Με αφορμή τις αποφάσεις ΕΔΔΑ, M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας (Νο. 30696/09, 21 Ιανουαρίου 2011) και ΔΕΕ C-411/10 και C-493/10 (21 Δεκεμβρίου 2011)(Προδημοσίευση από το περιοδικό ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ)Στο παρόν κείμενο, εξετάζεται η επιχειρηματολογία του ΕΔΔΑ στην περίφημη υπόθεση M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας, υπό το πρίσμα του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ και ιδίως με στόχο τη διασάφηση του τεκμηρίου της «ασφαλούς» χώρας που συνιστά τη βάση του σχετικής ενωσιακής ρύθμισης αναφορικά με την πολιτική της ΕΕ στα ζητήματα χορήγησης ασύλου. Στο πλαίσιο αυτό, αναλύεται το τεστ στο οποίο υποβάλει την έννοια της «ασφαλούς» χώρας το Δικαστήριο του Στρασβούργου από τη σκοπιά του διεθνούς, αλλά και του ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα, εξετάζεται το διεθνές προστατευτικό για τους αιτούντες άσυλο καθεστώς όπως αυτό απορρέει από τη Σύμβαση της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων (1951) ιδίως όσον αφορά την επίμαχη, υποβόσκουσα στην υπόθεση M. S. S. προσβλητική πρακτική της άμεσης και έμμεσης refoulement. Τέλος, κριτική ασκείται στην απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου ως προς την άρνησή του να προβεί σε ειδικότερες σκέψεις όσον αφορά την ανισότητα των όρων που ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ επιβάλλει μεταξύ των κρατών μελών του ευρωπαϊκού νότου, κατεξοχήν χωρών εισόδου αιτούντων άσυλο, όπως η Ελλάδα και του ευρωπαϊκού βορρά, οι οποίες καταλήγουν να θεωρούνται ‘ανεύθυνες’ και χώρες ‘επαναπροώθησης’ αιτήσεων ασύλου με βάση το ενωσιακό δίκαιο. Παράλληλα σε ένα παρόμοιο και τεμνόμενο πλαίσιο τα προβλήματα αυτά του ενωσιακού δικαίου, όπως τίθενται στην εφαρμογή του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ θα εξεταστούν και με αφορμή τις αποφάσεις (C-411/10) και (C-493/10) του ΔΕΕ. Πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες απηχούν τον προβληματισμό για την αποτελεσματικότητα του ενωσιακού συστήματος χορήγησης ασύλου στο εσωτερικό της ΕΕ, αναστέλλοντας ουσιαστικά και de facto τη λειτουργία του σχετικού ενωσιακού κανονιστικού πλαισίου.