Α) Στις μέρες μας παρατηρείται μια τάση ενίσχυσης των ιδιωτικών κέντρων εξουσίας καθώς και μια ορατή σύγχυση των ορίων της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Συγχρόνως το εύρος του αυτοκαθορισμού του πολίτη επηρεάζεται από τη διαρκή διαμόρφωση και εξέλιξη νέων τεχνολογικών, οικονομικών και πολιτισμικών δεδομένων, ενώ ευλόγως διαπιστώνεται μια κατάσταση ρευστότητας στην πραγματική και ισότιμη απόλαυση της (συνταγματικά κατοχυρωμένης) αυτονομίας του. Κατά κύριο λόγο, εξ αφορμής των τεχνολογικών εξελίξεων παρουσιάζονται ολοένα νέες δυνατότητες αυτοκαθορισμού του πολίτη, αλλά και νέες πηγές διακινδύνευσης των δικαιωμάτων του. Ως εκ τούτου καθίσταται επιτακτική μια νέα διορθωτική παρέμβαση τόσο του κοινού όσο και του συνταγματικού νομοθέτη. Άλλως ενισχύεται ένας νομολογιακός ακτιβισμός, ο οποίος αφενός μεν αποδεικνύεται στις περισσότερες περιπτώσεις χρονοβόρος και ανεπαρκής, αφετέρου εμπεριέχει τον κίνδυνο υπονόμευσης και περιορισμού της εγγενούς αρμοδιότητας του συνταγματικού νομοθέτη να δικαιοδοτεί προβαίνοντας σε προγνώσεις και σταθμίσεις.
Β) Η κλασσική διάκριση μεταξύ αμυντικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων δεν αντιστοιχεί πλέον στη σύγχρονη νομική, πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Δικαίως γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα μιας πρόσθετης θεσμικής θωράκισης της προσωπικής αυτονομίας του πολίτη, αλλά και για συνταγματικά δικαιώματα δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Ο λόγος είναι ότι η δυνατότητα εκμετάλλευσης των νέων τεχνολογικών, οικονομικών και πολιτισμικών δυνατοτήτων από ισχυρούς ιδιωτικούς φορείς ευδοκιμεί περισσότερο σε ένα συνταγματικά ουδέτερο περιβάλλον. Αντίθετα, ο συνταγματικός νομοθέτης, που επιδιώκει την προάσπιση της αυτονομίας των πολλών έναντι των λίγων ισχυρών, οφείλει να προχωρήσει σε ποιοτικά και ποσοτικά μέτρα ενίσχυσης της προσωπικής αυτονομίας, έτσι ώστε οι κλασικές ελευθερίες να μην κινδυνεύουν να απονευρωθούν από τις νέες συνθήκες, χάνοντας τη δεσμευτική νομική τους ισχύ. Με άλλα λόγια, ο χώρος ελευθερίας που καθιερώνει μια συνταγματική διάταξη δεν μπορεί να πραγματωθεί εάν το σύνολο των εξουσιαστικών κρατικών και ιδιωτικών θεσμών δεν υποχρεώνεται επαρκώς να τη σεβαστεί.
Γ) Σε κάθε περίπτωση, για μια πραγματική και ισότιμη απόλαυση των συνταγματικών δικαιωμάτων του πολίτη δεν αρκεί απλώς η αποχή του κράτους. Η κρατική μηχανή δεν μπορεί -με την έννοια ότι δεν είναι αρκετό- να περιορίζεται στην υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων του πολίτη, αλλά είναι επιπλέον υπόχρεη να διασφαλίζει την απρόσκοπτη άσκησή τους, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα του κινδύνου που τα απειλεί. Είτε η απειλή προκύπτει από την κρατική δραστηριότητα είτε από τις σύγχρονες μορφές των ιδιωτικών εξουσιών που δραστηριοποιούνται στους διάφορους επιχειρηματικούς τομείς, το Σύνταγμα καλείται να διασφαλίσει την αυτονομία των πολιτών του ως αναγκαίο όρο ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Εντούτοις, το Σύνταγμα δεν μπορεί να εμπεριέχει ειδικότερες και λεπτομερέστερες ρυθμίσεις από τους κοινούς νόμους ή τις δικαστικές αποφάσεις. Όμως, εκτός από τον αμυντικό χαρακτήρα που ένα συνταγματικό κείμενο σε κάθε περίπτωση διαθέτει, το Σύνταγμα λειτουργεί και «παιδαγωγικά»/ «εκπαιδευτικά», στέλνοντας αυθεντικά ερμηνευτικά μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Αποδεχόμενος κανείς τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα του Συντάγματος, νομοθετώντας για το Σύνταγμα, οφείλει να βλέπει πέρα από μικροπολιτικές αντιπαλότητες και πρόσκαιρους συμβιβασμούς. Να διακατέχεται από τη θέληση ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής και να αποστασιοποιείται εγκαίρως από ευκαιριακές εντυπώσεις που μόνο να βλάψουν τους πολίτες του μπορούν στο απώτερο μέλλον.
Δ) Το Σύνταγμα δεν αποτελεί, ως γνωστό, ένα άθροισμα τυχαίων μεταξύ τους κανόνων. Οι ρυθμίσεις του αποσκοπούν στη δημιουργία και διατήρηση της κοινωνικής συναίνεσης. Το Σύνταγμα δεν περιθωριοποιεί, δεν διαχωρίζει, αλλά ενώνει. Απαραίτητη, συνεπώς, προϋπόθεση για τη διατήρηση της δικαιοκρατικής, νομιμοποιητικής και ενοποιητικής λειτουργίας του Συντάγματος είναι η προσαρμογή των ρυθμίσεών του στις ιστορικές εξελίξεις, υπό το καθεστώς των ευρύτερων νομικοπολιτικών εγγυήσεων που του παρέχει η διαδικασία αναθεώρησής του. Εν κατακλείδι, το Σύνταγμα δεν ασχολείται αποκλειστικά με το παρόν αναγιγνώσκοντας το παρελθόν, αλλά πολύ περισσότερο στρέφεται προς το μέλλον. Περιβαλλόμενο των πολλαπλών θεσμικών του εχεγγύων, το συνταγματικό κείμενο επιταχύνει τις δικαιοθετικές εξελίξεις και προωθεί λύσεις που ξεπερνούν τη χρονική στιγμή της λήψης της απόφασής τους, ακόμα και αν αποτελούν, στην ουσία, το αποκρυστάλλωμα δοκιμασμένων νομοθετικά και δικαστικά λύσεων.