Ο σχολιασμός των δικαστικών αποφάσεων είναι κάτι πολύ σημαντικό. Σε μια δημοκρατική και δικαιοκρατούμενη έννομη τάξη κανείς δεν εξαιρείται της κριτικής, ούτε ακόμη και ο δικαστής για τις αποφάσεις που εκδίδει. Μόνο που ο σχολιασμός των δικαστικών αποφάσεων (όπως επίσης και των αποφάσεων των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών) είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση και υπόκειται και αυτός σε κάποιους κανόνες.
Πρώτα απ’ όλα, κάποιος θα πρέπει να σχολιάζει τη δικαστική απόφαση με βάση το περιεχόμενό της και όχι με βάση την ιδεολογία του. Ναι μεν «αντικειμενική» και «καθαρή» προσέγγιση των ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος δεν υπάρχει και ο σχολιαστής επηρεάζεται προφανώς από τις προερμηνευτικές επιλογές του (όπως έχει καθιερωθεί να λέμε στο συνταγματικό δίκαιο), άλλο όμως αυτό και άλλο να προβάλλονται ιδεολογίες και πολιτικές θέσεις μέσω του σχολιασμού των δικαστικών αποφάσεων. Ένα δικαστήριο δεν γίνεται «καλό» επειδή εξέδωσε μια απόφαση που ταιριάζει με τις απόψεις μας ούτε «κακό» επειδή η απόφασή του δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Περαιτέρω, ο επιστημονικός λόγος χαρακτηρίζεται πολλές φορές από ζωντάνια, ενώ η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις μπορεί να είναι ακόμη και αιχμηρή. Αυτό όμως δεν επιτρέπεται να οδηγεί στην απαξίωση της αντίθετης άποψης που υιοθετήθηκε από τη δικαστική απόφαση. Προσωπικά φοβάμαι πολύ τους νομικούς που εκφράζονται με απόλυτη βεβαιότητα για τις απόψεις τους. Μου θυμίζουν περισσότερο θεολόγους που ερμηνεύουν ιερά κείμενα με αποτέλεσμα να μην ανέχονται καμία διαφορετική άποψη, παρά νομικούς που ερμηνεύουν κανόνες δικαίου. Ο καλός νομικός διαλέγεται, ακούει πολύ περισσότερο αυτούς που διαφωνούν παρά όσους συμφωνούν μαζί του και έχει την επιστημονική παρρησία, αν πειστεί από την αντίθετη άποψη, να τολμήσει να το πει. Ο «μανιχαϊστικός» νομικός λόγος μπορεί να εντυπωσιάζει, είναι όμως συνήθως ρηχός.
Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει επίσης να κυριαρχεί μια άλλη τάση στον σχολιασμό των δικαστικών αποφάσεων. Απομονώνονται η μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και η αφηρημένη ερμηνεία του κανόνα δικαίου και, αντιστρόφως, παραβλέπεται η ελάσσονα πρόταση του δικαστικού συλλογισμού, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Λες και ο δικαστής είναι απλά ερμηνευτής και όχι και εφαρμοστής του κανόνα δικαίου, λες και ο δικαστής είναι ένας απλός θεωρητικός του δικαίου που συγγράφει επιστημονικές πραγματείες. Ο δικαστής όμως κρίνει συγκεκριμένες υποθέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων και πρέπει να απονέμει ουσιαστική δικαιοσύνη. «Ο σύγχρονος κοινοβουλευτικός νόμος δεν υποστηρίζεται πλέον από καμία μεταφυσική. Είναι ένα κείμενο για τη ρύθμιση της κοινωνίας, μια κανονιστική κινητήρια δύναμη, ο δημιουργός της οποίας δεν γνωρίζει ποτέ επακριβώς ούτε πως θα λειτουργήσει ούτε ποιες αλλαγές θα επιφέρει στην κοινωνία»[1]. Η απομόνωση της ερμηνείας του κανόνα δικαίου από τα πραγματικά περιστατικά που υπάγονται σε αυτόν και η υποβάθμιση της αμφίδρομης νοητικής διεργασίας από τη μείζονα στην ελάσσονα πρόταση και αντιστρόφως, συνιστά κατά την άποψή μου σοβαρό μεθοδολογικό σφάλμα.
Τέλος, για να σχολιάσεις μια δικαστική απόφαση θα πρέπει να τηρούνται δύο θεμελιώδη επιστημονικά προαπαιτούμενα. Πρώτον, να γνωρίζεις καλά τον κλάδο του δικαίου που αφορά τη δικαστική απόφαση. Είναι πλέον τέτοια η πολυνομία και η εξειδίκευση στην έννομη τάξη, που κανείς δεν γνωρίζει τα πάντα. Ας πάρει κανείς για παράδειγμα το διοικητικό δίκαιο. Πριν από κάποιες δεκαετίες υπήρχε απλά το διοικητικό δίκαιο (ουσιαστικό και δικονομικό). Πλέον υπάρχει το γενικό διοικητικό δίκαιο και δεκάδες κλάδοι του ειδικού διοικητικού δικαίου (περιβαλλοντικό, πολεοδομικό, αστυνομικό, χωροταξικό, δημοσιοϋπαλληλικό, δίκαιο της ενέργειας, δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων κ.λπ). Απαραίτητο είναι επίσης να γνωρίζει κάποιος τη δικονομία του εκάστοτε δικαστηρίου: τη διαδικασία που διέπει το κάθε δικαστήριο, από πόσα μέλη αποτελείται το δικαστήριο, ότι σε ορισμένα δικαστήρια εκτός από την αποφασιστική ψήφο υπάρχει και η συμβουλευτική ψήφος (που επίσης καταγράφεται στη δικαστική απόφαση) κ.λπ.
Last but not least: Προτού σχολιαστεί μια δικαστική απόφαση, απαραίτητο είναι να έχει διαβαστεί ολόκληρο το κείμενό της και όχι απλά μια περίληψή της στο διαδίκτυο. Η σπουδή για τον σχολιασμό της δικαστικής απόφασης πριν από τη δημοσίευση ολόκληρου του κειμένου της, είναι, από κάθε άποψη, εξαιρετικά προβληματική.
[1] Μίκαελ Στολλάις, Το μάτι του νόμου εν ονόματι του νόμου (μετάφρ. Κ. Σπαθαράκης, Επιμ. Μαρίνα Μαροπούλου), εκδ. Νήσος, 2020, σελ. 85.
Σπύρος Βλαχόπουλος, Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ