Το  αίτημα της πολιτικής ενότητας της κοινωνίας σε μια πλουραλιστική δημοκρατία

Αντώνης Μανιτάκης, Ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ., Επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας

Περίληψη [1]*

Μια από τις μείζονες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα φιλελεύθερα κράτη με δημοκρατικό πολίτευμα, τις τελευταίες δεκαετίες, είναι το αίτημα της   θεσμικής αναγνώρισης των πολλαπλών συλλογικών ταυτοτήτων, μειονοτήτων και μεταναστευτικών ή  άλλων  ομάδων, ως οργανικών «μελών του κοινωνικού συνόλου» (άρθρο 25 παρ.1) και ως υποκειμένων της κοινωνίας των πολιτών, που «δικαιούνται να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή της χώρας» (άρθρο 5 παρ.1), χωρίς η θεσμική αναγνώριση και πολιτική συμμετοχή τους να θέτει αναγκαστικά υπό διακινδύνευση την  πολιτική και συνταγματική ταυτότητα του κράτους και της κοινωνίας.

Η επίλυση του συνταγματικού αυτού γρίφου θα πρέπει να αναζητηθεί, κατά την γνώμη μας,  στην ερμηνευτική επαναπροσέγγιση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και του ορισμού του Λαού. Η  συνταγματική αυτή αρχή θα πρέπει να ερμηνεύεται, ως ρήτρα ανοικτή και συμπεριληπτική, με τρόπο που να διασφαλίζεται η πολιτική ενότητα μέσα από την πολλαπλότητα και τη διαφορετικότητα.

 

Ατομοκεντρική και πληθυντική θεώρηση της δημοκρατικής αρχής–   Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία οικοδομήθηκε πάνω σε ένα πρότυπο οργάνωσης της εξουσίας ενοποιητικό, συγκεντρωτικό και αποκλεισμού όσων δεν  χαρακτηρίζονταν πολίτες. Το αίτημα διασφάλισης της ενότητας του Λαού ή του έθνους και της πολιτικής ενοποίησης της κοινωνίας διαμόρφωσε μια εξουσία αντιπροσωπευτική μεν της θέλησης του Λαού, που αγνοούσε όμως τις κοινωνικές ανισότητες  και διαφοροποιήσεις καθώς και τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Στο όνομα έτσι της ενιαίας λαϊκής θέλησης του Λαού, της ενότητας του κράτους και των γενικότερων συμφερόντων της κοινωνίας παραμερίζονταν  οι διαφορές και ιδιαιτερότητες ομάδων και τάξεων ή συλλογικοτήτων ή ταυτοτήτων και  ισοπεδώνονταν  πολιτικά.  Ο «πληθυντικός» λαός, ο λαός με την κοινωνιολογική ή εμπειρική   σημασία του όρου απωθείτο  σε πολιτική αφάνεια και ανυπαρξία και δεν υπήρχε παρά μόνον μέσω της   της πλασματικής πολιτικής ενότητάς του Λαού και κατά την άσκηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών του. Την ιστορική αυτή αντίφαση επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν οι πλουραλιστικές θεωρίες περί Δημοκρατίας, οι οποίες εισήγαγαν μια νέα θεώρηση τόσο της λαϊκής κυριαρχίας όσο και της   νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, αντιπαραθέτοντας στη φιλελεύθερη, ατομο-κεντρική και μονιστική θεώρηση της εξουσίας και της κοινωνίας μια θεώρηση πολυκεντρική, πλουραλιστική, πληθυντική[2].

Η πολιτική αντιπροσώπευση και δι΄αυτής η ατομοκεντρική πρόσληψη  της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προϋποθέτουν λογικά και συνεπάγονται,  την πλασματική πολιτική  ενότητα του λαού. Η πολιτική ενότητα επιτάσσει την σύλληψη του λαού,  ως ενός συνόλου  πολιτών, που έχουν ίσα πολιτικά δικαιώματα,  και εκφράζονται  πρωταρχικά, αν όχι αποκλειστικά, από το εκλογικό σώμα. Η πολιτική ισότητα,  από την μεριά της, θεμέλιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας,  νοούμενη ως ισότητα πολιτών και όχι ατόμων,  αγνοούσε επιδεικτικά τις κοινωνικές ιδιότητες και ιδιαιτερότητες των ατόμων καθώς και τις κοινωνικές ομάδες ή  τις  σχέσεις που διατηρούν  μεταξύ τους. Ενδιαφερόταν  μόνον  για την  αριθμητική, για την  τυπική, την αριθμητική  ισότητα και όχι για κοινωνική ή ουσιαστική ισότητα των ατόμων.

Για την πολιτική Δημοκρατία, στην κλασσική της σύλληψη της, δεν επιτρέπεται να παρεμβάλλονται, άλλωστε, μεταξύ  λαού και  κράτους,  ενδιάμεσα, κοινωνικές ομάδες ή συσσωματώσεις,  ώστε να διασπάται η ενότητα του Λαού και να απειλείται η ισχύς και η ενότητα του κράτους. Αυτό, από την εποχή της Γαλλικής επανάστασης. Για τον λόγο αυτόν τα επί μέρους κοινωνικά και οικονομικά  συμφέροντα δεν νομιμοποιούνται  να συμμετέχουν ως τέτοια στη διαδικασία της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Η θεσμική αντιπροσώπευση των κοινωνικών συμφερόντων ή των συντεχνιών και των κοινωνικών ομάδων θεωρείται ότι αντιφάσκει εξ ορισμού με την έννοια της πολιτικής δημοκρατίας.

Η θεώρηση άρα της κοινωνίας την οποία επιβάλλει, ή καλλίτερα υπονοεί, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ως πολιτική δημοκρατία, είναι καθαρά ατομο-κεντρική. Εναρμονίζεται άλλωστε η ίδια και με τις συμβολαιο-κρατικές θεωρίες  για την ίδρυση του κράτους ή της πολιτικής κοινωνίας. Τα άτομα είναι για τις θεωρίες αυτές η αρχή και το τέλος της αστικής- ιδιωτικής κοινωνίας, η οποία  συγκροτείται με το κοινωνικό συμβόλαιο, που λογίζεται ότι συνάπτεται εξ ορισμού από  ίσα και ελεύθερα  ή αυτεξούσια άτομα.

Η φιλελεύθερη αυτή θεώρηση  της κοινωνίας αγνοεί το γεγονός ωστόσο  ότι η ιδιωτική κοινωνία είναι χωρισμένη σε άπειρες ομάδες και συσσωματώσεις και διαφορετικές συλλογικές ταυτότητες. Οι συσσωματώσεις αυτές είναι βέβαια   οργανωμένες σε ενώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, σε οργανώσεις πολιτικές ή θρησκευτικές και σε άλλα κοινωνικά και πολιτισμικά συλλογικά μορφώματα και απολαμβάνουν των συνταγματικών εγγυήσεων της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι ή της συνένωσης, της συνάθροισης, των διαδηλώσεων και του λόγου ή του τύπου. Οργανώνονται όμως και δρούν επ΄ιδιω συμφέροντι για να προστατεύσουν τα ατομικά ή συλλογικά συμφέροντα και δικαιώματά τους. Δρούν έτσι και υπάρχουν στον χώρο της ιδιωτικής κοινωνίας, της ιδιωτικής σφαίρας και δεν αναμειγνύονται  στα ζητήματα της πολιτικής κοινωνίας και της δημόσιας σφαίρας. Διακρίνονται έτσι σαφώς τα ατομικά από τα πολιτικά δικαιώματα και δεν συμπλέκονται μεταξύ τους, κατά την κλασσική φιλελεύθερη πάντα αντίληψη. Προστατεύονται, μεν επομένως από το Σύνταγμα, όπως κάθε είδους ατομικό-αμυντικό  δικαίωμα, με εγγυήσεις όμως που στρέφονται, πρωτίστως,  κατά της κρατικής εξουσίας και αποσκοπούν να αποτρέψουν αυθαίρετες κρατικές παρεμβάσεις στην συλλογική αυτονομία τους, δηλαδή στη δυνατότητά τους να ιδρύονται ελεύθερα και να αυτοδιοικούνται και να δρούν χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις ή εμπόδια.  Απολαμβάνουν βασικά τα προνόμια της αρνητικής ελευθερίας, της ελευθερίας από το κράτους

Υπό αυτό το  πρίσμα, η   οργάνωση των κοινωνικών συμφερόντων και ταυτοτήτων αντιμετωπίζεται κυρίως ως συλλογική έκφραση της ιδιωτικής αυτονομίας και βρίσκει ειδική συνταγματική προστασία ως συλλογικό δικαίωμα στην ελευθερία της συνένωσης ή της συνάθροισης, και όχι  ως θεσμός κοινωνικός της δημοκρατίας, όπως θα έπρεπε. Δεν αναγνωρίζεται δηλαδή συνταγματικά η δράση και οργάνωσή τους ως μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη μορφή  έκφρασης της λαϊκής της βούλησης ή γνώμης του πληθυντικού λαού  στη δημόσια πολιτική σφαίρα[3].

Η  ατομο-κεντρική φιλελεύθερη θεώρηση,   πολιτικά δύσπιστη απέναντι στις ομάδες και στις συλλογικές μορφές οργάνωσης και δράσης, ενδιαφερόταν  πρωτίστως για την εγγύηση της διάκρισης του κράτους από την κοινωνία και της πολιτικής σφαίρας από την ιδιωτική και αδιαφορούσε  για την συμμετοχή των κοινωνικών ομάδων στην διαμόρφωση της λαϊκής βούλησης και  κοινής γνώμης  και  στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.  Οι κοινωνικοί σχηματισμοί οργανώνονταν  για να προστατεύσουν τον εαυτό τους και την αυτονομία τους από το κράτος και την διοίκηση και όχι για να συμμετάσχουν ως κοινωνικοί ή πολιτικοί θεσμοί ή παράγοντες στη  δημόσια πολιτική σφαίρα και να επηρεάσουν με την δράση τους την πολιτική εξουσία[4].

Οι συνταγματικές εγγυήσεις του πολιτικού φιλελευθερισμού σταματούσαν  εκεί που άρχιζε  η θεσμική οργάνωση και νομιμοποίηση του κοινωνικού και πολιτικού πλουραλισμού.

 

Η θεσμική αποδοχή του πολιτικού πλουραλισμού και  του κομματικού ανταγωνισμού  ως «κανονιστικών δεδομένων»– Σε αντιδιαστολή  με  την προηγούμενη θεώρηση, η   πλουραλιστική θεώρηση της  κοινωνίας και της δημοκρατίας, αντιμετωπίζει  τα άτομα όχι μόνον ως αυτόνομες και αυτόβουλες ατομικές μονάδες, απογυμνωμένες από κάθε είδους κοινωνικό προσδιορισμό, αλλά ως πρόσωπα, φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που έχουν είτε ως άτομα  είτε ως μέλη του  κοινωνικού συνόλου (άρθρο 25 παρ.1). Τα πρόσωπα αυτά υπάρχουν και δρούν   μέσα από κοινωνικές σχέσεις, ενσωματωμένα σε μια κοινωνική ομάδα ή σε ένα κοινωνικό μόρφωμα, στο οποίο βρίσκονται εκούσια ή ακούσια ενταγμένα[5]. H κοινωνία συναρθρώνεται, αυτοδύναμα, σε πολλαπλές κοινωνικές πολιτισμικές και πολιτικές ομάδες ή ταυτότητες και συσσωματώσεις, που σχηματίζουν κέντρα εξουσίας διάσπαρτα που   δραστηριοποιούνται στον πολιτικό,  οικονομικό, πολιτισμικό ή  θρησκευτικό επίπεδο και φθάνουν μέχρι να αμφισβητούν την παντοδυναμία του κράτους και να αντιμάχονται την πολιτική εξουσία.  Τα κέντρα αυτά λειτουργούν παράλληλα και ως αυτόνομες εστίες νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας. Δεν αναπτύσσονται άλλωστε μόνο στην εθνική επικράτεια, σχηματίζονται συχνά σε υπερεθνικό επίπεδο και δρούν εντελώς ανεξάρτητα ή πέρα από το εθνικό κράτος.

Αντίστοιχη με την  πλουραλιστική θεώρηση της κοινωνίας είναι και η εικόνα του λαού, ο οποίος  γίνεται αντιληπτός  ως   ένα σύνολο ατόμων που δια-πλέκονται μεταξύ τους και συναπαρτίζουν πολλαπλά συμπλέγματα  κοινωνικών σχέσεων.  Τα κοινωνικά, πολιτικά η πολιτισμικά αυτά μορφώματα είναι  διάσπαρτα στην ανταγωνιστική  ιδιωτική-αστική κοινωνία και βρίσκονται χωρισμένα   σε αντιτιθέμενες και διακριτές κοινωνικά ή πολιτικά  ομάδες ή σε  σύνολα και  συλλογικές ταυτότητες, όπως είναι οι μειονότητες, θρησκευτικές, εθνικές, πολιτισμικές κλπ.  Η οργάνωση, σύσταση και δράση  αυτών των ομάδων και οργανώσεων ή ενώσεων προσώπων δεν είναι ωστόσο  συνταγματικά απροστάτευτη. Βρίσκει   έρεισμα στα συνταγματικά κατοχυρωμένα  ατομικά και πολιτικά δικαιώματα συμμετοχής στην πολιτική ζωή του τόπου, όπως της ελεύθερης έκφρασης και διάδοσης των πολιτικών ή άλλων ιδεών, της ίδρυσης κομμάτων και άλλων συνενώσεων, της συνάθροισης και των διαδηλώσεων, πορειών κλπ.

Το  πλέον επομένως έκδηλο και καθοριστικό γνώρισμα της πλουραλιστικής θεώρησης της δημοκρατίας είναι, ακριβώς, η αναγνώριση και νομιμοποίηση από το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα του «κανονιστικού γεγονότος»[6] ότι τα πραγματικά υποκείμενα της πολιτικής διαδικασίας, οι πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής στη συνταγματική πραγματικότητα δεν είναι τα άτομα άλλα οι ομάδες, οι διάφορες συλλογικότητες  και βέβαια τα κόμματα  και άλλες πολιτικές οργανώσεις, που δρούν και εκφράζονται στον δημόσιο χώρο, επιδιώκοντας να επηρεάσουν τις αποφάσεις της πολιτικής και κρατικής εξουσίας.[7].

Παράλληλα όμως με την αναγνώριση και νομιμοποίηση του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτισμικού πλουραλισμού, αυτό που κομίζει επί πλέον  στην πολιτική δημοκρατία η θεωρία του πλουραλισμού και ειδικά η  ριζοσπαστική-αγωνιστική   εκδοχή της[8], είναι η αποδοχή και νομιμοποίηση του γεγονότος ότι η «σύγκρουση» και ο «ανταγωνισμός» ή αντιπαλότητα μεταξύ πολλαπλών κοινωνικών και πολιτικών ομάδων και κομμάτων  για τον επηρεασμό της εξουσίας αποτελούν  συστατικά και ανεξάλειπτα στοιχεία του φιλελεύθερου κράτους και κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος.   Από αυτή την άποψη  θα πρέπει, τελικά, να αναγνωριστούν και τα δύο όχι απλώς  ως κανονιστικά δεδομένα   αλλά και ως δομικά στοιχεία  μιας πλουραλιστικής   δημοκρατίας, που βρίσκουν έρεισμα τόσο στην λαϊκή κυριαρχία, από μόνη της, όσο από την διασταύρωσή της με τα πολιτικά και συλλογικά δικαιώματα. Όταν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ερμηνευτεί σε συνδυασμό με τα πολιτικά και συλλογικά δικαιώματα, που η ίδια συνεπάγεται ή προϋποθέτει, τότε γίνεται φανερή και η πλουραλιστική και ανταγωνιστική διάστασή της.

Με την  αναγνώριση του πλουραλισμού και της σύγκρουσης ως συστατικών στοιχείων ενός δημοκρατικού πολιτικού συστήματος, οι  θεωρίες της πλουραλιστικής δημοκρατίας επιδιώκουν ταυτόχρονα και  την εξομάλυνση και πάντως την άμβλυνση της  κοινωνικής διαίρεσης και σύγκρουσης, προβάλλοντας θεσμούς και επινοώντας μηχανισμούς κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης και συναίνεσης. Όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο. Από την μία μεριά η αναγνώριση του πλουραλισμού και του ανταγωνισμού από την άλλη η απαίτηση της τιθάσευσης και της ομαλοποίησή της. Η επιτυχία του δύσκολου και λεπτού αυτού εγχειρήματός τους εξαρτάται, τελικά, από την ικανότητά του συστήματος  να εγκαταστήσει  διαύλους θεσμικής συνάρθρωσης  του πραγματικού γεγονότος της πολλαπλότητας, της κοινωνικής διαίρεσης και της σύγκρουσης,  με το κανονιστικό αίτημα της πολιτικής ενσωμάτωσης ή ενοποίησής της. Η σύγκρουση και ο πλουραλισμός θα πρέπει θεσμικά να μην εκμηδενίζει το αίτημα της πολιτικής ενότητα του κράτους και της κοινωνίας.

 

Η αναγνώριση  του πολιτικού και κομματικού πλουραλισμού ως συνταγματικής αρχής—Το μέγα ζητούμενο άρα μιας πλουραλιστικής δημοκρατίας είναι  η μετατροπή του κανονιστικού δεδομένου του πλουραλισμού σε συνταγματική αρχή και η ενσωμάτωσή του στο  νόημα της  λαϊκής  κυριαρχίας[9]. Η αναγνώριση του κομματικού και πολιτικού πλουραλισμού ως συνταγματικής αρχής απορρέει, κατ΄αρχάς,  από την   ερμηνεία του άρθρου 1 παρ.3Σ, που κατοχυρώνει την λαϊκή κυριαρχία, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 1Σ, που εγγυάται  την ελεύθερη συμμετοχή του καθένα στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι διατάξεις αυτές ολοκληρώνουν το κανονιστικό νόημα του πλουραλισμού, που εμπεριέχουν, εφόσον η ερμηνεία τους συνδυαστεί και με το άρθρο 25 παρ1Σ, που εγγυάται τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου[10]. Στο ίδιο  κανονιστικό πλέγμα πρέπει να ενταχθεί και το άρθρο 29Σ, που προβλέπει την ίδρυση των κομμάτων, καθώς και το σύνολο των άρθρων  που κατοχυρώνουν την ελευθερία των συναθροίσεων, της  ίδρυσης ενώσεων και σωματείων και φυσικά και η  ελευθερία του λόγου και του τύπου.   Οι φορείς των δικαιωμάτων αυτών, όταν τα ασκούν, συμμετέχουν στη διαμόρφωση της βούλησης και γνώμης του λαού και κατ΄επέκταση  στον επηρεασμό της δημόσιας κοινής γνώμης. Το πεδίο της άσκησής τους είναι, ούτως ή άλλως, η δημόσια πολιτική σφαίρα[11].

Από τη διασταύρωση λαϊκής κυριαρχίας και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών συντίθεται μια διευρυμένη βάση δημοκρατικής νομιμοποίησης της εξουσίας και ένα ισχυρό και κραταιό  θεμέλιο της Δημοκρατίας. Αναπτύσσονται δύο διακλαδώσεις νομιμοποίησης, η εκλογική και η διάχυτη στη δημόσια πολιτική σφαίρα. Η πρώτη είναι θεσμική και στιγμιαία, δεδομένου ότι οι εκλογές διενεργούνται κάθε τέσσερα χρόνια ή  όποτε άλλοτε προκύψουν. Η άλλη είναι διαρκής και συνεχόμενη καθ΄όλη τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου και εκδηλώνεται κυρίως, αλλά όχι μόνον,  δια μέσου της κοινής γνώμης[12].

Δικαίως η αξίωση του πλουραλισμού θεωρείται  ως ένα από τα θεμέλια, ως  συνθήκη  της Δημοκρατίας, άρρηκτα δεμένη με τη λαϊκή κυριαρχία, με τον πολυκομματισμό  και με τις ελευθερίες της επικοινωνίας, τύπου, ιδεών και ΜΜΕ και ΜΜΔ[13].

Η διασταύρωση της λαϊκής κυριαρχία κυρίως με τις ελευθερίες της επικοινωνίας  έχει επί πλέον ως συνέπεια τη διαμόρφωση ενός εκτεταμένου «τόπου» φιλοξενίας πολλαπλών θελήσεων, γνωμών και ιδεολογιών. Η   ιδεολογική, πολιτική και κομματική  πολλαπλότητα και αντιπαλότητα συνεπάγονται  με την σειρά τους   τον πολιτικό και κομματικό ανταγωνισμό, τη σύγκρουση των πολλαπλών πολιτικών δυνάμεων, οργανώσεων και συμφερόντων.

Διαπιστώνουμε έτσι ότι η εκλογική- αντιπροσώπευση, που ήταν η πρωταρχική, και εν μέρει η αποκλειστική,  μορφή  εκδήλωσης της λαϊκής κυριαρχίας και νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας, μπορεί να συνυπάρξει  με πολλαπλές, επί μέρους,  μορφές ή διαδικασίες νομιμοποίησης, οι οποίες συντελούνται σε πολλαπλά επίπεδα  και  σε πολλαπλά δίκτυα επικοινωνίας και εκδηλώνονται και διασταυρώνονται στη δημόσια πολιτική σφαίρα[14].

Λαϊκή κυριαρχία και πολιτικά  δικαιώματα μαζί με  ελευθερίες επικοινωνίας  συνθέτουν έτσι  μια διευρυμένη βάση δημοκρατικής νομιμοποίησης της εξουσίας και ένα ισχυρό και κραταιό  θεμέλιο της Δημοκρατίας.

Από την συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων αυτών,  το νόημα της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας εμπλουτίζεται, διευρύνεται συμπεριλαμβάνοντας   και την αρχή του πολιτικού και κομματικού πλουραλισμού. Λες και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας είχε   στα σπλάχνα της κρυμμένη από πάντα την   πλουραλιστική διάσταση της δημοκρατίας. Η δημοκρατία μας δεν είναι άρα απλώς πολιτική, είναι και πλουραλιστική[15].

Η πλουραλιστική θεώρηση της λαϊκής κυριαρχίας: πολιτική ενότητα μέσα από την πολλαπλότητα και την διαφορετικότητα.— Για να επιτευχθεί όμως  αυτό χρειάστηκε  να αλλάξει  άρδην η πρόσληψη  της  λαϊκής κυριαρχίας με την αντικατάσταση της μονιστικής θεώρησής της από την  πληθυντική ή πλουραλιστική, η οποία προσλαμβάνει την κυριαρχία του λαού ως «ενότητα μεν, μέσα όμως από την πολλαπλότητα και την διαφορετικότητα». Μια ενότητα που  δεν θεωρείται  δεδομένη αλλά κατασκευάζεται και γίνεται για τον λόγο αυτό  αντιληπτή ως μια διαρκής διαδικασία  δικτύωσης και ενοποίησης  των πολλαπλών τόπων  ή  σχέσεων  εξουσίας με την θεσμική ένταξή τους και την λογική υπαγωγή τους στη μία και μοναδική πηγή εξουσίας, που παραμένει πάντα  η ενιαία βούληση του λαού, με την πολιτική του όρου έννοια.

Η διαδικασία της ενοποίησης περνά, έτσι, μέσα από ένα δίκτυο τυπικών  και άτυπων δεσμών επικοινωνίας μεταξύ των πολλαπλών κοινωνικών και πολιτικών φυσιογνωμιών της πληθυντικής κοινωνικής πραγματικότητας, όπως είναι οι κοινωνικές ομάδες, οι μειοψηφίες και μειονότητες, οι ενώσεις, τα συνδικάτα κ.ά.  Και όλοι αυτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας διασχίζουν, τελικά,  τον ωκεανό του πολιτικού ανταγωνισμού  πολλαπλών κομματικών και πολιτικών δυνάμεων, που διεκδικούν την πολιτική εξουσία με τις εκλογικές αναμετρήσεις, στις οποίες εκδηλώνεται η λαϊκή βούληση επιλέγοντας τους αντιπροσώπους της στο κοινοβούλιο.

Από το σύμπλεγμα  των συνταγματικών διατάξεων που παραθέσαμε,  διαμορφώνεται ένα «κανονιστικό πεδίο» ελεύθερης  διακίνησης,  επικοινωνίας και διαβούλευσης  πολλαπλών δρώντων υποκειμένων. Η πολλαπλότητα αυτή των δρώντων υποκειμένων δεν αναιρεί  ωστόσο ούτε αμφισβητεί,  το αίτημα της νομικής πρόσληψη του Λαού ως πολιτικής ενότητας. Απλώς μετατρέπει το επιτακτικό αίτημα  της πολιτικής ενότητας της κοινωνίας, από μία αφηρημένη, ισοπεδωτική και λογικά προκατασκευασμένη πλασματική ενότητα του «Ενός»  πολιτικού υποκειμένου, του Λαού,  σε μια ενότητα ανοικτή, δυναμική και σύνθετη ενός  «πολυπληθούς λαού» [16]. Η ενότητα αυτή περνά μέσα από διαδικασίες, θεσμικές και άτυπες, που οικοδομούν σταδιακά μια πολιτική ενότητα μέσα από την πολλαπλότητα και τη διαφορετικότητα.

Κατά συνέπια, η ενότητα δια της πολλαπλότητας και διαφορετικότητας επιδιώκει να  συμβιβάζει τα αντίθετα και να συμφιλιώνει τα διαφορετικά: το Εμείς με τον Άλλον, το Εγώ με τους πολλούς, το Εμείς με το Αυτοί[17]. Να εντάξει τους άλλους στο Εμείς[18].

Αυτό σημαίνει ακόμη ότι ο ορισμός του Λαού, το μέγεθός του και άρα και τα όρια του δεν είναι δεδομένα ούτε πάγια. Είναι ρευστά και εύπλαστα, ανάλογα με τις πραγματικές και πολιτικές καταστάσεις  και τις προβλέψεις του νομοθέτη[19].

Τέλος,  ο πλουραλισμός, αγκαλιά με τον πολιτικό και ιδεολογικό  ανταγωνισμό και την αντιπαράθεση, εγκαθίσταται ως ενδογενή και σταθερά   γνωρίσματα  της δημοκρατίας. Μόνο που   υπάρχει ο κίνδυνος η πολιτική σύγκρουση μπορεί να εξελιχθεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες,  σε φορέα αποσύνθεσης και σοβαρής απειλής της πολιτικής και κοινωνικής συνοχής της Πολιτείας, ικανού να κλονίσει  συθέμελα το δημοκρατικό οικοδόμημα και την ενότητα της πολιτικής κοινωνίας.  Η σύγκρουση  δημιουργεί φυγόκεντρες δυνάμεις, συντηρεί  ανεξέλεγκτες πολιτικές ή κοινωνικές αντιπαραθέσεις, τροφοδοτεί τον διχασμό και εκτρέφει τον αυταρχισμό, σαν και αυτόν που βλέπουμε να αναπτύσσεται σε αρκετές χώρες της Ευρώπης από  εθνικο-λαϊκίστικα πολιτικά καθεστώτα, που υπονομεύουν τη δημοκρατική ομαλότητα και την πολιτική ενότητα  του κράτους.   Είναι έτσι δυνατόν, στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας και του λαϊκισμού να αναπτυχθούν  πολιτικές δυνάμεις, που θέτουν  με την  ανεύθυνη δράση τους  υπό  διακινδύνευση την δημοκρατική νομιμότητα και το κράτος δικαίου.

Είναι γεγονός  κατά συνέπεια ότι οι πολλαπλές εστίες νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας στη δημόσια πολιτική σφαίρα απειλούν και  δοκιμάζουν την μοναδικότητα της κραταιής εκλογικής νομιμοποίησης. Δημιουργείται έτσι μια σχέση έντασης μεταξύ τους, η οποία εκδηλώνεται κυρίως με συνεχή αμφισβήτηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, όχι μόνο από την μειοψηφία αλλά και δια μέσου της κοινής γνώμης και άλλων συλλογικοτήτων, ομάδων πίεσης και συντεχνιών.

Κατά παράδοξο όμως τρόπο οι λαϊκές αυτές αμφισβητήσεις, μπορεί να έχουν, ακόμη και όταν επιδιώκουν την  πλήρη απαξίωση της δημοκρατικής, δικαιοκρατικής νομιμότητας (μέσω κυρίως των ΜΜΕ, των συγκεντρώσεων, διαδηλώσεων και διαμαρτυριών στους δρόμους),  τα  αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδίκουν. Διότι, άθελά  τους, ενισχύουν και ενίοτε συντείνουν μέσα από την δημοκρατική πάλη και αντιπαράθεση στην ανανέωση ή διόρθωση του τρόπου άσκησης της εξουσίας και της διακυβέρνησης. Με αποτέλεσμα να ενισχύουν και όχι να αποδυναμώνουν την καθεστηκυία τάξη.

Πρόκειται σε κάθε περίπτωση για συμπτώματα ενδογενή, που γεννά η ίδια η πλουραλιστική δημοκρατία, η οποία κλονίζεται μεν από τις κρίσεις, τρέφεται όμως και από αυτές και βγαίνει ενίοτε πιό ισχυρή. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι η Δημοκρατία διαθέτει  όλα τα μέσα για να τις δαμάζει, χωρίς να χρειαστεί να αρνηθεί τον εαυτό της, που είναι εξ ορισμού «τόπος» διαρκούς αμφισβήτησης και πάλης για την εξουσία, ενάντια στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, μέσα στο όρια και τις εγγυήσεις ενός κράτους δικαίου.

Η δημοκρατία βγαίνει από την αμφισβήτηση και αντιπαράθεση συχνά πιο δυναμωμένη και πιο ισχυρή, όταν κυρίως καταφέρνει,  μέσα από τους μηχανισμούς και τις συνταγματικές διαδικασίες που διαθέτει (δικαιοκρατικές, συμμετοχικές και αντι-πλειοψηφικές), να ελέγξει τη σύγκρουση, να απορροφήσει την ένταση  και να καταλαγιάσει τον θυμό και την αγανάκτηση υποτάσσοντάς τα στους κανόνες του δημοκρατικού παιγνιδιού και στις συνταγματικές διαδικασίες της διαφάνειας, του διαλόγου, της συντεταγμένης αντιπαράθεσης και του κράτους δικαίου. Εξασφαλίζοντας έτσι παράλληλα  μεγαλύτερη πολιτική ενσωμάτωση.

Μόνο που η ενότητα του κράτους και της κοινωνίας δεν μπορεί, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, να είναι πλέον η αφετηρία, αλλά η κατάληξη μιας εύθραυστης ισορροπίας ανταγωνιστικών δυνάμεων,  που δύσκολα μεν επιτυγχάνεται μέσα από  διαφωνίες  και αντιπαραθέσεις, εύκολα δε ανατρέπεται[20].

Σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι η αρχή της πλειοψηφίας που αρμόζει ως μέθοδος επίλυσης και διευθέτησης των συγκρούσεων και διαφορών, αλλά η συναίνεση και ο συμβιβασμός[21].

Με την τελευταία μέθοδο της συνδιαλλαγής , η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας νομιμοποιείται ακόμη περισσότερο να λειτουργεί ως ύπατη βαθμίδα ισχύος, ενοποίησης και νομιμοποίησης της πολιτικής  εξουσίας και των κρατικών αποφάσεων.

 

Η πολιτική ενότητα  της κοινωνίας ως διαδικασία– Το κεντρικό πρόβλημα επομένως της πλουραλιστικής δημοκρατίας δεν είναι  να δώσει απλώς έκφραση στις ποικίλες τάσεις και στα μερικά συμφέροντα μιας κοινωνικά διαφοροποιημένης και ανταγωνιστικής κοινωνίας, αλλά και να μεταφράσει τον κοινωνικό πλουραλισμό σε πολιτική ενότητα, μέσα από διαδικασίες πολιτικής ενσωμάτωσης.

Η ενότητα της πολιτικής και κοινωνικής συμβίωσης καθώς δεν είναι προκατασκευασμένη ούτε είναι δεδομένη, αλλά είναι το αποτέλεσμα διεκδικήσεων, διαπραγματεύσεων, συμβιβασμών και συνθέσεων, κατασκευάζεται, δημιουργείται, πλάθεται και ανακατασευάζεται διαρκώς.  Δεν παύει   να επιδιώκεται, πάντα, μέσω της αντιπαράθεσης και του  διαλόγου ή μιας  κοπιώδους διαβούλευσης, είτε στο Κοινοβούλιο μεταξύ των  κομμάτων είτε στη δημόσια σφαίρα και στην κοινή γνώμη μεταξύ Κυβέρνησης αντιπολίτευσης και οργανωμένων συμφερόντων, και γενικά μεταξύ φορέων δύναμης και λόγου.

Από αυτήν την άποψη η ενότητα του Λαού πρέπει να αντιμετωπίζεται   ως μια διαδικαστική επιδίωξη και όχι ως  μια κατασταλαγμένη κατάσταση. Ως μια διαδικασία ανοικτή στις προκλήσεις, που δεν τελειώνουν ποτέ.

 

[1]* Η παρούσα μελέτη αφιερώνεται στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, που στο θεσμικό της πρόσωπο ενσαρκώνεται η πολιτική  ενότητα  της κοινωνίας μας  μέσα από την πολλαπλότητα και τη διαφορετικότητα. Με τους λόγους της και τις συμβολικές παρεμβάσεις και  χειρονομίες της, έφερε τον απόμακρο, αυστηρό και κρύο θεσμό του αρχηγού του κράτους κοντά στην κοινωνία, τον έκανε οικείο σε όλους, στους απλούς και ξεχασμένους, στους απόκληρους της γης και τον συμφιλίωσε με τον πολιτισμό. Ανέδειξε έτσι την τεράστια σημασία που έχει στην εποχή μας η  συμβολική λειτουργία του Αρχηγού του Κράτους, που υποκαθιστά  και υπερβαίνει τις, ούτως ή άλλως, τυπικές, ονομαστικές και άχαρες προεδρικές αρμοδιότητες, οι οποίες είχαν διχάσει στα τέλη του προηγούμενου αιώνα δύο Αναθεωρητικές Βουλές. Η Πρόεδρος απέδειξε σήμερα ότι  οι άτυπες  αρμοδιότητές και ο τρόπος άσκησή τους καθημερινά,  καθορίζουν την φυσιογνωμία του προεδρικού θεσμού και τον καταξιώνουν στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία.

[2] Για την διάκριση μονιστικής και πλουραλιστικής θεωρίας της λαϊκής κυριαρχίας, εκτενώς,  Γ. Τασόπουλο, Η λαϊκή κυριαρχία και η πρόκληση της αμεροληψίας, Κριτική, 2014, σ. 60, 211-292. Και από την αλλοδαπή,  αντί πολλών, τις παλαιότερες, P. Hirst, Representative Democracy and Its Limits, London, Polity Press, 1990, σ 38-56  επ., G. Burdeau, La mocratie, Bruxelles, J. Lebègue, 1966, σ. 61-72 Σχετικά με  τις πλουραλιστικές θεωρήσεις της δημοκρατίας, βλέπε συνοπτικά  Manfred G. Schmidt, Θεωρίες της Δημοκρατίας, Αθήνα, Σαββάλας, 2000. σ.  251 επ. Και ειδικά για τη σημασία της πλουραλιστικής κοινωνίας και δημοκρατίας,  N. Bobbio, Το μέλλον της δημοκρατίας, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1993, σ. 27-33 και 61-72. Ακόμη τη θεωρία του Robert A. Dahl, Dilemmas of Pluralist Democracy,  New Haven, London, Yale University Press, 1982, ιδίως σ. 31, 82 επ., και από ελληνόγλωσση βιβλιογραφία ο πρώτος που επισήμανε τις αλλαγές που επήλθαν στη δομή και στις λειτουργίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με την αναγνώριση του κοινωνικού πλουραλισμού και την υπαλλακτική χρήση του όρου ‘δημοκρατική  κοινωνία’ στη θέση του ‘δημοκρατικού κράτους’ είναι  ο Γ. Βλάχος, Ο οικονομικός και κοινωνικός πλουραλισμός και η έννοια της δημοκρατικής κοινωνίας, σε ‘Η δημοκρατική κοινωνία και ο πολίτης’, εκδ. Παπαζήση, ά.χ., 1980; σ. 70, 89-138.

[3] Γ. Τασόπουλο, Η λαϊκή κυριαρχία, ό.π., σ, 326-342, 393 επ.

[4] Την «πολιτική» αυτονομία των οργανώσεων έναντι των παρεμβάσεων του κράτους και απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία θεωρεί ο Dahl γνώρισμα σημαντικό μιας πλουραλιστικής δημοκρατίας, R. A. Dahl, Dilemmas of Pluralist Democracy, ό.π., σ. 81-107. Βλέπε και πιο κάτω.

[5] Αντώνης Μανιτάκης, Το Υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, Αντ. Σάκκουλας, 1981, σ.   143-190.

[6] Η πλειονότητα των πλουραλιστών αντιμετωπίζουν τον πλουραλισμό κυρίως και πρωταρχικά ως εμπειρικό γεγονός, το οποίο απαιτείται πριν από όλα να γίνει η περιγραφή τους  και να αναλυθεί. Γι αυτό και οι θεωρίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως περιγραφικές  δημοκρατικές θεωρίες (Βλέπε σχετικά D. Held, Μοντέλα Δημοκρατίας, σ. 189). Η συνταγματική ωστόσο δημοκρατική θεωρία ενδιαφέρεται για τον πλουραλισμό μόνον εφ΄όσον και καθόσον μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα από κανονιστική οπτική γωνία σε συνάρτηση με την δημοκρατική αρχή και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Οι ομάδες ή, όπως προτιμά ο Σβώλος και άλλοι συγγραφείς, το ομαδικό στοιχείο δεν αποτελούν απλώς ένα «πραγματικό γεγονός» ένα σκέτο factum. Η ομαδική και κατά προέκταση η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά, τουλάχιστον ενός ‘κανονιστικού γεγονότος’, διότι παράγει μια δική της κανονιστικότητα, η οποία επηρεάζει αναπόφευκτα την ερμηνεία και εφαρμογή των συνταγματικών κανόνων. Η κανονιστικότητα ενός κανονιστικού γεγονότος πηγάζει, αναβλύζει από το ίδιο το γεγονός και ολοκληρώνεται, όταν συναντήσει τον νομικό κανόνα που του ταιριάζει. Το κανονιστικό γεγονός αποκτά, πάντως, ερμηνευτική σημασία και νόημα μέσα από την προβληματική του πραγματικού συντάγματος, βλέπε σχετικά Αντ. Μανιτάκης, ΣυντΔίκ. πρώτος τόμος, κεφ. ΙΙ.

[7] Σε μας ο πρώτος που επεσήμανε και ανέλυσε την κοινωνική πραγματικότητα των «ομάδων» και άσκησε καταλυτική κριτική  στην πλασματική ενότητα του λαού, αντιτάσσοντάς της την  διαίρεση του λαού σε τάξεις και  ομάδες είναι ο Αλέξανδρος Σβώλος στην κλασσική μονογραφία του ‘Το Νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του Πολιτεύματος’, Αθήναι, Πυρσός, 1928, σ. 83-88 και 131,  όπου γράφει χαρακτηριστικά: «Αι αληθείς μονάδες της πολιτικής κοινωνίας δεν είναι τα άτομα, εφ΄ών ιδρύθη η ιδέα του φιλελευθερισμού, αλλά αι «κοινωνικαί ενότητες», διότι εις αυτάς, όταν γίνουν συνειδηταί, ανευρίσκεται ο πάγιος δεσμός, εξ ού σχηματίζεται η «κοινή» θέλησις και δι΄αυτών διακρίνονται οι δια της πολιτικής προβαλλόμενοι κοινωνικοί σκοποί. Η νεωτέρα μορφή του οικονομικού βίου της κοινωνίας κατέστησεν μοιραίαν την απορρόφησιν του ατόμου εντός της κοινωνικής ομάδος». Βλέπε ακόμη από ελληνική βιβλιογραφία Γ. Βλάχου, Κοινωνιολογία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, Αθήνα, Παπαζήσης, 1976, σ. 29 επ. του ίδιου, Ο οικονομικός και κοινωνικός πλουραλισμός και η έννοια της δημοκρατικής κοινωνίας, σ. 109, 114.

[8] Την θεώρηση αυτή της πλουραλιστικής δημοκρατίας ασπάζεται και υπερασπίζεται η Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, Αθήνα, Πόλις, σ. 90, 92, 102 και 107, 160 επ., οποία εκκινεί από την αντίληψη του ανεξάλειπτου χαρακτήρα που έχουν ο πλουραλισμό και ανταγωνισμός σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία και η διαπίστωση αυτή αποτελεί το κυρίαρχό ζήτημα σε μια θεωρία για τη Δημοκρατία.

[9] Γ. Τασόπουλος, ό.π., σ. 322-333.

[10] Αντώνης Μανιτάκης, Το υποκείμενο..ό.π., σ.   143-190, Πρβλ. και Valerio Onida, Le costituzioni. I principi fondamentali della Costituzione Italiana, Mannuale del Diritto Pubblico, 1997, σ. 105

[11] Γ. Τασόπουλος, ό.π., σ. 395—403.

[12] Στη Γαλλία η μορφή αυτή νομιμοποίησης ονομάστηκε παραστατικά «συνεχής Δημοκρατία» (Démocratie continue). Βλ. σχετικά, Π. Παραράς, Σύνταγμα, Ι. παρ. 1-4, Αντ. Σάκκουλας, 2010, σ.73-82, Dominique Rouseau, De la démocratie, σε: La démocratie continue, (dir. D. Rousseau), L.G. D.J., 1995, σ. 5-25, στον ίδιο τόμο, Michel Troper La démocratie continue et justice constitutionnelle, και  125-136 και Marie-Luce Pavia, Démocratie continue et volonté générale, σ. 137-148.

[13] Δημ. Τσάτσος, ΣυντΔικ. τομ. Β΄, σ. 112 και Π. Παραράς, Σύνταγμα, Ι, άρθρα 1-4, 2010, σ. 69. Ο χαρακτηρισμός, «η αξίωση του πλουραλισμού  αποτελεί συνθήκη της Δημοκρατίας» ανήκει στο γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο, το οποίο τον χρησιμοποίησε σε μια από τις αποφάσεις του για την ελευθερία της επικοινωνίας, στην απόφαση, 89-283, DC du 11 janvier 1990 καθώς και σε μια προγενέστερη, du 18 Septembre 1986. βλ. Dominique Rousseau, Droit du contentieux constitutionnel, 7e Monchrestien, 2006 σ.336, και J.P Bizeua, Pluralisme et démocratie ; Revue du Droit Public, t. cv, no 2, σ. 511-542.   Για τις  πλουραλιστικές γενικά θεωρήσεις της δημοκρατίας, βλ. Manfred G. Schmidt, Θεωρίες της Δημοκρατίας, Αθήνα, Σαββαλας, 2000. σ.  251 επ.  Paul Dumouchel, La mocratie et le pluralisme des valeurs,  Odile Jacob, 2002,  σ. 273 N. Bobbio, Το μέλλον της δημοκρατίας, ό.π., σ. 27-33, μετάφραση από τα αγγλικά: ‘The future of democracy’, σ. 27-30. και για την γενετική σύνδεση του πλουραλισμού με τον ανταγωνισμό στη θεωρία περί  δημοκρατίας  του N. Bobbio, την μελέτη της Véronique  Champeil-Desplats, Norberto Bobbio: Pourquoi la démocratie ?, Michel Houdiard, 2008, σ. 60-64.

[14] Βλ. P. Rosanvallon, La légitimité démocratique, Seuil, 2008, σ. 203 επ., 300-352. Σχετικά με  τις θεωρίες του πλουραλισμού στη δεκαετία του ΄80, καθώς και για τον πλουραλισμό βουλήσεων και γνωμών στη δημόσια σφαίρα και την συνάρθρωσή με την διαδικαστική πρόσληψη της λαϊκής κυριαρχίας, Juergen Habermas, , Droit et mocratie, Gallimard, 1992, σ. 321-339, 357, του ίδιου, ‘La souveraineté populaire comme procedure’. Un concept normatif de l’ éspace public, Lignes, 1989, no 7, 29-58. Πρβλ. Τασόπουλο, ό.π., σ. 392 επ..

[15] Δ. Τσάτσος, ΣυντΔικ. τομ. Β’ σ. 71-72, και ειδικά για την αρχή του πολυκομματισμού, σ. 112. Φίλιππος Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, 2018, σ.58, του Ίδιου, σε: Σπυρόπουλο/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης, ΕρμΣυντ., (2017) αρθ. παρ.1Σ, Σάκκουλας, σ. 6.

[16] Juergen Habermas, La souveraineté populaire comme procédure, σ. 52-53, Paulina Ochoa Espejo, Power to Whom? “The People” between Procedure and Populism, in The Promise and Perils of Populism: Global Perspectives, Carlos de la Torre (ed.), University Press of Kentucky, 2015, σ. 13, 31.

[17] Το ζήτημα αυτό έχει ειδικά απασχολήσει τον κλασσικό Ιταλό συνταγματολόγο Mortati και έχει παρουσιάσει συνθετικά ο P. Ridola, Democrazia e rappresentanza nel pensiero di Constantino Mortati, in ‘Il pensiero giuridico di Constantino Mortati’, Milano, Giuffrè, 1990, σ. 259-300. Και την παλαιότερη μονογραφία του, Democrazia pluralistica e libertà associative, Giuffrè, Milano, 1987, σ. 157

[18] Βλέπε κυρίως, Paulina Ochoa Espejo, Power to Whom? “The People” between Procedure and Populism, ό.π.,  σ. 17-21,  Marta Nunes da Costa, Creating the People as “One” ? On Democracy and Its Other, Theoria, Issu 149, Vol. 63, No. 4, p. 67, και . Sofia Naesstrom, The Legimacy of the People, Political Theory; 35, 624, η οποία υποστηρίζει την κανονιστική «ανοικτοσύνη», του όρου «λαός»  ώστε να συμπεριλαμβάνει όλους εκείνους που συμμετέχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην κυκλική διασύνδεση της άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας με τα δικαιώματα του ανθρώπου, άλλοτε διεκδικώντας ή αμφισβητώντας ή επικρίνοντας και άλλοτε επικροτώντας και συναινώντας.

[19] Δ. Τσάτσος, ό.π., σ. 58-61.

[20] Gianluigi Palombella, Costituzione e sovranità, I senso della democrazia costituzionale, Dedalo, 1997, 114-115.

[21] G.  Palombella, Costituzione e sovranità, σ. 109 επ. Και P.  Ridola, ό.π.  παραπέμποντας στις θέσεις του Κelsen, στα γραπτά του μεσοπολέμου, και του βρετανού δημοσιολόγου Lasky, αντιπαραθέτοντας τις  διαφορές και τις συμφωνίες τους σε ό, τι αφορά στον τρόπο εξασφάλισης της πολιτικής ενότητας μιας κοινωνίας μέσα από τον πλουραλισμό και τη σύγκρουση ιδεών και συμφερόντων.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

five + nineteen =