(Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί ελαφρά τροποποιημένη εκδοχή της ομότιτλης μελέτης που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΤοΣ 3/2011)Στην παρούσα μελέτη αποτιμάται η επιλογή του ΣτΕ να κλείσει την υπόθεση του «βασικού μετόχου» με την υιοθέτηση της κεφαλαιώδους σημασίας θέσης για συνεργασία και αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου, μέσω των κοινών αρχών του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Ειδικότερα, η (Ολ.) ΣτΕ 3470/2011, βαδίζοντας στα χνάρια της προδικαστικής απόφασης «Μηχανική» του ΔΕΕ, χρησιμοποίησε την κοινή (στην ελληνική και την ενωσιακή έννομη τάξη) αρχή της αναλογικότητας, προκειμένου να επιτύχει την, κατά την κρίση της, συνταγματικώς επιβεβλημένη (με βάση την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 28 και το άρθρο 14 παρ. 9 Συντ.) εναρμόνιση του άρθρου 14 παρ. 9 Συντ. με τους κανόνες του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου. Προϊόν της εναρμόνισης αυτής αποτέλεσε η ανάδειξη – αποκάλυψη της «ρήτρας αναλογικότητας» που ενυπήρχε στο τελευταίο εδάφιο της προαναφερθείσας συνταγματικής διάταξης, ήδη από τη θέσπισή της το 2001, μέσω της οποίας η Ολομέλεια οδηγήθηκε στη διαπίστωση ότι το ασυμβίβαστο του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 14 παρ. 9 Συντ. συνιστά ένα (μη αντιβαίνον στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο) είδος «ασυμβιβάστου των πράξεων». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας ολοκλήρωσε επιτυχημένα τον θεσμικό διάλογο που το ίδιο είχε ανοίξει – μέσω του μηχανισμού της προδικαστικής παραπομπής – με το Δικαστήριο της Ένωσης, διασφαλίζοντας τόσο την αποκατάσταση της ενωσιακής νομιμότητας, όσο και τη διαφύλαξη του κύρους του ελληνικού Συντάγματος.