Μέσα στην ερχόμενη βδομάδα θα διεξαχθεί η πρώτη συζήτηση στην Ολομέλεια για τον καθορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων, με βάση την σχετική πρόταση της Επιτροπής Αναθεώρησης. Η πρόταση αυτή επιβεβαιώνει τελικά τις προβλέψεις ότι το όλο εγχείρημα ήταν εξ αρχής υπονομευμένο, όχι μόνον διότι εντασσόταν σε ένα διχαστικό κλίμα, που δεν ευνοούσε ευρύτερες συναινέσεις και συγκλίσεις, αλλά και λόγω των πολλαπλών ατυχών πολιτικών χειρισμών που καθόρισαν την πορεία του αλλά και θέτουν, πλέον, ευθέως σε κίνδυνο την προοπτική του.
Οι χειρισμοί αυτοί αφορούν και τα δύο κόμματα που μπορούσαν να αναλάβουν την σχετική αναθεωρητική πρωτοβουλία.
Η μεν αξιωματική αντιπολίτευση, που διακήρυττε πριν από τις εκλογές του 2012 ότι η αναθεώρηση αποτελούσε μια από τις πρώτες της προτεραιότητες, δεν έκανε καμία σχετική κίνηση αφότου κέρδισε τις εκλογές –με ευθύνη και του τότε συγκυβερνώντος ΠΑΣΟΚ– και θυμήθηκε την αναθεώρηση απλώς προσχηματικά, λίγο πριν (και προκειμένου να αποτρέψει) τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Στη συνέχεια δε, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τελικά την σχετική πρωτοβουλία, προέβαλε μια άκρως προβληματική άποψη, σύμφωνα με την οποία θα προτείνουν όλοι τις διατάξεις που κρίνουν αναθεωρητέες, θα συμφωνηθεί ότι θα ψηφισθούν με αυξημένη πλειοψηφία (τουλάχιστον 180) και στη συνέχεια θα αποφασίσει η κυβερνητική πλειοψηφία της επόμενης Βουλής (με 151). Ένα είδος πολιτικού «πάρτα όλα», δηλαδή, από το οποίο ελλείπει εμφανώς η θεσμική σοβαρότητα…
Αλλά και η κυβερνητική πλειοψηφία κάθε άλλο παρά διακρίθηκε για την θεσμική αξιοπιστία της. Εν πρώτοις, διότι υπέταξε το όλο εγχείρημα σε μια εμφανώς «κυβερνητική» λογική, εκχωρώντας (για δύο σχεδόν χρόνια) την σχετική συζήτηση στις αδιάφορες –και εν τέλει αναξιοποίητες– «διαδικασίες διαλόγου» μιας αμφιλεγόμενης Επιτροπής και υποβαθμίζοντας έτσι πλήρως τον ρόλο της Βουλής, η οποία κλήθηκε εν τέλει πολύ καθυστερημένα –στο «παρά πέντε»– να ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό, που τυπικώς ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητά της. Κατά δεύτερον, δε, διότι ακόμη και όταν ανέλαβε την αναθεωρητική πρωτοβουλία –υποβάλλοντας μάλιστα σχετικά μετριοπαθείς προτάσεις, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση διαλόγου– φρόντισε να τις υπονομεύσει εγγενώς, προτάσσοντας αξιωματικά και μάλλον προκλητικά –ως προς την επιζητούμενη συναίνεση– την άποψη ότι όποια απόφαση της Βουλής αυτής συγκεντρώσει τουλάχιστον 151 ψήφους δεσμεύει άνευ ετέρου την επόμενη Βουλή.
Το ζήτημα της δέσμευσης της δεύτερης Βουλής από θεωρητική άποψη έχει πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές και αυτό φάνηκε από την διεξοδική συζήτηση που διεξήχθη έως τώρα στις στήλες του περιοδικού του Ομίλου μας. Ωστόσο, η συγκεκριμένη επίκλησή της αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν ως προς το πώς μια επιστημονική άποψη μπορεί, «εργαλειοποιούμενη», να οδηγήσει στα ακριβώς αντίθετα πολιτικά αποτελέσματα από αυτά που υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτήν. Και εξηγούμαι:
Α. Από όλη τη συζήτηση που διεξήχθη στο περιοδικό προκύπτει αναμφίβολα ότι υπάρχει μια «κρατούσα» επί του θέματος γνώμη, σύμφωνα με την οποία η πρώτη Βουλή απλώς αποφασίζει για τις αναθεωρητέες διατάξεις, ενώ η δεύτερη είναι ελεύθερη να αποφασίσει ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο των προταθεισών διατάξεων (χωρίς όμως να προσθέσει νέες). Η επιχειρηματολογία υπέρ αυτής της άποψης, την οποία συνοψίζει εύστοχα και επιγραμματικά ο Χ. Ανθόπουλος στο πρόσφατο κείμενό του στο Constitutionalism (Η ελευθερία της Αναθεωρητικής Βουλής, 28.1.2019) είναι ισχυρή, καθώς βρίσκει έρεισμα τόσο στην ιστορική όσο και στην γραμματική και την συστηματική ερμηνεία. Ωστόσο, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι υπάρχουν συγκεκριμένα κενά, τα οποία επιτρέπουν κατ’αρχήν μια διαφορετική προσέγγιση. Δεν σκοπεύω να επαναλάβω –αλλά ούτε και υιοθετώ– όλα τα σχετικά επιχειρήματα (που παρατίθενται αναλυτικά από τον Κ. Γιαννακόπουλο, Η δυνατότητα δέσμευσης της Αναθεωρητικής Βουλής από τις ουσιαστικές κατευθύνσεις της προτείνουσας Βουλής Constitutionalism, 27.11.2018, Η συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι πολιτικό στοίχημα, Constitutionalism 28.1.2019 και συνοψίζονται, επίσης, από τον Χ. Ανθόπουλο, ό.π.). Θα σταθώ όμως ιδιαίτερα σε εκείνα τα σημεία τα οποία, κατά την άποψή μου, προκαλούν πράγματι ρωγμές στην κρατούσα γνώμη, κλονίζοντας, αν μη τι άλλο, τις ερμηνευτικές της βεβαιότητες.
Εν πρώτοις, οι ιστορικές καταβολές της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης αναφέρονται σε Συντάγματα στα οποία οι προβλεπόμενες αναθεωρητικές διαδικασίες ουδέποτε εφαρμόσθηκαν, κάτι που καθιστά αμφίβολης χρησιμότητας τις σχετικές πολιτικές συζητήσεις που είχαν λάβει χώρα επ’αυτών. Άρα η μόνη όντως αξιοποιήσιμη ιστορική ερμηνεία είναι τελικά αυτή που αφορά την συζήτηση για την ισχύουσα συνταγματική διάταξη του άρθρου 110, που δεν είναι δα και τόσο διαφωτιστική.
Κατά δεύτερον, η γραμματική ερμηνεία αφήνει περιθώρια και για μια άλλη προσέγγιση, καθώς η σχετική διατύπωση, ως προς την απόφαση της Βουλής, αναφέρεται πρώτα στην «διαπίστωση» ως προς την «ανάγκη αναθεώρησης του Συντάγματος» (που δεν νοείται, βέβαια, ερήμην της συζήτησης για το περιεχόμενο…) και στην συνέχεια για «ειδικό καθορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων».
Κατά τρίτον, η σημασία που αποδίδεται στην παρεμβολή του εκλογικού σώματος είναι σε κάθε περίπτωση υπερβολική. Δεν μπορεί βέβαια να αρνηθεί κανείς ότι οι εκλογές που μεσολαβούν δεν είναι αδιάφορες ως προς την ερμηνεία της διάταξης. Από το σημείο όμως αυτό μέχρι του να αναγορεύονται –εν τοις πράγμασι– σε «οιονεί δημοψήφισμα», ως προς την εξέλιξη της αναθεώρησης, η απόσταση είναι τεράστια. Αν το Σύνταγμά μας ήθελε πράγματι τόσο ενεργό ρόλο του εκλογικού σώματος στην αναθεωρητική διαδικασία θα είχε προβλέψει είτε πραγματικό συνταγματικό δημοψήφισμα, μετά την απόφαση της Βουλής (το οποίο, παρότι δεν το προτείνω, είναι κατά την άποψή μου συμβατό με το αντιπροσωπευτικό σύστημα) είτε, τουλάχιστον, άμεση διάλυση της Βουλής, μετά την απόφασή της για αναθεώρηση (ώστε να υπάρχει μια μορφή «αιτιώδους συνάφειας» μεταξύ εκλογών και αναθεώρησης, όπως συμβαίνει σε ορισμένες χώρες με παρεμφερές σύστημα– βλ. τις σχετικές παραπομπές του Χ. Ανθόπουλου, ό.π.). Όπως όμως προβλέπονται οι εκλογές –δηλαδή ενδεχομένως και τρία χρόνια μετά από την πρώτη απόφαση για αναθεώρηση– το μόνο βέβαιο είναι ότι ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε η τελική απόφαση να είναι απόρροια μιας ώριμης και αποστασιοποιημένης από ευκαιριακές συμπράξεις συζήτησης, στην οποία θα εμπλέκονται οι βουλευτές δύο Βουλών. Από εκεί και πέρα πάντως, και με επίκληση των δεδομένων της κοινής πείρας, είναι πέραν ή βέβαιον ότι ελάχιστοι εκλογείς θα συνυπολογίσουν, όταν έρθει η ώρα των εκλογών, τι υποστηρίζουν τα κόμματα για την αναθεώρηση. Οι περισσότεροι δεν θα τις θυμούνται καν…
Επιπλέον, η σχετική επιχειρηματολογία για την ανάδειξη κομμάτων και όχι βουλευτών έχει σχετική μόνον αξία, διότι, όπως έχει αποδειχθεί επανειλημμένα, η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι ένα προνομιακό πεδίο για την κατά συνείδηση ψήφο των βουλευτών, χωρίς ιδιαίτερες δεσμεύσεις από κομματικές γραμμές…
Αλλά και αν ήθελε υποτεθεί ότι η αναθεώρηση θα παίξει κάποιο ρόλο στις αποφάσεις του εκλογικού σώματος, αυτό θα αφορά τις αναθεωρητέες διατάξεις, in abstracto, ή το συγκεκριμένο προτεινόμενο περιεχόμενό τους, που πρέπει άρα να είναι σαφές και πολιτικά αιτιολογημένο; Είναι δυνατόν να θεωρείται καθοριστική η διαμεσολάβηση του εκλογικού σώματος για κάτι που στην καλύτερη περίπτωση θα του είναι άγνωστο (απλές συνταγματικές διατάξεις) και στην χειρότερη ενδέχεται και θα έχει τεθεί εντελώς παραπλανητικά, όπως συνέβη με το ασυμβίβαστο των βουλευτών;
Το τελευταίο αυτό παράδειγμα μας οδηγεί και στον τέταρτο λόγο, ο οποίος κατά την άποψή μου είναι και ο πλέον ισχυρός. Είναι δυνατόν να λαμβάνει η πρώτη Βουλή μια απόφαση μια ευρύτατη πλειοψηφία, γνωρίζοντας ότι η ψήφος του αφορά συγκεκριμένη αναθεωρητική κατεύθυνση (που προκύπτει σαφώς, σε όλες τις προηγούμενες αναθεωρήσεις, από τις προτάσεις των Επιτροπών Αναθεώρησης) και να έρχεται μια απλή κυβερνητική πλειοψηφία –ή/και τυχάρπαστη, όπως συνέβη με το ασυμβίβαστο– και να στρέφει την αναθεώρηση προς εντελώς διαφορετική κατεύθυνση; Δεν είναι αυτό υφαρπαγή της ψήφου των βουλευτών αν όχι πολιτική εξαπάτησή τους;
Διατυπώνεται βέβαια το επιχείρημα –το οποίο επικαλέσθηκε και η ΑΕΔ 11/2003– ότι σε καμία τελική πρόταση πρώτης Βουλής, στις έως τώρα αναθεωρήσεις, δεν συμπεριλαμβάνεται και η κατεύθυνση. Ωστόσο το επιχείρημα αυτό είναι όχι μόνον τυπολατρικό («πετάει την μπάλα στην εξέδρα» όπως είχα υποστηρίξει παλαιότερα, με αφορμή την υπόθεση του ασυμβιβάστου) αλλά και παραπλανητικό. Η πρόταση των Επιτροπών, έως τώρα, ήταν ένα είδος αιτιολογικής έκθεσης, και με βάση αυτό ψήφιζαν όλοι οι βουλευτές. Δεν νοείται πρόταση στην οποία ο βουλευτής δεν έχει υπ’όψιν του το περιεχόμενο. Εκτός αν θεωρήσουμε θεμιτή την αναθεώρηση «πάρτα όλα», που είχε προτείνει, κατά τα ανωτέρω, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή την ακόμη πιο ρηξικέλευθη –αλλά και προβληματική– πρόταση που είχε υποβάλει στην προηγούμενη αναθεώρηση ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (να κριθούν όλες οι διατάξεις, πλην των μη αναθεωρήσιμων, κατ’αρχήν αναθεωρητέες και όποιος κερδίζει τις εκλογές να αποφασίζει, ακόμη και με 151, ποιες θα αναθεωρήσει και προς ποια κατεύθυνση…).
Β. Με δεδομένο λοιπόν, κατά την γνώμη μου, το έωλο του εν λόγω επιχειρήματος, ερωτάται: Έχει καμία σημασία, τελικά, η απαίτηση του Συντάγματος να υπάρχει η αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 σε μία τουλάχιστον από τις δύο ψηφοφορίες; Εδώ παρατηρείται μια αντίφαση. Από την μια εξαίρεται, στην επιχειρηματολογία των υπερμάχων της κρατούσας γνώμης, ο συναινετικός χαρακτήρας της αναθεώρησης και από την άλλη υποτιμάται η σημασία της συγκεκριμένης πρόβλεψης για την εν λόγω πλειοψηφία των 3/5, που κατ’εξοχήν εκφράζει αυτόν τον χαρακτήρα. Διότι πώς να εξηγήσει κανείς το ότι μια απλή κυβερνητική (ή/και ευκαιριακή) πλειοψηφία μπορεί να αναιρεί την απαιτούμενη και εκφρασθείσα ήδη, στην πρώτη ψηφοφορία, συναίνεση; Αν το ζητούμενο ήταν η εντολή του εκλογικού σώματος και όχι η συναίνεση, γιατί ο συνταγματικός νομοθέτης δεν αρκέσθηκε σε πλειοψηφία των 151 και στις δύο ψηφοφορίες;
Η απάντηση κατά την άποψή μου είναι απλή. Το καθοριστικό κριτήριο του συνταγματικού νομοθέτη για την αναθεώρηση ήταν ευθύς εξ αρχής η συναίνεση των 3/5, δηλαδή μιας πλειοψηφίας που δεν θα ταυτίζεται με την κυβερνητική, ακριβώς για να αποφεύγεται η επιβολή ευκαιριακών θέσεων. Το ότι θέλησε αυτή η συναίνεση να υπάρχει σε μια τουλάχιστον από τις δύο Βουλές, δείχνει ότι αντιλαμβάνεται την αναθεωρητική διαδικασία σαν οιονεί «σύνθετη νομοθετική ενέργεια», με ισότιμο και διαλεκτικά συνδεδεμένο τον ρόλο των δύο Βουλών, προκειμένου να πληρούται, ταυτόχρονα, και το κριτήριο της ωριμότητας των σχετικών αποφάσεων. Κι αυτό μας οδηγεί σε ένα δεύτερο συμπέρασμα. Το κριτήριο για το ποια απόφαση δεσμεύει δεν μπορεί κατ’αρχήν να είναι διαφορετικό από το κριτήριο για το ποια αναθεώρηση θέλει το Σύνταγμα, δηλαδή από το κριτήριο των 3/5. Με άλλα λόγια, η απόφαση που δεσμεύει, ανεξαρτήτως πρώτης ή δεύτερης Βουλής, δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν των 3/5. Ειδικότερα:
Αν κάποια πρόταση συγκεντρώσει στην πρώτη Βουλή 180 τουλάχιστον βουλευτές και η επόμενη Βουλή αποδεχθεί την πρόταση, με 151, υπάρχει δέσμευση ως προς την κατεύθυνση της πρώτης Βουλής. Αν όμως συμβεί το αντίθετο, είναι αδιανόητο η ψήφος των 151 της πρώτης Βουλής να δεσμεύουν τους 180 (και πάνω) της επόμενης Βουλής. Αν, τέλος, οι αποφάσεις υπερβαίνουν τα 3/5 και στις δύο Βουλές, τότε (και μόνο τότε) έχει νόημα να προσφύγουμε –επικουρικά– στο πρόσθετο κριτήριο της ευρύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησης που απολαμβάνει η δεύτερη Βουλή, λόγω της παρεμβολής των εκλογών (καταλήγοντας, έτσι, στην μη δέσμευσή της).
Β. Ωστόσο μια τέτοια, τελολογική σε τελευταία ανάλυση, προσέγγιση, δεν συγκρούεται απλώς με τις ερμηνευτικές βεβαιότητες της κρατούσας γνώμης, οι οποίες σε ακραίες περιπτώσεις οδηγούν, κατά την άποψή μου, σε νομικοπολιτικό absurdum. Ταυτόχρονα θέτουν επί τάπητος και την προβληματικότητα των χειρισμών της πλειοψηφίας επί του θέματος. Ας δούμε όμως ακριβώς τι ακριβώς έκανε αυτή η κυβερνητική πλειοψηφία:
Αντί να προτάξει το ζήτημα της συναίνεσης στην (παρούσα) πρώτη Βουλή, προκειμένου να επιτευχθούν, μέσα σε κλίμα ανοιχτού και εποικοδομητικού διαλόγου, ευρείες και πολιτικά δεσμευτικές (με «συμφωνία κυρίων» ως προς την κατεύθυνση) πλειοψηφίες, έσπευσε να τορπιλίσει εξ αρχής το κλίμα της συνεννόησης, απειλώντας ουσιαστικά την αντιπολίτευση ότι και με απλή κυβερνητική πλειοψηφία των 151 θα δεσμεύσει την επόμενη Βουλή ως προς την πορεία της αναθεώρησης, ακόμη και αν εκεί διαμορφωθεί μια πολύ ισχυρότερη αντίθετη πλειοψηφία (πχ 200 βουλευτών). Αντιτάσσοντας, δηλαδή, ένα άλλο, ίσως και πιο ακραίο, νομικοπολιτικό absurdum, το οποίο μάλιστα ισχυρίζεται ότι θα μπορέσει να επιβάλει μέσω της δικαστικής οδού.
Πέρα από το ότι η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου των αναθεωρημένων διατάξεων δεν είναι, καθεαυτήν, διόλου αυτονόητη (διότι το όλο ζήτημα είναι εξαιρετικά ακανθώδες και δεν αντιμετωπίζεται με την λογική του άσπρου-μαύρου, όπως έδειξε η όλη συζήτηση στο Constitutionalism και οι εκεί παραπομπές), η μεγάλη μου απορία είναι η ακόλουθη:
Ακόμη και αν παραβλέψουμε το ότι η αντιπολίτευση μπορεί απλώς να μην ψηφίσει καμία διάταξη και ταυτόχρονα δεχθούμε ότι είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, είναι δυνατόν ένα κόμμα που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της αναθεώρησης να κουνάει κατ’αυτόν τον τρόπο το δάχτυλο στην αντιπολίτευση και να θεωρεί ότι μπορεί να επιτύχει διά της δικαστικής οδού μια αναθεώρηση, αντί να φροντίσει να διασφαλίσει την αναγκαία πολιτική συναίνεση; Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα θεωρητική άσκηση, σε μια εξειδικευμένη επιστημονική συζήτηση, αλλά είναι δυνατόν να θεωρηθεί σοβαρή νομικοπολιτική αντιμετώπιση της αναθεώρησης;
Εκτός αν, βέβαια, και η κυβερνητική πλειοψηφία, όπως και η αξιωματική αντιπολίτευση, αναζητούν απλώς προσχήματα για να μην γίνει καμία σοβαρή τροποποίηση, πέραν των ελαχίστων που φαίνεται να συγκεντρώνουν κάπως ευρεία συναίνεση. Αυτό όμως δεν οδηγεί απλώς σε απαξίωση το συγκεκριμένο αναθεωρητικό εγχείρημα αλλά και θέτει το ευρύτερο ζήτημα της θεσμικής αξιοπιστίας των πολιτικών δυνάμεων, που ήδη αποτελεί ένα από τα μείζονα ζητήματα της παρούσας συγκυρίας. Και αυτό φοβούμαι ότι θα φανεί ανάγλυφα στην επικείμενη συζήτηση στην Ολομέλεια. Με δεδομένη ούτως ή άλλως την άκρως επιφυλακτική στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν η κυβερνητική πλειοψηφία δεν ανακρούσει, έστω και την τελευταία στιγμή, πρύμναν και δεν εγκαταλείψει την προαναφερθείσα αδιέξοδη και πολιτικάντικη τακτική της, ως προς την δέσμευση της επόμενης Βουλής από τις αποφάσεις της σημερινής –οριακής και ετερόκλητης– πλειοψηφίας, η αναθεώρηση κινδυνεύει να τιναχθεί στον αέρα…