Σύνταγμα και πολιτική υπό το φως των νέων δεδομένων: Τα διακυβεύματα, οι δυνατότητες, τα όρια

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

22.05.2011
Σύνταγμα και πολιτική υπό το φως των νέων δεδομένων: Τα διακυβεύματα, οι δυνατότητες, τα όρια
[1]
Το ΙΓ΄ Συμπόσιο του Ομίλου μας ήταν αναμφισβήτητα το πλουσιότερο όλων, τόσο από την άποψη των συμμετοχών όσο και από την άποψη των επί μέρους θεματικών που αναπτύχθηκαν. Το αποτέλεσμα είναι πράγματι εντυπωσιακό. Εξαιρετικές και ιδιαίτερα γλαφυρές εισηγήσεις, που ανέδειξαν τη σημασία και τις προοπτικές μιας πολύπλευρης διεπιστημονικής προσέγγισης, αλλά και υψηλού επιπέδου παρεμβάσεις, πολλές από τις οποίες από νεότατους συναδέλφους, αφενός μεν έθεσαν επί τάπητος ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που σφράγισαν την εξέλιξη της συνταγματικής μας πραγματικότητας κατά την τελευταία τριακονταπενταετία και αφετέρου ψηλάφησαν και προέβαλαν ανάγλυφα τα αίτια τόσο της γενικότερης κρίσης που ταλανίζει την σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία μας όσο και της ειδικότερης, της συνταγματικής κρίσης, όπως αυτή εστιάσθηκε, ιδίως, στην προϊούσα πολύπλευρη αμφισβήτηση των νομιμοποιητικών θεμελίων του πολιτικού αλλά και του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος, με επίκεντρο την κατάρρευση των δημοσιονομικών του κράτους και την επιβολή του μνημονίου.
Επιχειρήσαμε –και νομίζω επιτύχαμε– με τις συζητήσεις αυτού του Συμποσίου να θέσουμε το γενικό πλαίσιο μιας συζήτησης που αφορά την συνολική αποτίμηση της δεύτερης μεγάλης περιόδου δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας που γνώρισε ο τόπος κατά την εξέλιξη της πολιτικής και συνταγματικής ιστορίας του.
Η συσχέτιση με την προηγούμενη περίοδο κοινοβουλευτικής και δημοκρατικής ομαλότητας, που άρχισε το 1864 και τέλειωσε το 1909, δεν είναι καθόλου τυχαία. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το πολιτικό σύστημα βίωνε μια βαθιά και πολύπλευρη κρίση, παρόμοια με την σημερινή, που ήταν και εκείνη στενά συνδεδεμένη, όπως αναλύθηκε ήδη, με μια ανάλογη οικονομική κρίση αλλά και γενικότερα με συνθήκες εθνικής ταπείνωσης. Η διέξοδος που δόθηκε τότε είναι γνωστή: το κίνημα στο Γουδί, η έλευση του Βενιζέλου και η ευρεία συνταγματική αναθεώρηση του 1911 έδωσαν διέξοδο στην επί μακρόν υποβόσκουσα αμφισβήτηση της λειτουργίας του τότε συνταγματικού πολιτεύματος και σηματοδότησαν μια ευρύτατη προσπάθεια ανάταξης και αναζωογόνησης της πολιτικής και συνταγματικής ζωής – ανοίγοντας όμως, δυστυχώς, και έναν κύκλο συχνών στρατιωτικών παρεμβάσεων, που θα τελείωνε, ελπίζουμε οριστικά, μόλις το 1974.
Οι συνθήκες σήμερα είναι ίσως ακόμη χειρότερες από εκείνες των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ενώ οι προοπτικές μιας ριζικής και ριζοσπαστικής πολιτικής αλλαγής, αντίστοιχης με εκείνη του 1909, δεν φαίνονται δυστυχώς στον ορίζοντα. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί καθόλου την σημασία ούτε της αποτίμησης της συνταγματικής πραγματικότητας της περιόδου που εξετάζουμε αλλά ούτε και της αναζήτησης λύσεων που συνδέονται άλλοτε με την εφαρμογή και άλλοτε με την αλλαγή του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου. Κάθε άλλο μάλιστα. Μόνο μια διαδικασία βασανιστικής ιστορικής και θεσμικής αυτογνωσίας μπορεί να αναδείξει ένα φάσμα πιθανών λύσεων, στο οποίο θα μπορούσε να κινηθεί μια θαρραλέα συνταγματική πολιτική, είτε στο πεδίο μιας προσφορότερης νομοθετικής εξειδίκευσης συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων –που συνήθως υποτιμάται στην σχετική συζήτηση– είτε στο πεδίο της αναθεώρησης του ίδιου του Συντάγματος.
Ποια είναι όμως τα όρια και τα περιθώρια μιας τέτοιας συνταγματικής πολιτικής στην τόσο κρίσιμη σημερινή ιστορική συγκυρία; Και ειδικότερα: με δεδομένο το πόσο προσφιλείς είναι, σε περιόδους πολιτικής αμηχανίας, οι κινήσεις εντυπωσιασμού γύρω από το Σύνταγμα, είναι πράγματι απαραίτητη μια γενναία αναθεώρηση του Συντάγματος;
Στο σημείο αυτό απαιτείται νομίζω μια πολύ προσεκτική και ζυγισμένη απάντηση, διότι ελλοχεύουν δύο κίνδυνοι:
Ο πρώτος είναι ο κίνδυνος του συνταγματικού λαϊκισμού. Ο κίνδυνος δηλαδή να θεωρηθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος πανάκεια, διά «πάσαν νόσον» του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος, και να μετατεθεί στο μέλλον, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας, η επίλυση των σοβαρότατων σημερινών προβλημάτων. Αυτή η τάση «μυθοποίησης» του Συντάγματος, βολεύει συχνά τα κόμματα προκειμένου να προβάλουν ευσχήμως άλλοθι για αδράνεια ή ανικανότητα ή απροθυμία συνεργασίας. Επιπλέον, δε, συσκοτίζει την πολιτική πραγματικότητα και δημιουργεί ποικίλες ψευδαισθήσεις, που τραυματίζουν περαιτέρω την αξιοπιστία των θεσμών και υπονομεύουν την δυνατότητα πρόσφορων απαντήσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης τους[2]. Οι ψευδαισθήσεις μάλιστα αυτές επιτείνονται από διάφορους δημοσιολογούντες (πολιτικούς, δημοσιογράφους και διανοουμένους) που δεν αρκούνται στην συνταγματική αναθεώρηση αλλά αναφέρονται διαρκώς και με έμφαση στην ανάγκη «συντακτικής συνέλευσης», την οποία αναγορεύουν μάλιστα στην μοναδική λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης. Έτσι, όμως, όχι μόνον υπερεκτιμούν, ως μη ώφειλαν, τα –περιορισμένα– περιθώρια επίδρασης του Συντάγματος στην πολιτική πραγματικότητα αλλά και επιδεικνύουν παχυλή άγνοια για το ότι μια τέτοια «συντακτική συνέλευση» προϋποθέτει είτε επανάσταση είτε πραξικόπημα…
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η πλήρης και απόλυτη συνταγματική επανάπαυση. Το να οχυρωθούμε δηλαδή πίσω από μια αξιωματικά διατυπούμενη άποψη ότι τίποτε δεν έχει να συνεισφέρει μια συνταγματική αναθεώρηση στην αντιμετώπιση της σοβούσας κρίσης, με κύριο επιχείρημα ότι μια τέτοια αντιμετώπιση είναι προεχόντως έργο των πολιτικών δυνάμεων, οι όποιες πολιτικές επιλογές των οποίων δεν εμποδίζονται επ’ουδενί από το ισχύον Σύνταγμα. Έτσι, κατά την άποψη αυτή, το Σύνταγμα πρέπει εν τέλει να στεγανοποιηθεί από την εκάστοτε πολιτική συγκυρία, να αποκοπεί από οποιονδήποτε πολιτικό προβληματισμό για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων και να αφεθεί «ήσυχο» προκειμένου να επιτελεί μια απλώς «διαδικαστική» –εν τέλει– λειτουργία. Πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για μια λογική «ουδετεροποίησης» του Συντάγματος, που κατά την άποψή μου εθελοτυφλεί και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην υποβάθμιση του αξιακού και συμβολικού φορτίου του, στην περιθωριοποίηση του ρόλου του, ως συνεκτικού στοιχείου ενός μεταβαλλόμενου –και κλυδωνιζόμενου– κοινωνικού σχηματισμού, στην αδρανοποίηση του εγγυητικού του χαρακτήρα απέναντι στον επελαύνοντα «φονταμενταλισμό των αγορών», σε τελευταία δε ανάλυση στην υποτίμηση του σύγχρονου συνταγματισμού ως κρίσιμης συνιστώσας των εν εξελίξει ιδεολογικοπολιτικών αναζητήσεων.
Έχοντας λοιπόν συναίσθηση των εν λόγω κινδύνων, θα επιχειρήσω μια πρώτη απάντηση, ξεκινώντας από μια βασική διαπίστωση:
Το Σύνταγμα του 1975 όχι μόνον είναι ένα καλό Σύνταγμα αλλά και ανήκει στην κατηγορία των Συνταγμάτων που σφραγίζουν μια ολόκληρη εποχή. Όντας απόρροια της μεταπολίτευσης, η οποία αποτελεί ορόσημο για την σύγχρονη συνταγματική ιστορία μας, συνέβαλε τα μέγιστα στην υπέρβαση των μετεμφυλιακών ψυχώσεων ενός πολλαπλά κηδεμονευόμενου πολιτεύματος. Με καθυστέρηση 30 χρόνων η συνταγματική μας τάξη αντιστοιχήθηκε επιτέλους, με τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά συνταγματικά δεδομένα, ενσωματώνοντας, μέσω ευρύτατων συναινέσεων, προωθημένες δημοκρατικές, δικαιοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις.
Η μόνη παραφωνία, η οποία έδωσε εν τέλει και τον τόνο στη διαδικασία ψήφισης του Συντάγματος, αφορούσε την κραυγαλέα πολιτική επιλογή της τότε ηγεσίας της «Νέας Δημοκρατίας» να κηδεμονεύσει τις επερχόμενες εξελίξεις, εξοπλίζοντας τον αιρετό –πλέον– ανώτατο άρχοντα με ορισμένες υπέρμετρες, υπό το πρίσμα ενός συστήματος «προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», αρμοδιότητες (που χαρακτηρίσθηκαν «υπερεξουσίες»). Παρότι δε οι αρμοδιότητες αυτές δεν ασκήθηκαν –και απλώς χρησιμοποιήθηκαν σαν μέσο πίεσης– η συνταγματική πολιτική της αναθεώρησης του 1986 επικεντρώθηκε στην δραστική και μάλλον ακραία συρρίκνωση του ρόλου του προέδρου, με αντίστοιχη ενίσχυση του ρόλου του πρωθυπουργού. Το αποτέλεσμα ήταν να αποκατασταθεί μεν ένας γνησιότερος κοινοβουλευτικός χαρακτήρας στο πολίτευμα, πλην όμως με δυσμενείς επιπτώσεις ως προς τους «ελέγχους και τις ισορροπίες» του συστήματος.
Σε αντίθεση με την μονοθεματική αναθεώρηση του 1986, αυτή του 2001 υπήρξε μεν ευρεία αλλά χωρίς τόλμη και ευκρινές πολιτικό στίγμα. Ξεκίνησε από το ΠΑΣΟΚ το 1995, με σαφώς ριζοσπαστική στοχοθεσία –που μπορούσε μάλιστα να πραγματωθεί λόγω του ευνοϊκού, τότε, συσχετισμού δυνάμεων– αλλά εκφυλίσθηκε στη συνέχεια σε μια αδιάφορη, διεκπεραιωτική και αποσπασματική διαδικασία, προσανατολισμένη μονόπλευρα σε συμβιβασμούς με την Νέα Δημοκρατία. Ως εκ τούτου επέφερε μεν ορισμένες όχι αμελητέες βελτιώσεις αλλά σε γενικές γραμμές κινήθηκε σε ένα «καθεστωτικό» πλαίσιο και δεν άκουσε την βουή των επερχόμενων γεγονότων. Υπήρξε άχρωμη, άτολμη και εθελότυφλη ως προς την αντιμετώπιση κρίσιμων παθογενειών του πολιτικού συστήματος, που είχαν ήδη αναδειχθεί και επισημανθεί, αλλά και εμφανών υστερήσεων, όπως αυτή της ρύθμισης των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας. Επιπλέον, δε, υπήρξε και ιδιαίτερα φλύαρη, με πολλές σχοινοτενείς ή ακόμη και περιττές διατάξεις, οι οποίες βρίσκονται σε αντίθεση με τον συνοπτικό και ελλειπτικό χαρακτήρα του Συντάγματος.
Συμπερασματικά, το Σύνταγμα του 1975 αποδείχθηκε εν πολλοίς ένα επιτυχημένο Σύνταγμα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσής του, ιδίως εν όψει των προβλημάτων που ανέδειξε η πρόσφατη και πολλαπλά τραυματική εμπειρία της οικονομικής κρίσης και του «μνημονίου». Αρκεί οι όποιες αλλαγές να αποτελέσουν αντικείμενο μιας ισορροπημένης συνταγματικής πολιτικής, που ναι μεν θα χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και φειδώ –εκκινώντας από τον σεβασμό στην συνταγματική μας παράδοση και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Συντάγματος– αλλά ταυτόχρονα θα σηματοδοτεί μια νέα πορεία ανάταξης του πολιτικού συστήματος, με καίριες και ρηξικέλευθες απαντήσεις στις προκλήσεις των καιρών. Μόνο τέτοιες αλλαγές, και όχι η προσχηματική χρήση του Συντάγματος, μπορούν να επισφραγίσουν, συμβολικά και ουσιαστικά, το διαρκώς –πλην ματαίως– εξαγγελλόμενο «τέλος της μεταπολίτευσης»…
Αφετηρία μιας τέτοιας προσέγγισης πρέπει να αποτελέσει η ίδια η διαδικασία αναθεώρησης (άρθρο 110 Σ), η οποία είναι υπερβολικά δυσκίνητη αλλά και μπορεί, με βάση την κρατούσα ερμηνεία, να επιφυλάξει δυσάρεστες εκπλήξεις στην δεύτερη φάση της αναθεώρησης, με την εξειδίκευση του περιεχομένου μιας τροποποίησης κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που είχε συμφωνηθεί ή διαφανεί στην πρώτη φάση της (όπως συνέβη με την επιβολή του επαγγελματικού ασυμβιβάστου στην αναθεώρηση του 2001, παρότι κάτι τέτοιο δεν περιλαμβανόταν στις κατευθύνσεις και στις προτάσεις που είχαν διαμορφωθεί κατά την πρώτη φάση της αναθεώρησης).
Ως εκ τούτου, με βάση τα σημερινά δεδομένα, είναι δικαιολογημένη η επιφυλακτικότητα πολλών κομμάτων, ιδίως της Αριστεράς, να δεχθούν την συμπερίληψη ορισμένων συνταγματικών άρθρων (όπως πχ το 16) στα αναθεωρητέα, διότι κανείς δεν ξέρει ποιος θα είναι ο συσχετισμός μετά τις εκλογές και ποιες θα είναι οι τελικές αποφάσεις (και μάλιστα με πλειοψηφία 50% + 1) ως προς το περιεχόμενο της τροποποίησής τους. Εν όψει όλων αυτών των προβλημάτων έχει ωριμάσει πλέον η ιδέα ότι μπορεί και επιβάλλεται να τροποποιηθεί η ίδια η διαδικασία αναθεώρησης, προκειμένου αυτή να μπορεί να ολοκληρώνεται σε μια Βουλή, με δύο ψηφοφορίες που θα απέχουν μεταξύ τους ένα μήνα (και με πλειοψηφία 3/5 σε αμφότερες).
Από εκεί και πέρα, μια συνταγματική πολιτική, όπως την προσδιορίσαμε, θα μπορούσε να κινηθεί στις ακόλουθες ιδίως κατευθύνσεις:
Α. Η πρώτη περιλαμβάνει τις αλλαγές που αφορούν την «τιμή» του πολιτικού κόσμου και φαίνεται να συγκεντρώνουν ευρύτατη συναίνεση.
Πρόκειται, κατ’ αρχάς, για την κατάργηση των συνταγματικών προνομίων των βουλευτών και των υπουργών ως προς την ποινική τους αντιμετώπιση, η οποία, πλέον, έχει καταντήσει να είναι περισσότερο πολιτική αντιμετώπιση, τόσο στα θέματα της ασυλία των βουλευτών όσο και στα θέματα της ποινικής δίωξης των υπουργών. Οι όποιες αλλαγές, βέβαια, πρέπει να γίνουν με αυτοσυγκράτηση, διότι η δικομανία και η ροπή προς την υπερβολή μπορεί να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Χρειάζεται, ως ασφαλιστική δικλείδα, ένας μηχανισμός διήθησης, συγκροτούμενος κατά την άποψή μου αποκλειστικά από δικαστές (πχ η ολομέλεια εφετών της πρωτεύουσας), ο οποίος –και μόνον αυτός– θα δίνει το πράσινο φως για την άσκηση ποινικής δίωξης.
Έντονος είναι ο προβληματισμός και ως προς τις εξεταστικές επιτροπές, στις οποίες θα ήταν μάλλον χρήσιμο να συμμετέχουν και ορισμένες ανεξάρτητες προσωπικότητες εκτός Βουλής, ώστε να περιορισθούν τα περιθώρια μικροκομματικών επιλογών.
Σύγκλιση παρατηρείται, τέλος, και ως προς την αλλαγή του τρόπου ανάδειξης της ηγεσίας της δικαιοσύνης, με προτιμότερη μάλλον την άποψη να αντιστοιχηθεί κατά κάποιο τρόπο προς την επιλογή της ηγεσίας των ανεξάρτητων αρχών. Ως εκ τούτου, η σχετική αρμοδιότητα θα μπορούσε να αφαιρεθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και να ανατεθεί σε όργανο υψηλού κύρους της Βουλής –πχ στη Διάσκεψη των Προέδρων ή στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας– το οποίο θα αποφασίζει με ομοφωνία (ή, άλλως, με αυξημένη πλειοψηφία 4/5), μετά από πρόταση πολλαπλάσιου αριθμού υποψηφίων από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ασφαλιστική δε δικλείδα, αν υπάρξει κωλυσιεργία ή δυστοκία, θα μπορούσε να είναι η ανάθεση της εν λόγω αρμοδιότητας, μετά την παρέλευση συγκεκριμένης προθεσμίας, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας[3].
Β. Η δεύτερη κατεύθυνση της αναθεώρησης είναι η δυσκολότερη, διότι απαιτεί υπέρβαση αγκυλώσεων και εγκατάλειψη στερεοτύπων και βεβαιοτήτων. Ωστόσο, ο σχετικός προβληματισμός είναι πλέον επιτακτικός, ενόψει και των προϊουσών ραγδαίων κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων. Στο πλαίσιο αυτό θα επιχειρήσω να συνοψίσω –και να επικαιροποιήσω– τις σπουδαιότερες από τις προτάσεις που έχω διατυπώσει εν όψει της αναθεώρησης του 2001[4], ως βασική ατζέντα μιας πράγματι μεταρρυθμιστικής συνταγματικής πολιτικής, οι οποίες είναι οι ακόλουθες:
α. Πρώτη προτεραιότητα νομίζω ότι πρέπει να θεωρηθεί η ενίσχυση της λαϊκής κυριαρχίας και των συμμετοχικών μας θεσμών, ως αντίβαρο στην σοβούσα κρίση αντιπροσώπευσης του πολιτικού μας συστήματος. Σημαντικότερο μέτρο θα ήταν, υπό αυτό το πρίσμα, ο εμβολιασμός της πολιτικής μας ζωής με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας (δημοψήφισμα και λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία), προκειμένου να τονωθούν τα κουρασμένα αντανακλαστικά της πολιτικοποίησης και της συμμετοχής στα κοινά. Το προβλεπόμενο σήμερα δημοψήφισμα είναι γράμμα νεκρό. Η σχετική πρωτοβουλία πρέπει να ανήκει στην κυβέρνηση, όπως ισχύει σήμερα, στην Βουλή –με πρόταση 2/5 αλλά όχι με έγκριση των 3/5– και επιπλέον τόσο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως πριν από την αναθεώρηση του 1986, όσο και στον ίδιο τον λαό, με συγκέντρωση συγκεκριμένου αριθμού υπογραφών (αλλά και με ορισμένες εγγυήσεις, ιδίως ως προς την διατύπωση των ερωτημάτων και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων). Ιδιαίτερη έμφαση, μάλιστα, πρέπει να δοθεί στα δημοψηφίσματα για σοβαρούς περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας, περιλαμβανομένων και αυτών που ανακύπτουν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η νομιμοποίηση της οποίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται, όπως έως σήμερα, σαν υπόθεση των «ειδημόνων» και των «τεχνικών της εξουσίας» αλλά ως γνήσια έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Εξόχως διδακτική, άλλωστε, επ’αυτού, είναι η πρόσφατη τραυματική εμπειρία του «μνημονίου», ως προς το οποίο, παρότι συνεπάγεται εμφανώς συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας, όχι μόνον δεν διεξήχθη δημοψήφισμα αλλά ούτε καν υπήρξε μέριμνα ώστε για την ψήφισή του να απαιτηθούν –κατά το άρθρο 28 Σ– τα 3/5 της Βουλής. Πράγματι, αν το «μνημόνιο» είχε εγκριθεί –που θα είχε εγκριθεί στην συγκυρία που καταρτίσθηκε– είτε με δημοψήφισμα είτε, έστω, με πλειοψηφία των 3/5 (οπότε έπρεπε να λάβει και την κατάλληλη προς τούτο νομική μορφή), αφ’ ενός μεν θα είχε την δημοκρατική νομιμοποίηση που απαιτείτο (και που έπρεπε πάντως να επαναλαμβάνεται από την Βουλή και ως προς την επικαιροποίησή του…) αφ’ ετέρου δε θα είχαν αποφευχθεί οι λαϊκίστικοι λεονταρισμοί ορισμένων, οι οποίοι δεν διστάζουν σήμερα, παρά τις τεράστιες ευθύνες τους, να εμφανίζονται σαν τιμητές.
β. Εξ ίσου σημαντική προβάλλει πλέον και η συνταγματική θωράκιση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, που υφίστανται μια ολοένα εντεινόμενη υπονόμευση από τις δυνάμεις τις αγοράς (με αποκορύφωμα βέβαια τα μέτρα που λήφθηκαν βάσει του «μνημονίου»). Η ρητή –και ορθή– αναγνώριση του κοινωνικού κράτους, στην τελευταία αναθεώρηση, δυστυχώς δεν αποδείχθηκε αρκετή. Πρέπει λοιπόν να συμπληρωθεί αφ’ ενός με την ενίσχυση της πολλαπλά βαλλόμενης συλλογικής αυτονομίας (προκειμένου να διασωθούν τουλάχιστον ορισμένες θεμελιώδεις κατακτήσεις του παγκόσμιου εργατικού κινήματος) και αφ’ ετέρου με την κατοχύρωση ενός «εγγυημένου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης». Ο όρος είναι κατά πολύ ευρύτερος του «ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», που συζητείται κατά καιρούς, διότι μπορεί να συμπεριλαμβάνει κάθε είδους παροχές και μέτρα κοινωνικής προστασίας. Ως εκ τούτου μια τέτοια τροποποίηση μπορεί να αποτελέσει το υπόβαθρο όλων των επί μέρους κοινωνικών δικαιωμάτων, καθιερώνοντας ένα είδος σκληρού πυρήνα τους, ενισχύοντας δηλαδή τον δεσμευτικό χαρακτήρα τους και καθιστώντας περισσότερο απτή και διεκδικήσιμη –πολιτικά και δικαστικά– την κοινωνική δικαιοσύνη.
γ. Στα ανωτέρω πρέπει οπωσδήποτε να προστεθεί και μια νέα συνταγματική διευθέτηση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, ώστε να ξεπερασθεί ο μόνος σοβαρός αντιδημοκρατικός και αντιδικαιοκρατικός αναχρονισμός που παρέμεινε στο Σύνταγμα του 1975. Έως τώρα η Νέα Δημοκρατία έχει αρνηθεί τον σχετικό διάλογο με την –εξόχως φιλελεύθερη…– στάση: «ό,τι πει η επίσημη εκκλησία» (ήδη, δε, ορισμένα κακέκτυπα του μακαριστού Χριστόδουλου, που εκπροσωπούν πλέον την «δεξιάν του κυρίου»…). Πολλώ δε μάλλον ούτε αυτοκριτική έχει κάνει για την έως τώρα απαράδεκτη στάση της (με αποκορύφωμα το θέμα των ταυτοτήτων) αλλά ούτε και έχει βρει το θάρρος να επιχειρήσει κάποια ρήξη με τις θεοκρατικές αντιλήψεις που την καταδυναστεύουν. Δυστυχώς, βέβαια, ούτε το ΠΑΣΟΚ προβάλλει καθαρές θέσεις, έχοντας εγκλωβισθεί, για μεγάλο διάστημα, στα προσχήματα και τις υπεκφυγές που κυριάρχησαν στην προηγούμενη αναθεώρηση, οπότε χάθηκε χρυσή ευκαιρία να λήξει αυτή η ιστορική εκκρεμότητα. Ελπίζω ότι η σημερινή του ηγεσία θα επιμείνει στην ανάδειξη του θέματος, αποσαφηνίζοντας τη στάση της και διατυπώνοντας μια ολοκληρωμένη πρόταση που θα αποβλέπει –με όρους τιμής και σεβασμού στην θρησκευτική μας παράδοση– τόσο στην αποεκκλησιαστικοποίηση του Κράτους όσο και στην αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας…
Γ. Ακούστηκαν βέβαια στον έως τώρα δημόσιο διάλογο, εν μέρει δε και στο Συμπόσιο, και άλλες προτάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον, έστω και ως εν μέρει μόνον εφαρμόσιμες:
α. Για παράδειγμα θα ήταν δυνατόν, στο πλαίσιο του ισχύοντος –και μη αναθεωρήσιμου στο σημείο αυτό– πολιτεύματος της προεδρευόμενης δημοκρατίας, να καθιερωθεί άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας (όπως π.χ. στην Πορτογαλία, την Αυστρία και την Φιλανδία), ακόμη και με μερική επαναφορά αρμοδιοτήτων που του αφαίρεσε η αναθεώρηση του 1986 (η οποία επαναφορά ούτως ή άλλως φαίνεται χρήσιμη, για την διασφάλιση «ελέγχων και ισορροπιών στο πλαίσιο της εκτελεστικής εξουσίας). Ωστόσο η άμεση εκλογή δεν είναι δυνατόν να συνδυασθεί με επαναφορά του συνόλου των αρχικών αρμοδιοτήτων, όπως υπονοούν κάποιοι, διότι τότε το πολίτευμά μας θα μετέπιπτε σε «ημιπροεδρική δημοκρατία», τύπου Γαλλίας, την οποία όμως αποκλείει ο μη αναθεωρήσιμος χαρακτήρας της διάταξης περί «προεδρευόμενης δημοκρατίας».
Κατά την άποψή μου, πάντως, άμεση εκλογή θα ήταν χρήσιμο να προταθεί μόνο αν δεν συμπληρώνεται η πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής, ως εναλλακτική λύση αντί των εκλογών, για την ενεργοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας.
β. Επίσης θεωρώ ότι στην κοινοβουλευτική μας παράδοση, όπως έχει διαμορφωθεί υπό το ισχύον (και επίσης μη αναθεωρήσιμο) κοινοβουλευτικό σύστημα, δεν συνάδει η καθιέρωση πλήρους ασυμβιβάστου μεταξύ βουλευτικής και υπουργικής ιδιότητας. Με δεδομένο όμως ότι ο σχετικός προβληματισμός δεν στερείται βάσεως, τίποτε δεν αποκλείει την καθιέρωση ενός ειδικού περιορισμού (πχ ενός ποσοστού 5%), ως προς τα μέλη της Βουλής που θα μπορούν να συμμετέχουν στην εκτελεστική εξουσία, όπως ισχύει στην Αγγλία.
Δ. Τέλος, επιμέρους αλλαγές μπορούν να γίνουν και σε άλλους τομείς, χωρίς όμως να δίνεται η εντύπωση ότι δεν μπορούν να αρχίσουν μεταρρυθμιστικές τομές σε επίπεδο νομοθεσίας:
Δεν χρειαζόταν, για παράδειγμα, νέα συνταγματική αλλαγή για να πραγματοποιηθούν οι σημαντικές τομές που έγιναν στην τοπική αυτοδιοίκηση ή για να αποκατασταθεί η βάναυσα τρωθείσα αξιοκρατίας στη Δημόσια Διοίκηση. Επίσης, δεν προαπαιτείται αναθεώρηση ούτε για μια βαθιά τομή στο κράτος, προς την κατεύθυνση της επιτελικής διοίκησης, ούτε για την ριζική αναδιοργάνωση των ΔΕΚΟ αλλά ούτε και για μια σοβαρή αλλαγή στη δικαιοσύνη (που έχει ήδη δρομολογηθεί) ή στο Πανεπιστήμιο (που εκκρεμεί, αλλά με ορισμένες συνταγματικά ατυχείς, κατά την άποψή μου, προτάσεις[5]).
Δεν χρειάζεται αναθεώρηση για την καθιέρωση εκλογικού νόμου που θα απαλλάξει την πολιτική ζωή από την καταδυνάστευση του σταυρού προτίμησης, ο οποίος οδηγεί, παρά τις όποιες τιμητικές εξαιρέσεις, στην άκρατη βουλευτοκρατία, στην έξαρση του πελατειασμού, στον εκμαυλισμό συνειδήσεων και στην καταθλιπτική επιρροή του μαύρου χρήματος και των διαπλεκόμενων συμφερόντων.
Ωστόσο, με την αναθεώρηση θα μπορούσαν ενδεχομένως να επισφραγισθούν, να θωρακισθούν ή να διευκολυνθούν περαιτέρω τέτοιες αλλαγές:
Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αποσαφηνισθεί ο ρόλος της αυτοδιοίκησης, ως ισότιμου προς την αποκεντρωμένη διοίκηση κρατικού θεσμού, προκειμένου να ξεπερασθούν αρτηριοσκληρωτικές αντιδράσεις της κεντρικής διοίκησης και του Συμβουλίου Επικρατείας. Επίσης θα μπορούσε να προβλεφθεί η δυνατότητα φορολογικής αποκέντρωσης, ως προς τους ΟΤΑ, αλλά και η καθιέρωση μιας μορφής νομοθετικής πρωτοβουλίας ως προς τους νέους θεσμικούς φορείς της αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού (που θα αντικαταστήσουν την ΚΕΔΚΕ και την ΕΝΑΕ).
Θα μπορούσε επίσης να αποφασισθεί μια συνταγματική ενθάρρυνση της κοινωνίας των πολιτών, με συμβολικό κυρίως αλλά και ουσιαστικό χαρακτήρα, προκειμένου να ενισχυθούν, ιδίως, οι ποικίλες μορφές εθελοντισμού και εναλλακτικής πολιτικής συμμετοχής.
Θα ήταν ακόμη χρήσιμο, υπό κάποιες προϋποθέσεις και εφ’ όσον προηγηθούν άλλες αναγκαίες νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, να διασφαλισθεί και συνταγματικά μια μεγαλύτερη ευελιξία στη λειτουργία των Πανεπιστημίων, χωρίς όμως να αναιρεθεί ο δημόσιος χαρακτήρας τους, καθώς και η αυτοδιοίκηση και το άσυλο, που αποτελούν μείζονες εγγυήσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας (και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζονται αλλά και να ρυθμίζονται). Μια τέτοια ευέλικτη νομική μορφή θα επιτρέπει σε καταξιωμένα μη κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια του εξωτερικού να λειτουργήσουν χωρίς προβλήματα στην Ελλάδα, αν βέβαια υπάρξουν σχετικές σοβαρές προτάσεις, ενώ θα αποτρέπει, ταυτόχρονα, την μετατροπή της ανώτατης εκπαίδευσης σε μια μορφή πολυκέφαλου και αφερέγγυου ιδιωτικού ΙΕΚ.
Θα μπορούσαμε, επίσης, αντί να φθάσουμε στην ακραία και ξένη προς την συνταγματική μας παράδοση λύση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που εγκυμονεί ίσως περισσότερα προβλήματα από αυτά που καλείται να επιλύσει, να συζητήσουμε –ως επιστέγασμα μιας ευρύτερης μεταρρύθμισης στην δικαιοσύνη– μια αναθεωρητική πρόταση για την καθιέρωση κάποιων μορφών προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, από το ήδη προβλεπόμενο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, μετά από παραπομπή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του για την έκδοση των νόμων, που ενέχει, ούτως ή άλλως, και έλεγχο συνταγματικότητας).
Θα ήταν σκόπιμο, τέλος, να αναζητηθεί μια συνταγματική διατύπωση η οποία θα διασφαλίζει την εσωκομματική δημοκρατία, ως γενική αρχή που θα αποτρέπει τον κίνδυνο αυταρχικών και αρχηγικών παρεκτροπών, τόσο γενικά όσο και ως προς την ανάδειξη των υποψηφίων, ιδίως εν όψει και της επιβαλλόμενης, κατά τα ανωτέρω, κατάργησης του σταυρού προτίμησης (ο κίνδυνος αυτός, πάντως, προβάλλεται στο σημείο αυτό μάλλον καθ’ υπερβολήν –όταν δεν προβάλλεται υποβολιμαία…– διότι είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία ανάδειξης των υποψηφίων που θα οδηγήσει αναπόφευκτα τα κόμματα, εκόντα άκοντα, σε ενίσχυση των δημοκρατικών χαρακτηριστικών τους)
 

Συμπερασματικά, ενώ υπάρχουν σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που μπορούν να προχωρήσουν με το ισχύον Σύνταγμα, είναι τουλάχιστον άκαιρο και μάλλον παραπλανητικό να μεταθέτουμε την πραγματοποίηση των απαιτούμενων αλλαγών στο μέλλον, με πρόσχημα την συνταγματική αναθεώρηση (το «στρίβειν δια του Συντάγματος» όπως έχει λεχθεί παραστατικά). Η κρίση είναι παρούσα και οι λύσεις για την αντιμετώπισή της πρέπει να αναζητηθούν και να δοθούν τώρα, διότι ενώ για τα οικονομικά μας αποδείχθηκε –ιδίως για τους ασθενέστερους– τραγωδία, για τα θεσμικά μπορεί πράγματι να αποδειχθεί ευκαιρία. Μια ευκαιρία που επιβάλλεται να αξιοποιηθεί αμέσως, στο μέγιστο δυνατό εύρος και με τη μέγιστη εφικτή συναίνεση, για να επισφραγισθεί αργότερα, στην ώρα της, με μια προσεκτική, μετρημένη και θεσμικά πρόσφορη συνταγματική αναθεώρηση.

 


[1] Εισαγωγική ομιλία στο στρογγυλό τραπέζι με το οποίο έκλεισε το ΙΓ΄ Συμπόσιο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» στο Βόλο (25-26.3.2011) με τίτλο «1975-2010: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη – Αποτίμηση και Προοπτικές».

[2] Χαρακτηριστική επιβεβαίωση αυτής της στάσης των κομμάτων είναι η πρόσφατη αναθεωρητική πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας, που εξαγγέλθηκε μάλιστα με πολλές τυμπανοκρουσίες. Είναι γνωστό ότι το 2008 έγινε, ή για να ακριβολογούμε σπαταλήθηκε, μια ολόκληρη αναθεώρηση του Συντάγματος για ένα ουσιαστικά άρθρο: την κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών. Αυτό βέβαια έγινε εν πλήρη γνώσει της τότε κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ότι έτσι δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει νέα αναθεώρηση πριν παρέλθει πενταετία (η οποία πάντως κατά την άποψή μου, που βρίσκεται σε αντίθεση με την κρατούσα γνώμη, αφορά την ολοκλήρωση και όχι την εκκίνηση της σχετικής διαδικασίας). Παρά λοιπόν την έκκληση της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην ολοκληρωθεί η διαδικασία μιας τόσο κολοβής και σόλοικης αναθεώρησης, που τραυμάτισε το κύρος του Συντάγματος, η Νέα Δημοκρατία δεν δίστασε να θυσιάσει μια ολόκληρη πενταετία, για να έρθει σήμερα, τόσο πρόωρα –για να φανεί προφανώς ότι έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων– και χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, να θέσει ξανά ζήτημα αναθεώρησης.
Η έλλειψη αξιοπιστίας, όμως, αφορά και την ουσία. Σύμφωνα με τις διαρροές θα διατυπωθούν, λέει, ρηξικέλευθες και «επαναστατικές» προτάσεις, που θα φέρουν «τα πάνω κάτω» στο πολιτικό σύστημα. Αυτός ο συνταγματικός μαξιμαλισμός, όμως, δεν είναι κάτι νέο στην πολιτική ρητορεία της Νέας Δημοκρατίας. Τα ίδια έλεγε και για την προηγούμενη αναθεώρηση, την οποία μάλιστα δεν δίστασε να αναγάγει, χωρίς αιδώ, σε «εθνικό λόγο μείζονος σημασίας», προκειμένου να προκαλέσει τις εκλογές του 2007. Στην ουσία βέβαια εκείνες οι προτάσεις όχι μόνον δεν περιείχαν τίποτε το ρηξικέλευθο ή το πραγματικά σημαντικό αλλά εγκυμονούσαν και σοβαρούς κινδύνους για εξυπηρέτηση, μέσω της αναθεώρησης, πελατειακών, μικροπολιτικών και ιδιοτελών συμφερόντων. Υπήρχαν βέβαια κατ’εξαίρεση, και κάποια ενδιαφέροντα σημεία, αλλά η συνολική εικόνα ήταν απογοητευτική, με αποτέλεσμα το αναθεωρητικό εγχείρημα να οδηγηθεί, σχεδόν νομοτελειακά, σε πλήρη εκφυλισμό, που αποδόθηκε εύστοχα με το «ώδινεν όρος και έτεκε μυν».

[3] Στο σημείο αυτό, πάντως, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τυχόν υιοθέτηση αυτών των προτάσεων από την Νέα Δημοκρατία θα είναι μάλλον έμπρακτη αυτοκριτική για τις δικές της ιδίως πρακτικές, είτε αυτές αναφέρονται στην πρωτοφανή απαγόρευση στους βουλευτές της –που κατά τα άλλα έχουν «απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση»…– να συμμετέχουν (και ιδίως να ψηφίζουν…) σε εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές είτε αναφέρονται στο εσπευσμένο κλείσιμο της Βουλής, με πρόσχημα τις ευρωεκλογές, προκειμένου να επέλθει παραγραφή συγκεκριμένων αδικημάτων είτε αναφέρονται σε ορισμένες προκλητικά κομματικές επιλογές του πρόσφατου κυβερνητικού της παρελθόντος στην ηγεσία της δικαιοσύνης. Διότι, βέβαια, είναι πρόδηλο ότι αν δεν είχαν προηγηθεί αυτές οι θεσμικές παρεκτροπές δεν θα υπήρχε καν λόγος να συζητούμε σήμερα για συνταγματική αναθεώρηση…

[4] Με την μελέτη μου «Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Εναλλακτικές θέσεις και προτάσεις συνταγματικής πολιτικής» (εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα 2001), στην οποία και παραπέμπω για περαιτέρω ανάλυση και τεκμηρίωση.

[5] Ως προς τις οποίες παραπέμπω στο άρθρο μου «Το Σύνταγμα και οι μάνατζερ των ΑΕΙ», Βήμα της Κυριακής, 31.12.2010.