- Το δημοκρατικό αίτημα «Πανεπιστήμιο»
Είναι γνωστό ότι το αίτημα «Σύνταγμα» υπήρξε θεμέλιο του νέου ελληνικού κράτους. Όχι μόνο προετοιμάστηκε ένα πρωτοποριακό Σύνταγμα από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, αλλά και μετά την ίδρυση του νέου κράτος το Σύνταγμα γινόταν αντιληπτό ως το βασικό μέσο για την οργάνωση μιας καλής πολιτείας, με δικαιοσύνη και ελευθερία. Ο άλλος πυλώνας στον οποίον νωρίς προσέβλεψε η ελληνική κοινωνία, μία κοινωνία ιδιαίτερα φιλομαθής ακόμη και μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς, ήταν η εκπαίδευση και φυσικά στην κορωνίδα αυτής, το Πανεπιστήμιο. Σύνταγμα και Πανεπιστήμιο συγκροτούσαν τους δύο πυλώνες εκδημοκρατισμού και προκοπής του νέου κράτους. Όπως το Σύνταγμα θα έβγαζε από τη φυλακή τον αδικημένο, έτσι και το Πανεπιστήμιο θα έφερνε σε επαφή το φτωχό παιδί με την πνευματική ελίτ και θα διαμόρφωνε χειραφετημένους και αξιοπρεπείς πολίτες.
Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη στο Σύνταγμα του Άστρους η δημόσια εκπαίδευση ετίθετο υπό την προστασία του βουλευτικού δώματος, και από το πρώτο σύνταγμα του νέου κράτους, το Σύνταγμα του 1844, και σε όλα τα μετέπειτα Συντάγματα η εκπαίδευση γίνεται αντιληπτή ως κρατική υποχρέωση, που ενεργείται δαπάνη του κράτους. Πρώτη φορά, όμως, με το Σύνταγμα του 1975 απαγορεύεται ρητά η δραστηριοποίηση ιδιωτών στην ανώτατη εκπαίδευση. Ο όρος «αποκλειστικά» ως προς την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου προστίθεται για πρώτη φορά στο συνταγματικό κείμενο το 1975 και για πρώτη φορά ορίζεται ρητά ότι η σύσταση ακόμη και «απλών» ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται. Μάλιστα, ο κρατικός χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης υποστηρίχθηκε από όλες τις πολιτικές παρατάξεις στην Ε΄Αναθεωρητική Βουλή. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου πρότεινε να είναι και η ανώτερη εκπαίδευση αποκλειστικά κρατική. Γιατί, λοιπόν, στο όραμα του Πανεπιστημίου δεν θα μπορούσαν να συνδράμουν οι ιδιώτες;
Ο αποκλεισμός των ιδιωτών από την ανώτατη εκπαίδευση είναι στοιχείο του πνεύματος της Μεταπολίτευσης. Άλλωστε, και πριν τη ρητή απαγόρευση της δραστηριοποίησης των ιδιωτών στην ανώτατη εκπαίδευση, την ίδρυση ιδιωτικού πανεπιστημίου δεν αποτόλμησε κανείς, μόνον την ίδρυση σχολών, λ.χ. της Παντείου και της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής, την λειτουργία των οποίων στη συνέχεια ανέλαβε το κράτος. Τότε, όμως, μετά την πτώση της χούντας, ο αποκλεισμός των ιδιωτών αποτελούσε αυτονόητη εκδήλωση της ευρύτερης προσπάθειας απεγκλωβισμού από σκοτεινά συμφέροντα (ποιος θα ήταν άραγε αυτός που θα κατάφερνε να συγκεντρώσει το ογκώδες ποσό που απαιτείται για τη λειτουργία ενός Πανεπιστημίου;), καθώς και, συνακόλουθα, της αποτίναξης του ξένου παράγοντα που, άλλωστε, είχε ευθύνες για την Eπταετία. Το να πάρουμε το Πανεπιστήμιο αποκλειστικά στα δικά μας χέρια ήταν μία ακόμη όψη της χώρας μας που παίρναμε πίσω, της δημοκρατικής στιγμής της Μεταπολίτευσης με δύο λόγια. Ακόμη, η απόλυτη απαγόρευση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ήταν ένας τρόπος να αποτραπεί η εμπορευματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης, να υπηρετηθεί η αρχή της ισότητας και της αξιοκρατίας, καθώς και εκδήλωση ενός ανθρωπιστικού ιδεώδους. Έτσι, ήταν το δημόσιο πανεπιστήμιο χωρίς δίδακτρα εκείνο, που συνέβαλε στη μεγάλη κοινωνική κινητικότητα της Μεταπολίτευσης, η οποία, με τη σειρά της, συνετέλεσε ουσιαστικά στον εκδημοκρατισμό του κράτους και της κοινωνίας. Κοντολογίς, το δημόσιο Πανεπιστήμιο εκπλήρωσε και εκπληρώνει τη βασική του αποστολή, και τούτο δεν αναιρείται από τα, συχνά σοβαρά, επιμέρους προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Ας σημειωθεί δε ότι ο συνταγματικός αποκλεισμός των ιδιωτών δεν διαφοροποιούσε τη χώρα μας στην πράξη από την υπόλοιπη Ευρώπη· αντίθετα συνέβαλε ώστε τα Πανεπιστήμιά μας να αναπτυχθούν κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο, δηλαδή ως πυλώνες σφαιρικής γνώσης με έρευνα και διδασκαλία. Σε μια κοινωνία, στην οποία, δυστυχώς, η οικονομία και η αγορά εργασίας δεν λειτουργούν ορθολογικά, αλλά -ακόμη και σήμερα- οι προσωπικές σχέσεις και ο νεποτισμός διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, η απαγόρευση δραστηριοποίησης των ιδιωτών στην ανώτατη εκπαίδευση λειτούργησε ως εγγύηση και υπέρ μιας πιο αξιοκρατικής αγοράς εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις χώρες της Ευρώπης, με τις πιο ώριμες οικονομίες, χωρίς ρητή συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, την ανώτατη εκπαίδευση παρείχαν και παρέχουν ακόμη κατά μείζονα λόγο τα δημόσια πανεπιστήμια -με δίδακτρα, όπως στη Μεγάλη Βρετανία ή χωρίς δίδακτρα, όπως στη Γαλλία και τη Γερμανία. Το Πανεπιστήμιο, γέννημα της ιδέας του αναγεννησιακού homo universalis, παραμένει λόγω της ευρύτητας, του οικονομικού κόστους, αλλά και της ευγένειας του εγχειρήματος κατεξοχήν δημόσιο ζήτημα για την Ευρώπη.
- Μπροστά σε μια μεγάλη μεταβολή
Στη χώρα μας η συναίνεση γύρω από το άρθρο 16, που το συνόδευσε σε όλη τη Μεταπολίτευση, υπήρξε ισχυρή και συνειδητή. Το άρθρο 16 δεν είναι ένα ξεχασμένο και παράδοξο κατάλοιπο στο συνταγματικό κείμενο· ήταν επίκαιρη, διαχρονικά επιβεβαιούμενη επιλογή (σε όλες τις μέχρι σήμερα συνταγματικές αναθεωρήσεις), που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο όραμα για την οργάνωση μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Το πολιτικό και ιστορικό υπόβαθρο που στηρίζει το άρθρο 16 δεν πρέπει να το υποτιμούμε, καθώς ανταποκρίνεται σε στέρεες αντιλήψεις μιας κοινωνίας, κατά βαθειά παράδοση, εξισωτικής. Το υπόβαθρο αυτό δεν μπορεί να υποσκελιστεί από μια απλή πλειοψηφία στη Βουλή. Θα πρέπει να συντρέξει μια ευρύτερη συναίνεση και νομιμοποιητική βάση, αντίστοιχου εύρους αυτής που στήριξε το αποκλειστικά δημόσιο και πετυχημένο πανεπιστήμιο της Μεταπολίτευσης, το οποίο ανέδειξε διεθνούς φήμης επιστήμονες και διανοουμένους, και από το οποίο εξακολουθούν να έλκονται και όσοι σήμερα με προθυμία το λοιδωρούν. Μια τέτοια νέα συναίνεση δεν μπορεί να αναζητηθεί παρά στο πεδίο μιας συνταγματικής αναθεώρησης.
Γιατί να συζητάμε, όμως, για αναθεώρηση του άρθρου 16; Δεν θα μπορούσε η ελληνική κοινωνία να συνεχίσει να πορεύεται με το άρθρο 16 και την απόλυτη απαγόρευση της δραστηριοποίησης ιδιωτών στην ανώτατη εκπαίδευση; Φαίνεται πως όχι, αφενός λόγω της δυναμικής που αναπτύσσεται εκ του ενωσιακού δικαίου, αφετέρου επειδή είναι εύλογο, υπό το φως των σημερινών δεδομένων, να μπορούν να δραστηριοποιούνται στην ανώτατη εκπαίδευση όσοι το επιθυμούν, με αυξημένες, όμως, εγγυήσεις, όπως θα αναλύσω.
Ως προς μεν το ενωσιακό δίκαιο, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι αναμφισβήτητο πως τα όργανα της Ένωσης δεν έχουν αρμοδιότητα στην οργάνωση της παιδείας και στην εκπαιδευτική πολιτική. Επίσης, είναι γενονός ότι στις υποθέσεις, στις οποίες το Δικαστήριο της Ένωσης έκανε λόγο για ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, το εμπλεκόμενο κράτος-μέλος ήδη επέτρεπε τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Έτσι, η μέριμνα του ΔΕΕ κατέτεινε όχι στην αναδιοργάνωση της δημόσιας εκπαίδευσης από αποκλειστικά δημόσια σε μικτή, αλλά στην αποτροπή των διακρίσεων μεταξύ ημεδαπών και ενωσιακών αλλοδαπών ή της επιβολής υπέρμετρων εμποδίων στην ελεύθερη εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών σε μια ήδη υφιστάμενη αγορά. Ωστόσο, είναι σαφές ότι -καθώς πληθαίνουν οι σχετικές αποφάσεις του ΔΕΕ- ο κλοιός σφίγγει. Δημιουργείται δηλαδή μία νομολογιακή τάση, η οποία μπορεί και θα πρέπει να αξιολογηθεί στο επίπεδο της συνταγματικής αναθεώρησης.
Με δεδομένο, πάντως, ότι οι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να απαγορεύουν την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση, έχουν καταφέρει η ανώτατη εκπαίδευση να παραμένει κατά πλειοψηφία δημόσια, πρέπει και εμείς να σκεφτούμε πώς θα επιτύχουμε ένα ανάλογο αποτέλεσμα. Το πραγματικό διακύβευμα είναι δηλαδή να παραμείνει η Ελλάδα μια χώρα με Πανεπιστήμια ευρωπαϊκού τύπου, δηλαδή δημόσια, παρά το άνοιγμα στους ιδιώτες. Διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος, η αναδιατύπωση του άρθρου 16 να εξομοιώσει μεν το Σύνταγμα μας λεκτικά με αυτό άλλων χωρών, αλλά να απομακρύνει το ελληνικό Πανεπιστήμιο από το ευρωπαϊκό πρότυπο επί της ουσίας. Κρίσιμος παράγοντας για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού δεν είναι άλλος από τη γενναία οικονομική ενίσχυση του δημόσιου Πανεπιστημίου, που βρίσκεται χρόνο με τον χρόνο σε όλο και χαμηλότερα επίπεδα χρηματοδότησης, αν και αναλαμβάνει ολοένα και περισσότερες πρωτοβουλίες, επιτείνοντας την εξωστρέφειά του: μεταπτυχιακά προγράμματα, ακόμη και αγγλόφωνα, προγράμματα Erasmus και CIVIS, καθώς και νέα μαθήματα και ερευνητικά προγράμματα, που του επιτρέπουν να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο επιστημονικό γίγνεσθαι.
Πέραν, δε, του ενωσιακού δικαίου είναι, θα λέγαμε, δίκαιο, με τα δεδομένα της σημερινής οικονομίας, να δοθεί η ευκαιρία σε κάποιον ιδιώτη που επιθυμεί να δραστηριοποιηθεί στο πεδίο αυτό και να διοχετεύσει εκεί τη δημιουργικότητά του, να το πράξει. Ωστόσο, η παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης, λόγω της τεράστιας επιρροής της στις πολιτικές και ιδεολογικές ζυμώσεις μιας κοινωνίας, πρέπει να υπόκειται σε αυξημένο έλεγχο και εγγυήσεις διαφάνειας ως προς την εισροή και την προέλευση των κεφαλαίων. Ανάλογη είναι η ratio που διατρέχει, άλλωστε, τη συνταγματική επιλογή υπέρ της κρατικής, παρά ιδιωτικής, χρηματοδότησης των κομμάτων. Είμαστε έτοιμοι για την υλοποίηση όρων διαφάνειας στη χρηματοδότηση; Το ερώτημα αυτό πιέζει, καθώς δεν είναι διόλου βέβαιο ότι το ενωσιακό δίκαιο διακρίνει, όπως το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, μεταξύ παραρτημάτων και μη. Για ποιο λόγο, άλλωστε, να θεωρήσουμε εκ προοιμίου ότι τα παραρτήματα είναι ποιοτικότερα από ένα νέο πανεπιστήμιο που θα ιδρυθεί εξ υπαρχής; Επίσης δεν είναι διόλου βέβαιο ότι αντίστροφες διακρίσεις, σε βάρος ημεδαπών ιδιωτών, θα είναι ανεκτές. Στην πραγματικότητα από τη στιγμή που ανοίγει μια «αγορά» ανώτατης εκπαίδευσης για ορισμένους, ο ορατός κίνδυνος είναι η πλήρης και άτακτη απελευθέρωση.
- Κακοί οιωνοί
Αυτό το εγχείρημα, του ανοίγματος στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, θέτει ιδιαίτερες προκλήσεις για τη χώρα μας, επειδή αφενός η αγορά δεν λειτουργεί, όσο θα έπρεπε, ορθολογικά και, αφετέρου, δεν έχουν εκλείψει κρίσιμα ελλείμματα κράτους δικαίου. Αναδεικνύεται, δηλαδή, ότι η έλλειψη μιας ορθολογικά οργανωμένης αγοράς -με αξιοκρατία και διαφάνεια- παρακωλύει τις μεταρρυθμίσεις σε πολλά πεδία και υποσκάπτει την προοπτική επιτυχίας τους. Για παράδειγμα, εφόσον δεν έχουμε καταφέρει ακόμη να ελέγξουμε το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τη συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης, πράγμα το οποίο έχουν επιτύχει άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ή να εξασφαλίσουμε σε ικανοποιητικό βαθμό την προστασία των δημοσιογράφων από τα ιδιοκτησιακά και εμπορικά συμφέροντα, πώς θα καταφέρουμε να εξασφαλίσουμε κάποια διαφάνεια ως προς τη χρηματοδότηση του κατά πολύ δαπανηρότερου εγχειρήματος του Πανεπιστημίου και εγγυήσεις για την ακαδημαϊκή ελευθερία των διδασκόντων; Σε αυτό το πλαίσιο, νομίζω, δεν θα ήταν παράλογο να διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις για το εάν οι θεσμοί στη χώρα μας θα αποδειχτούν ώριμοι για την απελευθέρωση στην ανώτατη εκπαίδευση. Ήδη οι πρόσφατες εξελίξεις δείχνουν ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να «χωνέψει» τον κρατικοδικαϊκό θεσμό των Ανεξάρτητων Αρχών, παρά το ότι μετρούν ήδη είκοσι τρία χρόνια ζωής μετά τη συνταγματική τους κατοχύρωση.
Ακόμη, η επιλογή της νομοθετικής οδού έναντι αυτής της συνταγματικής αναθεώρησης είναι κάποια ένδειξη βολονταρισμού εκεί όπου θα έπρεπε να πρυτανεύει πνεύμα διαλόγου. Επιπλέον, η απλή νομοθετική οδός εν προκειμένω αφενός παραβιάζει το αδιάστικτο γράμμα του άρθρου 16, καθώς και τη ratio της ψήφισής του, όπως αναλύθηκε, αφετέρου δεν προσφέρεται για τέτοιου είδους ριζικές ανακατατάξεις. Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος μπορεί να είναι περιορισμένα διορθωτική του γράμματος του Συντάγματος, αλλά δεν προσφέρεται για διαρθρωτικές μεταβολές, μεταβολές του πνεύματος μιας ολόκληρης εποχής. Από την άποψη αυτή, η περίπτωση των Πανεπιστημίων δεν συγκρίνεται με αυτήν του «βασικού μετόχου». Ένα ειδικό ζήτημα που απασχολούσε μία συγκεκριμένη κατηγορία παικτών της αγοράς (κι εδώ επρόκειτο αναμφίβολα για αγορά), δεν μπορεί να συγκριθεί με το ερώτημα «τι Πανεπιστήμιο θέλουμε;». Με ένα μείζον δηλαδή ζήτημα εκπαιδευτικής πολιτικής που θα επηρεάσει όχι μόνο την αγορά εργασίας, αλλά και την εξωστρέφεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, καθώς και την ποιότητα της δημοκρατίας -αν ο κίνδυνος εμπορευματοποίησης των πτυχίων δεν αποτραπεί. Ο κίνδυνος είναι δηλαδή να υποχωρήσει η κουλτούρα της σφαιρικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ικανότητα των πολιτών να αναπτύσσουν κριτική σκέψη και να ελέγχουν την εξουσία.
Επιπλέον, ίσως δεν έχει γίνει αντιληπτό το ότι η εγκατάσταση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως λύση εσωστρέφειας και υποβάθμισης της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Τούτο διότι τα Πανεπιστήμια κατά κανόνα ανθούν στον τόπο τους και δεν αναπαράγονται με τη λογική ανώνυμης εταιρείας. Επίσης, η εγκατάσταση παραρτημάτων θα δώσει κίνητρο για περιορισμένη κινητικότητα στο εξωτερικό. Ωστόσο, η εξωστρέφεια της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης και η θητεία καθηγητών/τριων και φοιτητών/τριων στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού -με υποτροφίες, με κόπους, θυσίες, με αγωνίες ολόκληρων οικογενειών που πιστεύουν βαθειά ότι η εκπαίδευση είναι το εισιτήριο για έναν καλύτερο κόσμο- είναι ένα από τα μεγάλα προσόντα του ελληνικού Πανεπιστημίου, και οπωσδήποτε της ελληνικής νομικής επιστήμης.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου περιλαμβάνει και κάποιες ιδιαίτερα ανησυχητικές διατάξεις για την ακαδημαϊκή ελευθερία των προαλειφόμενων Πανεπιστημίων. Από τη μία μεριά, στα ακαδημαϊκά τους όργανα επιφυλάσσεται μόνον συμβουλευτικός ρόλος, ακόμη και για ζητήματα έρευνας και εκπαίδευσης, ενώ ουδόλως διασαφηνίζεται ο τρόπος ορισμού του διοικητικού συμβουλίου ή κάποιες εγγυήσεις για τον αποφασιστικό ρόλο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ωστόσο, στα Πανεπιστήμια, κατά το Σύνταγμα, η αυτοδιοίκηση είναι ουσιαστική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Από την άλλη μεριά, στο σχέδιο νόμου η ακαδημαϊκή ελευθερία φαίνεται να τίθεται σε στάθμιση με το γενικό συμφέρον. Διότι η κρατική εποπτεία θα κατατείνει, κατά τη διατύπωση του σχεδίου νόμου, όχι μόνο στην επιδίωξη σκοπών ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά και στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Πρόκειται για μια έννοια που μπορεί να ιδεολογικοποιηθεί σε αφόρητο βαθμό. Κατά μία κακοπροαίρετη -αλλά όχι αδύνατη- εκδοχή, η κρατική εποπτεία θα μπορούσε να γίνει όχημα για την προώθηση της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, υπό την προσχηματική επίκληση του γενικού συμφέροντος.
- Έξοδος
Η συντακτική βούληση πίσω από το άρθρο 16 εξέφραζε ένα γενικό, υπερκομματικό πνεύμα της εποχής της Μεταπολίτευσης. Το άρθρο 16 τροφοδοτείται από μια ισχυρή και διαχρονική κοινωνική συναίνεση για τον ρόλο της ανώτατης εκπαίδευσης σε μια κοινωνία που πάντοτε έθετε ως προτεραιότητα τόσο την εκπαίδευση όσο και την ισότητα των πολιτών. Για να τροποποιηθεί το άρθρο 16 απαιτείται, λοιπόν, η εκδήλωση μιας αντίστοιχου κοινωνικού και θεσμικού βάθους συναίνεσης, όπως αυτή που καλλιεργείται κατά την αναθεωρητική διαδικασία. Έτσι, η επιλογή της αναθεώρησης δεν συνιστά κάποια εμμονή σε μια «ιεροτελεστία», ούτε μόνον μια αναγκαιότητα ενόψει του γράμματος και του τυπικού κύρους του Συντάγματος. Ο διάλογος στο ανώτατο επίπεδο, το αναθεωρητικό, θα επιτρέψει να αναδειχθούν και να βρεθούν συναινετικές λύσεις στα μείζονα ζητήματα, όπως είναι η προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας των διδασκόντων στα ιδιωτικά ιδρύματα, η διαφάνεια στη χρηματοδότησή τους, η ποιότητα των σπουδών, η ισότητα στην πρόσβαση προς την ανώτατη εκπαίδευση. Εν κατακλείδι, απαιτείται μία νέα πειστική πρόταση στο υψηλότερο επίπεδο, σε εκείνο της αναθεωρητικής διαβούλευσης, για ένα Πανεπιστήμιο που θα επαυξήσει και δεν θα μειώσει το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης.