Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ανάμεσα στη συνταγματική απαγόρευση και τις ενωσιακές επιταγές.

Παναγιώτης Μαντζούφας, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του ΑΠΘ

Η κυβερνητική εξαγγελία για την ψήφιση νόμου που θα προβλέπει την δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως παραρτήματα αλλοδαπών μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων κρατών-μελών της ΕΕ ανακίνησε έναν έντονο δημόσιο διάλογο με αντικείμενο τόσο τη συνταγματικότητα όσο και τη σκοπιμότητά του.

Κατά το ελληνικό Σύνταγμα η παροχή παιδείας αποτελεί βασικό δημόσιο αγαθό που συνιστά βασική αποστολή του κράτους(16 παρ. 2), ενώ τα πανεπιστήμια οργανώνονται αποκλειστικά ως ΝΠΔΔ(16 παρ. 5) προκειμένου να εγγυώνται την ακαδημαϊκή ελευθερία των διδασκόντων η οποία περιβάλλεται με την θεσμική εγγύηση της πλήρους αυτοδιοίκησης. Αυτό το πρότυπο οργάνωσης υιοθετείται από τα περισσότερα πανεπιστήμια παγκοσμίως καθώς κρίθηκε  ότι θα πρέπει να απολαμβάνουν ανεξαρτησία  από κρατικές επιβουλές, οικονομικές δεσμεύσεις και θρησκευτικο- ιδεολογικά δόγματα προκειμένου να παράγουν και να μεταδίδουν νέες γνώσεις που θα ωφελήσουν συνολικά την κοινωνία. Στο πνεύμα αυτό, τα πανεπιστήμια δεν πρέπει να ταυτίζονται με παραγωγικές σχολές που παρέχουν επαγγελματικά πτυχία, αλλά να νοούνται ως ιδρύματα που λειτουργούν αυτόνομα, ασκούν βασική έρευνα και διαχέουν τα επιτεύγματά της στην κοινωνία, συνδεόμενα αναπόφευκτα και με την αγορά.

Ειδικότερα στην χώρα μας η ελευθερία των ιδιωτών να ιδρύουν εκπαιδευτήρια ασκείται  υπό το αυστηρό καθεστώς των συνταγματικών εγγυήσεων σε όλες τις βαθμίδες πλην της ανώτατης για την οποία υπάρχει ρητή απαγόρευση(16 παρ. 8) η οποία δεν συναντάται συχνά σε άλλα Συντάγματα.

Η παράκαμψη αυτής της διπλής συνταγματικής δέσμευσης γίνεται προσπάθεια να υπερκεραστεί με την επίκληση του δικαίου της Ε.Ε η σύμφωνη ερμηνεία με το οποίο -κατά μία άποψη- επιβάλλει την «προσαρμογή» του νοήματος των συνταγματικών ρυθμίσεων ώστε να επιτρέπεται η  υπό προϋποθέσεις παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες.

Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος προϋποθέτει περισσότερες εναλλακτικές ερμηνευτικές προτάσεις, μία τουλάχιστον εκ των οποίων να είναι συμβατή με το γράμμα του Συντάγματος, κάτι που δύσκολα μπορεί να συναχθεί βάσιμα από τις αδιάστικτες διατυπώσεις του. Επιπλέον, τα νομικά δεδομένα διαφέρουν ουσιωδώς απ’ την περίπτωση του βασικού μετόχου του άρθρου 14 παρ. 9 Σ, όπου εφαρμόστηκε παρόμοιο σχήμα, δεδομένου ότι εκεί η εθνική νομοθεσία περιόριζε αρμοδιότητα οικονομικού χαρακτήρα που ρυθμιζόταν απ’ ενωσιακή οδηγία, ενώ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν υφίσταται ενωσιακή αρμοδιότητα(άρθρο 165 παρ. 1 ΣΛΕΕ). Η θεμελίωση της δυνατότητας ίδρυσης στο δικαίωμα εγκατάστασης δύσκολα θα βρει έρεισμα στο ενωσιακό δίκαιο στο βαθμό που τα ιδιωτικά ιδρύματα θα παρέχουν ακαδημαϊκούς τίτλους και όχι μόνο επαγγελματικούς για τους οποίους υπάρχει σχετική οδηγία και νομολογιακά διαπιστωμένη δέσμευση αναγνώρισης.

Άλλωστε, αν το ενωσιακό δίκαιο επέβαλε την  εγκατάσταση ιδιωτικών πανεπιστημίων ως άσκηση ενωσιακού δικαιώματος, η Επιτροπή θα εγκαλούσε το ελληνικό κράτος στο Δικαστήριο της Ένωσης  και η κυβερνώσα παράταξη δεν θα επιχειρούσε  τρις φορές ανεπιτυχώς την αναθεώρηση των συνταγματικών περιορισμών, όπως μάλλον επιβάλλεται ως ορθότερη λύση.

Σε κάθε περίπτωση το θέμα θα κριθεί, ανάλογα και με τις ειδικότερες νομοθετικές επιλογές της κυβέρνησης, από το ΣτΕ και το Δικαστήριο της ΕΕ, καθώς η μέχρι τώρα νομολογία αμφοτέρων δεν οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Μία πιθανή μακρόχρονη αντιδικία θα υπονομεύσει έναν θεμιτό εκπαιδευτικό στόχο στον οποίο θα μπορούσαν να συναινέσουν οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις του τόπου.

 

Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ της 9.2.2024

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

1 + 12 =