Tag Archives: Αρχή της αναλογικότητας

Υποχρεωτικότητα και εξαναγκασμός σε λήψη DNA στο πλαίσιο της αναθεωρημένης διάταξης του άρθρου 200Α ΚΠΔ (με αφορμή την ΓνωμΕισΑΠ 15/2011)

της Κωνσταντίας-Χριστίνας Π. Λαχανά, υπ. ΔΝ, ΜΔΕ Ποινικών & Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ

Αντικείμενο διερεύνησης της μελέτης αποτελεί το ζήτημα του εάν η ρητή αποσαφήνιση του υποχρεωτικού χαρακτήρα της λήψης του γενετικού υλικού μετά την προσθήκη του σχετικού επιρρήματος στην αναθεωρημένη διάταξη του άρθρου 200Α ΚΠΔ προσφέρει επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα ικανό να θεμελιώσει τη νομιμότητα της εξαναγκαστικής υποβολής του ατόμου στην ανακριτική αυτή πράξη, όπως έχει υποστηριχθεί στη… Read More »

Συνταγματικότητα ορίων ηλικίας διορισμού δικαστικών επιμελητών

ΣτΕ (Ολ.) 1621/2012, με σημείωμα Β. Κόκοτα

Κρίθηκε ομόφωνα αντισυνταγματική η διάταξη της παρ. 2 περ. α΄ του άρθρου 3 του Ν. 2318/1995 (Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών), που θέτει απόλυτο κώλυμα ως προς τη συμμετοχή στον διαγωνισμό για την κατάληψη θέσης δικαστικού επιμελητή σε όσους έχουν υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας τους. Ο συγκεκριμένος περιορισμός αντίκειται στη συνταγματικά προστατευόμενη επαγγελματική ελευθερία, καθώς παρίσταται δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο νομοθετικό σκοπό, να υπηρετείται δηλαδή το έργο της δικαιοσύνης από πρόσωπα με διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα και ηθική υπόσταση.

Συμβούλιο της Επικρατείας, 668/2012, (Ολομέλεια) «Μνημόνιο»

1. Δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 28Σ ούτε λόγος παραβιάσεώς του στην υπόθεση του Μνημονίου. Αλλα ούτε και στο άρθρο 28 παρ. 3Σ μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται το Μνημόνιο διότι δεν επάγεται περιορισμούς στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας του κράτους αλλά ούτε και περιορισμούς ως προς την άσκηση αρμοδιοτήτων ανατιθεμένων από το Σύνταγμα σε προβλεπόμενα από αυτό όργανα του κράτους. Το Μνημόνιο με τα τρία μέρη του, που προσταρτήθηκε στο νόμο ν. 3845/2010, αποτελεί πρόγραμμα δημοσιονομικής πολιτικής της Ελληνικής Κυβέρνησης με το οποίο καθορίζονται οι στόχοι της γενικότερης πολιτικής της και τα μέσα επιτεύξεώς τους καθώς και το χρονοδιάγραμμα για τη θέσπιση των μέτρων αυτών, με σκοπό την αντιμετώπιση οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης και κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας. Είναι προϊόν συνεργασίας μεταξύ των ελληνικών αρχών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Με την προσάρτηση του Μνημονίου στο ν. 3845/2010 επιχειρείται η κατά πανηγυρικό τρόπο δημοσιοποίηση του περιεχομένου και του χρονοδιαγράμματος υλοποιήσεως του εν λόγω προγράμματος, το οποίο εντάσσεται άλλωστε και στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ενεργοποίηση του οποίου και αποτελεί. Ως κυβερνητικό πρόγραμμα το Μνημόνιο δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών ούτε θεσπίζει άλλους κανόνες δικαίου και δεν έχει άμεση εφαρμογή. Εξ άλλου, το ίδιο το κείμενο του Μνημονίου που υπεγράφηκε στις 3.5.2010 δεν έχει τον χαρακτήρα διεθνούς συνθήκης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωζώνης και της Ελλάδας, ούτε πολύ περισσότερο μεταξύ της τελευταίας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Δεν αποτελεί δε το Μνημόνιο διεθνή συνθήκη, διότι με αυτό δεν αναλαμβάνονται αμοιβαίες δεσμεύσεις των μερών που υπέγραψαν το κείμενό του ούτε άλλωστε προβλέπονται νομικά μέσα για τον εξαναγκασμό των ελληνικών αρχών στην πιστή και απαρέγκλιτη εφαρμογή του ή άλλου είδους νομικής φύσεως κυρώσεις, ούτε προκύπτει ότι τα υπογράψαντα το ανωτέρω κείμενο μέρη θέλησαν να προσδώσουν, κατ’ εξαίρεση, νομική δεσμευτικότητα στο κείμενο αυτό. Άλλωστε η νομική δέσμευση της Ελλάδος για την πραγματοποίηση των δημοσιονομικών στόχων του Μνημονίου προκύπτει από την απόφαση 2010/320/ΕΕ του Συμβουλίου, που εκδόθηκε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 126 παρ. 9 και 136 της Σ.Λ.Ε.Ε.με την οποία προσδιορίσθηκαν τα μέτρα, τα οποία πρέπει να λάβει το Ελληνικό Κράτος για να περιορίσει το υπερβολικό έλλειμμα και να εκπληρώσει την υποχρέωση, που υπέχει, ως κράτος μέλος της Ευρωζώνης. Ως προς το κύρος της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης που προβλέπει ως όρο εκλήρωσής της την τήρηρη των προβλέψεων του Μνημονίου, αυτή δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. 2. Η θεσπισθείσα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010 περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Εν όψει τούτων, με τα δεδομένα, που, κατά τον νομοθέτη, συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως των επιμάχων μέτρων, τα μέτρα αυτά δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπ’ αυτού διαπιστωθείσης κρίσιμης δημοσιονομικής καταστάσεως υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο.Δεν συντρέχει επομένως λόγος παραβίασης του αρχής της αναλικότητας αφού, εξάλλου, εξασφαλίζεται, κατ’ αρχήν, ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, εν όψει και του συγκεκριμένου ύψους των επερχομένων περικοπών. Δεν παραβιάζεται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως όταν η νομοθετική επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς όταν δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών.

Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Maduro C-213/07 για τον Βασικό Μέτοχο

Μπορεί ένα κράτος να προσθέσει στον κατάλογο του άρθρου 24 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ ένα λόγο αποκλεισμού από τη συμμετοχή στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων δημοσίων έργων ( 2 ); Υπό ποιες προϋποθέσεις και εντός ποιων ορίων; Αυτά τα ζητήματα, που αποτελούν, κατ’ ουσίαν, το αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, θέτουν το θέμα της ύπαρξης και, ενδεχομένως, της έκτασης της νομοθετικής εξουσίας την οποία διαθέτουν τα κράτη μέλη όταν υπάρχει κοινοτική εναρμόνιση. Η προβληματική αυτή δεν είναι νέα. Έχει ήδη αποτελέσει το αντικείμενο πλούσιας νομολογίας. Η ιδιαιτερότητα, ωστόσο, της υπό κρίση υπόθεσης έγκειται στο ότι το επίμαχο εθνικό νομοθετικό μέτρο συνιστά διάταξη συνταγματικής ισχύος. Μπορεί αυτό να επηρεάσει την απάντηση; Αυτά είναι τα σημεία που βρίσκονται στο επίκεντρο της παρούσας διαφοράς. Ο κατάλογος των λόγων αποκλεισμού των εργοληπτών που περιέχει το άρθρο 24 της οδηγίας 93/37 δεν είναι εξαντλητικός. Ειδικότερα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, κατά διακριτική ευχέρεια, και υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου, και άλλες περιπτώσεις αποκλεισμού, αν αυτό αποδεικνύεται αναγκαίο για την πρόληψη τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων και, συνεπώς, για τη διασφάλιση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης. Μάλιστα, εφόσον ο σεβασμός της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών μελών μπορεί να συνιστά θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει, καταρχήν, έναν περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, κατά μείζονα λόγο μπορεί να τον επικαλεστεί ένα κράτος μέλος για να δικαιολογήσει τη δική του εκτίμηση των συνταγματικών μέτρων που πρέπει να συμπληρώσουν την κοινοτική νομοθεσία προς εξασφάλιση, εντός της επικράτειάς του, των αρχών και κανόνων που θεσπίζει ή επί των οποίων βασίζεται η εν λόγω νομοθεσία. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το εθνικό συνταγματικό δίκαιο προσαρμόζεται στις επιταγές της κοινοτικής έννομης τάξης, ακριβώς όπως το κοινοτικό δίκαιο λαμβάνει υπόψη του τη συνταγματική ταυτότητα των κρατών μελών. Έτσι, λοιπόν, το ασυμβίβαστο μεταξύ του τομέα των δημοσίων έργων και του τομέα των μέσων ενημέρωσης που καθιερώνει το άρθρο 14 παρ. 9 του ελληνικού Συντάγματος πρέπει να είναι σύμφωνο προς την αρχή της αναλογικότητας. Η τελευταία, όμως, φαίνεται να παραβιάζεται καθώς ασυμβίβαστο της έκτασης εκείνου που καθιερώνει η προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη, μολονότι άπτεται της αρχής της ίσης μεταχείρισης, υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την τήρηση της αρχής αυτής. Και τούτο διότι το ασυμβίβαστο αυτό καταλαμβάνει όλους τους εργολήπτες που: α) συνδέονται με επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης, ανεξαρτήτως της έκτασης της κυκλοφορίας των εν λόγω μέσων ενημέρωσης, και β) έχουν κάποια συγγένεια με επιχειρηματία μέσων ενημέρωσης, χωρίς να εξετάζεται αν αυτή είναι κοντινή ή μακρινή.

Υπόθεση C-213/07 «Βασικός Μέτοχος» – Μηχανική/ΕΣΡ

Το άρθρο 24 εδ. α της Οδηγίας 93/37 απαριθμεί εξαντλητικά τους στηριζόμενους σε αντικειμενικές σκέψεις – απτόμενες της επαγγελματικής ιδιότητας – λόγους αποκλεισμού της συμμετοχής ενός εργολήπτη από διενεργούμενο διαγωνισμό. Ωστόσο, η Οδηγία αυτή δεν κωλύει ένα κράτος μέλος να προβλέψει – κατά διακριτική ευχέρεια – άλλα μέτρα αποκλεισμού αποσκοπούντα στη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας, υπό την επιφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας. Και τούτο διότι κάθε κράτος μέλος είναι το πλέον αρμόδιο να εντοπίσει, βάσει των δικών του ιστορικών, νομικών, οικονομικών ή κοινωνικών συνθηκών τις καταστάσεις που ευνοούν την εμφάνιση συμπεριφορών ικανών να προκαλέσουν παραβιάσεις των αρχών αυτών. Ειδικότερα, η βούληση ενός κράτους μέλους να αποτρέψει τον κίνδυνο εμφάνισης πρακτικών ικανών να απειλήσουν τη διαφάνεια και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό, οι οποίες θα μπορούσαν να προκληθούν – κατά την εκτίμηση του κράτους αυτού – από την παρουσία, μεταξύ των υποβαλλόντων προσφορά κατά τη σύναψη μιας δημόσιας σύμβασης, εργολήπτη ο οποίος ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης ή διατηρεί δεσμούς με πρόσωπο εμπλεκόμενο στον τομέα αυτόν, συνάδει προς τους σκοπούς γενικού συμφέροντος διατήρησης της πολυφωνίας και της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης καθώς, επίσης, και της καταπολέμησης της απάτης και της διαφθοράς. Ωστόσο, εθνική διάταξη η οποία καθιερώνει γενικό ασυμβίβαστο μεταξύ του τομέα των δημοσίων έργων και του τομέα των μέσων ενημέρωσης, αποκλείοντας μια ολόκληρη κατηγορία εργοληπτών δημοσίων έργων βάσει αμάχητου τεκμηρίου, σύμφωνα με το οποίο, η παρουσία – μεταξύ των υποβαλλόντων την προσφορά – εργολήπτη που εμπλέκεται και στον τομέα των μέσων ενημέρωσης είναι αναπόφευκτα ικανή να αλλοιώσει τον ανταγωνισμό, χωρίς να του παρέχεται δικαίωμα απόδειξης προς αντίκρουση τυχόν προβαλλόμενων στοιχείων, βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των ως άνω προβαλλόμενων στόχων της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας.

ΣτΕ 2531/2011 (Δ΄ τμ.) Ίδρυση Φαρμακείου-συνταγματικότητα πληθυσμιακών κριτηρίων

Κρίθηκε ομόφωνα συνταγματική η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 3457/2006, με την οποία θεσπίζονται και πάλι πληθυσμιακά κριτήρια κατά τη χορήγηση άδειας ίδρυσης φαρμακείου. Η διάταξη αυτή δεν αντίκειται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος που εγγυάται την επαγγελματική ελευθερία, καθώς ο περιορισμός επιβλήθηκε για λόγους αναγόμενους στην προστασία της δημόσιας υγείας. Επιβλήθηκε, στα πλαίσια της, κατά τα άρθρα 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, μέριμνας του Κράτους για την υγεία των πολιτών – για την οποία οφείλει να μεριμνά και προληπτικώς – και την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, αφ’ ενός μεν για λόγους προστασίας της δημοσίας υγείας και αφ’ ετέρου για λόγους προστασίας των διαθεσίμων για την υγειονομική περίθαλψη από το Δημόσιο και τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως οικονομικών πόρων. Είναι δε σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι προδήλως απρόσφορος για την επίτευξη των επιδιωκομένων από τις διατάξεις του νόμου σκοπών, ούτε υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών μέτρο ή τα επιβαλλόμενα από την αρχή της αναλογικότητας όρια. Περαιτέρω, ο περιορισμός δεν προσκρούει στις ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου για την ελευθερία εγκατάστασης. Παραπομπή του ζητήματος στην Ολομέλεια.

H συνταγματικότητα των πληθυσμιακών κριτήριων για την Ίδρυση Φαρμακείων

της Βασιλικής Κόκοτα, (Σχόλιο στην ΣτΕ 2531/2011 (Δ΄ τμ.)

Μεταστροφή της νομολογίας ως προς την συνταγματικότητα των πληθυσμιακών κριτήριων για την ίδρυση φαρμακείου. Σκοποί δημοσίου συμφέροντος που προκύπτουν από το Σύνταγμα και ανάγονται στην προστασία της δημόσιας υγείας και στην βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος δικαιολογούν περιορισμούς στην ίδρυση φαρμακείου, όπως η τήρηση ορισμένης απόστασης ή η πυκνότητα του πληθυσμού, όταν δεν είναι δυσανάλογοι ή προδήλως ακατάλληλοι ως προς τον σκοπό τους. Εντατικός και εμβριθής μεν έλεγχος με άξονα την αναλογικότητα, με βαρύνουσα όμως στάθμιση την προστασία της δημόσιας υγείας.

Η αρχή της αναλογικότητας ως τεχνική του δικαστικού ελέγχου πράξεων διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης

Κασσιανή Μανωλάκογλου, Φοιτήτρια ΜΠΣ Δημοσίου Δικαίου Α.Π.Θ.

Η αναγωγή της αναλογικότητας σε κανόνα δικαίου μπορεί να καταλήξει στην εκφορά κρίσεων σκοπιμότητας υπό το μανδύα του ελέγχου νομιμότητας των πράξεων διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Η αναλογικότητα επιτρέπει μία θεμιτή διεύρυνση του βεληνεκούς του δικαστικού ελέγχου, προκειμένου να καταλάβει έναν οριακό in concreto έλεγχο των ουσιαστικών και αξιολογικών κρίσεων της διοίκησης. Με αυτήν την προσέγγιση ο ακυρωτικός δικαστής θα απαλλαγεί από το σισύφειο καθήκον αναζήτησης της ουσιαστικά ορθής κρίσης και θα μπορέσει να ανταποκριθεί στο ρόλο του ως εγγυητή των δικαιωμάτων των διοικουμένων.

Ελευθερία της έκφρασης στρατιωτικού υπαλλήλου

Conseil d’Etat (Γαλλία), 12.1.2011, Matelly, no 338461

Η ευθεία άσκηση, από υπάλληλο της χωροφυλακής, κριτικής κατά της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της χωροφυλακής ξεπερνά τα όρια που διαγράφονται από το καθήκον αυτοσυγκράτησης του υπαλλήλου. Η συμμετοχή του πειθαρχικά διωκομένου υπαλλήλου σε ομάδα επιστημονικής εργασίας δεν του προσδίδει την ιδιότητα του ερευνητή και, άρα, ούτε το εύρος της ελευθερίας έκφρασης των πανεπιστημιακών λειτουργών. Παρά την παραβίαση του καθήκοντος αυτοσυγκράτησης, η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης είναι προφανώς δυσανάλογη, ενόψει των περιστάσεων της υπόθεσης.

Η υποχώρηση του δικαστή της Ένωσης απέναντι στους περιορισμούς των ελευθεριών από τα Κράτη Μέλη με αφορμή τις αποφάσεις για τα παίγνια και το στοίχημα

Γιώργος Γεραπετρίτης, Επίκουρος Καθηγητής Νομικής

Οι πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΕ για το δικτυακό στοίχημα, με όχημα τον έλεγχο της αναλογικότητας των μέτρων περιορισμού των οικονομικών ελευθεριών, φανερώνουν την εγκράτεια του δικαστή για θέματα που άπτονται ηθικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων, καταλείποντας στα κράτη μέλη τη θέση της δικής τους «κλίμακας αξιών».

Σχόλιο στην απόφαση ΕΔΔΑ της 11.10.2007, Bekir Ousta και λοιποί κατά Ελλάδος

Θέμη Τσολάκου, Μ.Δ.Ε. Δημοσίου Δικαίου, Υποψήφια Διδάκτορας Νομικής Α.Π.Θ.

Η υπόθεση