Ο Γ. Παπαδημητρίου, με μια πρόδρομη μελέτη του στο περιοδικό Το Σύνταγμα (1979), έδειξε ότι η αναγωγή στο Σύνταγμα, ιδίως σε ζητήματα για τα οποία η διοίκηση διαθέτει εκτεταμένη διακριτική ευχέρεια όπως αυτό της αποβολής της ιθαγένειας, συμβάλλει στην ενδυνάμωση του κράτους δικαίου και στην ομαλή συνάρθρωσή του με την δημοκρατική αρχή. Η σημερινή σημασία της θεώρησής του αναδεικνύεται, αν κανείς αναζητήσει το περιεχόμενο του Συντάγματος, ενόψει της διεκδίκησης της ιθαγένειας είτε από άτομα που την έχουν απολέσει είτε από μετανάστες που έχουν αναπτύξει δεσμούς με την χώρα. Ο δικαστής ως «φύλακας» του Συντάγματος οφείλει να εξασφαλίσει την πραγμάτωση των σχετικών επιταγών του, που επιβάλλουν η ιθαγένεια να μην αντιμετωπίζεται μόνον με όρους κυριαρχίας, έστω λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και ως βάση για την απόλαυση των ευχερειών που το δικαίωμα στην προσωπικότητα αναγνωρίζει σε καθένα μέλος το κοινωνικού συνόλου. Θεμέλιο και όριο του έργου δικαστή αποτελούν οι μέθοδοι και οι τεχνικές του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και των κρατικών πράξεων. Η παραμέλησή τους καθιστά την δικαστική εξουσία «κυρία» του καταστατικού χάρτη και την αποστερεί από την νομιμοποίησή της.