Το μετέωρο βήμα του δικαστικού ακτιβισμού: η περίπτωση της ΣτΕ (Ολ) 2649/2017

Χαράλαμπος Κουρουνδής, Διδάκτορας Νομικής, δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
  1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Κατά την περίοδο της σοβούσας οικονομικής κρίσης, η περιουσιακή κατάσταση των ασκούντων δημόσια εξουσία βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Η ratio των σχετικών νομοθετικών προβλέψεων εντάσσεται διαχρονικά στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των δημόσιων λειτουργών[1], αλλά και της καταπολέμησης ενδεχόμενων κρουσμάτων διαφθοράς και φοροδιαφυγής.

Η ισχύουσα νομοθεσία[2] ορίζει τον τρόπο, τον χρόνο και τη διαδικασία υποβολής και ελέγχου της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (ΔΠΚ) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (ΔΟΣ) από τους οριζόμενους υπόχρεους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι Δικαστικοί και οι Εισαγγελικοί λειτουργοί και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Κατ’ επίκληση του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3213/2003 εκδόθηκε η 1846οικ./13-10-2016 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) των υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών. Την εν λόγω ΚΥΑ προσέβαλλαν με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ η «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου της Επικρατείας», η «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου», η «Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος», η «Ένωση Διοικητικών Δικαστών» και η «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων» και εισήχθη λόγω της σπουδαιότητάς της στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν πράξης του Προέδρου του.

  1. ii. Η ακύρωση της ΚΥΑ ως ανυπόστατης και ο δικονομικός χειρισμός του δικαστηρίου

Ο πρώτος λόγος για τον οποίο ακυρώθηκε η προσβαλλόμενη ΚΥΑ, και μάλιστα κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του Δικαστηρίου[3], είναι η μη πλήρης δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΕτΚ). Ειδικότερα, η συγκεκριμένη κανονιστική πράξη κρίθηκε ακυρωτέα ως ανυπόστατη διότι καλούσε τους υπόχρεους υποβολής ΔΠΚ και ΔΟΣ να επιλέξουν μεταξύ παραμετρικών τιμών οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι που δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ ως αναπόσπαστο τμήμα της ΚΥΑ[4]. Με την ακύρωση της ΚΥΑ για το συγκεκριμένο λόγο, η Ολομέλεια του ΣτΕ έμεινε σταθερή στη νομολογία που έχει διαμορφώσει, τόσο ως προς το ότι μόνο η δημοσίευση, κατά το πλήρες περιεχόμενο, των κανονιστικών αποφάσεων τους προσδίδει νόμιμη υπόσταση[5], όσο και ως προς το ότι οι ανυπόστατες κανονιστικές πράξεις είναι ακυρωτέες λόγω της φύσης και του περιεχομένου τους, καθώς και για λόγους ασφαλείας του δικαίου προς αποφυγή ενδεχόμενης εφαρμογής τους στο μέλλον[6]. Αυτή η παγιωμένη νομολογιακή τάση αποτελεί βέβαια εξαίρεση στον κανόνα της απόρριψης του ενδίκου βοηθήματος που στρέφεται κατά ανυπόστατης διοικητικής πράξης ως απαράδεκτου και βρίσκει εφαρμογή, κατά κύριο λόγο, στο πεδίο των κανονιστικών πράξεων[7].

Με την αμέσως επόμενη σκέψη του, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να προχωρήσει στην εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που θέτουν και τα οποία άπτονται της νομιμότητας της ΚΥΑ, παρά την ακύρωση της πράξης ως ανυπόστατης[8]. Η επιλογή αυτή δεν απηχεί την κρατούσα νομολογιακή τάση, εφόσον, κατά τη συνήθη διατύπωση των δικαστικών αποφάσεων, σε περίπτωση που γίνει αποδεκτός λόγος ακύρωσης «παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών λόγων της κρινόμενης αιτήσεως». Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο προχώρησε σ’ έναν διαφορετικό δικονομικό χειρισμό, ο οποίος έχει πάντως εμφανιστεί ξανά στην πρόσφατη νομολογία του[9]. Η επιλογή αυτή δεν είναι δικονομικά ανεπίτρεπτη. Σε ένα πρώτο επίπεδο, το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ως προς την σειρά εξέτασης των λόγων ακύρωσης[10] ακόμη και αν είθισται να προτάσσονται των λόγων που αναφέρονται στην εσωτερική νομιμότητα αυτοί που ανάγονται στην εξωτερική[11]. Έτσι, ο ακυρωτικός δικαστής θα μπορούσε να παρακάμψει, σε πρώτη φάση, το ζήτημα της υπόστασης της προσβαλλόμενης πράξης, να προτάξει τους ουσιαστικούς λόγους ακύρωσης και να περιλάβει, έστω και ως επάλληλη αιτιολογία, την κρίση του περί του ανυπόστατου της προσβαλλόμενης ΚΥΑ. Κατά δεύτερο λόγο, η συνολική εξέταση της υπόθεσης οδηγεί σε πληρέστερη δικαστική προστασία και διευκολύνει τη διοίκηση στο, συχνά εξαιρετικά περίπλοκο, έργο της συμμόρφωσής της στις επιταγές της δικαστικής απόφασης. Μ’ αυτήν την έννοια, η σχολιαζόμενη απόφαση θα μπορούσε να εγγραφεί στην διογκούμενη κατά τα τελευταία χρόνια τάση του ΣτΕ να «κατευθύνει» μέσω του σκεπτικού των αποφάσεών του τη διοίκηση υποδεικνύοντας βέλτιστους τρόπους συμμόρφωσης με αυτές[12].

iii. Η τελική ασυμφωνία του δικονομικού χειρισμού του ΣτΕ με το άρθρο 93 παρ. 4 Συντάγματος

Ο ως άνω δικονομικός χειρισμός του Δικαστηρίου αποκτά, στη συνέχεια της απόφασης, μία προβληματική προοπτική:

Το Δικαστήριο διακηρύσσει ότι θα προχωρήσει σε έλεγχο συνταγματικότητας των νομοθετικών διατάξεων που αφορούν την υποβολή των επίμαχων δηλώσεων, με την αιτιολογία ότι τυχόν ανίσχυρο του συστήματος υποβολής ΔΠΚ και ΔΟΣ που εισάγεται με τις ρυθμίσεις των ως άνω νόμων συνεπάγεται την ακύρωση και της προσβαλλόμενης πράξης η νομιμότητα της οποίας προϋποθέτει ότι το σύστημα αυτό είναι συνταγματικά έγκυρο[13]. Το Δικαστήριο καθιστά έτσι σαφές εξαρχής ότι θα προχωρήσει σε έλεγχο συνταγματικότητας όχι της ίδιας της ανυπόστατης πράξης αλλά του εξουσιοδοτικού της νόμου. Κατά την άσκηση του ελέγχου μάλιστα, δεν περιορίστηκε στον έλεγχο συνταγματικότητας της διάταξης που παρείχε την εξουσιοδότηση στην ΚΥΑ, αλλά επεκτάθηκε στον έλεγχο πολλών άλλων οι οποίες ούτε επαναλαμβάνονταν στην ΚΥΑ ούτε περιελάμβαναν πρόβλεψη για νομοθετική εξουσιοδότηση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αφού το Δικαστήριο παρέβλεψε τον παρεμπίπτοντα και συγκεκριμένο χαρακτήρα του ελέγχου συνταγματικότητας στο ελληνικό σύστημα, κατέστησε, ανεπίτρεπτα, τη συνταγματικότητα του νόμου κύριο αντικείμενο της δίκης.

Ο προβληματικός χαρακτήρας αυτής της εξέλιξης δεν φαίνεται να μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε εάν γίνει αποδεκτή η πειστική άποψη μέρους της θεωρίας ότι όταν αντικείμενο προσβολής της αίτησης ακύρωσης είναι κανονιστική πράξη, ο έλεγχος συνταγματικότητας μοιραία μετατρέπεται σε αφηρημένο[14]. Και τούτο διότι στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο αξιοποίησε ως όχημα για τη συνολική αξιολόγηση της συνταγματικότητας του επίμαχου νόμου μία ανυπόστατη κανονιστική πράξη. Μ’ αυτήν την έννοια, εξάλλου, ο έλεγχος συνταγματικότητας τον οποίο άσκησε δεν ήταν ούτε συγκεκριμένος[15], αφού δεν περιορίστηκε στις κρίσιμες για τη διαφορά διατάξεις[16].

Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο φαίνεται να επεκτάθηκε σ’ έναν αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του εξουσιοδοτικού νόμου υπερβαίνοντας τα όρια που χαράσσει το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος.

  1. iv. Η ακύρωση της ΚΥΑ για λόγους που αφορούν τη (συνταγματική) νομιμότητά της

Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε την προσβαλλόμενη ΚΥΑ ακυρωτέα για περισσότερους λόγους ασυμφωνίας νομοθετικών διατάξεων με το Σύνταγμα[17]. Οι κρισιμότερες, ίσως, σκέψεις του[18] αφορούν (α) στην παραβίαση της δικαστικής ανεξαρτησίας, (β) στην παραβίαση της ισότητας και (γ) στην παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

(α) Η παραβίαση της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας

Το πρώτο πρόβλημα που εντοπίστηκε αφορά στη συγκρότηση της διοικητικής Αρχής που έχει επιφορτιστεί με τον έλεγχο ΔΠΚ και ΔΟΣ (μεταξύ άλλων και) των δικαστικών λειτουργών[19]. Η Αρχή απαρτίζεται από πέντε μέλη, εκ των οποίων μόνο ο πρόεδρος προέρχεται από τη δικαστική εξουσία, ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός ων, οι δε υπόλοιποι είναι στελέχη της Διοίκησης[20].

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάθεση του ελέγχου των ΔΠΚ και ΔΟΣ των δικαστικών λειτουργών σε όργανο που δεν συγκροτείται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές και δη μέλη των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, δεν διαθέτει τις απαραίτητες για την αποστολή του θεσμικές εγγυήσεις και ως εκ τούτου αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος) και την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρο 87 παρ. 1 Συντάγματος), κάνοντας δεκτό τον σχετικό λόγο ακύρωσης[21]. Αξιοσημείωτη είναι η μειοψηφία που διατυπώθηκε επί του θέματος, η οποία υποστήριξε αφενός ότι δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης της δικαστικής ανεξαρτησίας, καθόσον ο έλεγχος ουδόλως αφορά στην άσκηση δικαστικών καθηκόντων, αφετέρου ότι η στελέχωση της αρχής από πρόσωπα με εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές γνώσεις είναι επιβεβλημένη για την αποτελεσματική λειτουργία της.

Είναι σαφές ότι η άποψη της μειοψηφίας είναι πλησιέστερη προς τον κρατούντα διεθνώς ορισμό της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας[22], σύμφωνα με τον οποίο η εν λόγω αρχή κατοχυρώνει την ελευθερία του δικαστή να καταστρώσει τον νομικό συλλογισμό σύμφωνα με τις δικές του πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις δίχως να επηρεάζεται, υποκινείται ή πιέζεται, άμεσα ή έμμεσα, από οποιοδήποτε μέρος και για οποιαδήποτε αιτία[23]. Στο ελληνικό Σύνταγμα, η μεν λειτουργική ανεξαρτησία συνίσταται στο ότι οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους (αρ. 87 παρ. 2), η δε προσωπική ανεξαρτησία εξειδικεύεται λεπτομερειακά με διατάξεις που προβλέπουν την επιθεώρηση των δικαστών (αρ. 87 παρ. 3), την υπηρεσιακή τους κατάσταση (αρ. 88-90) και την πειθαρχική εξουσία (αρ. 91). Κατά συνέπεια, η λειτουργική ανεξαρτησία του δικαστή αφορά την άσκηση του δικαιοδοτικού του λειτουργήματος κατά την οποία απαγορεύεται κάθε προσπάθεια ετεροκαθορισμού της δικανικής πεποίθησης και επιβάλλεται η αποκλειστική υπαγωγή της στο δίκαιο και στη συνείδηση του δικαστή, ενώ η προσωπική ανεξαρτησία αφορά την εγγύηση του προσωπικού υπηρεσιακού καθεστώτος του δικαστή με κανόνες που τον προφυλάσσουν από οποιεσδήποτε επεμβάσεις άλλων φορέων εξουσίας[24]. Με αυτά τα δεδομένα, ο έλεγχος των ΔΠΚ και ΔΟΣ, εφόσον αφορά αποκλειστικά την περιουσιακή κατάσταση και τις οικονομικές συναλλαγές των δικαστικών λειτουργών, δεν φαίνεται να συνδέεται με την συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σημειωτέον ότι η εν λόγω κρίση αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, περίπτωση αφηρημένου ελέγχου συνταγματικότητας, καθώς αφορά τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α΄, υποπερ. αα΄ του ν. 3213/2003 και των άρθρων 7 παρ. 1 εδ. β΄ και 7Α παρ. 3 περ. γ΄ υποπερ. δδ΄ του ν. 3691/2008 οι οποίες δεν αναφέρονταν στην ΚΥΑ ούτε περιελάμβαναν πρόβλεψη για νομοθετική εξουσιοδότηση[25].

(β) Η παραβίαση της αρχής της ισότητας

Πέρα από την δικαστική ανεξαρτησία στο προσκήνιο της αντιδικίας βρέθηκε η αρχή της ισότητας.

Έτσι, η αίτηση ακύρωσης έγινε δεκτή για τον λόγο ότι ο υποχρεωτικός έλεγχος των ΔΠΚ των δικαστικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων και η υποχρέωση των τελευταίων να επισυνάψουν σ’ αυτές όλα τα απαραίτητα έγγραφα αντίκειται στην αρχή της ισότητας, καθώς για τις λοιπές κατηγορίες δικαστικών λειτουργών προβλέπεται «δειγματοληπτικός» ή «στοχευμένος» έλεγχος[26]. Σύμφωνα επίσης με τον συγκεκριμένο προβαλλόμενο λόγο, η αρχή της ισότητας παραβιάζεται και από την πρόβλεψη υποχρεωτικού ελέγχου των δικαστών που υπηρετούν στα Ανώτατα Δικαστήρια ανεξαρτήτως βαθμού, δηλαδή αφορά και τους εισηγητές και παρέδρους του ΣτΕ που δεν διαθέτουν αποφασιστική ψήφο.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο του φακέλου η αναγκαιότητα θεσμοθέτησης του υποχρεωτικού ελέγχου των δικαστών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, μέτρο το οποίο έκρινε ως απρόσφορο για τη θεραπεία του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού. Προς τούτο επικαλέστηκε μάλιστα τις αναφορές της έκθεσης της GRECO για την Ελλάδα στην αυξημένη αξιοπιστία του δικαστικού σώματος και στον κίνδυνο άσκησης πιέσεων σε βάρος των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών. Επί του θέματος εκφράστηκε μειοψηφούσα γνώμη ενός αντιπροέδρου του Δικαστηρίου και εννέα συμβούλων, σύμφωνα με τους οποίους η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού ως μέλους Ανώτατου Δικαστηρίου αποτελεί πρόσφορο κριτήριο για τη θεσμοθέτηση του υποχρεωτικού ελέγχου των ΔΠΚ διότι αφενός μεν οι ανώτατοι δικαστές έχουν θεσμικά μεγαλύτερη εξουσία από τους λοιπούς και αφετέρου αφορά και άλλες κατηγορίες προσώπων με θεσμικά μεγαλύτερη εξουσία. Η άποψη της μειοψηφίας φαίνεται να ανταποκρίνεται περισσότερο στο νόημα της κατοχύρωσης της αρχής της ισότητας στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς αυτή δεν συνεπάγεται την υποχρέωση του νομοθέτη να ρυθμίζει καθ’ όμοιο τρόπο καταστάσεις ανόμοιες μεταξύ τους αλλά εκλαμβάνεται ως επιταγή για όμοια μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια των ανομοίων[27]. Από την άλλη πλευρά, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, φαίνεται ορθή η άποψη της πλειοψηφίας στο μέτρο που αφορά την πρόβλεψη υποχρεωτικού ελέγχου των εισηγητών και παρέδρων του ΣτΕ, οι οποίοι υπηρετούν μεν στα Ανώτατα Δικαστήρια αλλά δεν διαθέτουν αποφασιστική ψήφο.

(γ) Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι οι προβλέψεις σύμφωνα με τις οποίες στη ΔΠΚ περιλαμβάνονται ως περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ άλλων, μετρητά χρήματα άνω των 15.000 Ευρώ, καθώς και άλλα κινητά τα οποία φυλάσσονται σε θυρίδες τραπεζών ή στην οικία των υπόχρεων και η αξία τους υπερβαίνει τα 30.000 Ευρώ, παραβιάζουν τα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος και υπερβαίνουν τα όρια της κατοχυρωμένης κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας διότι προσβάλλουν υπέρμετρα και απρόσφορα το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων, του ιδιωτικού βίου και της ασφάλειας των υπόχρεων και των οικογενειών τους[28].

Η αιτιολογία της εν λόγω κρίσης διαλαμβάνει ότι δεν προκύπτει από τους σκοπούς του νομοθέτη η κατάρτιση περιουσιολογίου, οι δε προαναφερθείσες υποχρεώσεις επιβάλλουν στους υπόχρεους την αποκάλυψη στοιχείων που ανάγονται στην προσωπικότητά τους και στην ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή. Ακόμα, το Δικαστήριο έκρινε ότι αφενός μεν είναι απρόσφορη η δήλωση μετρητών χρημάτων αφού δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί η ακρίβειά της, ενδεχόμενη δε κατ’ οίκον έρευνα για τη διαπίστωση της ακρίβειάς της θα παραβίαζε το συνταγματικά κατοχυρωμένο άσυλο της κατοικίας, και αφετέρου οι συγκεκριμένες προβλέψεις δεν είναι πρόσφορες για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάσταση των υπόχρεων. Η μειοψηφία που διατυπώθηκε επ’ αυτής της σκέψης  υποστήριξε ότι η υποχρέωση δήλωσης των ως άνω στοιχείων αποτελεί κατ’ αρχήν πρόσφορο μέτρο τόσο για τον κατασταλτικό όσο και για τον αποτρεπτικό έλεγχο ενδεχόμενης αδικαιολόγητης περιουσιακής μεταβολής. Επίσης, υποστήριξε ότι η εν λόγω υποχρέωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρος περιορισμός του ιδιωτικού βίου διότι είναι εναρμονισμένη με την υπ’ αριθ. 6/2016 γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κατά την οποία η συλλογή των συγκεκριμένων προσωπικών δεδομένων είναι νόμιμη εφόσον υπάρχει αποδεικτικό της αξίας τους. Η ίδια η ύπαρξη αυτής της ισχυρής μειοψηφίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου, αποδεικνύει eo ipso ότι η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν ορθό να θεωρηθεί ως πρόδηλη. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η «μεθοδολογία» του Δικαστηρίου συμβαδίζει με την πάγια νομολογία του, που αρκείται σε έναν οριακό έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας[29]. Το ίδιο πρόβλημα μπορεί να εντοπίσει κανείς στις σκέψεις που είναι αφιερωμένες στην παραβίαση της αρχής της ισότητας. Είναι, μάλλον, αμφισβητήσιμο ότι τα πορίσματα της συγκεκριμένης απόφασης θα αξιοποιηθούν σε άλλες παρεμφερείς υποθέσεις που αφορούν άλλες κατηγορίες προσώπων.

  1. v. Αντί συμπεράσματος

Συνολικά, η εν λόγω απόφαση, κάνοντας δεκτή μια αίτηση ακύρωσης την οποία υπέβαλλε (μεταξύ άλλων) η «Ένωση Δικαστικών Λειτουργών Συμβουλίου της Επικρατείας» και την οποία έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι εύλογο να εγείρει ζητήματα δικαστικής αμεροληψίας. Κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η δικαστική αμεροληψία είναι η έλλειψη εκ μέρους του δικαστή οποιουδήποτε ενδιαφέροντος για την έκβαση της υπόθεσης που δικάζει ή τυχόν προκατάληψης ή προδιάθεσης αυτού[30]. Στην προκειμένη περίπτωση, το «ενδιαφέρον» και η «προδιάθεση» είναι μάλλον δεδομένα, καθώς κατά το μάλλον ή το ήττον τα συμφέροντα των αιτούντων συνέβαινε να συμπίπτουν με τα συμφέροντα των κρινόντων. Από την άλλη πλευρά, είναι βέβαιο de constitutione lata ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας ήταν το αρμόδιο να κρίνει την υπόθεση, καθώς και ότι δεν θα μπορούσε να αρνηθεί να παρέχει τη δικαιοδοτική κρίση του ακόμα και εάν το επιθυμούσε. Και από δικαιοπολιτική σκοπιά όμως, θα ήταν ανεπίτρεπτο να στερηθούν οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας του δικαιώματος έννομης προστασίας τους. Ανάμεσα στη Σκύλλα της υπόνοιας μεροληψίας και τη Χάρυβδη της στέρησης δικαστικής προστασίας, ίσως χρειάζεται να συζητηθεί μια de constitutione ferenda λύση στην κατεύθυνση της αλλαγής του φυσικού δικαστή παρόμοιων υποθέσεων…

[1] Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος σχετικός νόμος, ο ν. 4351/1964, έφερε τον τίτλο «περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας».

[2] Πρόκειται για τον ν. 3213/2003, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από τους ν. 4281/2014, 4389/2016, 4396/2016, 4425/2016 και 4427/2016.

[3] Για την προβληματική του αυτεπάγγελτου ελέγχου του συγκεκριμένου λόγου βλ. Κ. Γώγου, Η ανυπόστατη διοικητική πράξη, 2012, σ. 240 επ.

[4] Βλ. σκ. 12 της σχολιαζόμενης Απόφασης.

[5] Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 33/2009, 256/2007, 3/2006, 1788/2004, 2200/2003, 3195/2000, 187/1998, ΣτΕ Ολ 3136/1989.

[6] ΣτΕ Ολ 87/2011, 1609/2012, 1080/2013.

[7] Βλ. Κ. Γώγου, ό.π., σ. 231-232.

[8] Βλ. σκ. 13 της σχολιαζόμενης Απόφασης.

[9] Βλ. τις ΟλΣτΕ 2353/2016 και ΣτΕ 776/2017 στις οποίες παραπέμπει η σχολιαζόμενη.

[10] Βλ. ενδεικτικά Π. Λαζαράτου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 2013, σ. 600.

[11] Για τις έννοιες «εξωτερική» και «εσωτερική νομιμότητα» βλ. Κ. Γώγου, Διαδικαστικά σφάλματα και ακύρωση των διοικητικών πράξεων, 2017, σ. 36-37.

[12] Πρβλ. Ε. Πρεβεδούρου, Ευελιξία στην εφαρμογή των δικονομικών διατάξεων-Διαταγή του ακυρωτικου δικαστή προς τη διοίκηση ενόψει συμμόρφωσής της στην απόφασή του, σε www.prevedourou.gr, ανάρτηση 27.11.2016.

[13] Βλ. σκ. 14 της σχολιαζόμενης απόφασης και την εκεί επικαλούμενη νομολογία του Δικαστηρίου.

[14] Βλ. Α. Καϊδατζή, Έλεγχος συνταγματικότητας ισχυρού και ασθενούς τύπου. Η διάκριση του Mark Tushnet και το ελληνικό σύστημα, σε Μ. Τushnet, O έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων. Η συγκριτική άποψη, 2013, σ. 41-42. Πρβλ. Β. Τσιγαρίδα, Ο συγκεκριμένος έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων στο ελληνικό σύστημα, Διπλωματική Εργασία (αδημ.), σ. 69 επ.

[15] Την άποψη ότι στην εποχή της κρίσης ο έλεγχος συνταγματικότητας διολισθαίνει από συγκεκριμένο σε αφηρημένο έχει υποστηρίξει ο Π. Μαντζούφας, Οικονομική κρίση και Σύνταγμα, 2014, σ. 144 επ.

[16] Για την έννοια του συγκεκριμένου ελέγχου και τη διάκρισή του από τον παρεμπίπτοντα βλ. αντί πολλών Β. Μπουκουβάλα, Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Διδακτορική Διατριβή, 2012, σ. 47-68. Πρβλ. Β. Τσιγαρίδα, Η έννοια του «νομικού ζητήματος» και της «υφιστάμενης νομολογίας» κατά το άρθρο 53 παρ. 3 του ΠΔ 18/1989 (με αφορμή την απόφαση ΣτΕ 266/2014), ΘΠΔΔ 2014, σ. 771, υποσημ. 19 με παραπομπές στο σύνολο της ελληνικής θεωρίας.

[17] Για λόγους έκτασης του σχολίου δεν παρουσιάζονται οι λόγοι ακύρωσης που απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο.

[18] Η ΚΥΑ ακυρώθηκε επίσης επειδή θεωρήθηκε ότι η παράλειψη του νομοθέτη να καθορίσει εύλογο χρόνο για τη διενέργεια και ολοκλήρωση του ελέγχου και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων αντίκειται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ασφάλειας δικαίου και στη δυνατότητα διατήρησης των προσωπικών δεδομένων μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για τις ανάγκες της επεξεργασίας τους (βλ. σκ. 33 της σχολιαζόμενης απόφασης). Επιπλέον, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η πρόβλεψη του αρ. 2 παρ. 3 της ΚΥΑ που επέβαλλε να περιλαμβάνονται σε κάθε ετήσια ΔΠΚ το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου ανεξάρτητα απ’ το εάν επήλθε μεταβολή σε αυτά κατά το προηγούμενο έτος κείται εκτός της εξουσιοδότησης του άρθρου 2 παρ. 2 του νόμου (βλ. σκ. 35 της σχολιαζόμενης απόφασης).

[19] Πρόκειται για τη Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης

[20] Η Αρχή ως διοικητικό όργανο έχει τη δυνατότητα συνεδρίασης υπό τριμελή σύνθεση, απαρτιζόμενη από τον πρόεδρο και δύο μέλη, και στην περίπτωση αυτή όμως υπάρχει προφανώς η δυνατότητα λήψης απόφασης με πλειοψηφία σχηματιζόμενη από τα προερχόμενα από τη Διοίκηση μέλη.

[21] Βλ. σκ. 16-18 της σχολιαζόμενης απόφασης.

[22] Βλ. Siracusa Draft Principles, CIJL Bulletin 8.

[23] Βλ. Δ. Ράικου, Πτυχές της λειτουργικής ανεξαρτησίας του διοικητικού δικαστή (με αφορμή την υπ’ αριθ. 2077-551 CD της 1ης Μαρτίου 2007 απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου της Γαλλίας), ΕφΔΔ 2007, σ. 516, υποσημ. 15.

[24] Βλ. ενδεικτικά Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Β’, 1993, σ. 550.

[25] Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε η επιχειρηματολογία πλειοψηφίας και μειοψηφίας αναφορικά με τον συναφή δεύτερο λόγο ακύρωσης, που έγινε επίσης δεκτός, κατά τον οποίο η ΚΥΑ τυγχάνει ακυρωτέα λόγω του διπλού ελέγχου, και μάλιστα από διαφορετικά όργανα, των δικαστικών λειτουργών που είναι σύζυγοι αυτοτελώς υπόχρεου μη δικαστικού λειτουργού (βλ. σκ. 20 της απόφασης). Και σε αυτήν την περίπτωση ασκήθηκε αφηρημένος έλεγχος από το Δικαστήριο.

[26] Βλ. σκ. 22 της σχολιαζόμενης απόφασης.

[27] Βλ. αντί πολλών Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2007, σ. 120. Πρβλ. Σ. Κοφίνη, Ισότητα και απαγόρευση διακρίσεων, 2016, σ. 42-51.

[28] Βλ. σκ. 24-27 της σχολιαζόμενης απόφασης.

[29] Βλ. γενικά Ν. Παπασπύρου, Το ζήτημα της έντασης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας σε Τιμητικό Τόμο του ΣτΕ-75 χρόνια, 2004, σ. 402 επ. και ιδίως σ. 403, 405-406.

[30] Βλ. Δ. Ράικου, Η αμεροληψία κατά την απονομή της δικαιοσύνης, ΔιΔικ 2014, σ. 588.

[αναδημοσίευση από το περιοδικό Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου, τχ 10/2017, σελ. 945-950]