Στο πρώτο μέρος της μελέτης, εξετάζεται η ‘αρχιτεκτονική’ των δημοψηφισμάτων με αφορμή τον ‘Κώδικα Βέλτιστης Πρακτικής για τα Δημοψηφίσματα’ της Επιτροπής της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ειδικότερα, οι επιμέρους ρυθμίσεις του διεθνούς σημασίας αυτού κειμένου αναλύονται μέσα από την προοπτική των δυο βασικών δημοκρατικών συνιστωσών, της προστασίας της ισότητας και της αυτονομίας κατά την ενάσκηση των πολιτικών ελευθεριών και της δημοκρατικής συμμετοχής. Στο πλαίσιο του πρώτου αυτού μέρους, τα συμπεράσματα και οι αρχές που απορρέουν από τον ‘Κώδικα’ της Επιτροπής της Βενετίας συνιστούν τη βάση για μια κριτική προσέγγιση των ρυθμίσεων του Ν. 4023/2011 για τη ‘Διεύρυνση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας με τη διενέργεια δημοψηφίσματος’. Στο δεύτερο μέρος, αναλύεται ο θεσμός των δημοψηφισμάτων από μια θεωρητική σκοπιά. Έτσι, καταρχήν τα δημοψηφίσματα εξετάζονται στην ιστορική τους διαδρομή και σε συγκριτικό πλαίσιο, ενώ σε ένα δεύτερο επίπεδο επιχειρείται μια ταξινόμησή τους με άξονα τη δεσμευτικότητα, τη στόχευση και τη θεματολογία τους. Περαιτέρω, υποστηρίζεται η άποψη ότι τα δημοψηφίσματα συνιστούν στην πραγματικότητα θεσμό άμεσης συμμετοχής και όχι άμεσης δημοκρατίας, ενώ τέλος γίνεται μια κριτική ανάλυση της λειτουργίας των δημοψηφισμάτων στη δημοκρατική λήψη αποφάσεων από τη σκοπιά της αυτοκυβέρνησης και της διαβούλευσης. Κεντρικό συμπέρασμα της ανάλυσης που επιχειρείται είναι ότι τα δημοψηφίσματα είναι δυνατόν να αποτελέσουν τη βάση για μια αναζωογόνηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, εφόσον λειτουργήσουν σε ένα πλαίσιο διαλόγου, πληροφόρησης, ελέγχου, ανταλλαγής ιδεών, ενεργητικής και ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.