ΣτΕ 3242/2004 (Δ΄ Τμήμα) «Βασικός Μέτοχος» – Μηχανική / ΕΣΡ
Κρίθηκε ομόφωνα ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 περ. α και 3 παρ. 2 του ν. 3021/2002, κατά το μέρος που προβλέπουν, ότι η απαγόρευση συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, σε ό,τι αφορά τους συγγενείς των ιδιοκτητών, εταίρων, βασικών μετόχων κλπ. των επιχειρήσεων μέσων μαζικής ενημέρωσης, αίρεται αν οι εν λόγω συγγενείς αποδείξουν ότι διαθέτουν οικονομική αυτοτέλεια σε σχέση με τα πρόσωπα αυτά – καθ’ ό, δηλαδή, μέρος εισάγουν σχετικώς μαχητό τεκμήριο – προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος. Ο κοινός νομοθέτης, ρυθμίζοντας τα ειδικότερα ζητήματα τα σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως δεν μπορεί να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της, όπως αυτό έχει προσδιορισθεί από τον ίδιο τον συνταγματικό νομοθέτη, και κατά τρόπο αντίθετο προς τη βούλησή του, θεσπίζοντας πρόσθετες προϋποθέσεις ή εισάγοντας μαχητά τεκμήρια, σε περίπτωση ανατροπής των οποίων αίρεται η απαγόρευση συνάψεως δημοσίων συμβάσεων και το ασυμβίβαστο για τις ανωτέρω κατηγορίες. Άρα, η προσβαλλόμενη πράξη του ΕΣΡ, η έκδοση της οποίας ερείδεται επί των ανωτέρω κατά το μέρος τούτο αντισυνταγματικών διατάξεων του ν. 3021/2002 θα έπρεπε για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, να ακυρωθεί. Έλεγχος συμβατού της απαγόρευσης σύναψης δημοσίων έργων με τους ιδιοκτήτες, βασικούς μετόχους, εταίρους κ.λπ. επιχειρήσεων ΜΜΕ προς την οδηγία 93/37/ΕΟΚ. Κατά την κρατήσασα γνώμη, ο κανόνας του άρθρου 14 παρ. 9 Συντ. δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του κανόνα του θεσπιζομένου με το προαναφερθέν άρθρο 24 της εν λόγω οδηγίας, καθώς το καθιερούμενο με την ως άνω συνταγματική διάταξη ασυμβίβαστο δεν σχετίζεται με επαγγελματικές αναξιότητες επιχειρηματία, όπως αυτές που προβλέπει η Οδηγία 93/37/ΕΟΚ, με την οποία, άλλωστε, επέρχεται μερική μόνο εναρμόνιση στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων. Ειδικότερες γνώμες πλειοψηφίας και αντίθετη μειοψηφία. Επιπλέον, αλυσιτελής κρίνεται, κατά την κρατήσασα γνώμη, η διατύπωση προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΚ, προκειμένου να διαπιστωθεί αν διάταξη επιτακτικού χαρακτήρος του ελληνικού Συντάγματος είναι συμβατή κατά το περιεχόμενο της ρυθμίσεως της με διάταξη του πρωτογενούς ή του παραγώγου ενωσιακού δικαίου, αφού ακόμη και στην περίπτωση, που από την προδικαστική απόφαση τυχόν θα προέκυπτε ότι η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 24 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ την καθιστά αντίθετη με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος, η εφαρμογή της τελευταίας από τον έλληνα δικαστή δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να παρακαμφθεί. Και τούτο διότι – τουλάχιστον κατά την παρούσα φάση εξελίξεως του ενωσιακού δικαίου – δεν είναι δυνατόν στην ελληνική έννομη τάξη να αναγνωρισθεί κανόνας υπερτέρας τυπικής ισχύος από οποιαδήποτε επιτακτικού χαρακτήρος συνταγματική διάταξη. Αντίθετη μειοψηφία. Αναβάλλεται η έκδοση οριστικής αποφάσεως. Παραπομπή στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου του ζητήματος: α) (κατά το άρθρο 100 παρ. 5 Συντ.) του συμφώνου των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 περ. α και 3 παρ. 2 του ν. 3021/2002 με το άρθρο 14 παρ. 9 Συντ., β) (κατά το άρθρο 14 παρ. 2 εδ. β π.δ. 18/1989) αν για την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη (όπως εξειδικεύεται από τις διατάξεις του ν. 3021/2002) τίθεται θέμα ελλείψεως συμβατού της με τα οριζόμενα στο άρθρο 24 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ και γ) αν είναι λυσιτελής η διατύπωση σχετικού προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΚ.