Tag Archives: Κοινοβούλιο

Αλλοίωση του κοινοβουλευτικού συστήματος

Λίνα Παπαδοπούλου, Αν. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Το κοινοβουλευτικό σύστημα, δηλαδή κυρίως η ανάδειξη της Κυβέρνησης και η λειτουργία της Βουλής, στηρίζεται στη λεγόμενη “αρχή της δεδηλωμένης”. Πρόκειται για ένα (μαχητό) τεκμήριο που προϋποθέτει τη λειτουργία οργανωμένων κομμάτων και την -καταρχήν- πειθαρχία των μελών της κοινοβουλευτικής τους ομάδας (Κ.Ο.) και επιτρέπει να «προβλέψουμε» ευλόγως και θεμιτά την πολιτική συμπεριφορά των βουλευτών, με… Read More »

Η λαϊκή κυριαρχία ως λαϊκή εντολή και η διδασκαλία του Μάνεση

Αντώνης Μανιτάκης, Ομότιμος Καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Αντικείμενο της παρούσας γραπτής εισήγησης, που ένα μέρος της παρουσιάστηκε προφορικά στην ημερίδα που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής, στις 3 Ιουνίου, είναι να διερευνήσει, με βάση τη διδασκαλία του Μάνεση, αν η αποκαλούμενη «λαϊκή εντολή», έτσι όπως εννοείται από όσους την επικαλούνται, βρίσκει συνταγματικό έρεισμα στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές του πολιτεύματος, στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και στην αντιπροσωπευτική αρχή. Η θέση του συγγραφέα είναι ότι το δόγμα της λαϊκής εντολής χωρίς να αντιστρατεύεται το Σύνταγμα δεν εναρμονίζεται με το κλασικό νόημα της πολιτικής αντιπροσώπευσης του λαού. Συνιστά απλώς μια πολιτική παραφθορά του.
Το επιχείρημα που αναπτύσσεται είναι ότι η μεν αρχή της λαϊκής κυριαρχίας κατοχυρώνεται συνταγματικά, εφόσον και καθόσον όλες οι κρατικές εξουσίες ασκούνται «καθ΄όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα» και «υπάρχουν υπέρ του λαού και του έθνους», η δε αντιπροσωπευτική αρχή ορίζει ότι οι «βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος». Από τις αρχές αυτές συνάγεται ότι οι βουλευτές επιλέγονται από ένα κόμμα και εκλέγονται από τον λαό, για να αντιπροσωπεύσουν -και όχι να εκπροσωπήσουν- το σύνολο του λαού και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του και όχι μόνον μιας μερίδας του ή μόνον τους ψηφοφόρους τους. Αν ως λαϊκή εντολή εννοείται ένα είδος επιτακτικής, κομματικής, εντολής των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος προς τους βουλευτές του, τότε η δέσμευση αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί ως δέσμευση ηθικο-πολιτικής υφής -μεγάλης σημασίας, είναι αλήθεια, για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Αφορά όμως την πολιτική σχέση των ψηφοφόρων του κόμματος προς τους βουλευτές τους και δεν απορρέει ούτε βρίσκει κανονιστικό έρεισμα στην αντιπροσωπευτική αρχή ή στη λαϊκή κυριαρχία, ούτε, βέβαια, χαρακτηρίζει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που δεν είναι δημοκρατία της επιτακτικής εντολής

Σύνταγμα και Βουλή. Αυτονομία και ανέλεγκτο των εσωτερικών του σώματος, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη 2012

Γιώργος Γεραπετρίτης

Ποια είναι η έκταση και τα συνταγματικά όρια στην αυτονομία της Βουλής; Ποιος είναι ο έλεγχος που ασκείται κατά το Σύνταγμα και την πολιτική πρακτική στην τήρηση των κοινοβουλευτικών τύπων; Γιατί ο δικαστής απέχει από τον έλεγχο των περισσότερων από τους τύπους που το Σύνταγμα καθιερώνει στη διαδικασία παραγωγής των νόμων και πού οδηγεί η αποχή αυτή; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα στα οποία φιλοδοξεί να απαντήσει η μελέτη. Οι απαντήσεις εκκινούν από το Σύνταγμα και την ερμηνεία του, αξιοποιούν τις συνταγματικές και νομολογιακές εξελίξεις στις αλλοδαπές έννομες τάξεις και καταλήγουν στη διαμόρφωση μιας πρότασης για την αυτονομία και το ανέλεγκτο των interna corporis της Βουλής στο ελληνικό δίκαιο. Η πρόταση αυτή καθίσταται ιδιαιτέρως επίκαιρη στις μέρες μας λόγω της υποβάθμισης των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, οι οποίες αγνοούνται, ενίοτε προκλητικά, από το αντιπροσωπευτικό σώμα. Ο δικαστικός έλεγχος αντισυνταγματικότητας, περιορισμένος ιστορικά στην Ελλάδα στο περιεχόμενο των νόμων, σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιουδήποτε αποτελεσματικού ετεροελέγχου έναντι των διαδικασιών της Βουλής, την έχει καταστήσει κατά το μέρος αυτό legibus solutus. Εντούτοις, αυτονομία και ανέλεγκτο της Βουλής δεν συνιστούν θέσφατο, αλλά αρχές δομικά εντασσόμενες στο Σύνταγμά μας. Ο δε δικαστής οφείλει να διασφαλίσει την κανονιστικότητα του Συντάγματος και τη δικαιοκρατία επεκτείνοντας τον έλεγχό του στη βάση αυστηρών συνταγματικών αρχών.