Η αρχή της ισότητας στην κοινωνική ασφάλιση
Στη νομοθετική διάπλαση της κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης η αρχή της ισότητας κατέχει κεντρική θέση. Κατά την επιδίωξη των σκοπών της κοινωνικής ασφάλισης, η ευρεία εξουσία του νομοθέτη υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλονται από τις συνταγματικές διατάξεις, ανάμεσα στις οποίες είναι κι η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ/τος). Αντίστοιχα, δέσμια της αρχής είναι και η Διοίκηση, όταν θεσπίζει μέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα. Κι ενώ η αποδοχή της αρχής της ισότητας δεν αμφισβητείται, το «πώς» αντιλαμβάνεται κανείς την εφαρμογή της ανάγεται σε πραγματικό διακύβευμα. Η μοναδικότητα του θεσμού και η ιδιαίτερη σχέση που διατηρεί με την αρχή της ισότητας εντοπίζεται στο γεγονός ότι μέσω της κοινωνικής ασφάλισης, ενεργοποιείται και προστατεύεται το σύνολο των κοινωνικών δικαιωμάτων (υγεία, αναπηρία, παιδική ηλικία, υγεία, οικογένεια, γηρατειά, κ.α.). Στο εσωτερικό της κοινωνικής ασφάλισης διακρίνονται διαφοροποιήσεις οι οποίες ενώ έρχονται σε αντίθεση προς την τυπική (αναλογική) ισότητα, δικαιολογούνται από την ουσιαστική (πραγματική). Δηλαδή, η πραγματική ισότητα δικαιολογεί, σε κάποια (υπό αναζήτηση και πολιτική διαπραγμάτευση) έκταση, την άνιση ρύθμιση και τον μετριασμό της τυπικής ισότητας.