Tag Archives: Δημόσιο συμφέρον

Συμβούλιο της Επικρατείας, 668/2012, (Ολομέλεια) «Μνημόνιο»

1. Δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 28Σ ούτε λόγος παραβιάσεώς του στην υπόθεση του Μνημονίου. Αλλα ούτε και στο άρθρο 28 παρ. 3Σ μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται το Μνημόνιο διότι δεν επάγεται περιορισμούς στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας του κράτους αλλά ούτε και περιορισμούς ως προς την άσκηση αρμοδιοτήτων ανατιθεμένων από το Σύνταγμα σε προβλεπόμενα από αυτό όργανα του κράτους. Το Μνημόνιο με τα τρία μέρη του, που προσταρτήθηκε στο νόμο ν. 3845/2010, αποτελεί πρόγραμμα δημοσιονομικής πολιτικής της Ελληνικής Κυβέρνησης με το οποίο καθορίζονται οι στόχοι της γενικότερης πολιτικής της και τα μέσα επιτεύξεώς τους καθώς και το χρονοδιάγραμμα για τη θέσπιση των μέτρων αυτών, με σκοπό την αντιμετώπιση οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης και κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας. Είναι προϊόν συνεργασίας μεταξύ των ελληνικών αρχών, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Με την προσάρτηση του Μνημονίου στο ν. 3845/2010 επιχειρείται η κατά πανηγυρικό τρόπο δημοσιοποίηση του περιεχομένου και του χρονοδιαγράμματος υλοποιήσεως του εν λόγω προγράμματος, το οποίο εντάσσεται άλλωστε και στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης της ελληνικής οικονομίας, ενεργοποίηση του οποίου και αποτελεί. Ως κυβερνητικό πρόγραμμα το Μνημόνιο δεν αναγνωρίζει αρμοδιότητες σε όργανα διεθνών οργανισμών ούτε θεσπίζει άλλους κανόνες δικαίου και δεν έχει άμεση εφαρμογή. Εξ άλλου, το ίδιο το κείμενο του Μνημονίου που υπεγράφηκε στις 3.5.2010 δεν έχει τον χαρακτήρα διεθνούς συνθήκης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωζώνης και της Ελλάδας, ούτε πολύ περισσότερο μεταξύ της τελευταίας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Δεν αποτελεί δε το Μνημόνιο διεθνή συνθήκη, διότι με αυτό δεν αναλαμβάνονται αμοιβαίες δεσμεύσεις των μερών που υπέγραψαν το κείμενό του ούτε άλλωστε προβλέπονται νομικά μέσα για τον εξαναγκασμό των ελληνικών αρχών στην πιστή και απαρέγκλιτη εφαρμογή του ή άλλου είδους νομικής φύσεως κυρώσεις, ούτε προκύπτει ότι τα υπογράψαντα το ανωτέρω κείμενο μέρη θέλησαν να προσδώσουν, κατ’ εξαίρεση, νομική δεσμευτικότητα στο κείμενο αυτό. Άλλωστε η νομική δέσμευση της Ελλάδος για την πραγματοποίηση των δημοσιονομικών στόχων του Μνημονίου προκύπτει από την απόφαση 2010/320/ΕΕ του Συμβουλίου, που εκδόθηκε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 126 παρ. 9 και 136 της Σ.Λ.Ε.Ε.με την οποία προσδιορίσθηκαν τα μέτρα, τα οποία πρέπει να λάβει το Ελληνικό Κράτος για να περιορίσει το υπερβολικό έλλειμμα και να εκπληρώσει την υποχρέωση, που υπέχει, ως κράτος μέλος της Ευρωζώνης. Ως προς το κύρος της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης που προβλέπει ως όρο εκλήρωσής της την τήρηρη των προβλέψεων του Μνημονίου, αυτή δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. 2. Η θεσπισθείσα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010 περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Εν όψει τούτων, με τα δεδομένα, που, κατά τον νομοθέτη, συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως των επιμάχων μέτρων, τα μέτρα αυτά δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπ’ αυτού διαπιστωθείσης κρίσιμης δημοσιονομικής καταστάσεως υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο.Δεν συντρέχει επομένως λόγος παραβίασης του αρχής της αναλικότητας αφού, εξάλλου, εξασφαλίζεται, κατ’ αρχήν, ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, εν όψει και του συγκεκριμένου ύψους των επερχομένων περικοπών. Δεν παραβιάζεται το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως όταν η νομοθετική επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς όταν δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών.

Μνημόνιο και Κοινωνικά Δικαιώματα

Του Β.Π. Ανδρουλάκη Παρέδρου Σ.τ.Ε.

Τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο της «μνημονιακής» νομοθεσίας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μειώσεις αποδοχών και επιδομάτων καθώς και περιορισμούς στα εργασιακά και κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα. Το επίπεδο, συνεπώς, κατοχύρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων κλονίζεται. Σύμφωνα με τη μέχρι τώρα σχετική νομολογία, ο νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει έκτακτα μέτρα οικονομικής φύσεως για την προστασία της εθνικής οικονομίας, στο πλαίσιο του άρθρου 106 του Συντάγματος, όπως και να περιορίσει τη συλλογική αυτονομία για όσο χρόνο διαρκούν ιδιαίτεροι λόγοι κοινωνικού συμφέροντος. Ως προς την κοινωνική ασφάλιση, η νομολογία φαίνεται να αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην προστασία του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων, χωρίς να αναγνωρίζει ότι από τις συνταγματικές διατάξεις προκύπτει κάποιου είδους αγώγιμη αξίωση των ασφαλισμένων. Όσο για το ΕΔΔΑ δέχεται ότι οι κοινωνικές παροχές προστατεύονται ως περιουσιακά δικαιώματα, σε περίπτωση δε μειώσεων των παροχών πρέπει να εξετάζεται η αναλογικότητα του μέτρου προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, αποκλείεται, πάντως, η προσβολή του πυρήνα του.

Απελευθέρωση επαγγελμάτων στο χώρο του Τύπου (γνωμοδότηση)

Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ. - Ακρίτας Καϊδατζής, Λέκτορας Νομικής Α.Π.Θ.

Η διατήρηση των προβλεπόμενων στη νομοθεσία περιορισμών αναφορικά με την άσκηση του επαγγέλματος του εφημεριδοπώλη επιβάλλεται από συνταγματικής περιωπής επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενόψει της θέσης του εν λόγω επαγγελματικού κλάδου στο σύστημα διακίνησης του τύπου και της συμβολής του στην εξυπηρέτηση του συνταγματικού σκοπού της ελεύθερης κυκλοφορίας των εντύπων.

Σκέψεις γύρω από τον δικαστικό έλεγχο της ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους στην οικονομία

Βασίλης Ανδρουλάκης, Πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας

Το «Οικονομικό Σύνταγμα» συνάγεται, κατά βάση, από τα άρθρα 5 και 106 του Συντάγματος, με τα οποία κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία και η κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Η σύγκρουση μεταξύ τους επιλύεται με βάση την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, που αποτελεί όριο της οικονομικής ελευθερίας, αλλά και κριτήριο της συνταγματικότητας των περιορισμών της. Ο περιορισμός, όμως, της οικονομικής ελευθερίας πρέπει, επίσης, να σέβεται και την αρχή της αναλογικότητας και να μην θίγει την οικονομική ελευθερία στον πυρήνα της. Η νομολογία ελέγχει και διαπιστώνει τη συνδρομή του δημοσίου συμφέροντος. Λίγες φορές κρίθηκε ότι οι περιορισμοί της οικονομικής ελευθερίας δεν υπηρετούν σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Ο «πραγματικός» έλεγχος των μέτρων παρέμβασης στην οικονομία ασκείται όταν η ρύθμιση που επελέγη τίθεται υπό την βάσανο της αρχής της αναλογικότητας. Ο δικαστής προβαίνει, πλέον, σε όλο και περισσότερο αναλυτικό και λεπτομερή έλεγχο της αναλογικότητας. Τα τελευταία χρόνια, και προφανώς υπό την πίεση του κοινοτικού δικαίου, αναπτύσσεται στα θέματα ελέγχου των μέτρων οικονομικής πολιτικής μια νομολογιακή τάση η οποία προτάσσει την