Διοικητικές κυρώσεις – Αντίθεση του αρ. 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ, στο Σύνταγμα
Το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω λαθρεμπορίας, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, εκτός εάν πρόκειται για αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, αλλά υποχρεούται απλώς να την συνεκτιμήσει κατά την διαμόρφωση της κρίσεώς του. Το ΕΔΔΑ ενέταξε στις ποινικής φύσεως τις κυρώσεις που προβλέπονται στο ελληνικό δίκαιο για τελωνειακές παραβάσεις, αλλά το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (αρχή non bis in idem) όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω γιατί θα αντέβαινε προς τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ.1 του Συντάγματος. Ο έλληνας δικαστής δεν μπορεί να εξέρχεται του πλαισίου των υποχρεώσεων που του διαγράφουν τα άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 Συντάγματος, έστω και αν η στάση του έχει ως συνέπεια να τεθεί ζήτημα διεθνούς ευθύνης της Ελλάδας. Ομοίως, η νομολογία του ΕΔΔΑ περί του τεκμηρίου αθωότητας, όπως διατυπώθηκε στην υπόθεση Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος, είναι ανεφάρμοστη στην περίπτωση που προβλέπονται διοικητικές και ποινικές κυρώσεις για την ίδια παράβαση, διότι αντίκειται στις ίδιες ως άνω συνταγματικές διατάξεις περί δικαιοδοσίας ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων. Περαιτέρω, η διάταξη του αρ. 5 παρ. 2 ΚΔΔ δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας διότι η διαφοροποίηση στη μεταχείριση μεταξύ καταδικαστικών και αθωωτικών αποφάσεων δικαιολογείται επαρκώς από το διαφορετικό βαθμό δικανικής βεβαιότητας που πρέπει να σχηματίσει το ποινικό δικαστήριο σε κάθε περίπτωση.