα επρόκειτο για ίση μεταχείριση μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών[16].Το ΣτΕ από την πλευρά του υιοθέτησε αρκετά μεταγενέστερα την επεκτατική εφαρμογή και πάντως με αρκετή φειδώ κυρίως με το προαναφερθέν σχήμα ‘‘κανόνα – εξαίρεσης’’, όταν δηλαδή μια παροχή έχει γενικευμένο χαρακτήρα και παραλείπεται μία ή κάποιες μεμονωμένες κατηγορίες[17]. Παρά τη σχετική φειδώ πάντως η επεκτατική εφαρμογή της ισότητας στο επίπεδο της διεκδίκησης ιδίως των διάφορων επιδομάτων έγινε τάση στη νομολογία. Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί με αφορμή το περίφημο, προβλεπόμενο στο άρ. 14 παρ. 2 Ν. 3016/2002 μηνιαίο επίδομα των 176 € σε ειδικές κατηγορίες χαμηλόμισθων υπαλλήλων[18], δημιουργήθηκε σταδιακά μια βιομηχανία προσφυγών και αγωγών από ποικίλες κατηγορίες υπαλλήλων που διεκδικούσαν (και σε μεγάλο βαθμό δικαιώνονταν) με το επιχείρημα ότι έχει μετατραπεί σε εν είδει μισθολογική παροχή[19], μετατρέποντας εν τέλει σε κανόνα μια παροχή που θεσπίστηκε ως εξαίρεση[20]. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι η νομολογιακή αυτή λύση ακολουθήθηκε και σε πεδία μη οικονομικού χαρακτήρα τα οποία δεν θα εδύναντο να επιβαρύνουν (τουλάχιστον όχι ευθέως) τον κρατικό προϋπολογισμό[21], χωρίς όμως να απουσιάσει και εδώ η αντίθετη εκδοχή κατά της επέκτασης ειδικής ευνοϊκής ρύθμισης[22].               Σε κάθε περίπτωση η δυσχερής δημοσιονομική κατάσταση του Κράτους δημιούργησε αυτό που σχηματικά έχει αποκληθεί «νομολογία των Μνημονίων» (ή «νομολογία της κρίσης» ή «νομολογία της έκτακτης ανάγκης»), στην οποία βασικό χαρακτηριστικό είναι η μέριμνα του δικαστή για την ορθή δημοσιονομική διαχείριση και ισορροπία[23]. Τούτο συνεπάγεται όχι μόνο μια επαναδιατύπωση της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, ώστε κατά παρέκκλιση από τη θεμελιώδους σημασίας διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και στο απλώς ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου[24] η προσπόριση εσόδων στα κρατικά ταμεία και η αποκατάσταση των δημοσιονομικών ισορροπιών του Κράτους (περιορισμός των ελλειμμάτων, μη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων, κοκ) αναδύεται στο προσκήνιο ως μια ειδική διάσταση δημοσίου συμφέροντος και μάλιστα επιτακτικού ή υπέρτερου[25], αλλά και να επανέλθει ακόμα εντονότερος ο νομολογιακός σκεπτικισμός (ιδίως στη νομολογία του ΣτΕ) ως προς την επεκτατική ισότητα[26].Κατά κυριολεξία όμως στις δικαστικές αποφάσεις δεν φάνηκε να εγκαταλείπεται η απαίτηση από τον νομοθέτη για ίση νομοθέτηση και μεταχείριση των προσώπων και καταστάσεων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Απλώς, φαίνεται να διευρύνεται η έννοια της εξαιρετικής ρύθμισης ώστε να αντιμετωπιστούν ως τέτοιες ακόμη και διατάξεις που αφορούν ευρείες κατηγορίες πληθυσμού[27] ή να τίθενται αυστηρά κριτήρια ως προς την ομοιότητα των καταστάσεων, ώστε η διαφορετική κατηγοριοποίηση του νομοθέτη να οδηγεί σε κρίση περί ανισότητας[28]. Με άλλες λέξεις δεν εγκαταλείφθηκε η ουσιαστική ισότητα (και η δυνατότητα επέκτασης ευνοϊκής ρύθμισης) ως δικανικά εργαλεία κατά τον έλεγχο των επίμαχων κάθε φορά ρυθμίσεων, αλλά μάλλον, ελέω της κρίσης, αυστηροποιήθηκαν τα κριτήρια ομοιότητας υπαγωγής στο ρυθμιστικό πεδίο μιας ευνοϊκής διάταξης[29]. Επήλθε ένας αυτοπεριορισμός όχι τελικά ως αποδοκιμασία στις προηγούμενες νομολογιακές προσεγγίσεις όσο περισσότερο προς μια πιο ορθολογική προσέγγιση του πολύ ισχυρού αυτού εργαλείου και προς μια ταυτόχρονη υπόμνηση στο νομοθέτη για ορθολογική νομοθέτηση.

  1. Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Στη σχολιαζόμενη απόφαση, η οποία αποτελεί και το πιο πρόσφατο νομολογιακό παράδειγμα ενασχόλησης[30]με το ζήτημα της (δυνατότητας) επέκτασης ευνοϊκής ρύθμισης σε αποδέκτες πέρα από τους κατονομαζόμενους σε αυτήν, το Δικαστήριο βρέθηκε αντιμέτωπο με τα ίδια αυτά διλήμματα και προβληματισμούς ως προς την ακολουθητέα λύση. Εκκινεί (σκέψη 7) από το βασικό νομολογιακό κανόνα περί ουσιαστικής ισότητας και το ότι η συμπεριφορά του νομοθέτη και της κανονιστικώς δρώσας διοίκησης τελεί υπό τον έλεγχο τήρησης των συνταγματικών ορίων εκ μέρους του δικαστή.

Εν συνεχεία, μετά από μία εκτενή παράθεση των επίμαχων διατάξεων του Ν. 4354/2015 από τις οποίες προκύπτει η ρητή εξαίρεση των προϊσταμένων νοσηλευτικής υπηρεσίας των Νοσοκομείων που αποτελούν ΝΠΔΔ[31], κρίνει (σκέψη 9) ότι η ρητή εξαίρεση των προϊσταμένων αυτών από το επίδομα ευθύνης αντίκειται ευθέως στην ουσιαστική αρχή της ισότητας του άρ. 4 παρ. 1 Συντ. Μάλιστα, για την κρίση του αυτή αναφέρεται και στην ίδια την αιτιολογική έκθεση του νόμου σύμφωνα με την οποία το θεσπιζόμενο με αυτόν σύστημα αμοιβών υπόκειται στις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του υπαλλήλου, καθώς και την προσωπική του αξία σε συνάρτηση με το επίπεδο ευθύνης που κατέχει, τις συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας και την επίτευξη εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας του. Επομένως, δεν υπάρχει δικαιολογητικό έρεισμα από το γεγονός ότι οι προϊστάμενοι τμημάτων της νοσηλευτικής υπηρεσίας αποτελούν διακριτή κατηγορία υπαλλήλων, τη στιγμή που οι ανώτεροι αυτών προϊστάμενοι διευθύνσεων των νοσοκομείων λαμβάνουν το ίδιο επίδομα θέσης ευθύνης με τους ομοιόβαθμούς τους των διοικητικών υπηρεσιών των νοσοκομείων, των ΟΤΑ, των λοιπών ΝΠΔΔ και φυσικά του Δημοσίου. Προχωρά ένα βήμα περαιτέρω λέγοντας ότι η ανωτέρω διακριτική μεταχείριση δε μπορεί να αρθεί ούτε από το γεγονός ότι λαμβάνουν επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας αφού το τελευταίο έχει άλλη ratio, τη στιγμή μάλιστα, που το τελευταίο το λαμβάνουν και κατηγορίες υπαλλήλων που εντάσσονται στους δικαιούχους του επιδόματος ευθύνης. Καταλήγει έτσι ότι θα πρέπει κατ’ αποδοχή του αιτήματος των αιτούντων – εναγόντων να επεκταθεί και σε αυτούς η γενική ρύθμιση και να θεωρηθούν και οι ίδιοι δικαιούχοι των 290 € κι όχι 250 € μηνιαίως.

Ενδιαφέρον είναι ότι υπήρξε και μειοψηφία ενός Αντιπροέδρου και μίας Συμβούλου, η οποία υιοθετώντας τις μνημονευθείσες δικαστικές επιφυλάξεις αποφαίνεται ότι δεν είναι νοητή η εφαρμογή ειδικής διάταξης σε άλλη ειδική κατηγορία συν το γεγονός ότι λόγω του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας αντισταθμίζεται η διακριτή μεταχείριση.

Με μια πρώτη ανάγνωση της απόφασης κάποιος θα σκεφτόταν ότι το Δικαστήριο, έστω και κατά πλειοψηφία, επανέρχεται στην εγκαταλειφθείσα ελέω δημοσιονομικής κρίσης επεκτατική ισότητα. Προσεκτικότερη όμως ανάλυση καταδεικνύει ότι πρώτον το Δικαστήριο (και εν γένει η νομολογία) με βάση την προπαρατεθείσα ανάλυση ουδέποτε[32] εγκατέλειψαν την επεκτατική ισότητα ως δικανικό εργαλείο επίτευξης της ουσιαστικής ισότητας, αλλά αυστηροποίησαν τις προϋποθέσεις, ώστε να περιοριστεί η ανορθολογική ενδεχομένως χρήση της. Δεύτερον, είναι τα πραγματικά και νομικά δεδομένα της επίδικης υπόθεσης που δεν άφηναν ίσως άλλο δρόμο. Επρόκειτο για ένα επίδομα που δυνάμει των ρυθμίσεων του άρ. 16 χορηγούνταν σε όλους όσοι κατέχουν αξίωμα ευθύνης (ακόμη και ανώτερου βαθμού από τους συγκεκριμένους διαδίκους), ανεξαρτήτως της υπηρεσίας ή της οργανικής μονάδας στην οποία υπηρετούν, η δε παράλειψη των προϊσταμένων τμημάτων νοσηλευτικής υπηρεσίας ήταν η εξόχως εξαιρετική ρύθμιση. Επομένως, επί τη βάσει του σχήματος ‘‘κανόνας – εξαίρεση’’, με αυτά μάλιστα τα συντριπτικά χαρακτηριστικά, η λύση την οποία υιοθέτησε το Δικαστήριο κατά πλειοψηφία ήταν σύμφωνη με το Σύνταγμα αλλά και την τελολογική ερμηνεία του νόμου.

Ίσως, κατά μια προσέγγιση σε αυτή τη λύση του Δικαστηρίου να βάρυνε και το μικρό αίτημα των διαδίκων: διαφορά των 40 € για διάστημα έξι μηνών, η οποία, ακόμη και αν γενικευθεί, δεν είναι ικανή να προκαλέσει ανεπανόρθωτη δημοσιονομική επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό τη στιγμή μάλιστα που το εν λόγω επίδομα έχει τόσο γενικευμένη εφαρμογή.

Το ενδιαφέρον από νομική άποψη είναι αν τη θέση αυτή του Τμήματος θα ακολουθήσει και η Ολομέλεια στην οποία και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 100 παρ. 5 Συντ.

  1. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Από τα ανωτέρω καταδεικνύεται με σαφήνεια ότι το ζήτημα της επέκτασης των ευνοϊκών νομοθετικών ρυθμίσεων είναι θεμελιώδους σημασίας για τη συνταγματική πρακτική, αφού η επιλογή της εκάστοτε λύσης φέρνει σε συνάντηση και τομή και τις τρεις κρατικές λειτουργίες: τον νομοθέτη σε επίπεδο θέσπισης, το δικαστή ως προς την οριοθέτηση του διαπλαστικού και δικαιοκρατικού του ρόλου και τη διοίκηση σε επίπεδο εξειδικευμένης εφαρμογής των διατάξεων και τρόπου συμμόρφωσης προς τη δικαστική απόφαση. Το γεγονός μάλιστα, ότι στην κρινόμενη περίπτωση παρά την πλειάδα των δικαστικών αποφάσεων (παλαιότερων και νεότερων)σε επίπεδο ανωτάτων δικαστηρίων για ομοειδείς περιπτώσεις διεκδίκησης επέκτασης καταβολής επιδομάτων ή άλλων ευνοϊκών παροχών (έστω και αν διέφεραν κάθε φορά οι επίδικες διατάξεις), η Επιτροπή του άρ. 1 του Ν. 3900/2010 δέχθηκε να εισαχθεί η υπόθεση στο αρμόδιο τμήμα του ΣτΕ με τη διαδικασία της πιλοτικής δίκης καταδεικνύει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη νομική αλλά και πραγματική σπουδαιότητα του εν λόγω ζητήματος. Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο τροφοδοτείται και ανατροφοδοτείται κάθε φορά από τις ποικίλες ρυθμιστικές επιλογές του νομοθέτη στα διάφορα πεδία του δημοσίου βίου. Η νομολογιακή ταλάντευση φανερώνει το δογματικό προβληματισμό γύρω από τα όρια διαπλαστικής επέμβασης του δικαστή στο πεδίο δράσης του νομοθέτη και της κανονιστικώς δρώσας διοίκησης. Η σχετική επιχειρηματολογία κάμπτεται στο βαθμό που ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, όστις αποτελεί θεμέλιο της αρχής του κράτους δικαίου, συνιστά μια ούτως ή άλλως έστω και οριακή επέμβαση στις νομοθετικές επιλογές, τηρουμένων βεβαίως των συνταγματικών ορίων. Το δε επιχείρημα της δημοσιονομικής επιβάρυνσης του προϋπολογισμού του κράτους ή των ΝΠΔΔ από την επέκταση σε περισσότερους αποδέκτες ρυθμίσεων μισθολογικού, επιδοματικού και εν γένει χρηματικού χαρακτήρα, είναι οντολογικής φύσεως για το οποίο σε τελευταία ανάλυση δεν είναι αρμόδια να μεριμνούν τα δικαστήρια, αλλά όργανα της εκτελεστικής εξουσίας όπως το Υπουργείο Οικονομικών. Άλλωστε, καμία δημοσιονομική σκοπιμότητα δε μπορεί να δικαιολογήσει παρέκκλιση από τη συνταγματική και υπερνομοθετική αρχή της ισότητας[33].

Από την άλλη πλευρά το ζήτημα είναι εξόχως σοβαρό για να επαφίεται εν τέλει αφενός στις ερμηνευτικές διχογνωμίες των θεωρητικών και αφετέρου στον δικαστικό ακτιβισμό ή στις μικρές ή μεγάλες δημοσιονομικές ευαισθησίες εκάστου κατωτέρου, ανωτέρου ή ανωτάτου δικαστικού σχηματισμού μείζονος ή ελάσσονος συνθέσεως, καθώς έτσι επέρχεται ανασφάλεια δικαίου. Ως εκ τούτου, ίσως μετά από όλη αυτή τη θεωρητική και νομολογιακή επεξεργασία της επεκτατικής ισότητας έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για τη λύση του ζητήματος από τον αναθεωρητικό νομοθέτη. Η αναθεωρητική πρόταση περί μιας γενικευμένης απαγόρευσης επέκτασης με δικαστική απόφαση μισθού, αποδοχών, σύνταξης ή χορηγίας σε πρόσωπα ή κατηγορίες προσώπων πέραν των ρητά προβλεπομένων στο νόμο, η οποία τελικά καταψηφίστηκε στην Ολομέλεια της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής έχει υποστηριχθεί ότι συνιστά μια «πλάγια παραδοχή του αναθεωρητικού νομοθέτη περί του θεμιτού της επεκτατικής εφαρμογής της ισότητας με βάση τα αναλλοίωτα δεδομένα του Συντάγματος του 1975»[34]. Πέραν αυτού, μια τέτοια επιλογή θα δημιουργούσε περισσότερα δογματικά και πρακτικά προβλήματα από όσα ενδεχομένως θα επέλυε, αφού με αυτό τον τρόπο θα καθιστούσε δικαστικά ανέλεγκτο μεγάλο τμήμα της νομοθετικής (και κατ’ επέκταση κανονιστικής) δράσης συρρικνώνοντας το κανονιστικό πεδίο της αρχής της ισότητας σε συνδυασμό με την έννομη προστασία, ενώ ταυτόχρονα θα έπασχε από ασάφεια ως προς το τι τελικά αποκλείεται[35][36]. Επιπλέον, είναι αναμφίβολο ότι θα καταστούσε τη χώρα μας νομικά υπόλογη απέναντι στα δύο ευρωπαϊκά δικαιοδοτικά όργανα, εφόσον η κατ’ αποτέλεσμα ανισότητα που θα υφίστατο στην πράξη προσκρούει ευθέως τόσο στις διατάξεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου (άρ. 157 ΣΛΕΕ, άρ. 21 επ. ΧΘΔΕΕ) όσο και στην ΕΣΔΑ (αρ. 14).

Αντιθέτως, ενδεδειγμένη είναι η επέμβαση του αναθεωρητικού νομοθέτη προς την αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι της έστω και υπό όρους παραδοχή της δυνατότητας επεκτατικής εφαρμογής προς αποκατάσταση της ουσιαστικής ισότητας. Έτσι, θα μπορούσε να συμπληρωθεί η παράγραφος 1 του άρθρου 4[37] ή έστω να προστεθεί άρθρο 4Α, του οποίου το περιεχόμενο να αναγράφει ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είναι ίσοι εντός του νόμου, απαγορεύοντας την εισαγωγή νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων με άνισο περιεχόμενο. Σε περίπτωση δε διαπίστωσης αδικαιολόγητης εξαίρεσης ορισμένης κατηγορίας από τα γενικώς ισχύοντα για το σύνολο των ομοειδών κατηγοριών επιβάλλεται η άρση της ανισότητας αυτής[38]. Προς αποφυγή της καταχρηστικής επίκλησης της επεκτατικής ισότητας (η οποία συχνά παρατηρήθηκε κατά τα προηγούμενα ιδίως προ κρίσης έτη) η νέα αυτή διάταξη θα συμπληρωνόταν με την αναφορά ότι δε συνιστά αδικαιολόγητη εξαίρεση κατά την έννοια του ανωτέρω εδαφίου ευνοϊκή νομοθετική ρύθμιση η οποία έχει εξόχως ειδικό χαρακτήρα επί τη βάσει εξειδικευμένων χαρακτηριστικών σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου. Στην ίδια κατεύθυνση της εξισορρόπησης και περαιτέρω θωράκισης απέναντι σε ενδεχόμενες καταχρήσεις η αναθεωρητική παρέμβαση θα μπορούσε να συμπληρωθεί από τροποποίηση του άρθρου 80 ώστε να καθιερωθεί ένα είδος προληπτικού δικαστικού ελέγχου (λ.χ. από το Ελεγκτικό Συνέδριο ή άλλο δικαστικό σχηματισμό σε ανώτατο επίπεδο), ώστε νομοθετικές ρυθμίσεις παροχικού χαρακτήρα να ελέγχονται για την πιθανή ασυμβατότητά τους προς την αρχή της ισότητας[39]. Μια ακόμη πιο τολμηρή παρέμβαση θα ήταν η τροποποίηση του άρθρου 100 Συντ., ώστε στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου να προστεθεί και η εξέταση, μετά από αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ευνοϊκών νομοθετικών διατάξεων που χωρίς δικαιολογημένο λόγο εισάγουν εξαιρετική ρύθμιση κατά παράλειψη του συνόλου των υπολοίπων προσώπων ή κατηγοριών[40]. Έτσι, θα επέρχεται η ορθή αποκατάσταση της ουσιαστικής ισότητας και προς την αντίθετη κατεύθυνση (της κατάργησης μιας αδικαιολόγητης ευνοϊκής), αφού αυτή θα είναι η μόνη περίπτωση δικονομικής διάγνωσής της δεδομένου ότι από άποψη εννόμου συμφέροντος μόνο το αντίθετο συμβαίνει στην πράξη[41]. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο νομοθέτης θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων νομοθετώντας ορθολογικά κι όχι κατά περίπτωση επί τη βάσει της ισχυρότερης συνδικαλιστικής διεκδίκησης εντός του δημοσίου τομέα ή άλλων παραγόντων.

Πρόκειται αναμφίβολα για ένα ζήτημα το οποίο απαιτεί γενναίες θεσμικές τομές, ώστε η ουσιαστική ισότητα, η οποία αποτελεί πεμπτουσία στο χώρο των δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου εν γένει, να μην καταστεί απλό ευχολόγιο. Μέχρι να συμβεί αυτό απαιτείται ίσως αλλαγή νοοτροπίας από όλους τους εμπλεκόμενους θεσμικούς παράγοντες (νομοθέτη, διοίκηση, δικαστήρια) αλλά και τους (εν δυνάμει) διαδίκους – διεκδικητές παροχών.

[1] Οι άλλοι δύο τρόποι είναι αυτεπαγγέλτως από το αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου ήχθη το ένδικο βοήθημα (ακυρωτικής ή ουσιαστικής αρμοδιότητας ή προσωρινής έννομης προστασίας) ή με αίτημα του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας των διοικητικών δικαστηρίων.

[2]Η μοναδικότητα της εν λόγω διαδικασίας συνίσταται στο ότι αποτελεί έναν ιδιάζοντα μηχανισμό συγκέντρωσης του δικαστικού ελέγχου ως επί το πλείστον συνταγματικότητας των νόμων (αφού στατιστικά η συντριπτική πλειονότητα υποθέσεων πιλοτικής δίκης στην επταετία εφαρμογής του θεσμού αφορά ζητήματα συνταγματικότητας), ο οποίος μηχανισμός παρέχει ευρύτατη εξουσία σχεδόν αυθεντικής ερμηνείας των κρινόμενων διατάξεων. Το δε αποτέλεσμα της απόφασης του ΣτΕ εκδοθείσας κατά τη διαδικασία αυτή, καίτοι αναπτύσσει δεδικασμένο μόνο για τους διαδίκους και τους παρεμβάντες, εν τοις πράγμασι λειτουργεί εντελώς καθοδηγητικά για τα άλλα δικαστήρια, αφού κατά ρητή άλλωστε πρόβλεψη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου όλες οι ομοειδείς υποθέσεις εκδικάζονται με τη συνοπτική εν συμβουλίω διαδικασία. Έτσι, το ΣτΕ διαθέτει αρμοδιότητα αυθεντικής ερμηνείας, ευρύτερη ακόμη και από ευρωπαϊκές έννομες τάξεις με συνταγματικά δικαστήρια, λειτουργώντας ως ένα «υπερ-δικαστήριο που εποπτεύει σε όλη της την έκταση την τήρηση της αρχής της κανονικότητας» Βλ. σχετικάBαρ. Μπουκουβάλα, Ο θεσμός της πιλοτικής δίκης του άρθρου 1 του ν.3900/2010 και το σύστημα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, διαθέσιμο στο www.academia.edu , σ. 20 (ανακτήθηκε. 01.11.2017).

[3]Η επιτροπή αυτή αποτελείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο-Πρόεδρο του καθ’ ύλιν αρμοδίου τμήματος στο οποίο πρόκειται να εισαχθεί το ένδικο βοήθημα.

[4]Η ουσιαστική – αναλογική ισότητα, όπως ερμηνεύεται παγίως από τη νομολογία, «αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια». Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3372/2015 (Ολομ.), 987/2014 (Ολομ.), 1252/2003 (Ολομ.), 3351/2000 (Ολομ.), 2009/2000, 5094/1996, 2886/1995, ΕλΣυν 1506/1985 (Ολομ.).

[5] Συνεπώς, από την αρχή της ουσιαστικής ισότητας δεσμεύονται όλα τα συντεταγμένα πολιτειακά όργανα, ώστε το καθένα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του να οφείλει είτε να αποφεύγει την ανισότητα ή να την αίρει κατά το δυνατόν. Αυτή η καθολική δέσμευση των πολιτειακών οργάνων καταγράφεται και στη σχολιαζόμενη απόφαση (βλ. σκέψη 7).

[6]Βλ. Αν. Τάχο, Η άμεση εφαρμογή του Συντάγματος από τη δημόσια διοίκηση, Αρμ. 1987, σ. 85 επ.

[7] Βλ. αναλυτικότερα για τη σχετική προβληματική: Αριστ. Μάνεση, Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η εφαρμογή της υπό των δικαστηρίων, ΕΕΝ 1958, 444 επ // Αντ. Μανιτάκη, Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η έννοια του γενικού συμφέροντος, ΤοΣ 1978, 444 επ (446) //Ιακ. Μαθιουδάκη, Επέκταση της ευνοϊκής ρύθμισης για λόγους ισότητας – τάσεις δικαστικού αυτοπεριορισμού;, ΔιΔικ 2003, 852 επ (859).

[8]Βλ. Πρ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, εκδόσεις Σάκκουλα 4η έκδοση, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2012, σ. 1348 επ. //Χ. Δετσαρίδη, Παρατηρήσεις στη ΔΕφΑθ 1891/2011, ΔιΔικ 2013, 65 επ (67).

[9]Βλ. αναλυτικότερα Στ. Κοφίνη, άρθρο 4 in ΣΥΝΤΑΓΜΑ κατ’ άρθρο ερμηνεία, (επιμ. Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης), εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2017, σ. 60 // Του ιδίου, Μια υπεράσπιση της επεκτατικής ισότητας σε καιρό οικονομικής κρίσης και ταυτόχρονα μια αφορμή συζήτησης για το μέλλον της, ΕφημΔΔ 2/2016, 244 – 264 (246-247) // Βασ. Σκουρή – Ευ. Βενιζέλο, Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1985, σ. 112-117.

[10] Βλ. Ιακ. Μαθιουδάκη, Επέκταση της ευνοϊκής ρύθμισης …, ό.π., 853.

[11]ΣτΕ 2080/1950 (Ολομ). Θ 1951, 10 επ. (υπερωριακή αμοιβή δικαστών) και 1016/1963 (Ολομ.) (επέκταση της απαλλαγής από τη στράτευση και σε μη ορθοδόξους μοναχούς), χωρίς όμως να δημιουργηθεί γενικότερη νομολογιακή τάση στην προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Βλ. σχετικό σχόλιο Στ. Κοφίνη, άρθρο 4 …, ό.π., 70.

[12] ΑΠ 206/1981 (Ολομ.), ΤοΣ 1982, 56 επ. (καταβολή αποδοχών εκπαιδευτικής άδειας εξωτερικού σε δικαστικούς λειτουργούς).

[13] ΑΠ 53/1983, ΝοΒ 1983, 1370 επ. (επίδομα σπουδών σε δικαστικούς λειτουργούς κατ’ άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 755/1978 ύψους 20% επί του μισθού του Πρωτοδίκη έναντι του επιδόματος σε υφηγητές κατ’ άρθρο 3 παρ. 2β΄του ίδιου νόμου, καθοριζόμενου επί του μισθού του έκτακτου μόνιμου καθηγητή αυτοτελούς έδρας) Η απόφαση αυτή αποτέλεσε σταθμό στη νομολογία του ΑΠ, αφού έκτοτε ακολουθήθηκε επί πολλά έτη σχεδόν πιστά από το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και τα κατώτερα πολιτικά δικαστήρια. Με αυτήν διακηρύχθηκε μια σαφής παραδοχή της επεκτατικής εφαρμογής της ευνοϊκής νομοθετικής ρύθμισης σε άλλους που παρουσιάζουν ομοειδή χαρακτηριστικά, διότι διαφορετικά υφίσταται ανεπίτρεπτη απόκλιση από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Υπήρξε όμως ισχυρή μειοψηφία 11 μελών της Ολομέλειας, η οποία υποστήριξε ότι «δεν δύναται ο δικαστής, προς αποκατάστασιν της θιγείσης ισότητος, να επεκτείνη την ισχύν του νόμου πέραν των τιθεμένων υπ` αυτού ορίων, διότι τούτο θα συνιστούσε θέσπισιν υπό του δικαστού νέας διατάξεως και αντιποίησιν, ούτως, έργου της νομοθετικής εξουσίας». Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η αγόρευση του Εισαγγελέα του ΑΠ η οποία κάνει εκτενή αναφορά σε όλη την κλασική ελληνική βιβλιογραφία του Συνταγματικού Δικαίου (Σαρίπολος, Βλάχος – Σβώλος, Μάνεσης, Μανιτάκης) αλλά και σε πλήθος παλιών αποφάσεων του ΣτΕ και του ΑΠ για να καταλήξει βέβαια ότι επί αντισυνταγματικής ρύθμισης προκύπτει νομοθετικό κενό το οποίο δεν δύναται να πληρώσει ο δικαστής, διότι διαφορετικά θα απεφαίνετο ως νομοθέτης.

[14]ΑΠ 1411/1984 // ΑΠ 1016/1987, ΕΕΝ 1988, 500 επ. & 5/1988 (Ολομ.) ΤοΣ 1989, 303 επ. (χορήγηση προσωρινού προσωπικού επιδόματος για πλασματικές υπερωρίες) // ΑΠ 881/1989, ΕΕΝ 1990, 269 επ (αντισυνταγματικότητα διάταξης δυνάμει της οποίας το επίδομα οικογενειακών βαρών ήταν μικρότερο από αυτό των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων) // ΑΠ 35/1990 (Ολομ.), ΝοΒ 1991, 231 επ. // ΑΠ 13/1991 (Ολομ.) ΕλλΔνη 1991, 1484 επ (ομοίως προσωρινό προσωπικό επίδομα για υπερωριακή απασχόληση) // ΑΠ 938/1991, ΝοΒ 1993, 280 επ (χορήγηση μικρότερης αποζημίωσης σε βαθμολογητές γραπτών εισαγωγικών εξετάσεων προερχόμενους από ΑΕΙ σε σχέση με τους προερχόμενους από τη Σχολή Ευελπίδων) //ΑΠ 12/1992 (Ολομ.), ΕΕΔ 1993, 919 επ. //14/1995 (Ολομ.), ΝοΒ 1996, 408 επ. (προσωρινό προσωπικό επίδομα για υπερωριακή απασχόληση) // ΑΠ 929/2008, ΝοΒ 2008, 2437 επ.

[15] Βλ. ενδεικτικά ΔιοικΠρωτΧαν 114/1990, ΝοΒ 1990, 1407 επ // ΔιοικΠρωτΠατρ 627/1991, ΕΔΚΑ 1991, 780 επ // ΔιοικΕφΑθ 3298/1992, ΔιΔικ 1992, 1129 επ. // ΔιοικΕφΑθ 242/1994, ΔιΔικ 1995, 595 επ. // ΔιοικΠρωτΑθ 1157/1997, ΕλλΔνη 1998, 1197 επ. // ΔιοικΕφΘεσ 435/1998, ΕΔΔ 1998, 925 επ. // ΔιοικΠρωτΑθ 5244/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[16] ΔιοικΕφΑθ 4163/2007, ΔιΔικ 2008, 503 επ.: εδώ επρόκειτο για ειδικό ζήτημα κοινωνικής ασφάλισης όπου ζητήθηκε η προκαταβολή ποσοστού 60% από το εφάπαξ βοήθημα κατ’ ανάλογη εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων για τα Ταμεία Αλληλοβοηθείας Στρατού Ξηράς, Πολεμικού Ναυτικού και Πολεμικής Αεροπορίας. Εδώ το δικαστήριο δέχθηκε ότι, όπως ο νομοθέτης έχει δικαίωμα να προβλέπει πλείονα ασφαλιστικά ταμεία, έχει ευχέρεια να προβλέπει την προκαταβολή του εφάπαξ βοηθήματος μόνο για τους μετόχους των Ταμείων Αλληλοβοηθείας των Ενόπλων Δυνάμεων. Άλλωστε, «επιβάλλεται η ίση μεταχείριση των ασφαλισμένων που τελούν υπό τις αυτές ή όμοιες συνθήκες, στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού φορέα. Προκειμένου, όμως, περί ασφαλισμένων σε διάφορους ασφαλιστικούς οργανισμούς, η τήρηση της αρχής της ισότητας ελέγχεται μόνον όσον αφορά στην εξασφάλιση ελάχιστου καθεστώτος ισοδύναμης ασφαλιστικής προστασίας» (βλ. τις περαιτέρω παραπομπές σε ΣτΕ 1077/2003, 5057/1988, 879/1979).

[17] ΣτΕ 1519/1995, ΤοΣ 1995, 706 επ. (μη χορήγηση σε υπαλλήλους γραμματείας των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων της ειδικής μηνιαίας αποζημίωσης την οποία ελάμβαναν όλοι οι λοιποί πολιτικοί υπάλληλοι), έκτοτε: 3582/1996, 3587/1997, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 5182/1997, ΕΔΔ 1999, 636 επ., 653/2000, ΤοΣ 2001, 141 επ. // ΔιοικΠρωτΑθ 5244/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[18] Μέσα σε ενάμιση χρόνο και μέχρι την κατάργησή του με το άρ. 24 του Ν. 3205/2003, επεκτάθηκε με 60 (!) Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις σε διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων ακόμη και του ευρύτερου δημοσίου τομέα.

[19]Βλ Παν. Μαντζούφα, Οικονομική κρίση και Σύνταγμα. Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2014, σ. 173.

[20] Βλ. Ακρ. Καϊδατζή, Παρατηρήσεις στην ΣτΕ 95/2013 (Ολομ.), Αρμ. 2013, 573.

[21] Ενδεικτικά ΣτΕ 3216/2003 (Ολομ.), ΤοΣ 6/2003, 1173 επ. (επέκταση της ρύθμισης του ΥΚ για χορήγηση άδειας ανατροφής τέκνου μετ’ αποδοχών εννέα μηνών στις μητέρες δικαστικές λειτουργούς, η οποία μάλιστα οδήγησε και σε νομοθετική ενσωμάτωση του διαπλασθέντος νομολογιακού κανόνα: με το άρθρο 1 του Ν. 3258/2004 τροποποιήθηκε το άρθρο 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ώστε να χορηγείται στις μητέρες δικαστικές λειτουργούς η εννεάμηνη άδεια ανατροφής τέκνου. Όμοια η νεότερη ΣτΕ 1810/2013. Συναφής η ΔιοικΕφΑθ 622/2012 με την οποία κρίθηκε ότι δικαίωμα λήψης εννεάμηνης άδειας για ανατροφή παιδιού θεμελιώνουν όχι μόνο οι μητέρες γνήσιων τέκνων, αλλά και οι μητέρες υιοθετημένων παιδιών, οι οποίες υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις. Βλ. επίσης, ΣτΕ 2/2006, 1550/2006, 2357-2358/2006, 569/2010, 3226/2010, ΔιοικΕφΑθ 366/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, οι οποίες, ερμηνεύοντας το άρθρο 44 του ΚΟΔΔΛ υπό την αρχή της ισότητας των φύλων, επέκτειναν το εν λόγω δικαίωμα και σε πατέρες δικαστικούς λειτουργούς. Συναφείς και οι ΔιοικΕφΑθ 679/2014 και 700/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (επέκταση άδειας ανατροφής σε πατέρες πυροσβεστικούς υπαλλήλους). // Πρβλ. επίσης ΠολΠρωτΑθ 728/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (κατάταξη πτυχιούχου ωδικής, αρμονίας, ενοργανώσεως πνευστών οργάνων από το Κρατικό Ωδείο, υπαλλήλου του Πολιτιστικού Οργανισμού Ελευσίνας – ΝΠΔΔ – σε κατηγορία ΔΕ αντί ΤΕ με αποστέρηση των αντίστοιχων μισθολογικών διαφορών ανίσχυρη ως αντισυνταγματική).

[22]ΣτΕ 2837/2015, ΤΝΠ ΔΣΑ www.dsanet.gr (επέκταση της απαλλαγής από τη στράτευση προβλεπόμενης για τους μοναχούς του Αγίου Όρους σε μοναχούς άλλων μονών). Εδώ το δικαστήριο ουσιαστικά δέχθηκε κατ’ ουσίαν ότι δεν υπάρχει ισότητα στην παρανομία, αφού πρόκειται για μια εξόχως ειδική ρύθμιση, τυχόν δε αντισυνταγματικότητά της δε θα μπορούσε να επιτρέψει την επέκτασή της σε άλλους μοναχούς. Ενδιαφέρον μάλιστα, παρουσιάζει ότι στη σκέψη αυτή παραπέμπει στην ανωτέρω σειρά των αποφάσεων ΣτΕ 3323-3351/2000 (Ολομ.) για την μετεγγραφή σπουδαστών.

[23] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί εδώ η προαναφερθείσα ευρεία περιπτωσιολογία του επιδόματος των 176 €. Βλ. τις αποφάσεις ΣτΕ 792/2012, ΕΔΔΔ 2012, 400 επ. (η παραπεμπτική του ΣΤ’ Τμήματος) και ΣτΕ 95/2013, Αρμ. 2013, 569 επ (η απόφαση της Ολομέλειας), οι οποίες ουσιαστικά έθεσαν τέρμα στην εκτεταμένη διεκδίκηση του επιδόματος αυτού, φτάνοντας στο σημείο να γίνει λόγος για μια παράνομη πρακτική της διοίκησης η οποία δια της σωρείας των Υπουργικών Αποφάσεων έφτασε να αλλοιώσει την αρχική στόχευση του νόμου (απόφαση Ολομέλειας, σκ. 7). Κατά τον Παν. Μαντζούφα, ό.π., σ. 180,«η συνεκτίμηση από το δικαστήριο των ευρύτερων συνεπειών που θα έχει η απόφασή του στην δημοσιονομική ισορροπία του κράτους βάρυνε στην κρίση του περισσότερο από ότι οι, έτσι και αλλιώς, περιορισμένες απαιτήσεις που είχαν οι συγκεκριμένοι προσφεύγοντες». Όμοια επί του θέματος αυτού είναι και η τοποθέτηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου: ΕλΣυν 1723/2010 (Ολομ.), ΕΔΚΑ 2010, 1033 επ.

[24] Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3651/2002 (παραπομπή στην 7μελή), ΣτΕ 802/2007 (7μελής), ΣτΕ 1663/2009, Αρμ. 2009, 925 επ.,= ΕΔΔΔ 2009, 387 επ., = ΔιΔικ 2010, 507 επ., =ΑρχΝ 2010, 106 επ., 384/2010, 998/2010, 1397/2010, 725/2010, 1240/2010, 3431/2010, 3713/2010.

[25] Βλ. εντελώς ενδεικτικά ΣτΕ 1620/2011 (απόφαση ΕΕΤΗΔΕ), 668/2012 (απόφαση Μνημονίου) 1116/2014 (απόφαση για το PSI), κοκ.

[26]Βλ. Στ. Κοφίνη, Μια υπεράσπιση της επεκτατικής ισότητας …, ό.π., σ. 248, ο οποίος σχηματοποιεί χρονικά ως ‘‘τρίτη περίοδο’’ την εν λόγω νομολογιακή προσέγγιση στην stricto sensu επεκτατική ισότητα.

[27] Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 1580/2010 (Ολομ.), Αρμ. 2011, 300 επ. – με παρατηρήσεις Ιακ. Μαθιουδάκη, ΔΕφΑθ 1284/2011, 5335/2013, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (μη επέκταση σε πατέρα ανηλίκων τέκνων ρύθμισης για συνταξιοδότηση σε χαμηλότερο ηλικιακό όριο που ισχύει για τις μητέρες ανηλίκων τέκνων) // ΣτΕ 409/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (μετάταξη μετακλητών υπαλλήλων της Βουλής σε προσωποπαγείς κενές θέσεις Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και ΝΠΔΔ – μη επέκτασή της σε μετακλητούς υπαλλήλους Υπουργών) // Βλ. contra ΣτΕ 42/2013 (Ολομ.), ΘΠΔΔ 2015, 786 επ. (εφαρμογή διάταξης για χορήγηση μερίσματος του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων σε χήρες με ανήλικα τέκνα και σε χήρους με ανήλικα τέκνα – αντίθετη μειοψηφία).

[28] Τα κριτήρια αυτά (ιδίως σε ό,τι αφορά τη χορήγηση – επέκταση επιδομάτων) αποτέλεσαν το είδος της απασχόλησης, η εμπειρία, η ειδικότητα, η θέση στην ιεραρχία, ο βαθμός ευθύνης, η ομοιότητα καθηκόντων αλλά και συνθηκών εργασίας, κοκ., χωρίς να είναι αρκετά λ.χ. η συνάφεια των καθηκόντων ή η έκθεση στους ίδιους κινδύνους Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 464/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (μη χορήγηση σε ιατρούς του ΙΚΑ του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας το οποίο ελάμβαναν οι επισκέπτριες αδελφές και οι αδελφές νοσοκόμες που υπηρετούν στο Υπουργείο), 3034/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (μη χορήγηση σε μεταταχθέντες υπαλλήλους της Περιφέρειας πρόσθετης μηνιαίας αμοιβής που ελάμβαναν οι υπάλληλοι των κεντρικών υπηρεσιών των Υπουργείων οι οποίοι συνιστούν διακριτή κατηγορία έναντι αυτών), 2398/2013, 253/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, (μη χορήγηση σε χημικούς – βιοχημικούς εργαστηρίων του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης και δαπανών βιβλιοθήκης που λαμβάνουν οι γιατροί λόγω ιδιαίτερων απαιτήσεων όσον αφορά το χρόνο απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας) // ΑΠ 587/2011, 696/2014, 955/2014, 293/2015, 609/2016, 917/2017, ΕφΘεσ 1620/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ (μη προσαύξηση αμοιβών εμμίσθων δικηγόρων σε ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για τους εμμίσθους σε ΟΤΑ λόγω διαφορετικότητας εργοδότη και κυρίως συνθηκών εργασίας). Ενδιαφέρον όμως είναι ότι ο ΑΠ και το Εφετείο τονίζουν ότι αν το δικαστήριο κατά τον έλεγχό του διαπιστώσει την αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση επιδικάζει την παροχή σε αυτούς που αδικαιολόγητα εξαιρούνται.

[29]Βλ. Στ. Κοφίνη, Μια υπεράσπιση της επεκτατικής ισότητας …, ό.π., σ. 249 και την παραπομπή στην αδημοσίευτη μελέτη του Αντ. Μανιτάκη, Η εντυπωσιακή παρά την κρίση ανθεκτικότητα του ελληνικού Συντάγματος και η μετάλλαξή του μέσω της πραγμάτωσής του από αυστηρό σε ήπιο.

[30]Μαζί ίσως με την υπομνησθείσα στην υποσημ. 28 ΑΠ 917/2017.

[31] Άρθρο 16 παρ. 1 περ. α’ υποπέρ. αζ’ για προϊσταμένους τμημάτων (στους οποίους περιλαμβάνονται και τα διοικητικά τμήματα των Νοσοκομείων) και περ. γ’ (η ρητή εξαίρεση των προϊσταμένων των νοσηλευτικών τμημάτων).

[32]Τουλάχιστον όχι κατά κανόνα.

[33]Είναι χαρακτηριστική η απόφαση του ΔΕΕ 23.06.2009 (C-557/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας), (παράβαση του άρ. 141 ΣΕΚ και ήδη 157 ΣΛΕΕ από την εθνική κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία περί διαφορετικού ορίου συνταξιοδότησης μεταξύ ανδρών και γυναικών). σκ. 79, ειδικά ως προς το αίτημα της Ελληνικής Δημοκρατίας περί περιορισμού του χρονικού πλαισίου ισχύος της απόφασης, διότι κάτι τέτοιο θα κατέληγε σε ουσιαστική μείωση της έννομης προστασίας ιδιωτών από το κοινοτικό δίκαιο. Συναφής και η ΔΕΕ 24.09.1998 (C-35/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας), σκ. 52. Αντίστοιχη είναι η θέση και του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις δε μπορούν να οδηγήσουν σε δυσμενείς διακρίσεις επί τη βάσει κριτηρίων όπως το φύλο ή η εθνικότητα κατά παράβαση του αρ. 14 ΕΣΔΑ. Βλ. σχετικές αναφορές σε νομολογιακά παραδείγματα των δύο ευρωπαϊκών Δικαστηρίων σε Στ. Κοφίνη, Μια υπεράσπιση της επεκτατικής ισότητας …, ό.π., σ. 258-260.

[34]Βλ. Κ.Χ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, γ’ έκδοση, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 126-127. //Ιακ. Μαθιουδάκη, Επέκταση της ευνοϊκής ρύθμισης …, ό.π., 860. Μια τέτοια παραδοχή βέβαια είναι αμφίβολο αν συνάγεται αναντίρρητα στο βαθμό που η αποδοκιμασία της απαγόρευσης (η οποία δεν ήταν τόσο γενικευμένη αφού η πρόταση απαγόρευσης συγκέντρωσε 158 ψήφους) δε συνεπάγεται άνευ ετέρου την κοινοβουλευτική επιδοκιμασία, καθώς, αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, θα μπορούσε να καθιερωθεί ρητά το επιτρεπτό αυτής.

[35]i.e. Μόνο η κατά κυριολεξία επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκής διάταξης ή και η, σε περίπτωση παραμερισμού της επίμαχης διάταξης ως αντισυνταγματικής, εφαρμογή της παλαιότερης ή σύγχρονης γενικής διάταξης;

[36] Βλ. Στ. Κοφίνη, Μια υπεράσπιση της επεκτατικής ισότητας …, ό.π., σ. 263-264.

[37] Κάτι τέτοιο δε θα προσέκρουε στο αρ. 110 παρ. 1 το οποίο απαριθμεί στις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις αυτή του 4 παρ. 1, αφού, κατά την ορθότερη άποψη, οι διατάξεις αυτές δεν κατοχυρώνονται ως αναλλοίωτα λεκτικά σύνολα αλλά για το κανονιστικό τους πεδίο το οποίο δεν επιτρέπεται να συρρικνωθεί. Βλ. Κ.Χ. Χρυσόγονο, Συνταγματικό Δίκαιο, δεύτερη έκδοση με τη συνδρομή Στ. Ιω. Κουτνατζή, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2014, σ. 105-106.

[38]Η άρση της ανισότητας αυτής θα μπορεί να γίνεται είτε με την απευθείας δικαστική επέκταση, είτε, αν πρόκειται για κανονιστική πράξη, με τη διαταγή προς την διοίκηση, στο πλαίσιο της κατ’ άρθρο 95 παρ. 5 Συντ. υποχρέωσης συμμόρφωσης να άρει την ανισότητα είτε, κατά τα πρότυπα του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, με το να τάξει συγκεκριμένη εύλογη προθεσμία προς το νομοθέτη να τροποποιήσει την υφιστάμενη ρύθμιση στην κατεύθυνση της αποκατάστασης της ισότητας, με την πάροδο της οποίας θα γεννάται αστική ευθύνη του δημοσίου.

[39] Βλ. Στ. Κοφίνη, ibid, σ. 264.

[40] Μια τέτοια λύση εκ πρώτης άποψης μπορεί να φαντάζει ξένη ή αντίθετη προς το σύστημα διαχύτου και κυρίως παρεμπίπτοντος ελέγχου αντισυνταγματικότητας που καθιερώνεται στο Σύνταγμά μας. Εντούτοις, μια τέτοια προσέγγιση κάμπτεται από το γεγονός ότι ούτως ή άλλως το ΑΕΔ λειτουργεί ως μηχανισμός συγκέντρωσης του ελέγχου συνταγματικότητας (άρθρο 100 παρ. 1περ. ε’ Συντ.) διεξάγοντας μάλιστα κύριο και συγκεκριμένο έλεγχο με εξουσία κατάργησης της κηρυχθείσας διάταξης ως αντισυνταγματικής, ενώ οι εν λόγω λειτουργοί διαθέτουν, με βάση τα δικονομικά νομοθετήματα, τη συναφή δυνατότητα της αναίρεσης υπέρ του νόμου.

[41]Βλ. Κ.Χ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, ό.π., σ. 126.