Το Σύνταγμα στην εποχή της κρίσης. Προς έναν νέο συνταγματισμό;

Γιώργος Σωτηρέλης
10.9.2012
Το Σύνταγμα στην εποχή της κρίσης. Προς έναν νέο συνταγματισμό;

Προδημοσίευση από το συλλογικό έργο "Πολιτική Επιστήμη: Διακλαδική και κριτική προσέγγιση της πολιτικής πράξης" που θα εκδοθεί με πρωτοβουλία και επιστημονική επιμέλεια του Ομότιμου Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Α..-Ι. Δ. Μεταξά.

Η οξύτατη οικονομική κρίση, στην οποία έχει βουλιάξει τα τελευταία χρόνια, λιγότερο ή περισσότερο, όλη η ανθρωπότητα, είναι φανερό ότι έχει αλυσιδωτές δραματικές επιπτώσεις στους περισσότερους τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής. Παράλληλα, όμως, έχει επιφέρει ισχυρούς κλυδωνισμούς και στην σύγχρονη συνταγματική πραγματικότητα (ως διαλεκτική σύνθεση του συνταγματικού δέοντος και της πολιτικής πραγματικότητας), με επίκεντρο την δοκιμασία κορυφαίων συνταγματικών θεσμών και με τελικό αποτέλεσμα την υπονόμευση των νομικοπολιτικών θεμελίων του ίδιου του συνταγματικού κράτους, όπως αυτό διαμορφώθηκε –και ολοκληρώθηκε– στο πλαίσιο της μεταπολεμικής δημοκρατίας.

Στην πραγματικότητα, η οικονομική κρίση ανέδειξε ανάγλυφα και συνάμα επιβεβαίωσε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τάσεις που είχαν διαφανεί, προβλήματα που είχαν αναφυεί και αλλαγές που είχαν δρομολογηθεί, άλλοτε εμφανώς και άλλοτε υποδόρια, ήδη από την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, με καταλύτη το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Είναι γνωστό ότι η πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989, δεν επισφράγισε απλώς το τέλος του μεταπολεμικού διπολισμού. Σηματοδότησε, παράλληλα, το πέρασμα σε μια νέα διεθνή οικονομική πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από ριζικές ανακατατάξεις τόσο στο πεδίο των παραγωγικών σχέσεων, που υπερβαίνουν σταδιακά τα στενά εθνικά σύνορα και αναδιατάσσονται πλέον σε υπερεθνικό και εν τέλει σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στο πεδίο των παραγωγικών δυνάμεων, λόγω των πολλαπλών ανατροπών που επέφερε στο εσωτερικό τους η εκρηκτική ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και των επικοινωνιακών δικτύων, σε συνδυασμό με τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες αλλά και τις οβιδιακές μεταμορφώσεις των «νομαδικών κεφαλαίων» του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι ως άνω ανακατατάξεις οδήγησαν σταδιακά σε μια σοβαρή μετάλλαξη του κρατούντος κεφαλαιοκρατικού συστήματος, με κύρια χαρακτηριστικά την γεωγραφική μετατόπιση και διάχυση της οικονομικής ισχύος, την ραγδαία και βίαια «απορρύθμιση» των αγορών, μέσω της σταδιακής απεμπλοκής τους από τον κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο που είχε επιτευχθεί στο πλαίσιο των εθνικών κρατών της μεταπολεμικής περιόδου («φονταμενταλισμός των αγορών»), και την αποχαλίνωση των κερδοσκοπικών τάσεων τόσο των παραδοσιακών όσο και, ιδίως, των νέων μορφών του κεφαλαίου («αχαλίνωτος καπιταλισμός»), με αποκορύφωμα βέβαια την πλήρη ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, που οδήγησε στην οικονομική κρίση (Σωτηρέλης, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011 και αναλυτικότερα Σωτηρέλης, 2000, με την εκεί βιβλιογραφία). 
Όλες αυτές οι εξελίξεις επέτειναν, ευλόγως, τους κραδασμούς που είχαν παρατηρηθεί, ήδη με την έναρξη της παγκοσμιοποίησης, και στο πολιτικό και θεσμικό επίπεδο. Ο σημαντικότερος αντίκτυπός τους, πάντως, αφορά τον πυρήνα της πολιτικής κοινωνίας, το συνταγματικό κράτος, το οποίο υφίσταται πλέον, με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, κρίσιμα πλήγματα σε όλα τα θεμελιακά στοιχεία που καθόρισαν την φυσιογνωμία, τον ρόλο και τη λειτουργία του (Ι). Ως εκ τούτου, τίθεται επί τάπητος το ζήτημα του αναστοχασμού, ως προς τις αντοχές, τα όρια και την προοπτική του, κατ’επέκταση δε και ως προς τα περιθώρια των λύσεων που μπορούν να προταθούν σχετικά, υπό το πρίσμα ενός σύγχρονου και ανανεωμένου συνταγματισμού (ΙΙ).
Ι
Τρία είναι, ιδίως, τα πεδία στα οποία παρατηρούνται οι σημαντικότερες ρωγμές: το πεδίο της εθνικής (κρατικής) κυριαρχίας (1), το πεδίο της πολιτικής αυτονομίας και, σε τελευταία ανάλυση, της δημοκρατίας (2) και το πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων (3). Ειδικότερα:
1. Είναι φανερό ότι η κρίση αποκαλύπτει πλέον ανάγλυφα την συρρίκνωση που έχει υποστεί η κυριαρχία των εθνικών κρατών υπό την πίεση των διαβρωτικών ανέμων που πνέουν τα τελευταία χρόνια στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον (Böckenförde, 2011) και ιδίως αφ’ότου άνοιξε ο ασκός του αιόλου της παγκοσμιοποίησης. Ως γνωστόν, η έννοια της εθνικής (κρατικής) κυριαρχίας αποτέλεσε τον πυρήνα της συνταγματικής οργάνωσης του εθνικού κράτους (Μανιτάκης, 2009). Ως εκ τούτου, η υπονόμευσή της, τόσο στο πεδίο της εξωτερικής όσο και στο πεδίο της εσωτερικής κυριαρχίας, θέτει επί τάπητος ένα γενικότερο ζήτημα κρίσης του Συντάγματος, ως του θεσμικού πλαισίου που κατοχυρώνει και εξειδικεύει τις ως άνω εκδοχές της κυριαρχίας, συμπυκνώνοντας πολιτικά και κανονιστικά μια μακρά και επίπονη πορεία σταδιακής τυποποίησης και τιθάσευσης της κρατικής εξουσίας (Μάνεσης, 1980 και 1993). Η πεμπτουσία του όλου ζητήματος εντοπίζεται στις ραγδαίες μεταλλάξεις που έχει υποστεί και εξακολουθεί να υφίσταται το σύγχρονο εξουσιαστικό φαινόμενο, λόγω των ως άνω τεκτονικών ανακατατάξεων της παγκόσμιας οικονομίας. Πράγματι, στο νέο τοπίο που διαμορφώθηκε, υπό την επίδραση συνεχών ιδιωτικοποιήσεων, συγχωνεύσεων και μετακινήσεων, επικράτησαν γιγάντιες και πανίσχυρες ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις, οι οποίες όχι μόνον κινήθηκαν με άνεση στην γκρίζα ζώνη της παγκοσμιοποίησης, ξεφεύγοντας από εθνικούς νομοθετικούς φραγμούς και ελεγκτικούς μηχανισμούς, αλλά και επέτυχαν, για πρώτη φορά στην ιστορία των σύγχρονων κρατών, την αποτελεσματική αμφισβήτηση τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής κυριαρχίας τους. Αυτό συνέβη, ιδίως, διότι οι εν λόγω επιχειρήσεις αξιοποίησαν όλες τις δυνατότητες που τους παρέσχε η πρωτοφανής οικονομική τους ισχύς (ορισμένες από αυτές έχουν προϋπολογισμούς πολλαπλάσιους των περισσότερων εθνικών κρατών) ανέπτυξαν σταδιακά ευρύτερα εξουσιαστικά χαρακτηριστικά και εν τέλει μετεξελίχθηκαν σε πολυσύνθετες ιδιωτικές εξουσίες, οι οποίες περιέσφιξαν σαν ιστός αράχνης τα εθνικά κράτη και έλεγξαν σε μεγάλο βαθμό τους υπερεθνικούς και διεθνείς θεσμούς (συμπεριλαμβανομένης δυστυχώς, ιδίως τα τελευταία χρόνια, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ως εκ τούτου επέτυχαν, περιθωριοποιώντας ή αδρανοποιώντας τις όποιες αντιστάσεις τους, να επιβάλουν εν πολλοίς, μέσω πολυμερών διεθνών συμφωνιών και υπερκρατικών οικονομικών κανόνων, την θέληση των διαβόητων πλέον «αγορών», εν είδει φυσικού νόμου που αξιώνει καθολική και άνευ όρων υποταγή (πρβλ. Δρόσος, 2011). Παράλληλα, τα εθνικά κράτη βρέθηκαν στον διεθνή στίβο αντιμέτωπα και με ένα πλέγμα αντίρροπων εξουσιαστικών θεσμών και μηχανισμών, τόσο κατασταλτικών όσο και ιδεολογικών, που ενώ έως τώρα προσιδίαζαν μόνο στην κρατική εξουσία, σήμερα περιβάλλουν και θωρακίζουν τα νέα οικονομικά κέντρα της παγκοσμιοποίησης (χωρίς όμως καμία από τις εγγυήσεις που συνοδεύουν, σύμφωνα με τα εθνικά Συντάγματα, την κρατική εξουσία). Πρόκειται για ιδιωτικής χρήσης –και πλανητικής εμβέλειας– στρατούς, σώματα ασφαλείας, μηχανισμούς παρακολούθησης και μέσα ενημέρωσης, που δεν αντιμάχονται απλώς την δυνατότητα ακαταγώνιστης επιβολής της θέλησης των εθνικών κρατών, δηλαδή το θεμέλιο της κυριαρχίας τους (Μάνεσης, 1980), αλλά και προσπαθούν, σε τελευταία ανάλυση, να προσδώσουν στις ως άνω ιδιωτικές εξουσίες –και κατ’επέκταση στις «αγορές» που αποτελούν την αναγκαία βιόσφαιρά τους– τον ρόλο του επικυριάρχου (Σωτηρέλης, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011 και αναλυτικότερα Σωτηρέλης, 2000, με την εκεί βιβλιογραφία).
Η οπισθοδρόμηση, κατόπιν των ανωτέρω, είναι προφανής. Το εξουσιαστικό φαινόμενο, που είχε οριοθετηθεί συνταγματικά και ελεγχθεί πολιτικά στο πλαίσιο των εθνικών κρατών          –μέσω ενός συνδυασμού διάκρισης και τυποποίησης των επί μέρους εξουσιών, κατ’επέκταση δε και (αλληλο)εξουδετέρωσης των αυταρχικών παρεκτροπών τους– υπερβαίνει πλέον αυτό το πλαίσιο και διαχέεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα υπερεθνικό περιβάλλον απορρύθμισης, εξασθενημένων καταναγκασμών και μειωμένων ελέγχων, όπου κυριαρχεί το ιδιωτικό συμφέρον και ο ανταγωνισμός δίχως όρια. Εκεί το φαινόμενο αυτό μεταλλάσσεται και γιγαντώνεται, διαπλεκόμενο ευθέως πλέον με την οικονομική ισχύ, σε ένα ενιαίο, αδιαίρετο, πολυπλόκαμο και εν πολλοίς ασύδοτο εξουσιαστικό μόρφωμα, που κρατάει μεν τα προσχήματα, απέναντι στα εθνικά κράτη, στην πραγματικότητα όμως επιδιώκει την ευθεία ή διαμεσολαβημένη υποκατάστασή του στην παραδοσιακή έδρα της κυριαρχίας (προκειμένου ιδίως να επιτύχει προοπτικά –παρά την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης, όπως θα δούμε στη συνέχεια– την άσκηση πρωτογενούς και αδιαμεσολάβητης εξουσίας). Εν όψει δε αυτής της στόχευσης περιχαρακώνει ασφυκτικά τα εθνικά κράτη, υπονομεύοντας συστηματικά και σε βάθος την εξωτερική και εσωτερική κυριαρχία τους, ελαχιστοποιώντας τα περιθώρια των κινήσεών τους και επιφυλάσσοντας εν τέλει γι αυτά έναν ρόλο παρόμοιο με αυτόν που διαδραμάτιζαν στις αρχές του 19ου αιώνα, δηλαδή στην φάση της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου. Πρόκειται για έναν περιθωριοποιημένο ρόλο «νυχτοφύλακα», ως προς την ομαλή λειτουργία των «αγορών», με πρωταρχικό μέλημα τη διασφάλιση                   –συμπληρωματικά πλέον, σε σχέση με τις ιδιωτικές εξουσίες– της «νέας τάξης πραγμάτων» (Σωτηρέλης, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011 και αναλυτικότερα Σωτηρέλης, 2000, με την εκεί βιβλιογραφία).
2. Η ως άνω κρίση του εθνικού κράτους, πάντως, όπως αναδείχθηκε ανάγλυφα υπό το φώς της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας, δεν αφορά μόνο τα μέσα και τους μηχανισμούς της –εξωτερικής και εσωτερικής– κυριαρχίας του. Αφορά και την ίδια την νομιμοποιητική βάση του, η οποία στα δημοκρατικά κράτη, δεν είναι άλλη από την λαϊκή κυριαρχία. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, η προϊούσα αποδυνάμωση της εθνικής (κρατικής) κυριαρχίας από τις σύγχρονες υπερεθνικές ιδιωτικές εξουσίες δεν θα ήταν καν νοητή χωρίς την προηγούμενη υπόσκαψη των δημοκρατικών θεμελίων της. Δεν αναφερόμαστε βέβαια σε τυπική αλλά σε ουσιαστική αμφισβήτηση του δημοκρατικού χαρακτήρα του σύγχρονου κράτους. Επιφανειακά, η ισοπολιτεία υφίσταται, τα πολιτικά δικαιώματα δεν τίθενται εν αμφιβόλω και οι εκλογές αποτελούν τον μόνο παραδεδεγμένο τρόπο για ανάδειξη των κυβερνήσεων. Πίσω από την δημοκρατική αυτή πρόσοψη, όμως, συντελούνται βαθιές αλλαγές και ριζικές ανακατατάξεις, οι οποίες αποδομούν τον πυρήνα της σύγχρονης δημοκρατίας, δηλαδή τον ουσιαστικό ρόλο της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη των κρατικών αποφάσεων. Αυτό που κατά κανόνα συμβαίνει, το τελευταίο διάστημα, είναι να λαμβάνονται αποφάσεις από κυβερνήσεις που κλίνουν πειθήνια το γόνυ στις διαβόητες «αγορές», επικυρώνοντας απλώς τις όποιες αποφάσεις τους με απρόσωπες και άβουλες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, οι οποίες συχνά δεν αντανακλούν την πραγματική βούληση του λαού ούτε θεσμικά, ελέω εντέχνως μεθοδευμένων εκλογικών συστημάτων, αλλά ούτε και ουσιαστικά, λόγω της ευρύτατης χειραγώγησης που επιτυγχάνουν οι σύγχρονες ιδιωτικές εξουσίες της κατ’ευφημισμόν ενημέρωσης (Μάνεσης, 1993, Σωτηρέλης, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011 καθώς και Σωτηρέλης, 2000 και 2011Β, με την εκεί βιβλιογραφία). Η πρωτοφανής κρίση αντιπροσώπευσης που αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα νομοθετικά σώματα –η οποία αντανακλά την ραγδαία απαξίωση και φθορά των κομμάτων, ως διαμεσολαβητικών θεσμών– σε συνδυασμό με την επιτηδείως και πολυειδώς καλλιεργούμενη παθητικοποίηση και απολιτικοποίηση του εκλογικού σώματος, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη υποβάθμιση του συμμετοχικού χαρακτήρα των σύγχρονων πολιτευμάτων και στην σταδιακή υποκατάσταση του ενεργού και πολιτικά δρώντος πολίτη από τον ουδέτερο και ιδιοτελώς κινούμενο καταναλωτή. Αυτό μάλιστα συμβαίνει, ακόμα περισσότερο, όταν οι πολίτες βλέπουν κρίσιμες αποφάσεις, που επιφέρουν άμεσους ή έμμεσους περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας και μεταφορά κρατικών αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικά θεσμικά και οικονομικά μορφώματα –και ιδίως σε εκείνα που αποτελούν την μακρά χείρα των δεσποζουσών στην παγκόσμια σκηνή ιδιωτικών εξουσιών– να λαμβάνονται ερήμην τους, άλλοτε μεν με την τυπική επίκληση σχετικών συνταγματικών εξουσιοδοτήσεων άλλοτε δε, που είναι και το χειρότερο, με την επίκληση του «δικαίου της ανάγκης» και με την συνεχή παράθεση –πραγματικών ή προσχηματικών– εκβιαστικών διλημμάτων. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις κρίσιμων για την εθνική κυριαρχία πολιτικών αποφάσεων που νομιμοποιούνται με κοινοβουλευτικές διαδικασίες αυξημένης πλειοψηφίας και ακόμη λιγότερες, δηλαδή σπάνιες, οι περιπτώσεις αξιοποίησης θεσμών και διαδικασιών άμεσης δημοκρατίας, οι οποίες είτε αντιμετωπίζονται με βδελυγμία, από τους «τεχνικούς της εξουσίας» είτε απλώς εντάσσονται στους τακτικισμούς ποικιλώνυμων λαϊκιστικών δυνάμεων (με αποτέλεσμα αμφότεροι να βλάπτουν ομοίως, για να παραφράσουμε τον ποιητή, την ιδέα μιας ουσιαστικής και ad hoc δημοκρατικής συμμετοχής).            
Είναι φανερό, εν όψει των ανωτέρω, ότι η κρίση του εθνικού κράτους είναι ταυτόχρονα κρίση τόσο της κυριαρχίας του, εσωτερικής και εξωτερικής, όσο και λαϊκής κυριαρχίας, ως νομιμοποιητικής βάσης της (Σωτηρέλης, 2000, με την εκεί βιβλιογραφία). Ως εκ τούτου, εκείνο που αναδεικνύεται σε κρισιμότερο διακύβευμα των κοινωνικοοικονομικών ανατροπών που συντελούνται γύρω μας είναι, σε τελευταία ανάλυση, η κρίση της πολιτικής αυτονομίας του σύγχρονου εθνικού κράτους, δηλαδή του στοιχείου εκείνου που κατ’εξοχήν συνδέθηκε με την σταδιακή δημοκρατική ολοκλήρωσή του (Μάνεσης, 1980, Zolo, 2010, Böckenförde, 2011, με την εκεί εισαγωγή της Β. Χρήστου). Πράγματι, χρειάσθηκε σχεδόν ένας αιώνας σκληρών και συχνά αιματηρών δημοκρατικών αγώνων, μετά την πρώτη καθιέρωσή του, για να απεμπλακεί το συνταγματικό κράτος από τον ρόλο μιας απλής πολιτικής προέκτασης των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων και να κατακτήσει βαθμιαία, με δολιχοδρομήσεις έστω και με οπισθοδρομήσεις, ένα επίπεδο (σχετικής) πολιτικής αυτονομίας στην λειτουργία του. Για να απομακρυνθεί δηλαδή από μια «εργαλειακή» χρησιμοποίησή του (ως κράτους «στα χέρια» συγκεκριμένων τάξεων) και να καταστεί, μέσω πολλαπλών διαδικαστικών και θεσμικών διαμεσολαβήσεων, κέντρο λήψης δημοκρατικών αποφάσεων και στοιχείο συνοχής του ευρύτερου κοινωνικού σχηματισμού. Αυτή λοιπόν η (σχετική) πολιτική αυτονομία, η οποία διευρύνθηκε, σφυρηλατήθηκε και παγιώθηκε στο πλαίσιο του μεταπολεμικού εθνικού κράτους (Μάνεσης, 1980, με την εκεί βιβλιογραφία), συρρικνώνεται σήμερα ραγδαία, μέσω ιδίως της αποδυνάμωσης και του ευτελισμού των δημοκρατικών βάσεων του σύγχρονου κράτους και της συνακόλουθης υποκατάστασής τους από μια ιδιότυπη ολιγαρχία των αγορών. Η εργαλειακή χρησιμοποίηση του κράτους φαίνεται να επανέρχεται με άλλους όρους, βοηθούντος δυστυχώς και ενός μεγάλου μέρους των πολιτικών δυνάμεων, το οποίο αποδέχεται ή/και υπηρετεί την πρωτοκαθεδρία –αν όχι και την επικυριαρχία– των αγορών. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος της σημερινής άκρως αντιφατικής διεθνούς και ευρωπαϊκή πολιτικής πραγματικότητας, στην οποία προβάλλονται σαν «λύσεις» ακριβώς εκείνες οι πολιτικές που οδήγησαν στην οικονομική κρίση…
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, ιδίως, ότι η πολιτική αυτονομία, δηλαδή η προϋπόθεση και συνάμα η επιβεβαίωση τόσο της εθνικής όσο και της λαϊκής κυριαρχίας, δεν βάλλεται μόνον έξωθεν, από τις υπερεθνικές ιδιωτικές εξουσίες. Η κερκόπορτα ανοίγει από το εσωτερικό του συνταγματικού κράτους, από πολιτικές δυνάμεις και κρατικές λειτουργίες βαθύτατα αλλοτριωμένες από οικονομικά συμφέροντα. Ως εκ τούτου, οι συνήθεις απλουστευτικές και σχηματικές αναλύσεις, που παραπέμπουν σε μια μετωπική αντιπαράθεση μεταξύ κράτους και αγορών, με διακύβευμα την πολιτική αυτονομία, είναι επιστημονικά απρόσφορες και πολιτικά αφελείς. Τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό επίπεδο διεξάγεται μια πολύ πιο σύνθετη και περίπλοκη σύγκρουση, γύρω από την οποία διατάσσονται, ένθεν κακείθεν, ποικίλες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Η σύγκρουση δε αυτή δεν αφορά μόνον την υπεράσπιση ή την αμφισβήτηση της εν λόγω πολιτικής αυτονομίας του κράτους, ως συνισταμένης των ως άνω συνταγματικά κατοχυρωμένων μορφών κυριαρχίας. Αφορά, γενικότερα, την αυτονομία της ίδιας της πολιτικής, δηλαδή την βασική προϋπόθεση για την επιβίωση της πανταχόθεν και παντοιοτρόπως βαλλόμενης σύγχρονης δημοκρατίας.    
3. Την εικόνα της κρίσης του σύγχρονου συνταγματικού κράτους, ως απόρροιας της εξέλιξης αλλά και της προϊούσας κρίσης του διεθνώς κρατούντος κοινωνικοοικονομικού συστήματος, συμπληρώνει η δραματική επιδείνωση του συστήματος προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Εν προκειμένω δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με επί μέρους αλλοιώσεις και συρρικνώσεις του πεδίου προστασίας των εν λόγω δικαιωμάτων. Η σύγχρονη συνταγματική πραγματικότητα των δικαιωμάτων μαρτυρεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη ανατροπή των έως τώρα στερεοτύπων, κυριολεκτικά για μια αλλαγή παραδείγματος (Σωτηρέλης, 2000 και 2011β, με την εκεί βιβλιογραφία). Ειδικότερα:
Α. Τα ατομικά δικαιώματα, που αποτελούν την πρώτη και πλέον παραδοσιακή κατηγορία δικαιωμάτων, είναι γνωστό ότι σχεδιάσθηκαν και εφαρμόσθηκαν με δεδομένο ότι η βασική πηγή της διακινδύνευσης του ατομικού αυτοκαθορισμού ήταν το κράτος. Απέναντι σε αυτό διατάχθηκε ο αμυντικός μηχανισμός τους και σε σχέση με αυτό προσανατολίσθηκαν οι από αυτά απορρέουσες –και δικαστικά αγώγιμες– αξιώσεις. Ωστόσο, στο σύγχρονο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, της νέας τάξης πραγμάτων και της οικονομικής κρίσης είναι φανερό ότι οι συσχετισμοί στον χώρο της εξουσίας έχουν ανατραπεί άρδην υπέρ των υπερεθνικών (αλλά και των εσωτερικευμένων, εντός του εθνικού κράτους) ιδιωτικών εξουσιών. Ο χώρος της συνταγματικής ελευθερίας δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνον τις τυποποιημένες και δημοκρατικά ελεγχόμενες εκφάνσεις του εθνικού κράτους (το οποίο δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ιστορικά αποτέλεσε, εν πάση περιπτώσει, όχι μόνο πηγή διακινδύνευσης των ατομικών δικαιωμάτων αλλά και εγγυητή της προστασίας τους). Ως μεγαλύτερος κίνδυνος προβάλλουν ήδη οι πανίσχυρες ιδιωτικές εξουσίες, που αξιοποιούν στο έπακρο αφ’ενός μεν τις εγγυήσεις της οικονομικής ελευθερίας, που τις περιβάλλουν προστατευτικά, αφ’ετέρου δε τα –ελεγχόμενα από ή διαπλεκόμενα με αυτές– ιδιωτικά ΜΜΕ (Μάνεσης, 1993, Σωτηρέλης, 2000) για να απειλήσουν, άλλοτε ευθέως και άλλοτε συγκαλυμμένα ή διαμεσολαβημένα, όχι μόνον μεμονωμένα ατομικά δικαιώματα, όπως ιδίως αυτά της ιδιωτικότητας, της κίνησης των ιδεών και της συλλογικής δράσης, αλλά και τον εν γένει κοινωνικό και πολιτισμικό πλουραλισμό, εν τέλει δε την ίδια την ανοιχτή κοινωνία, ως βιόσφαιρα του ατομικού αυτοκαθορισμού (Σωτηρέλης, 2000 και 2011β, με τις εκεί παραπομπές).
Β. Ακόμη χειρότερη εικόνα παρουσιάζει, δεδομένης και της έντασης της οικονομικής κρίσης, το σύστημα προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ένα σύστημα που συνδέθηκε ιστορικά με σκληρούς διεκδικητικούς αγώνες, σήμερα έχει υποστεί τόσες και τέτοιας έκτασης μεταλλάξεις και σχετικοποιήσεις ώστε δύσκολα να μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος ότι είναι όντως ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο σύστημα. Είναι αλήθεια ότι από την αρχή τα κοινωνικά δικαιώματα δεν αντιμετωπίζοντας σαν δικαιώματα εντελώς ισότιμα με τα ατομικά, διότι οι αξιώσεις που απέρρεαν από αυτά θεωρούνταν ατελείς αν δεν ενεργοποιούνταν από κάποιον εκτελεστικό νόμο. Ωστόσο, ο συνδυασμός πολιτικών και συνδικαλιστικών διεκδικήσεων και η θεωρητική επεξεργασία της παραπληρωματικότητας των δικαιωμάτων και του status mixtus (Σωτηρέλης, 2000 και 2011β, με τις εκεί παραπομπές) είχε μεταπολεμικά διασφαλίσει, με παραλλαγές έστω στα επί μέρους κράτη, ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής προστασίας, δίνοντας ταυτόχρονα σάρκα και οστά σε όλα τα κοινωνικά δικαιώματα. Έτσι, διαπλάσθηκε σταδιακά η έννοια του «κοινωνικού κεκτημένου», που παρεισάγει μια ανάλογη, σε σχέση με τα ατομικά, προστασία του πυρήνα των κοινωνικών δικαιωμάτων, σε κάθε δε περίπτωση τους προσδίδει συγκεκριμένο κανονιστικό περιεχόμενο, που απορρέει απ’ευθείας από το Σύνταγμα (Σωτηρέλης, 2000 και 2011β, με την εκεί βιβλιογραφία).
Η τάση αυτή διεύρυνσης της προστατευτικής εμβέλειας των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν ανασχέθηκε απλώς, το τελευταίο διάστημα, αλλά κυριολεκτικά ανατράπηκε, καθώς η κοινωνική προστασία έγινε πολύ σύντομα παρανάλωμα στον βωμό της κρίσης (Σωτηρέλης, 2011β, με τις εκεί παραπομπές). Πράγματι, τα κοινωνικά δικαιώματα βρίσκονται σήμερα στο μάτι του κυκλώνα, καθώς θεωρούνται τροχοπέδη όχι μόνο για την επιδιωκόμενη απορρύθμιση των οικονομικών και εργασιακών σχέσεων, προς όφελος των επιχειρηματικών κερδών, αλλά και για μια ισοπεδωτική και άνευ όρων εμπορευματοποίηση του συνόλου των κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών (Σωτηρέλης, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011 και αναλυτικότερα Σωτηρέλης, 2000, με την εκεί βιβλιογραφία, καθώς και Ferrara, 2006, De Marco, 2008, Zolo, 2010, Rimoli, 2011). Ως εκ τούτου τα δικαιώματα αυτά αντιμετωπίζουν, εκ μέρους των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που υπηρετούν την ασυδοσία των αγορών, μια συνδυασμένη τριπλή επίθεση, που αφορά ταυτόχρονα, τους δικαιούχους, το κανονιστικό περιεχόμενο και τα συνταγματικά στηρίγματά τους. Ειδικότερα:
α. Τα υποκείμενα των κοινωνικών δικαιωμάτων, εν πρώτοις, επιδιώκεται να αποκοπούν πλήρως από την έννοια του πολίτη και να συνδεθούν αποκλειστικά με τον χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτό οδηγεί στον δραστικό περιορισμό του κύκλου των δικαιούχων, οι οποίοι δεν ταυτίζονται πλέον ούτε με τους δικαιούχους των πολιτικών δικαιωμάτων (δηλαδή τους πολίτες), όπως συνέβαινε στην μεταπολεμική συνταγματική πραγματικότητα των προηγμένων κρατών, αλλά ούτε, πολύ περισσότερο, με τους φορείς των ατομικών δικαιωμάτων (που συνήθως είναι όλοι οι κατοικούντες στην επικράτεια ενός κράτους), στους οποίους έτεινε να επεκταθεί, πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, η θεσμική προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η βασική επιδίωξη του αχαλίνωτου καπιταλισμού, εδώ και πολύ καιρό, είναι ο περιορισμός του εν λόγω κύκλου των δικαιούχων σε ένα μικρό υποσύνολο των υποκειμένων των άλλων δικαιωμάτων, ώστε να ταυτισθούν, ουσιαστικά, με τον χώρο του κοινωνικού περιθωρίου.
β. Άμεσα συναρτημένη με την ως άνω αντιμετώπιση των υποκειμένων τους είναι, κατά δεύτερον, και η εργώδης προσπάθεια των ιδιωτικών κέντρων εξουσίας για ριζική και εκ βάθρων αναοριοθέτηση του περιεχομένου των εν λόγω δικαιωμάτων. Εν προκειμένω η πορεία είναι πλέον εντελώς αντίστροφη, σε σχέση με όσα είχαν δρομολογηθεί στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα. Τα κοινωνικά δικαιώματα εκλαμβάνονται πλέον, υπό το πρίσμα της νέας θεώρησης, σαν απλά ευχολόγια, που εφαρμόζονται από τους αρμόδιους για την κοινωνική προστασία –και διαρκώς συρρικνούμενους– κρατικούς μηχανισμούς κατά το δοκούν και σε όποια έκταση κριθεί ότι επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες. Καμία δέσμευση δεν θεωρείται νοητή, ακόμη και αν έχει προηγηθεί μακροχρόνια νομοθετική εξειδίκευση της συνταγματικά προβλεπόμενης προστασίας. Στην πραγματικότητα τα κοινωνικά δικαιώματα, πολιτικά υπονομευμένα –σαν δήθεν «υπεύθυνα» για την οικονομική κρίση– και κανονιστικά απαξιωμένα, επιδιώκεται πάση θυσία να ενταχθούν σε ένα ασφυκτικά οριοθετημένο κοινωνικό γκέτο, νομοθετική επισφράγιση του οποίου θα αποτελούν εν τέλει, εν είδει ελεημοσύνης, οι όποιες κοινωνικές παροχές.
γ. Υπάρχει όμως και μια τρίτη πτυχή της συντονισμένης επίθεσης των ιδιωτικών εξουσιών –και των πολιτικών θεραπαινίδων τους– κατά των κοινωνικών δικαιωμάτων, η οποία πάντως είναι έμμεση, καθώς δεν αφορά πλέον τα ίδια αλλά τα δικαιώματα εκείνα που αποτελούν την αναγκαία βιόσφαιρά τους. Πρόκειται για τα δικαιώματα ομαδικής δράσης στον χώρο της εργασίας (δηλαδή του συνδικαλισμού και της απεργίας), τα οποία βάλλονται σε όλους τους τόνους, σαν «επικίνδυνα», με την προσχηματική και σε κάθε περίπτωση μονομερή και επιτηδευμένη επίκληση των –υπαρκτών, πάντως– «συντεχνιακών παρεκτροπών». Ωστόσο, η συνεχής καταγγελία αυτών των δικαιωμάτων –η οποία βέβαια επαναλαμβάνεται (προς εμπέδωση…) από όλους τους ελεγχόμενους από τις «αγορές» προπαγανδιστικούς μηχανισμούς– δεν αφορά μόνον τον περιορισμό τους, καθεαυτά, ως κρίσιμων «διαμεσολαβητικών» δικαιωμάτων. Αποβλέπει ιδίως στην αχρήστευση της σημαντικότερης ίσως κοινωνικής κατάκτησης που συνδέεται με αυτά: της συλλογικής αυτονομίας. Ο κύριος στόχος είναι η ριζική αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τόσο ως προς την ρυθμιστική εμβέλεια όσο και ως προς την δεσμευτικότητα των συμφωνιών των «κοινωνικών εταίρων», προκειμένου να ανατραπεί η σχέση σχετικής ισοτιμίας που είχε επιτευχθεί μεταπολεμικά μεταξύ των συλλογικών εκπροσώπων του κεφαλαίου και της εργασίας. Ο προφανής και απροκάλυπτα προβαλλόμενος πλέον στόχος είναι η επικράτηση των ατομικών συμβάσεων εργασίας, που υποτάσσουν τους μεμονωμένους εργαζομένους στην εξουσιαστική βούληση των πανίσχυρων, σε σχέση με αυτούς, εργοδοτών, οι οποίοι θα μπορούν έτσι να επιβάλλουν, χωρίς ουσιαστικές αντιστάσεις, όχι μόνον την μείωση των μισθών αλλά την δραστική περικοπή των κοινωνικών παροχών (ιδίως στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλειας, της απασχόλησης και της υγείας). Στο σημείο αυτό, λοιπόν, η εν γένει υπονόμευση των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης και η ειδικότερη επιδίωξη της ουσιαστικής αχρήστευσης της ιδιωτικής αυτονομίας συναρτάται ευθέως και αποφασιστικά με την προσπάθεια δραστικής συρρίκνωσης της προστατευτικής εμβέλειας των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Όλα τα ανωτέρω αποτελούν, στην πραγματικότητα, μια αντίστροφη απόδειξη –και επιβεβαίωση– της ως άνω παραπληρωματικότητας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πράγματι, όπως δεν νοείτο, κατά το παρελθόν, διεύρυνση της κοινωνικής προστασίας χωρίς αφενός την σύνδεσή της με τους φορείς των πολιτικών δικαιωμάτων και αφετέρου την απρόσκοπτη και πρόσφορη άσκηση των (ατομικών) δικαιωμάτων ομαδικής δράσης, έτσι και δεν νοείται σήμερα συρρίκνωσή της χωρίς την αποσύνδεση των δικαιούχων της από την ιδιότητα του πολίτη και την ταυτόχρονη απονεύρωση της συλλογικής αυτονομίας και των συναφών δικαιωμάτων του συνδικαλισμού και της απεργίας (Σωτηρέλης, 2011β, με τις εκεί παραπομπές, Zolo, 2010).             
 
ΙΙ
Είναι πρόδηλο, με βάση τα προεκτεθέντα, ότι το συνταγματικό κράτος διέρχεται εδώ και πολλά χρόνια μια βαθιά κρίση, δομικού χαρακτήρα, η οποία αφ’ενός μεν συνέβαλε στην πρόσφατη κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος αφ’ετέρου δε επιδεινώθηκε ραγδαία από αυτήν (Σωτηρέλης, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011, Μανιτάκης, 2011, Δρόσος, 2011). Το αποτέλεσμα είναι να αμφισβητούνται πλέον έντονα, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, όλα τα βασικά στοιχεία που καθόρισαν την πορεία και ολοκλήρωσαν την φυσιογνωμία του. Η εθνική (κρατική) κυριαρχία, η δημοκρατία και η ελευθερία δεν είναι απλώς κάποιες πτυχές του συνταγματικού κράτους. Είναι η πεμπτουσία του. Και όταν αυτή η πεμπτουσία απειλείται, βάλλεται και κλυδωνίζεται, σύμφωνα με όσα σκιαγραφήσαμε προηγουμένως, τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι, ευλόγως, υπαρξιακά ερωτήματα. Μπορεί να αντέξει στην σημερινή συγκυρία του 21ου αιώνα το συνταγματικό κράτος που διαμορφώθηκε τους δύο προηγούμενους αιώνες; Οι προαναφερθέντες όροι ανταποκρίνονται στο πραγματικό περιεχόμενο του σύγχρονου συνταγματικού κράτους ή απλώς βαυκαλιζόμαστε ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει και ότι όλα θα βελτιωθούν και θα επανέλθουν στα παλαιά στερεότυπα όταν χαλαρώσει η πίεση της κρίσης; Και το κρισιμότερο: υπάρχει προοπτική αναθεμελίωσης του συνταγματικού κράτους, ώστε να αντιστοιχηθεί με τα σύγχρονα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα χωρίς να προδώσει τον πυρήνα του, το ιστορικό βάθος και την δημοκρατική παράδοσή του;
Τα ερωτήματα αυτά, παρότι συχνά δεν ομολογείται, ταλανίζουν ολοένα και περισσότερο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλους τους υπολογίσιμους πολιτικούς, θεσμικούς και οικονομικούς παράγοντες, διεθνείς και εσωτερικούς. Οι απαντήσεις που δίδονται βέβαια (όταν δίδονται) ποικίλλουν, ανάλογα με τον βαθμό κατανόησης αλλά και την οπτική γωνία προσέγγισης του ζητήματος. Κλιμακώνονται δε ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες –και αλληλοσυγκρουόμενες– τάσεις:
Η πρώτη είναι αυτή της περιχαράκωσης στα εθνικά σύνορα και στα παραδεδεγμένα –με διατήρηση, πάση θυσία και σε πείσμα των προϊουσών ριζικών αλλαγών και ανακατατάξεων, όλων των παραδοσιακών στερεοτύπων του εθνικού κράτους και του μεταπολεμικού συνταγματισμού– με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ως προς την ουσιαστική δυνατότητα των εθνικών συνταγματικών θεσμών να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη πίεση των διεθνών ιδιωτικών εξουσιών.
Η δεύτερη είναι αυτή της άμεσης υπέρβασης του εθνικού κράτους, σαν παρωχημένου, της εγκατάλειψης των συναφών φραγμών και εγγυήσεων και της «ανάθεσης» της παγκόσμιας διακυβέρνησης σε υπερεθνικούς θεσμούς, οι οποίοι στο μεν πολιτικό επίπεδο θα δίνουν πρωτοκαθεδρία στο αόρατο χέρι των διεθνών αγορών –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ρόλο των ήδη δεσποζουσών στην παγκόσμια σκηνή ιδιωτικών εξουσιών– στο δε συνταγματικό πεδίο θα ευνοεί έναν διάχυτο, απροσδιόριστο και ολοένα απομακρυνόμενο από το εθνικό κράτος συνταγματισμό, με επίκεντρο, πλέον, όχι τους πολίτες αλλά τους φορείς των οικονομικών δικαιωμάτων (επιχειρηματίες και καταναλωτές).
Οι ως άνω τάσεις, που αντανακλούν ήδη εμπειρίες, προβληματισμούς και αναζητήσεις τουλάχιστον δύο δεκαετιών, έχουν ευλόγως αντίκτυπο και στην σύγχρονη συνταγματική θεωρία, η οποία, εν μέσω και υπό την πίεση των καταιγιστικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων, καλείται γενικά μεν να αναστοχασθεί το νόημα και το περιεχόμενου του σύγχρονου συνταγματισμού ειδικότερα δε να αναπροσδιορίσει τις δυνατότητες και τα περιθώρια παρέμβασής του στην σημερινή σύνθετη, δύσκολη και ευαίσθητη συγκυρία (De Marco, 2008). Αυτό σημαίνει, ιδίως, την οριοθέτηση ενός νέου πλαισίου συνταγματικής πολιτικής, το οποίο θα συνυπολογίζει και θα σταθμίζει τόσο τα σημερινά δεδομένα πολλαπλής υπονόμευσης του εθνικού κράτους και τις ανάγκες αμυντικής περιχαράκωσής του, βάσει ενός νέου «συνταγματικού πατριωτισμού» (1) όσο και τους ποικίλους πολιτικοκοινωνικούς καθορισμούς που προκύπτουν από την ευρωπαϊκή και διεθνή του ένταξη και επιτάσσουν την συμπλήρωση των σχετικών αναζητήσεων με στοιχεία «συνταγματικού κοσμοπολιτισμού» (2).
1. Το κρίσιμο ερώτημα που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος συνταγματισμός συνδέεται άρρηκτα με την πορεία και την προοπτική του εθνικού κράτους. Για όσο διάστημα του εθνικό κράτος αποτελούσε το αποκλειστικό πεδίο μέσα στο οποίο διεξαγόταν η θεωρητική συζήτηση για το Σύνταγμα, ο συνταγματισμός –ο οποίος ιστορικά αποτέλεσε πνευματικό τέκνο του διαφωτισμού– είχε κατά κανόνα διεκδικητικό χαρακτήρα, με σημαντικότερα αιτήματα στο μεν οργανωτικό πεδίο τον εκδημοκρατισμό των κρατικών θεσμών και διαδικασιών στο δε πεδίο της συνταγματικής ελευθερίας την διεύρυνση ή την ποιοτική αναβάθμιση της προστατευτικής εμβέλειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την εμπέδωση του πλουραλισμού (Ferrara, 2006, Grimm, 2010, Rimoli, 2011). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο συνταγματισμός του παρελθόντος δεν είχε και αμυντικά στοιχεία. Αυτά όμως κατά βάση περιορίζονταν σε ανώμαλες περιόδους εκτροπής από την συνταγματική τάξη, οπότε το ζητούμενο ήταν να διατηρηθούν σε ισχύ, στο μέτρο του δυνατού, ορισμένοι έστω εγγυητικοί θεσμοί που συνδέονταν με το καταλυθέν ή κλυδωνιζόμενο συνταγματικό καθεστώς (κλασικό παράδειγμα τέτοιου εγγυητικού συνταγματισμού είναι το προδικτατορικό έργο του αείμνηστου Δασκάλου μου Αριστόβουλου Μάνεση). Κατά τα άλλα, σε ομαλές περιόδους τα μόνα αμυντικά στοιχεία που συνδέονταν με τον παραδοσιακό συνταγματισμό ήταν εκείνα που σχετίζονταν με αιτήματα αντιστοίχησης είτε των συνταγματικών θεσμών είτε των δικαιωμάτων με κρίσιμες κοινωνικοοικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Αυτό όμως γινόταν πάντοτε υπό το ως άνω διεκδικητικό πρίσμα, το οποίο πρυτάνευε, και πάντοτε στο γενικό πλαίσιο προτεραιοτήτων του εθνικού κράτους (πχ καθιέρωση ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, κατοχύρωση «νέων δικαιωμάτων»).
Η κατάσταση άλλαξε άρδην, όπως είναι φυσικό, με την σταδιακή επικράτηση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, επιδεινώθηκε δε ραγδαία το τελευταίο διάστημα, υπό την βαριά σκιά της οικονομικής κρίσης. Ο παραδοσιακός συνταγματισμός βρέθηκε στη δίνη των προεκτεθέντων υπαρξιακών ερωτημάτων για το μέλλον του εθνικού κράτους και ως εκ τούτου ο προβληματισμός για τον ρόλο του Συντάγματος στην νέα πραγματικότητα κατέστη ήδη προ πολλού επιτακτικός. Στην πραγματικότητα, εκείνο που προέχει είναι η θεωρητική επεξεργασία ενός νέου συνταγματισμού, τόσο ως προς την φυσιογνωμία όσο και ως προς το περιεχόμενο (Ferrara, 2006, De Marco, 2008, Ridola, 2010, Rimoli, 2011, Zolo, 2010, Grimm, 2010, Δρόσος, 2011, Μανιτάκης, 2011, Χρυσόγονος, 2012). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ρήξη με τον παραδοσιακό συνταγματισμό, ούτε, πολύ περισσότερο, ανατροπή του. Η καλύτερη λύση, όπως συμβαίνει συνήθως όταν έχουμε να κάνουμε με τέτοιου είδους αλλαγές, είναι η τομή μέσα στη συνέχεια. Αρκεί, βέβαια, η συγκεκριμένη τομή να είναι αφ’ενός μεν ιδιαίτερα προσεκτική, ώστε να μην θιγεί η πλούσια κληρονομιά του παραδοσιακού συνταγματισμού, όπως αποτυπώνεται, ιδίως, στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, αφ’ετέρου δε αρκούντως τολμηρή, ώστε να επιφέρει τον ριζικό αναπροσανατολισμό του, που είναι όμως, ταυτόχρονα, απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την επιβίωσή του. Με άλλα λόγια, για να ανιχνευθεί ο νέος ρόλος του συνταγματισμού στην εποχή της κρίσης, επιβάλλεται να προηγηθεί μια προσεκτική αποτίμηση των σημερινών δεδομένων του συνταγματικού κράτους, όπως αυτά προσδιορίζονται με βάση την ένταξή του στο σύγχρονο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον. Με βάση αυτά τα δεδομένα, όπως τα σκιαγραφήσαμε προηγουμένως, είναι δυνατόν να εντοπισθούν τα σημεία στα οποία υστερεί ο παραδοσιακός συνταγματισμός, είτε διότι αδυνατεί να δώσει λύσεις είτε διότι οι λύσεις που προτείνει τείνουν να καταστούν ιστορικά ξεπερασμένες και θεσμικά απρόσφορες. Αφού δε εντοπισθούν αυτά τα σημεία, απομένει να αξιολογηθούν και να ενταχθούν στον ευρύτερο προβληματισμό για τον αναπροσανατολισμό του συνταγματισμού σε νέες κατευθύνσεις. Το προέχον πάντως στοιχείο αυτού του προβληματισμού είναι η αναγκαιότητα να καθορισθεί με μεγάλη προσοχή πρώτον ο χαρακτήρας αυτών των κατευθύνσεων (αμυντικός ή επιθετικός) και δεύτερον οι επί μέρους προτεραιότητες σε σχέση με την σοβούσα, κατά τα ανωτέρω, κρίση του συνταγματικού κράτους. Ειδικότερα:
Με βάση τα όσα αναπτύχθηκαν στο πρώτο μέρος (υπό Ι) ο νέος συνταγματισμός πρέπει πλέον να είναι, ταυτόχρονα, αμυντικός και επιθετικός. Βραχυπρόθεσμα, και με βάση τον δεδομένο συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, το αμυντικό στοιχείο ίσως είναι σημαντικότερο. Ο νέος συνταγματισμός πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποκρούσει την λογική της διάχυσης και εξαΰλωσης του εθνικού κράτους και της υποκατάστασης των θεσμών και διαδικασιών του από μια χαλαρή, εύπλαστη και ευέλικτη «παγκόσμια διακυβέρνηση», πολλώ δε μάλλον όταν ήδη έχει καταστεί φανερό ότι αυτή θα προέλθει από μια ρευστή και αβέβαιη «συνταγματοποίηση» (De Marco, 2008, Grimm, 2010) και θα έχει ως βάση την οικονομική αυτορρύθμιση των παγκόσμιων αγορών και την συνακόλουθη απορρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ακύρωση κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων αιώνων, καθώς θα έριχνε στην θολή χοάνη της παγκοσμιοποίησης όχι μόνον την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία των κρατών αλλά και ό,τι ιστορικά συνδέεται με αυτήν: αυτονομία της πολιτικής, δημοκρατικούς θεσμούς, δικαιοκρατικές εγγυήσεις, θεμελιώδη δικαιώματα (Ridola, 2010, De Marco, 2008, Böckenförde, 2011 και Zolo, 2010, Grimm, 2010, Habermas, 2011). Και τούτο διότι, όπως έχω υποστηρίξει επανειλημμένα έως τώρα, το εθνικό κράτος, παρά τις αρχικές ολιγαρχικές και αυταρχικές καταβολές του αλλά και τις κατά καιρούς εμφανισθείσες εθνικιστικές ή κρατικιστικές ή και ολοκληρωτικές παρεκτροπές του, αποτέλεσε το θεσμικό φυτώριο μέσα στο οποίο άνθισε η πλέον προωθημένη έως τώρα εκδοχή της πολιτικής δημοκρατίας, της προσωπικής ελευθερίας και της κοινωνικής συνοχής. Ως εκ τούτου, μια ελαφρά τη καρδία καταστροφή του, όπως προτρέπουν οι σειρήνες της παγκοσμιοποίησης, θα είχε για τις προαναφερθείσες κατακτήσεις εξ ίσου δραματικές συνέπειες με εκείνες που θα είχε η καταστροφή ενός πραγματικού θερμοκηπίου για τα ξαφνικά εκτιθέμενα σε δυσμενείς ατμοσφαιρικές συνθήκες φυτά του (Σωτηρέλης, 2000 και 2011β καθώς και σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011).
Υπό τις σημερινές μάλιστα συνθήκες, οι οποίες έχουν αναδείξει περισσότερο από ποτέ την αναγκαιότητα της πολιτικής συμμετοχής, της πολυφωνίας και της κοινωνικής συνοχής, η υπεράσπιση του εθνικού κράτους, ως του ιστορικού πλαισίου της σύγχρονης δημοκρατίας, πρέπει να εκφρασθεί με συγκεκριμένες προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές είναι χρήσιμες όχι μόνον για να θωρακίζουν με πρόσθετες εγγυήσεις τους θεσμούς του, ώστε να μπορούν να αντέξουν την πίεση των ιδιωτικών εξουσιών και των διαπλεκόμενων με αυτές πολιτικών υποχειρίων τους, αλλά και για να ενισχύουν τα νομιμοποιητικά του θεμέλια, δηλαδή τους πολιτικούς και κοινωνικούς δεσμούς που τα συναρθρώνουν, ώστε να αποκτήσουν ισχυρότερο έρεισμα, παρεχόμενο από έναν διευρυμένο και ποιοτικά εμπλουτισμένο δημόσιο χώρο (Zolo, 2010, Habermas, 2011, Müller, 2012).
Ωστόσο, ένας αποκλειστικά αμυντικός-εγγυητικός προσανατολισμός του νέου συνταγματισμού θα ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένος να δίνει μάχες οπισθοφυλακής και μάλιστα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες (ιδίως για τα ασθενέστερα κράτη). Πολλώ δε μάλλον όταν ένας τέτοιος προσανατολισμός δεν εμφανίζεται ως απόρροια μιας υγιούς και απολύτως θεμιτής αντίληψης πατριωτισμού αλλά αντιθέτως διανθίζεται, κι αυτό δυστυχώς συμβαίνει συχνά, με εθνικοθρησκευτικές οιμωγές και λαϊκιστικές κορώνες περί επιστροφής προς τα πίσω, όπως αυτό ορίζεται από τους νοσταλγούς μιας παρακμιακής και εν πολλοίς κατασκευασμένης παράδοσης. Ένας τέτοιος συνταγματισμός, που εμφανίζεται σαν απολίθωμα μιας παρωχημένης και βαθύτατα συντηρητικής κρατικιστικής ιδεολογίας, όχι μόνον δεν είναι νέος και δεν υπηρετεί τις αρχές τις οποίες ψευδεπίγραφα επαγγέλλεται αλλά προετοιμάζει και το έδαφος για την εύκολη επικράτηση της ολιγαρχίας των αγορών κατ’ επέκταση δε και για την κατάλυση των κατακτήσεων του παραδοσιακού συνταγματισμού.         
2. Με βάση τα ανωτέρω, ο αμυντικός χαρακτήρας, υπό την ευρύτερη οπτική γωνία ενός νέου «συνταγματικού πατριωτισμού» (Müller, 2012, με την εκεί βιβλιογραφία, καθώς και την εισαγωγή του Χ. Παπαστυλιανού) είναι μεν απαραίτητο στοιχείο του νέου προσανατολισμού που πρέπει να αποκτήσει ο συνταγματισμός στην εποχή της κρίσης, αλλά δεν είναι και επαρκές. Σε μια εποχή με τόσο περίπλοκες και σύνθετες ευρωπαϊκές και διεθνείς διεργασίες τόσο ο στρουθοκαμηλισμός όσο και το σύνδρομο του σκαντζόχοιρου αποτελούν τις πλέον βέβαιες συνταγές αποτυχίας απέναντι στους επιθετικούς ανέμους που σαρώνουν τις πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις αιώνων, ιδίως δε εκείνες που συνδέονται με το εθνικό κράτος ως συνταγματικό κράτος. Αν θέλουμε πράγματι να μιλήσουμε για έναν νέο συνταγματισμό, η διατήρηση των εν λόγω κατακτήσεων πρέπει να διασυνδεθεί άρρηκτα με την διεκδίκηση μιας ταυτόχρονης επέκτασης των βασικών αρχών του παραδοσιακού συνταγματισμού εκτός εθνικών ορίων. Με άλλα λόγια, πρέπει να αναζητήσουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις ενός υπερεθνικού πλέον συνταγματισμού, ο οποίος όμως δεν θα έρθει καταλύσαι αλλά πληρώσαι τον συνταγματισμό που διαπλάσθηκε στο πλαίσιο των εθνικών κρατών (Müller, 2012).
Αυτό βέβαια σημαίνει, αναπόφευκτα, ότι ένα μέρος της εθνικής (κρατικής) κυριαρχίας, καθώς και των αρμοδιοτήτων που την υποστασιοποιούν, θα μεταφερθεί σε υπερεθνικά όργανα. Μια τέτοια μεταφορά, από πρώτη άποψη φαίνεται σαν κίνδυνος για την δημοκρατική αρχή και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, δηλαδή για τις συνταγματικές κατακτήσεις που συνδέθηκαν ιστορικά με την κατοχύρωση της κρατικής (δηλ. τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής) κυριαρχίας. Ωστόσο, μια προσεκτική θεώρηση των διεθνών και ευρωπαϊκών εξελίξεων, όπως προσπαθήσαμε να τις σκιαγραφήσουμε προηγουμένως, δείχνει ακριβώς το αντίθετο: ότι μακροπρόθεσμα, η μόνη δυνατότητα να προστατευθούν οι προαναφερθείσες αρχές, σε τελευταία δε ανάλυση και η ίδια η εθνική (κρατική) κυριαρχία, είναι η διάσωσή τους σε ένα ανώτερο θεσμικό επίπεδο, με απώτερη προοπτική, σε πρώτο στάδιο, την διαμόρφωση (και) ενός «ευρωπαϊκού συνταγματικού πατριωτισμού» (Müller, 2012, με την εκεί βιβλιογραφία). Με άλλα λόγια, απέναντι στις τυφλές δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, που απειλούν τα εθνικά κράτη, απαιτούνται αντίστοιχα ευρωπαϊκά –και εν δυνάμει παγκόσμια– «συνταγματικά» αντίβαρα, που θα θωρακίσουν με ισχυρούς εγγυητικούς θεσμούς και με ευρύτατης εμβέλειας προστατευτικούς μηχανισμούς τις θεμελιώδεις αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας (Σωτηρέλης, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011 και αναλυτικότερα Σωτηρέλης, 2000, με την εκεί βιβλιογραφία, καθώς και Habermas, 2011).
Ένα πρόπλασμα τέτοιων θεσμών, βέβαια, έχει ήδη διαμορφωθεί τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως μέσω του ΟΗΕ, όσο και σε στενότερο υπερεθνικό επίπεδο, με περισσότερο προωθημένες, έως τώρα, τις διεργασίες που έχουν συμβεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο (αρχικά μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης και στη συνέχεια μέσω, ιδίως, της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ωστόσο, οι έως τώρα εξελίξεις πόρρω απέχουν από το να παράσχουν ένα ικανοποιητικό πλαίσιο θεσμικής οργάνωσης και προστασίας, το οποίο θα μπορούσε όντως να υποκαταστήσει αλλά και να εγγυηθεί ταυτόχρονα, έστω και εν μέρει, τις εθνικές συνταγματικές κατακτήσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο οι όποιες προσπάθειες που εκπορεύθηκαν από τον ΟΗΕ είχαν έως τώρα αναιμικά αποτελέσματα. Αυτό οφείλεται, ιδίως, στο ότι τα θεσμικά μορφώματα που κυριαρχούν είναι δυστυχώς αυτά που εγκαθιδρύθηκαν στην μεταπολεμική περίοδο, με διάφορες διεθνείς συμφωνίες (Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως κττ). Τα μορφώματα αυτά, παρότι η αρχική τους στόχευση ήταν το να θέσουν ένα στοιχειώδες ρυθμιστικό πλαίσιο για την διεθνή οικονομία, κατέληξαν σταδιακά να απολέσουν το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής και θεσμικής αυτονομίας τους και να υποταχθούν στις νέες πανίσχυρες και πλανητικής εμβέλειας ιδιωτικές εξουσίες, που κυριάρχησαν με καταλύτη την παγκοσμιοποίηση. Αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρά την τεράστια πρόοδο που έχει συντελεσθεί, βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από μια Ευρώπη που θα μπορεί να υπερασπισθεί με αξιώσεις τον συνταγματικό πολιτισμό της απέναντι στις ασφυκτικές πιέσεις του «αχαλίνωτου καπιταλισμού» και του «φονταμενταλισμού των αγορών». Ναι μεν η εικόνα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει μεγάλες διαφορές σε σχέση με την αρχική Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ναι μεν έχει διαμορφωθεί, μέσω των Συνθηκών που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία της, ένα θεσμικό πλαίσιο συνταγματικής περιωπής αλλά ακόμη δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα πραγματικό ευρωπαϊκό Σύνταγμα, όπως το οραματίσθηκαν οι υπέρμαχοι μιας ουσιαστικής πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης, καθώς τα πολλαπλά –δημοκρατικά, κοινωνικά και δικαιοκρατικά– ελλείμματα που σφράγισαν εγγενώς το ευρωπαϊκό εγχείρημα (Σωτηρέλης, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011 και αναλυτικότερα Σωτηρέλης, 2000, με την εκεί βιβλιογραφία, καθώς και Ridola, 2010, Habermas, 2011), ταλανίζουν ακόμα την σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Υπήρξε βέβαια μια σοβαρή σχετική προσπάθεια περιορισμού –αλλά όχι και πλήρους εξάλειψης– αυτών των ελλειμμάτων, μέσω της πρότασης για καθιέρωση ευρωπαϊκού Συντάγματος, η οποία όμως εξόκειλε λόγω ποικίλων αντιδράσεων ετερόκλητων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που αποτυπώθηκαν και μέσω δημοψηφισμάτων. Έτσι καταλήξαμε και πάλι στην πεπατημένη των Συνθηκών, με την Συνθήκη της Λισαβόνας να αποτελεί ένα περιορισμένης εμβέλειας και χρησιμότητας συνταγματικό πλαίσιο, το οποίο ήδη έχει αποδειχθεί τραγικά ανεπαρκές για την αντιμετώπιση των οξυμμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην εποχή της κρίσης. Ας δούμε όμως το πρόβλημα πιο συγκεκριμένα:
Ζούμε σε μια εποχή στην οποία το ζήτημα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης τίθεται με τρόπο εξαιρετικά επιτακτικό, καθώς οι λύσεις που μπορούν να προέλθουν από τα μεμονωμένα κράτη της, όσο ισχυρά και αν είναι καθεαυτά, μακροπρόθεσμα δεν παρέχουν εχέγγυα ούτε ως προς την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητά τους αλλά ούτε και ως προς την συμβατότητά τους με το ευρωπαϊκό (δημοκρατικό και δικαιοκρατικό) κεκτημένο. Πράγματι, όπως έχουν δείξει περίτρανα οι έως τώρα σπασμωδικές και αντιφατικές κινήσεις της οικονομικά και πολιτικά ηγεμονεύουσας στον χώρο της Ευρώπης Γερμανίας, οι λύσεις αυτές θα είναι, σε κάθε περίπτωση, αφ’ενός μεν περιορισμένες, μονομερείς και κοντόφθαλμες αφ’ετέρου δε προβληματικές, ως προς το ισχύον σύστημα προστασίας των πολιτικών και κοινωνικών κατακτήσεων του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού. Ως εκ τούτου, η έλλειψη συνταγματικών θεσμών που θα μπορούσαν, με όρους πολιτικής αυτονομίας και κοινοτικής αλληλεγγύης, να οργανώσουν τις άμυνες της Ευρώπης απέναντι στην κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού της συστήματος και γενικότερα στην δημοσιονομική κρίση που την ταλανίζει, είναι περισσότερο από κραυγαλέα (Habermas, 2011). Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν η έλλειψη αυτή έχει ανατροφοδοτήσει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά, έχει αναζωπυρώσει παλαιότερες αντιπαραθέσεις και, ιδίως, έχει καταστήσει εν πολλοίς την Ευρωπαϊκή Ένωση άβουλο όργανο των διεθνών αγορών και των θεσμικών και πολιτικών υποχειρίων τους. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να διαπιστώσει κανείς την τεράστια αντίφαση:
Από τη μία η κρίση, ιδίως στις ασθενέστερες χώρες και κατ’εξοχήν στη χώρα μας, επιδρά καταλυτικά στην πολιτική ενοποίηση και βοά για την αναγκαιότητα να αναληφθούν πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση συνταγματικής αναδιοργάνωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να οικοδομηθούν ισχυροί και αποτελεσματικοί θεσμοί για την άσκηση πρόσφορων και δημοκρατικά νομιμοποιημένων (μέσω του –αναιμικού προς το παρόν– Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) δημόσιων πολιτικών, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές που θα συνεπάγονται ενιαία δημοσιονομική πολιτική (με Ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών και με Κεντρική Τράπεζα με πλήρεις αρμοδιότητες) αλλά και την οργάνωση της κοινωνικής προστασίας των αδυνάτων, που πολλαπλασιάζονται ραγδαία (με ενιαίο Υπουργείο Ευρωπαϊκής Αλληλεγγύης και Συνοχής).
Από την άλλη, οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αντιμάχονται την πολιτική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλλιεργούν ένα κλίμα εθνικού απομονωτισμού και εμβαλωματικών λύσεων, οι οποίες, δυστυχώς, όχι μόνον υπονομεύουν την ενιαία ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της κρίσης, επιβραδύνοντας και θέτοντας συνεχώς προσκόμματα στην πολιτική ενοποίηση, αλλά και οδηγούν –με πρωτοστατούντα τον συντηρητικό πολιτικό συνασπισμό της Γερμανίας– στην υιοθέτηση οικονομικών επιλογών που φαίνεται να υπαγορεύονται από τις ίδιες τις ιδιωτικές εξουσίες που προκάλεσαν την κρίση, λόγω της ασυδοσίας τους, εγκυμονώντας έτσι εξαιρετικά έντονους κινδύνους για όσα συμβολίζουν το ευρωπαϊκό πρότυπο πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας.
Εν όψει των ανωτέρω, ένα Ευρωπαϊκό Σύνταγμα δημοκρατικής έμπνευσης και μακράς πνοής πρέπει να αποτελέσει, ως επιθετικό συμπλήρωμα του αναγκαίου εγγυητισμού, την μείζονα διεκδίκηση του νέου συνταγματισμού, προκειμένου να διασωθούν, με την μεταφορά τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα βασικά κεκτημένα της εθνικής κυριαρχίας, της πολιτικής δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους δικαίου (Μάνεσης, 1993, Σωτηρέλης, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011 και αναλυτικότερα Σωτηρέλης, 2000, με την εκεί βιβλιογραφία, καθώς και Habermas, 2011, Müller, 2012). Διαφορετικά κινδυνεύουν να καταστούν, μέσω ενός στείρου και κοντόφθαλμου εθνικού απομονωτισμού, έρμαιο στη δίνη της δημοσιονομικής κρίσης και της οικονομικής κατάρρευσης των εθνικών κρατών, αρχής γενησομένης από τα κράτη που αποτελούν τους ασθενείς κρίκους του παγκόσμιου κοινωνικοοικονομικού συστήματος (ή έχουν επιλεγεί ως τέτοιοι…).
Είναι προφανές ότι αυτή η διευρυμένη και διεκδικητική εκδοχή του νέου συνταγματισμού δεν αφορά μόνο το ευρωπαϊκό επίπεδο. Ένα Ευρωπαϊκό Σύνταγμα που θα υπερέβαινε μεν την παραδοσιακή λογική της Ομοσπονδιακής Οργάνωσης (Grimm, 2010) αλλά και θα διασφάλιζε ταυτόχρονα τις βασικές κατακτήσεις των ευρωπαϊκών λαών και των αντίστοιχων κρατών σε μια νέα διαλεκτική ενότητα του εθνικού με το υπερεθνικό, ως προς την κυριαρχία, την δημοκρατία και την ελευθερία (Σωτηρέλης, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011 και αναλυτικότερα Σωτηρέλης, 2000, με την εκεί βιβλιογραφία, καθώς και Habermas, 2011), θα μπορούσε να αποτελέσει το πρότυπο και μιας μελλοντικής παγκόσμιας συνταγματικής οργάνωσης. Αυτή είναι άλλωστε, μακροπρόθεσμα, η μόνη προοπτική αποκατάστασης μιας πραγματικής και βιώσιμης ισορροπίας ανάμεσα στην πολιτική και στην αγορά σε διεθνές επίπεδο. Διότι μόνο μια παγκόσμια συνταγματική τάξη μπορεί να θωρακίσει σταδιακά τις πλέον εκτεθειμένες στην πίεση του αχαλίνωτου καπιταλισμού πλευρές των εθνικών κρατών, εξοπλίζοντάς τα με ένα δεύτερο επίπεδο προστασίας, αλλά και διαμορφώνοντας νέους όρους πολιτικής αυτονομίας απέναντι στην αδίστακτη ασυδοσία και τον απροκάλυπτο πλέον φονταμενταλισμό των αγορών.
Όλα αυτά, βέβαια, όπως το επισημάναμε ήδη, συνεπάγονται, κατ’ανάγκην, υποκατάσταση μέρους των εθνικών Συνταγμάτων, με την μεταφορά σε ευρωπαϊκό και προοπτικά σε παγκόσμιο επίπεδο, ενός ισοδυνάμου εθνικής (κρατικής) κυριαρχίας, δημοκρατίας και δικαιωμάτων. Αυτό όμως, επιμένουμε, δεν συνεπάγεται, με βάση την οπτική που προεκτέθηκε, εγκατάλειψη των κατακτήσεων του παραδοσιακού συνταγματισμού. Κάθε άλλο μάλιστα: αποτελεί όρο για την διάσωσή τους. Για τον λόγο αυτόν, πλάι στον απαραίτητο εγγυητισμό, στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, που αυτή τη στιγμή είναι η βασική προτεραιότητα, πρέπει να προστεθεί, άνευ ετέρου, και η ευρωπαϊκή –εν δυνάμει δε και η παγκόσμια– προοπτική. Εφ’όσον δε το επιτρέψουν οι πολιτικές συνθήκες και ο συσχετισμός των δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο, αυτή η προοπτική πρέπει να αποτελέσει την βασική διεκδίκηση και το κύριο μέλημα του νέου συνταγματισμού. Ενός συνταγματισμού ο οποίος, συμπερασματικά, οφείλει να σταθμίσει πολύ προσεκτικά δύο παραμέτρους:
Πρώτον τα κεκτημένα και τα στερεότυπα του παραδοσιακού –ιδίως του ευρωπαϊκού–συνταγματικού πολιτισμού, προκειμένου να κρατήσει την ουσία του, που ενσωματώνει μια δύσβατη και αγωνιστική πορεία αιώνων, που δεν μπορεί και δεν πρέπει ούτε να αγνοηθεί ούτε να υποτιμηθεί.
Δεύτερον, τις προκλήσεις ενός ήδη αναδυθέντος, διευρυμένου, πολυεπίπεδου και ανοιχτού στις εξελίξεις, συνταγματικού κοσμοπολιτισμού (πρβλ. De Marco, 2008, Ridola, 2010, Grimm, 2010, Müller, 2012) προκειμένου να συνυπολογίσει και να ενσωματώσει τις ραγδαίες αλλαγές της εποχής της κρίσης.
Μόνον έτσι, με μια βαθιά τομή μέσα στην συνέχεια, μπορεί πρώτον να διαμορφωθεί επί της αρχής ο νέος συνταγματισμός, ως συνταγματισμός που θα αντιστοιχείται κριτικά και με τρόπο νομικοπολιτικά πρόσφορο στην νέα διεθνή και ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ένας τέτοιος δε συνταγματισμός οφείλει, στη συνέχεια, να εξειδικευθεί με συγκεκριμένες προτάσεις συνταγματικής πολιτικής. Οι προτάσεις αυτές θα εκκινούν βεβαίως, με βάση τα σημερινά δεδομένα, από τον εγγυητισμό, δηλαδή θα είναι προεχόντως εθνικές, προσγειωμένες και ρεαλιστικές (όπως αυτές που εν πολλοίς διατυπώνει σήμερα η ελληνική συνταγματική θεωρία, βλ. ενδεικτικά Χρυσόγονος, 2011, Σωτηρέλης 2011α, Δρόσος 2011 καθώς και Πικραμένος και Ξηρός, σε: Σωτηρέλης, Πικραμένος, Ξηρός, 2011). Ταυτόχρονα όμως πρέπει να ανοίγουν, για να είναι πειστικές, και ένα μεγάλο παράθυρο στον ευρωπαϊκό και εν δυνάμει στον παγκόσμιο συνταγματισμό, αποκτώντας έτσι, παράλληλα, υπερεθνικό, καινοτόμο και ριζοσπαστικό χαρακτήρα (πρβλ. Μάνεσης, 1993, Habermas, 2011, Müller, 2012).                
Αυτή, λοιπόν, είναι η μεγάλη πρόκληση του νέου συνταγματισμού: να συναρθρώσει, με συγκεκριμένες προτάσεις, το εθνικό με το υπερεθνικό και το εγγυητικό με το διεκδικητικό, προκειμένου να επιτύχει, υπό την δαμόκλειο σπάθη της σημερινής ζοφερής οικονομικής πραγματικότητας, ένα νέο μείγμα συνταγματικού πατριωτισμού και συνταγματικού κοσμοπολιτισμού. Από την επιτυχία δε αυτού του μείγματος και συνακόλουθα από την δυνατότητα επιβολής και εφαρμογής του μέσω μιας αποφασιστικής και πρόσφορης συνταγματικής πολιτικής, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, η δυνατότητα επιβίωσης των θεμελιωδών αρχών και των νομικοπολιτικών κατακτήσεων που σφράγισαν την πορεία της σύγχρονης δημοκρατίας.         
 
Βιβλιογραφία
 
Άρθρα
Δρόσος, Γ. (2011), «Συνταγματικός λόγος και οικονομική κρίση», Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 2011 (6), 764-778 (και σε: http://www.constitutionalism.gr/html/ent/301/ent.2301.asp [πρόσβαση: 12.3.2012]).
Μάνεσης, Αρ. (1993), «Το Σύνταγμα, στο κατώφλι του 21ου αιώνα», στον τόμο: Μάνεσης, Αρ. (2007), Συνταγματική Θεωρία και Πράξη ΙΙ (1980-2000), Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σ. 113-141.
Μανιτάκης, Α. (2011), «Απόπειρα πολιτειακής ανίχνευσης της νέας, παγκοσμιοποιημένης, εποχής που αναδύεται επώδυνα στη χώρα μας»http://www.constitutionalism.gr/html/ent/227/ent.2227.asp [πρόσβαση: 20/12/2011].
Σωτηρέλης, Γ. (2011), «Σύνταγμα και πολιτική υπό το φως των νέων δεδομένων: Τα διακυβεύματα, οι δυνατότητες, τα όρια», http://www.constitutionalism.gr/html/ent/058/ent.2058.asp [πρόσβαση: 22.5.2011].
Σωτηρέλης, Γ. (2011), «Η συνταγματική ελευθερία στην εποχή των ραγδαίων αλλαγών. Προς μια νέα θεώρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων;», http://www.constitutionalism.gr/html/ent/259/ent.2259.asp [πρόσβαση: 26/01/2012].
Χρυσόγονος, Κ. (2011), «Σχεδίασμα εκδημοκρατισμού. Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση», http://www.constitutionalism.gr/html/ent/056/ent.2056.asp [πρόσβαση: 22/05/2011]
Χρυσόγονος, Κ. (2012) «Γιατί το Σύνταγμα; Ιστορικές προϋποθέσεις του συνταγματισμού» http://www.constitutionalism.gr/html/ent/310/ent.2310.asp [πρόσβαση: 21/03/2012]
Grimm, D. (2010) «The Achievement of Constitutionalism and its Prospects in a Changed World», στον συλλογικό τόμο: Dobner, P., Loughlin M. (Eds), The Twilight of Constitutionalism? New York: Oxford University Press, pp. 3-22.
Habermas, J. (2011), «H Ευρώπη μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις», Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική, 2011 (23), 17-23.
Zolo, D. (2010), «Il tramonto della democrazia nell’era della globalizzazione», Jura Gentium, VI (2010), 1, http://www.juragentium.unifi.it/it/surveys/wlgo/tramonto.htm [πρόσβαση: 10.12.2010].
 
Γενικά έργα
Μάνεσης, Αρ. (1980), Συνταγματικό Δίκαιο Ι, Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα.
Μανιτάκης, Α. (2009), Συνταγματική Οργάνωση του Κράτους, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.
Σωτηρέλης, Γ. (2000), Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης», Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα.
Σωτηρέλης Γ., Πικραμένος Μ., Ξηρός Θ. (2011), Η μεταρρύθμιση του κράτους στην εποχή των μεγάλων προκλήσεων, Αθήνα: εκδόσεις Παπαζήση (Σωτηρέλης, Γ., «Η οικονομική κρίση ως ευκαιρία για την επαναθεμελίωση του κράτους», σ. 13-58 -και προδημοσίευση σε: http://www.constitutionalism.gr/html/ent/186/ent.2186.asp [πρόσβαση: 25/10/2011]-, Πικραμένος, Μ., «Σκέψεις για τη συνταγματική μεταρρύθμιση της διοικητικής οργάνωσης του κράτους», σ. 59-76, Ξηρός, Θ., «Εμβάθυνση της δημοκρατίας και αναζωογόνηση του πολιτικού συστήματος», σ. 77-92).
Böckenförde, Ε.-W. (2011), Συμβολές στη θεωρία για το κράτος και την πολιτική αυτονομία, Αθήνα: εκδ. Παπαζήση.
De Marco, E. (2008), Percorsi del “Nuovo Costituzionalismo”, Milano: Giuffrè Editore.
Ferrara, G. (2006), La Costituzione. Dal pensiero politico alla norma giuridica, Milano: Feltrinelli.
Müller, J.-W. (2012), Συνταγματικός Πατριωτισμός, Αθήνα: εκδ. Παπαζήση. 
Ridola, P. (2010), Diritto comparato e diritto costituzionale europeo, Torino: G. Giappicheli Editore.
Rimoli, F. (2011), L’idea di Costituzione. Una storia critica. Roma: Carocci Editore.
 
 
Ορολογικό Ευρετήριο
Ατομικά Δικαιώματα, σ. 5, 6, 7
Δημοκρατία, σ. 1, 2, 3, 4, 5, 8, 10, 11, 13, 15
Εθνική (Κρατική) Κυριαρχία, σ. 2, 3, 4, 8, 10, 11, 13, 14
Εθνικό Κράτος, σ. 2, 3, 4, 5, 8, 10, 11
Ευρωπαϊκός Συνταγματικός Πολιτισμός, σ. 9, 12, 14
Θεμελιώδη Δικαιώματα, 1, 5, 7, 9, 10
Ιδιωτικές Εξουσίες, 2, 3, 4, 5, 12, 13
Κοινωνικά Δικαιώματα, σ. 4, 5, 6, 7
Λαϊκή Κυριαρχία, σ. 3, 4, 5
Παγκοσμιοποίηση, σ. 1, 2, 5, 9, 10, 11, 12, 15
Πολιτικά Δικαιώματα, σ. 3, 6, 7
Πολιτική Αυτονομία, σ. 4, 5, 13
Συνταγματική Πολιτική, σ. 8, 15
Συνταγματικό Κράτος, σ. 1, 4, 7. 8, 11
Συνταγματικοί Θεσμοί, σ. 1, 8, 9, 12
Συνταγματικός Κοσμοπολιτισμός, σ. 9, 14
Συνταγματικός Πατριωτισμός, σ. 8, 11, 14
Συνταγματισμός, 9, 10, 11, 14