Ποια είναι η έκταση και τα συνταγματικά όρια στην αυτονομία της Βουλής; Ποιος είναι ο έλεγχος που ασκείται κατά το Σύνταγμα και την πολιτική πρακτική στην τήρηση των κοινοβουλευτικών τύπων; Γιατί ο δικαστής απέχει από τον έλεγχο των περισσότερων από τους τύπους που το Σύνταγμα καθιερώνει στη διαδικασία παραγωγής των νόμων και πού οδηγεί η αποχή αυτή; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα στα οποία φιλοδοξεί να απαντήσει η μελέτη. Οι απαντήσεις εκκινούν από το Σύνταγμα και την ερμηνεία του, αξιοποιούν τις συνταγματικές και νομολογιακές εξελίξεις στις αλλοδαπές έννομες τάξεις και καταλήγουν στη διαμόρφωση μιας πρότασης για την αυτονομία και το ανέλεγκτο των interna corporis της Βουλής στο ελληνικό δίκαιο. Η πρόταση αυτή καθίσταται ιδιαιτέρως επίκαιρη στις μέρες μας λόγω της υποβάθμισης των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, οι οποίες αγνοούνται, ενίοτε προκλητικά, από το αντιπροσωπευτικό σώμα. Ο δικαστικός έλεγχος αντισυνταγματικότητας, περιορισμένος ιστορικά στην Ελλάδα στο περιεχόμενο των νόμων, σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιουδήποτε αποτελεσματικού ετεροελέγχου έναντι των διαδικασιών της Βουλής, την έχει καταστήσει κατά το μέρος αυτό legibus solutus. Εντούτοις, αυτονομία και ανέλεγκτο της Βουλής δεν συνιστούν θέσφατο, αλλά αρχές δομικά εντασσόμενες στο Σύνταγμά μας. Ο δε δικαστής οφείλει να διασφαλίσει την κανονιστικότητα του Συντάγματος και τη δικαιοκρατία επεκτείνοντας τον έλεγχό του στη βάση αυστηρών συνταγματικών αρχών.