Προτεινόμενες διαδικασίες επιλογής συνταγματικών δικαστών σε περίπτωση ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα

(Βασίλης Νάιντος, Φοιτητής ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου, Νομική Σχολή ΑΠΘ)

Ι. Η πρόταση Βενιζέλου

Ο Βενιζέλος[1] προτείνει την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου το οποίο θα συγκροτείται από 11 δικαστές, με μία, μη ανανεώσιμη θητεία 7 ετών. Οι δικαστές θα επιλέγονται από την ολομέλεια της Βουλής με την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 τουλάχιστον του όλου αριθμού των βουλευτών, μετά από πρόταση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής και δημόσια ακρόαση των προτεινομένων. Η επιλογή των μελών θα γίνεται από το σύνολο των ανωτέρων και ανωτάτων δικαστικών λειτουργών όλων των κλάδων και των καθηγητών νομικών μαθημάτων των Ανωτάτων Ιδρυμάτων, που είναι δημόσιοι λειτουργοί. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι του Δικαστηρίου θα ορίζονται με την ίδια διαδικασία μεταξύ των μελών του.

ΙΙ. Η πρόταση Βαρβιτσιώτη

Ο Βαρβιτσιώτης[2] προτείνει την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο θα αποτελείται από 11 δικαστές, με μη ανανεώσιμη εννεαετή θητεία. Τα μέλη του Δικαστηρίου θα πρέπει να έχουν συμπληρώσει το πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους. Δεν κρίνει σκόπιμη όμως ο Βαρβιτσιώτης τη θέσπιση ορίου ηλικίας για την αποχώρηση των συνταγματικών δικαστών, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να στερήσει το Δικαστήριο από έμπειρους και καταξιωμένους δικαστές και επιστήμονες.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την πρόταση αυτή από τα 11 μέλη το Δικαστηρίου τα τέσσερα θα ορίζονται από την Κυβέρνηση, τα τέσσερα με πλειοψηφία των 3/5 του συνολικού αριθμού των βουλευτών, και ανά ένας από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τα τρία μάλιστα μέλη που θα ορίζονται από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων θα πρέπει να είναι εν ενεργεία μέλη του οικείου δικαστηρίου. Ο δε Πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα πρέπει να επιλέγεται από την Κυβέρνηση μεταξύ του συνόλου των μελών του.

Τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν επιτρέπεται να έχουν κάποια άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Θα συνεπικουρούνται από δέκα «πάρεδρα μέλη», με ισόχρονη θητεία, τα οποία θα επιλέγονται μεταξύ δικαστών με βαθμό εφέτη ή παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και δικηγόρων που είναι τουλάχιστον διδάκτορες δημοσίου δικαίου.

Τέλος και προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχεια του Συνταγματικού Δικαστηρίου και να αποφευχθεί η αλλαγή όλων των μελών του στο τέλος της θητείας, προτείνει την ανά τριετία ανανέωση των μελών με τη θέσπιση μεταβατικής διάταξης, με βάση την οποία, κατά την πρώτη συνεδρίασή του, ο Πρόεδρος θα κληρώνει τέσσερα εκ των μελών του Δικαστηρίου, τα οποία θα ορίζονται με μειωμένη τριετή θητεία και άλλα τέσσερα μέλη με θητεία έξι ετών. Έτσι θα υπάρχει ανανέωση των μελών του Δικαστηρίου ανά τριετία, με τέσσερα μέλη κάθε φορά.

ΙΙΙ. Η πρόταση Διαμαντόπουλου

Ο Διαμαντόπουλος[3] προτείνει οι συνταγματικοί δικαστές να εκλέγονται με παρεμφερή τρόπο με αυτόν που προτείνει για τη ηγεσία των Ανωτάτων Δικαστηρίων: με πλειοψηφία 2/3 ή 3/4 του συνόλου των μελών από ένα όργανο κατά βάση πολιτικό το οποίο θα επιλέγει μόνο μεταξύ ανώτατων δικαστών με συγκεκριμένο βαθμό αρχαιότητας. Στο εν λόγω όργανο θα πρέπει να αντιπροσωπεύονται κατ’ αναλογία της κοινοβουλευτικής τους δύναμης όλα τα κόμματα, τα οποία θα υπερβαίνουν ένα αξιόλογο εκλογικό ποσοστό κατά την τελευταία εκλογική έκφραση του λαού. Στο εν λόγω όργανο θα πρέπει να συμμετέχουν και οι πρόεδροι των δύο ή τριών μεγαλύτερων δικηγορικών συλλόγων, οι κοσμήτορες των νομικών σχολών ή/και οι πρόεδροι των νομικών τμημάτων των ελληνικών πανεπιστημίων, καθώς και ο απερχόμενος δικαστικός λειτουργός του οποίου επιδιώκεται να εκλεγεί ο διάδοχος.

Εναλλακτικά, εφόσον δεν επιτευχθούν οι απαιτούμενες πλειοψηφίες προτείνει ο Διαμαντόπουλος[4] ένα παρεμφερές σύστημα με αυτό του γαλλικού: ο ΠτΔ, ο Πρόεδρος της Βουλής, ο Πρόεδρος της Γερουσίας (εφόσον συσταθεί), οι αρχηγοί των δύο μεγαλύτερων κοινοβουλευτικών δυνάμεων, οι πρόεδροι του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και οι κοσμήτορες των νομικών σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης θα επιλέγουν από έναν συνταγματικό δικαστή, ενώ ενδεχομένως μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα έπρεπε να είναι και πρώην ΠτΔ. Η δε επιλογή θα γίνεται μεταξύ καθηγητών νομικών σχολών, διδακτόρων δημοσίου δικαίου, ανωτάτων δικαστών εν ενεργεία ή επί τιμή, διδακτόρων πολιτικών επιστημών που θα είναι και πτυχιούχοι νομικής καθώς και πρώην πρωθυπουργών και πρώην υπουργών Δικαιοσύνης ή πρώην προέδρων της Βουλής και οι πρώην ΠτΔ εφόσον δεν είναι αυτοδικαίως μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

ΙV. Η πρόταση Χρυσόγονου

Ο Χρυσόγονος προτείνει[5] με τη σειρά του το Συνταγματικό Δικαστήριο να έχει έναν αριθμό μελών κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή να είναι σχετικά ολιγομελές. Επίσης, να έχει σχετικά μακρόχρονη και μη ανανεώσιμη θητεία. Τα μέλη θα πρέπει κατά βάση να εκλέγονται από σχηματισμούς της Βουλής κατά τρόπο που να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή αποδοχή τους ή τουλάχιστον εξισορρόπηση των απόψεων. Ένας αριθμός θα μπορούσε να εκλέγεται από τα ανώτατα δικαστήρια, με εκλόγιμους στην περίπτωση αυτή όσους υπηρετούν στο αντίστοιχο δικαστήριο, ενώ σε σχέση με τη Βουλή εκλόγιμοι θα μπορούσαν να είναι εκτός από δικαστές των ανωτάτων δικαστηρίων και καθηγητές νομικών σχολών δημόσιων πανεπιστημίων. Κατά τον Χρυσόγονο θα μπορούσε να συζητηθεί το ενδεχόμενο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να ορίζει ένα ή περισσότερα μέλη, εφόσον και εκείνος εκλέγεται με ευρύτερη νομιμοποίηση από τη Βουλή. Επειδή όμως ο τρόπος που θα ψήφιζε ένα μέλος που θα οριζόταν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα μπορούσε να εμπλέξει και τον ρυθμιστή του πολιτεύματος σε πολιτική διαμάχη, θα πρέπει ένας τέτοιος ορισμός να γίνεται ως έσχατη λύση π.χ. σε περίπτωση θανάτου ή παραίτησης ενός μόνο μέλους του Συνταγματικού Δικαστηρίου, εκλεγμένου από τη Βουλή και αδυναμίας της τελευταίας να εκλέξει τον διάδοχό του με την απαιτούμενη πλειοψηφία.

V. Η πρόταση Ματθία

Ο επίτιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Στ. Ματθίας έχοντας ως πρότυπό του το γαλλικό σύστημα προτείνει[6] το Συνταγματικό Δικαστήριο να είναι ολιγομελές (7-9 τακτικά και 5 αναπληρωματικά μέλη, με τη βοήθεια εισηγητών και γραμματείας). Τα μέλη του να μην είναι απαραίτητο να είναι όλοι νομομαθείς, αλλά να έχουν γενική παιδεία και κοινωνική πείρα, να διακρίνονται για το ανώτερο ήθος τους και να χαίρουν γενικής εκτίμησης και αναγνώρισης. Στα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα πρέπει να περιλαμβάνονται και δημοσιολόγοι, που θα έχουν γνώσεις ειδικές πάνω στα διάφορα ζητήματα αντισυνταγματικότητας και οι οποίοι θα συντάσσουν και τις αποφάσεις. Το δικαίωμα πρότασης μπορεί να ανατεθεί σε «κορυφαίους πολιτειακούς παράγοντες», ενώ η Βουλή θα έχει το δικαίωμα έγκρισης με αυξημένη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Τέλος η θητεία των δικαστών θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 6ετής και μη ανανεώσιμη, ενώ η σύνθεση του Δικαστηρίου θα πρέπει να ανανεώνεται τμηματικά, προκειμένου οι εναπομείναντες δικαστές να μεταδίδουν την πείρα τους στους νέους.

VI. Η πρόταση από το βιβλίο «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα»

Οι Ν. Αλιβιζάτος, Π. Βουρλούμης, Γ. Γεραπετρίτης, Γ. Κτιστάκις, Σ. Μάνος, Φ. Σπυρόπουλος προτείνουν[7] στο βιβλίο τους «Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα» την εισαγωγή του συστήματος της ενιαίας δικαιοδοσίας, με ένα και μόνο Ανώτατο Δικαστήριο, με σκοπό τη διασφάλιση της ενότητας της νομολογίας και κυρίως την εξυπηρέτηση του διαδίκου. Όλα τα προβλεπόμενα σήμερα ανώτατα δικαστήρια πρέπει να καταργηθούν. Το (ένα και μόνο) Ανώτατο Δικαστήριο θα είναι και Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο θα συγκροτείται κατά τα δύο τρίτα από ισόβιους δικαστές και κατά το ένα τρίτο από νομικούς εγνωσμένης πείρας, τους οποίους επιλέγει το ίδιο. Η προαγωγή στη θέση του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα γίνεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με επιλογή από κατάλογο τριών υποψηφίων, ο οποίος θα καταρτίζεται από την ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου. Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας θα είναι δικαστικώς ανέλεγκτη.

VII. Η πρόταση από την ομάδα εργασίας νομικών και πολιτικών επιστημόνων με συντονιστή τον Κατρούγκαλο

Η ομάδα εργασίας νομικών και πολιτικών επιστημόνων υπό το συντονισμό του Κατρούγκαλου προτείνει[8] το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο να έχει ουσιαστικά θέση Συνταγματικού Δικαστηρίου, έχοντας την αρμοδιότητα μεταξύ άλλων να εκδικάζει ένσταση περί ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας νόμου πριν από τη δημοσίευσή του, η οποία θα υποβάλλεται από 120 βουλευτές ή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον Πρόεδρο της Βουλής καθώς και να κρίνει «με δεσμευτική δύναμη» για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα νόμου, κατόπιν υποχρεωτικής παραπομπής από οποιοδήποτε δικαστήριο που κρίνει ότι η συγκεκριμένη διάταξη νόμου είναι αντισυνταγματική. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο θα συγκροτείται από εννέα μέλη, τα οποία θα έχουν εννεαετή θητεία με δυνατότητα επανεκλογής για μία μόνο φορά. Μέλη του δικαστηρίου μπορεί να είναι εν ενεργεία ή διατελέσαντες ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί ή τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων ΑΕΙ της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, εφόσον δεν έχουν υπερβεί το 70ο έτος της ηλικίας τους. Τρία από αυτά θα ορίζονται από τον ΠτΔ, τρία από τη Βουλή με ψηφοφορία κατά την οποία κάθε βουλευτής μπορεί να ψηφίσει μόνον έναν υποψήφιο, και τρία με απλή πλειοψηφία σε ψηφοφορία του συνόλου των δικαστών του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι οποίοι θα συγκαλούνται σε κοινή ολομέλεια από τον αρχαιότερο από τους προέδρους των δικαστηρίων αυτών. Ο δε Πρόεδρος του Δικαστηρίου θα ορίζεται από τον ΠτΔ. Το Δικαστήριο θα εκλέγει τον Αντιπρόεδρό του μεταξύ των μελών του.

Τέλος, τα καθήκοντα του μέλους του δικαστηρίου θα είναι ασυμβίβαστα με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, θέση ή έργο.

—————————————————————————-

[1] Ε. Βενιζέλος, Η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, σε: Ε. Βενιζέλο/ Κ. Χρυσόγονο, Το πρόβλημα της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σελ. 29-30 και ο ίδιος, Το συνταγματικό δικαστήριο, στην ιστοσελίδα: http://www.evenizelos.gr/25-programm-proposals/state/justice/617-2009-04-18-13-19-55.html (τελευταία πρόσβαση 30/5/2017).

[2] Ι. Μ. Βαρβιτσιώτης, Η αναγκαία αναθεώρηση – Για ένα σύγχρονο σύνταγμα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σελ. 84-86.

[3] Θ. Διαμαντόπουλος, Θεσμοί – Κρίση και Ρήξη, Αθήνα 2016, σελ. 68, 70-71.

[4] Θ. Διαμαντόπουλος, ό.π. (σημ. 82), σελ. 277-278.

[5] Κ. Χρυσόγονος, Παρόν και μέλλον της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, σε: Ε. Βενιζέλο/ Κ. Χρυσόγονο, Το πρόβλημα της συνταγματικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σελ. 121-122.

[6] Στ. Ματθίας, Το Συνταγματικό Δικαστήριο, σε: Α. Μανιτάκη/ Α. Φωτιάδου, Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 114.

[7] Ν. Αλιβιζάτος/ Π. Βουρλούμης/ Γ. Γεραπετρίτης/ Γ. Κτιστάκις/ Σ. Μάνος/ Φ. Σπυρόπουλος, Ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα, Εφημερίδα Η Καθημερινή, Ειδική έκδοση, 5 Ιουνίου 2016, σελ. 9, 46-47, στην ιστοσελίδα: http://s.kathimerini.gr/resources/toolip/doc/2016/06/08/syntagma_20160605.pdf (τελευταία πρόσβαση 30/5/2017).

[8] Γ. Κατρούγκαλος (συντονιστής)/ Χ. Βερναρδάκης/ Α. Δημητρόπουλος/ Κ. Ζώρας/ Η. Νικολόπουλος/ Κ. Χρυσόγονος, Συνοπτική παρουσίαση της πρότασης για μία προοδευτική αναθεώρηση, σελ. 67-68, στην ιστοσελίδα: http://www.iefimerida.gr/sites/default/files/protasi_syntagmatikis_anatheorisis_katrougkalos.pdf (τελευταία πρόσβαση 30/5/2017).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

5 × 2 =